Ο ΤΡΟΤΣΚΥ, Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΣΤΑΛΙΝ

ΟΣΒΑΛΝΤΟ ΚΟΤΖΙΟΛΑ*

Ο ΤΡΟΤΣΚΥ, Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΣΤΑΛΙΝ

[Σεμινάριο πάνω στο Φασισμό με μια Συγκριτική Προοπτική –Πανεπιστήμιο Tζαντβαπούρ – Καλκούτα, Iνδία, 2009.

O Osvalto Cogiolla είναι Aργεντίνος  μαρξιστής, μέλος του Partido Obrero, και καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο της Bραζιλίας]

 

Mέρος 4ο (τελευταίο)

Στις αρχές του 1934, το 27ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ καθιέρωσε το πνεύμα της πλειοψηφίας: η αυτοκριτική σχετικά «άξιων» πρώην αντιπάλων (Ζηνόβιεφ, Μπουχάριν, Λομινατζέ) έγινε αποδεκτή, παραχωρήθηκε νόμιμη θέση στους Kολχόζνικους, οι διωκόμενοι Κουλάκοι αμνηστεύθηκαν, η Γκε Πε Ου αναδιοργανώθηκε (μεταμορφώθηκε σε NKVD) υπό τον έλεγχο ενός «Επιτροπάτου (Υπουργείου) Εσωτερικών Υποθέσεων». Παρόλα αυτά, ήταν η ηρεμία πριν από την καταιγίδα, δηλαδή, τη μεγάλη σύγκρουση, που υπέβοσκε μέσα στο ίδιο το Συνέδριο. Οι περιφερειακοί γραμματείς ζήτησαν από τον Κίροφ να θέσει υποψηφιότητα για τη θέση του Γενικού Γραμματέα (ο Κίροφ αρνήθηκε). Εναντίον του Στάλιν ψήφισαν 270 αντιπρόσωποι, ο οποίος εκλέχθηκε στην Κ.Ε. στην τελευταία θέση, σύμφωνα με τον Ρόι Μεντβέντεφ. Aυτοί περιέβαλαν τον Κίροφ, που πίστευε ότι ήταν αναγκαίο να εφαρμοστεί η επιθυμία του Λένιν (για την απομάκρυνση του Στάλιν από τη θέση του Γενικού Γραμματέα καθώς και από τη θέση του ως ηγέτη). Ο Ρόι Μεντβέντεφ επίσης επιβεβαιώνει ότι μια συνάντηση των περιφερειακών γραμματέων του ΚΚΣΕ, που αφιερώθηκε στην υπόθεση της αντικατάστασης του Στάλιν, έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου. Κάποιοι απ’ αυτούς -συμπεριλαμβανομένου του Αναστάς Μικογιάν, των Γεωργιανών Ορτζονικιτζέ, Πετρόφσκι, Ορατσενλαντσβίλι- είχαν εντολή να ασκήσουν πίεση στον Κίροφ για να θέσει υποψηφιότητα για τη θέση του Γενικού Γραμματέα. Για πρώτη και μοναδική φορά στην «Σταλινική περίοδο», υπήρχε μια γενική συναίνεση για την επανεισδοχή των αντιπάλων του Στάλιν στο κόμμα, εξαιρουμένου του Τρότσκι και των Τροτσκιστών καθώς και του Ιβάν Σμιρνόφ και των φίλων του του «αντιπολιτευτικού μπλοκ».

