Η Διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Οι αναλυτές που παρακολουθούν την διεθνή καπιταλιστική χρεοκοπία έχουν εδώ και καιρό προβεί σε αποκαλυπτικές δηλώσεις. Το ίδιο συμβαίνει και με πολιτικούς αρχηγούς των κυβερνήσεων, οι οποίοι δεν αποφεύγουν να μιλήσουν για διάλυση της ευρωζώνης μέσα σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.

Όμως, η παγκόσμια κρίση δεν έχει διέξοδο στο πλαίσιο της ισχύουσας πολιτικής. Πριν τις πολιτικές διαχείρησης της κρίσης και τις κρατικές αναδιαρθρώσεις του μεγέθους του χρέους θα πρέπει να περάσουμε σε ένα κύμα λαϊκών εξεγέρσεων.

Η τραπεζική χρεοκοπία είναι γενικευμένη. Πρόσφατη έκθεση της Wall Street Journal, στις 2 Δεκέμβρη, περιγράφει τα όρια των βορειοαμερικανικών τραπεζών, όπως οι Morgan Stanley, Citibank, Goldman Sachs και Bank of America, εξαιτίας της μεγάλης έκθεσής τους στις γαλλικές τράπεζες, των οποίων η αξιολόγηση έχει μειωθεί ως αποτέλεσμα της πτώχευσής τους. Το σύνολο των ευρωπαϊκών τραπεζών έχει ένα μεγάλο έλλειμμα σε σχέση με τις ΗΠΑ και μία ισοδύναμη έλλειψη των δολαρίων.

« Τρέμουν την τραπεζική χρεοκοπία » διαβεβαιώνει ο Economist σε άρθρο του στις 3 Δεκεμβρίου και προσθέτει: Τα αμερικάνικα αποθέματα της αγοράς, πηγή χρήματος για την Ευρώπη, μείωσαν τους δανεισμούς περισσότερο από 40% μέσα σε 6 μήνες. Τους τελευταίους 3 μήνες έφυγαν από τις ελληνικές τράπεζες 13 δις ευρώ. Ενώ η Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα αγοράζει ομόλογα των τραπεζών που αδυνατούν να χρηματοδοτηθούν. Αυτό όμως δεν επιδρά με κάνεναν τρόπο στην πίστωση, αντιθέτως υπάρχει μια καταφανής σμίκρυνση που επεκτείνει το πλαίσιο της πτώχευσης στη βιομηχανία. Αν και ο Τύπος επιμένει να αναφέρεται στην έκθεση των ευρωπαϊκών τραπεζών στα δημόσια χρέη, ο πυρήνας της κρίσης περνά από τα χρέη που έχουν μεταξύ τους, ειδικά η περιφέρεια της Ε.Ε. και μεταφέρεται στην Κεντρική Ευρώπη και τα Βαλκάνια. Παράδειγμα είναι η έκθεση των γερμανικών και αυστριακών τραπεζών στο χρέος των τραπεζών της Κεντρικής Ευρώπης και των Βαλκανίων.

Το γαλλογερμανικό συμβούλιο

Οι διέξοδοι που συζητάνε στην Ευρώπη είναι ισχυρά αποπληθωριστικές, δηλαδή μείωση των κρατικών δαπανών και των μισθών, πτώση της ζήτησης, συρρίκνωση της βιομηχανίας και των τραπεζών. Αυτή η πολιτική δράσης εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Γερμανίας, η οποία αναπαράγει σε αυτή την κρίση, την πολιτική που ακολούθησε όταν προσάρτησε την Ανατολική Γερμανία. Ο αποπληθωρισμός τότε, διέλυσε την βιομηχανία της Ανατολικής Γερμανίας προς όφελος των εγκατεστημένων κεφαλαίων στη Δυτική Γερμανία. Τώρα, ο αποπληθωρισμός καθορίζει τα κρατικά γερμανικά ομόλογα και κατά συνέπεια τις γερμανικές τράπεζες που είναι οι κύριοι κάτοχοι τους. Στην πραγματικότητα είναι μια πολιτική εκβιασμού μεγάλης κλίμακας, γιατί θα μπορούσαν οι αντίπαλοί τους να πούν «διώξτε το γαλλογερμανικό συμβούλιο» και να κηρύξουν παύση χρέους και να επισπεύσουν έτσι, την κατάρρευση των τραπεζών της Γερμανίας. Παρόλα αυτά, αυτό είναι που τρέμουν οι άλλες χώρες, ιδίως οι ΗΠΑ και η Κίνα, για τους οποίους μια χρεοκοπία στην Ευρώπη θα σήμαινε την κατάρρευση της παγκόσμιας αγοράς. Το ίδιο ισχύει και για την Μεγάλη Βρετανία.