Η δολοφονία του Κίροφ τον Δεκέμβριο του 1934 θα πρέπει να εκτιμηθεί υπό το φως αυτής της κατάστασης, όπως επίσης οι Δίκες της Μόσχας, όπου ο Τρότσκι ήταν ο κύριος κατηγορούμενος. Ο Στάλιν, εν μέσω όλων των δυσκολιών του Συνεδρίου του ΚΚΣΕ το 1934, δεν είχε ακόμα διορίσει τους «ανθρώπους» του (Καγκάνοβιτς, Γιεζόφ και το νεαρό Μαλένκωφ) σε θέσεις κλειδιά. Ο Κίροφ ξεκάθαρα θεωρούνταν το «νούμερο 2», που προωθήθηκε στη θέση του «Κομματικού Γραμματέα»: αυτός ήταν ο «συμβιβασμός» του 1934. Έντεκα μήνες μετά, στις 1 Δεκέμβρη του 1934, ο Κίροφ δολοφονήθηκε από ένα νεαρό κομμουνιστή, τον Νικολάγιεφ. Πολύ γρήγορα και με πρωτοφανή τρόπο λήφθηκαν μαζικά μέτρα, με κομματικά διατάγματα. Χιλιάδες απελάθηκαν στη Σιβηρία (μεταφέρθηκαν με τα λεγόμενα «τρένα Κίροφ»), όλοι «ύποπτοι» συνωμοσίας για τη δολοφονία του… Κίροφ. Ο Νικολάγιεφ δικάστηκε κεκλεισμένων των θυρών και εκτελέστηκε. Η μαζική καταστολή τελείωσε με την «κοινωνία των παλιών Μπολσεβίκων». Οι Τροτσκιστές θα αποκαλούνταν «δολοφόνοι».[17]

Εκείνη την εποχή, ο Τρότσκι υποδείκνυε ότι η δολοφονία του Κίροφ «διευκολύνθηκε», αν δεν οργανώθηκε από την NKVD. Αποτέλεσε την πρόφαση για τις «Δίκες» που εξαφάνισαν ολόκληρη την παλιά φρουρά των Μπολσεβίκων. Παρόλα αυτά, πέρα από τις δημόσιες δίκες (που αποτελούσαν μόνο την κορυφή του παγόβουνου), υπήρχαν και οι συνεδριάσεις κεκλεισμένων των θυρών που αναμφίβολα οφείλονταν στην ανικανότητα απόσπασης ομολογιών από τους κατηγορούμενους. Τον Ιούνιο του 1937, δικάστηκαν και καταδικάστηκαν οι ηγέτες του Κόκκινου Στρατού. Εκτελέστηκαν ο στρατάρχης Τουχατσέφσκι, ο αρχηγός του γενικού επιτελείου Πιοτρ Γιακίρ και άλλοι ηγέτες του, τον Iούλιο του  1937. Τον Δεκέμβριο του 1937 είχαμε τη δίκη, καταδίκη και εκτέλεση των ηγετών του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γεωργίας (Μντιβάνι και Οκουντζάβα). H ίδια διαδικασία συνεχίστηκε με την καταδίκη και εκτέλεση του Ενουκιτζέ. Το 1938, με τις μαζικές εκτελέσεις αριστερών αντιπολιτευόμενων στα εκτελεστικά αποσπάσματα της Σιβηρίας, η Σταλινική Γιεζόφτσινα (από το όνομα του αρχηγού της NKVD, Γιεζόφ) ολοκληρώθηκε. Με τις σφαγές της δεκαετίας του 1930, ο Στάλιν ξεπέρασε την αμέσως προηγούμενη πολιτική κρίση:[18] οι 270 αντιπρόσωποι που ψήφισαν εναντίον του Στάλιν στο 17ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ (που εκλέχτηκε στην Κ.Ε. στην τελευταία θέση μεταξύ των εκλεγμένων), προσπαθώντας να τον αντικαταστήσουν, ήταν το άμεσο πολιτικό κίνητρο των δικών της Μόσχας. Στις μεγάλες διώξεις, εκτελέστηκαν, πέρα από τους εναπομείναντες Μπολσεβίκους της παλιάς φρουράς, 98 από τα 117 μέλη της Κεντρικής Επιτροπής που εκλέχτηκαν το 1934, 1108 αντιπρόσωποι από τους 1966 του 17ου Συνεδρίου, 4 μέλη του Πολιτικού Γραφείου και 3 από τα 5 μέλη του Οργανωτικού Γραφείου.

Η σφαγή περιελάμβανε όλους τους πρώην αντιπολιτευόμενους και τις οικογένειες τους, το 90% των ανώτερων αξιωματικών του Κόκκινου Στρατού, όλους τους ηγέτες της πολιτικής αστυνομίας πριν τον Γιεζόφ, την πλειοψηφία των ξένων κομμουνιστών προσφύγων στην Ε.Σ.Σ.Δ. (υπήρξαν συνολικά 4 με 5 εκατομμύρια συλλήψεις, ένας Σοβιετικός συλλαμβάνονταν για κάθε 17 υπό κράτηση και ένας εκτελείτο για κάθε 85[19]).

Παράλληλα, η γραφειοκρατική τάση καταστροφής των επιτευγμάτων του Οκτώβρη, που ανέμενε ο Τρότσκι, ήταν ορατή σε μέτρα όπως ο τερματισμός των δικαιωμάτων έκτρωσης και δωρεάν ανώτερης εκπαίδευσης. Ο «αποκεφαλισμός» του Κόκκινου Στρατού είχε άμεση σημασία για την τύχη της ΕΣΣΔ: τον Ιούνιο του 1937, ο Στρατηγός Τουχατσέφσκι, υφυπουργός άμυνας, πέρασε από μυστική δίκη, καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε 48 ώρες αργότερα με επτά άλλους στρατηγούς που αποτελούσαν την αφρόκρεμα του Κόκκινου Στρατού. Λίγες μέρες πιο πριν, ο Στρατηγός Γκαμάλρικ, Γενικός Επίτροπος του Στρατού, «αυτοκτόνησε». Οι στρατηγοί κατηγορήθηκαν για κατασκοπεία υπέρ της Ναζιστικής Γερμανίας και για συνομωσία με τον Χίτλερ με σκοπό την προώθηση της Σοβιετικής ήττας. Οι κατηγορούμενοι ήταν όλοι ήρωες του εμφυλίου πολέμου: ο Γιακίρ, διοικητής του Λένινγκραντ, ο Ουμπόρεβιτς, διοικητής του Δυτικού μετώπου, ο Κορκ,  διοικητής της Στρατιωτικής Ακαδημίας και ο Πριμακόφ, επικεφαλής του ιππικού. Λίγες μέρες αργότερα, ο Βοροσίλωφ, ο Σταλινικός Στρατηγός και Υπουργός Άμυνας τους κατηγόρησε ότι συνωμοτούσαν με τον Τρότσκι. «Ο Κόκκινος Στρατός αποκεφαλίστηκε», δήλωνε ο Τρότσκι, σχολιάζοντας τις εκτελέσεις. Είχαν εκπαιδευτεί μαζί του κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου και χωρίς να έχει κάποια ιδιαίτερη πολιτική σχέση μαζί τους θεωρούσε ότι ήταν τα καλύτερα παραδείγματα στον Κόκκινο Στρατό και παρασάγγας οι πιο δημοφιλείς και ικανοί.

Η δίκη των στρατηγών παρόλα αυτά, ήταν μόνο το ορατό μέρος των απίστευτων διώξεων που αποσυνθέσανε τις Σοβιετικές Ένοπλες Δυνάμεις. Τον Αύγουστο του 1937, σύμφωνα με τον Λέοπολντ Τρέπερ (δημιουργό του Σοβιετικού δικτύου κατασκοπείας [στην κατεχόμενη Eυρώπη, σ.τ.E.] κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, γνωστό ως Κόκκινη Ορχήστρα), ο «Στάλιν συναντήθηκε με τους πολιτικούς ηγέτες του Στρατού για να προετοιμάσει τις διώξεις των ‘εχθρών του λαού’ που μπορεί πιθανότατα να υπήρχαν μέσα στο στρατό. Αυτό ήταν το σινιάλο για την έναρξη των σφαγών: 13 από τους 19 διοικητές του στρατού, 110 από τους 130 διοικητές μεραρχιών και διοικητές ταξιαρχιών, οι επικεφαλής των μισών συνταγμάτων και οι περισσότεροι πολιτικοί επίτροποι εκτελέστηκαν. Έτσι αποσυνθεμένος, ο Κόκκινος Στρατός βγήκε εκτός μάχης για κάποια χρόνια». Εκτιμάται ότι εκτελέστηκαν πάνω από 35.000 αξιωματικοί. Οι τέσσερις στρατηγοί που υποστήριξαν τις κατηγορίες εναντίον του Τουχατσέφσκι επίσης χάθηκαν μετά από λίγο καιρό. Οι «διώξεις» διείσδυσαν και στην Κομμουνιστική Διεθνή: ηγέτες διαφόρων Κομμουνιστικών Κομμάτων εκκαθαρίστηκαν. Ο Τρέπερ (Πολωνικής καταγωγής) δηλώνει πως όταν ήταν φοιτητής στο Πανεπιστήμιο των Ξένων στη Μόσχα, το 90% των κομμουνιστών μαχητών ξένης καταγωγής που ζούσαν στη Μόσχα πέθαναν.