Η γερμανίδα Μέρκελ και ο Γάλλος Σαρκοζύ έχουν αποτυπώσει στο σύνολο αυτού που ονόμασαν “δημοσιονομική ένωση” του συνόλου της Ε.Ε. ή τουλάχιστον της ζώνης του ευρώ, την άποψη ότι η ευρωπαϊκή κρίση δεν είναι συστημική αλλά οφείλεται στις διαφορές των κράτων-μελών στην αρχική κατασκευή του ευρώ. Όμως αυτή η ένωση είναι μια φάρσα. Επειδή δεν έγινε στη βάση ένος ενιαίου προϋπολογισμού που ενώνει τα έσοδα όλων των χωρών παρά μόνο προστατεύει τους εθνικούς προυπολογισμούς του συμβουλίου Μερκοζύ. Αλλά η ευρωπαϊκή χρεοκοπία δεν είναι πρωτίστως δημοσιονομική αλλά τραπεζική.

Όσο και να προστατεύουν τους εθνικούς τους προυπολογισμούς, αυτό δεν λύνει τίποτα. Το τέλμα είναι πλήρες. Η απάντηση θα δοθεί τις επόμενες μέρες με νέες καταρρεύσεις ομολόγων και δημοσίων χρεών. Αν και το Δ.Ν.Τ., υπό τις διαταγές του Βορειοαμερικάνικου θησαυροφυλακίου, έχει πάει να διασώσει την Ελλάδα, το συμβούλιο Μερκοζύ χειρίζεται εναλλακτική λύση εξόδου αρκετών χωρών της ευρωζώνης, όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και επίσης της Ιρλανδίας. Για τους καλά πληροφορημένους παρατηρητές της κρίσης, αυτό θα προκαλούσε την ισοπέδωση του πυρήνα της ευρωζώνης. Χώρες όπως η Ισπανία, η Ιταλία, ακόμα και το Βέλγιο και η Ολλανδία θα πλησίαζαν την πόρτα της εξόδου.

Η κίνηση του Μάριο Μόντι στην Ιταλία, να μειώσει τις δημόσιες δαπάνες κατά 30 δις ευρώ, με τις περικοπές στις συντάξεις και την αύξηση των φόρων στην κατανάλωση και στα έσοδα των νοικοκυριών, δεν θα βγάλει από την πορεία της πτώχευσης την τράπεζα Monte Dei Paschi di Siena, που είναι εκτεθειμένη στις γαλλικές τράπεζες και τη Unicredit στις τράπεζες της Αυστρίας και της Κεντρικής Ευρώπης, ούτε επίσης το ιταλικό χρέος των 2 τρις ευρώ. Η απαίτηση για μια Ευρώπη «δύο ή τριών ταχυτήτων» είναι μία εκδοχή της διάλυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το συμβούλιο Μερκοζύ κρύβει ένα νέο συμβούλιο, (όπως αυτό της Trilateral που σχηματίστηκε το 1970), όπου μαζί τους είναι οι δύο Ιταλοί, ο πρωθυπουργός Μάριο Μόντι και ο Μάριο Ντράγκι, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας – και οι δύο αξιωματούχοι της Goldman Sachs.