Η σύγκρουση μεταξύ του Στάλιν, GPU (NKVD) και Κόκκινου Στρατού ήταν αναπόφευκτη μέσα στην κατάσταση που δημιούργησαν οι «Δίκες». Tο 1937, οι διοικητές του Κόκκινου Στρατού είχαν εκπαιδευτεί από αξιωματικούς που είχαν πολεμήσει στον εμφύλιο, οι περισσότεροι υπό τη διοίκηση του Τρότσκι, ιδρυτή του Κόκκινου Στρατού. Ακόμα και αν δεν αποτελούσαν κάποια αντιπολίτευση, η κρίση παρέμενε λανθάνουσα. Οι επικεφαλής του Στρατού είχαν σχετική αυτονομία και δεν ήταν υπό τις διαταγές του Στάλιν. Η δημοτικότητά τους ήταν πολύ μεγάλη, ιδιαίτερα του Τουχατσέφσκι, παγκοσμίως αναγνωρισμένου ως αυτού που εκσυγχρόνισε τον Κόκκινο Στρατό και τον τοποθέτησε σ’ ένα ιδιαίτερα υψηλό τεχνικό και στρατηγικό επίπεδο (εκμηχάνιση, αλεξιπτωτιστές κ.λπ.) Ο Τουχατσέφσκι και οι άλλοι διοικητές του Κόκκινου Στρατού παρακολουθούσαν με  ανησυχία τις εξελίξεις στη Ναζιστική Γερμανία και αισθάνθηκαν την αναπόφευκτη στρατιωτική σύγκρουση μαζί της. Αν και ο Τουχατσέφσκι και ο Κίροφ δεν μπορούσαν στην πραγματικότητα να συγκριθούν με τον Τρότσκι και τον Ζηνόβιεφ ως πολιτικοί ηγέτες, ο πρώτος είχε εξουσία πάνω στο στρατό και ο δεύτερος πάνω στη γραφειοκρατία. Αυτό τους καθιστούσε δυνητικά επικίνδυνους αντιπάλους του Στάλιν.

Από μια ειρωνεία της μοίρας, οι ηγέτες του Κόκκινου Στρατού, αυτοί που άσκησαν κριτική στον Στάλιν για την ανεπαρκή προετοιμασία της ΕΣΣΔ στον αναπόφευκτο πόλεμο με τη Ναζιστική Γερμανία, καταδικάστηκαν ως Γερμανοί κατάσκοποι, με πλαστά ντοκουμέντα που είχαν κατασκευάσει οι ίδιοι οι Ναζί. Οι πλαστογραφίες ήρθαν στο φως από τον Τρέπερ, ο οποίος συνελήφθη από την Γκεστάπο κατά τη διάρκεια του πολέμου ως επικεφαλής του δικτύου της Κόκκινης Ορχήστρας. Αυτός που τον συνέλαβε, ο Χέρμαν Γκέρινγκ, του είπε ότι είχε πλαστογραφήσει χαρτιά για να κατηγορήσει ψευδώς τον Heydrich, τον διοικητή των SS. Γι’ αυτό είχε την υποστήριξη ενός πρώην Λευκού Pώσου Στρατηγού, του Σκόμπλιν (που τότε, δούλευε για την  GPU-NKVD), ο οποίος κατήγγειλε ότι ο Τουχατσέφσκι εξύφαινε συνωμοσία. Ψεύτικες αποδείξεις δημιουργήθηκαν άμεσα και το υλικό μεταφέρθηκε στον Στάλιν μέσω της Τσέχικης Λαϊκομετωπικής Κυβέρνησης, με επικεφαλής τον Mπένες. Μετά από αυτή την «υπόθεση», ο Χίτλερ διακήρυξε: «Έχουμε εξουδετερώσει τη Ρωσία για δέκα χρόνια». Από αυτή την άποψη, η κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας και ο πόλεμος στο δυτικό μέτωπο μπορούσε να προετοιμαστεί.