Κίνα

Ωστόσο, η σημαντική μεταβολή στην σκακιέρα της παγκόσμιας κρίσης λαμβάνει χώρα εκτός Ευρώπης. Τον Οκτώβρη για πρώτη φορά έπεσε η βιομηχανική παραγωγή της Κίνας. Οι απωλήσεις έχουν φτάσει σε τέτοιες διαστάσεις που έχουν προκαλέσει απεργίες και εργατικές εξεγέρσεις στην πιο βιομηχανική ζώνη της χώρας. Οι νόμοι της καπιταλιστικής ανάπτυξης, δηλαδή η τάση του κεφαλαίου προς την κατάρρευση, εφαρμόζονται στην Κίνα περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα, λόγω των ασθενέστερων καπιταλιστικών δομών που έχει. Το χρέος των τοπικών αυτοδιοικήσεων έχει αυξηθεί εκθετικά και χρηματοδοτείται από την απαλλοτρίωση των εδαφών των αγροτών, με επακόλουθες τις λαϊκές εξεγέρσεις. Επίσης είναι άγνωστο ακόμα το ποσοστό έκθεσης του τραπεζικού συστήματος της Κίνας στην κτηματομεσιτική κερδοσκοπία (η οποία οδεύει προς την κατάρρευση). Η διεθνής πιστοληπτική ικανότητα της Κίνας σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο, αντισταθμίζεται από το χρέος της κεντρικής Κινεζικής τράπεζας με το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Το αδιέξοδο της ευρωπαϊκής αριστεράς

Η ευρωπαϊκή (κεντρο)αριστερά είναι το στήριγμα του σχηματισμού των τεχνοκρατικών κυβερνήσεων στην Ιταλία και την Ελλάδα. Και αυτό αποτελεί έκφραση της πολιτικής διάλυσης των ημι-κοινοβουλευτικών καθεστώτων. Από την άλλη, η δεξιά στην Ιταλία και στην Γαλλία, έχει ξεκινήσει μια πολιτική επιχείρηση για να κεφαλαιοποιήσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια ενάντια στα σχέδια προσαρμογής, μια πολιτική που απορρίπτει αυτές τις κυβερνήσεις-μαριονέτες, που απορρίπτει ακόμα και την ευρωζώνη και περιστασιακά την Ε.Ε. Το ίδιο συμβαίνει και με την δεξιά στην Βρετανία, τους επονομαζόμενους “ευρωσκεπτικιστές”. Παράλληλα, εθνικιστική θέση έχουν επίσης και τα κομμουνιστικά κόμματα στην Ελλάδα και την Πορτογαλία.

Η κεντροαριστερά είναι το στήριγμα των σχεδίων της προσαρμογής, της υπεράσπισης του ευρώ και της Ε.Ε. Επαναλαμβάνει το ρόλο που έπαιξε στην κρίση του ’30 και άνοιξε το δρόμο στον φασισμό. Ένα μεγάλο μέρος της διεθνούς αριστεράς, δυστυχώς, εδώ και καιρό έχει μία κεντρώα θέση, για μια «δημοκρατική κοινωνία» στο πλαίσιο της Ε.Ε. ή ακόμα μιας Σοσιαλιστικής Ένωσης χωρίς να έρθει όμως σε ρήξη με την καπιταλιστική Ε.Ε. Ενώ η ανάγκη των χωρών της Ε.Ε., όπως η Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας, είναι οι Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες Eυρώπης. Άλλωστε, η ανάγκη υπεράσπισης του ευρώ και της Ε.Ε. είναι ο κύριος εκβιασμός που επιβάλλουν οι καπιταλιστικές κυβερνήσεις για να υλοποιήσουν τα σχέδια προσαρμογής.

Καμιά λαϊκή διέξοδος δεν είναι δυνατή χωρίς την διαγραφή του δημόσιου χρέους προς τους τοκογλύφους τραπεζίτες, το οποίο και θέτει αμέσως το θέμα της διάλυσης της Ε.Ε. Σε αντίθεση με τον φασισμό και τον σταλινισμό, η διάλυση της Ε.Ε. πρέπει να τεθεί από την πλευρά της Σοσιαλιστικής Ενότητας της Ευρώπης και της Ρωσίας. Αυτή η διεκδίκηση πρέπει να εξυπηρετεί την ενότητα του προλεταριάτου της Ευρώπης, που αναζητά μια διέξοδο από την καπιταλιστική κατάρρευση. Η Ε.Ε. και το ευρώ είναι καταδικασμένα. Εάν δεν βάλει τέλος η εργατική τάξη, στο όνομα της Oμοσπονδίας των εργατικών κυβερνήσεων, θα βάλει τέλος ο φασισμός και η δεξιά για να ενισχύσουν την εθνική καταπίεση, που ποτέ από ό,τι φαίνεται, η Ε.Ε. δεν ξεπέρασε αλλά ενίσχυσε.