Οι εκτελέσεις αποδυνάμωσαν αποφασιστικά τον Κόκκινο Στρατό και οδήγησαν στο σύμφωνο Χίτλερ-Στάλιν του 1939. Όταν τελικά ο Χίτλερ εισέβαλε στη Ρωσία το 1941, αρχικά ο Κόκκινος Στρατός γνώρισε τρομερές ήττες και χρειάστηκε μήνες για να ανακάμψει, με κόστος εκατομμύρια νεκρούς και αιχμαλώτους. Οι νέοι διοικητές που προωθήθηκαν μετά τις εκκαθαρίσεις, ήταν εμφανώς υποχείρια του μεγάλου ηγέτη (που τότε αποκαλούνταν Στρατάρχης). Η σφαγή των αρχηγών του Κόκκινου Στρατού ήταν ένας παράγοντας όχι μόνο αποδυναμωτικός αλλά μάλλον καταστροφικός που έθεσε σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη του κράτους που είχε αναδυθεί από την επανάσταση.

Το 1939, αφού οι διαπραγματεύσεις μεταξύ ΕΣΣΔ / Γαλλίας-Αγγλίας απέτυχαν, ο Στάλιν υπέγραψε ένα σύμφωνο με τον Χίτλερ, δηλώνοντας την υποστήριξή του στο Γερμανικό αντεπαναστατικό καθεστώς: «Δεν ήταν απλά ένα σύμφωνο μη επίθεσης αλλά μια οριοθέτηση σφαιρών επιρροής, μια συμφωνία για τη διαίρεση της Ανατολικής Ευρώπης. Ο Στάλιν αναγνώρισε ότι ο πόλεμος μεταξύ Γερμανίας και Δύσης ήταν αναπόφευκτος».[20]  Επιπλέον, το Σύμφωνο Χίτλερ-Στάλιν (ή Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, σύμφωνα με τα ονόματα των υπουργών εξωτερικών που το υπέγραψαν) δεν ήταν απλά πολιτικό: οι Σοβιετικές εισαγωγές από τη Γερμανία αυξήθηκαν (στη διάρκεια των δυο χρόνων του συμφώνου, 1939-40) από 56,4 σε 419,1 (εκατομμύρια ρούβλια), και οι εξαγωγές από 61,6 σε 736,5.[21]

Την ίδια στιγμή, ο Τρότσκι κατήγγειλε την Σταλινική ψευδαίσθηση για μια μακρόχρονη εξουδετέρωση της Γερμανίας μέσω του συμφώνου, αποδεικνύοντας το αναπόφευκτο της εισβολής του Xιτλερικού ναζισμού στην ΕΣΣΔ. Αυτό επαναβεβαιώθηκε στο τελευταίο δημοσιευμένο ντοκουμέντο κατά τη διάρκεια της ζωής του, το οποίο αποκαλείται Μανιφέστο της Έκτακτης Συνδιάσκεψης της Τέταρτης Διεθνούς (Μάιος του 1940, που προέβλεπε το αναπόφευκτο και την αμεσότητα της Γερμανικής εισβολής). Ενώ οι αναλυτές ανήγγειλλαν την επιτυχημένη σύγκλιση του «φασιστικού και κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού», ο Τρότσκι δεν είχε ξεχάσει την διαφορετική ταξική βάση των δύο κρατών, τις κοινωνικές αντιφάσεις και τις εθνικές πολιτικές που εμπεριείχαν. Eκείνοι που περιγράφουν τη νίκη του Στάλιν επί του Τρότσκι ως προϊόν της ανώτερής του realpolitik αναμφίβολα ξεχνούν το παρακάτω γεγονός: η Ναζιστική επίθεση τον Ιούλιο του 1941 ξάφνιασε τον «ρεαλιστή» Στάλιν. Δεν πίστευε ότι ήταν επικείμενη, παρά τις εκθέσεις από το Σοβιετικό δίκτυο κατασκοπείας.[22]

Συνοψίζοντας, αυτή την περίοδο σχεδόν όλοι οι «επαγγελματίες επαναστάτες» της προεπαναστατικής περιόδου αλλά και του εμφύλιου πολέμου, ιδιαίτερα οι σύντροφοι του Λένιν δολοφονήθηκαν. Όσο για το Κόμμα, το σφετερίστηκαν άνθρωποι που είχαν προσχωρήσει στη διάρκεια της Σταλινικής περιόδου. Έτσι ξεκίνησαν οι «καριέρες» των Μπρέζνιεφ, Κοσίγκιν, Γκρομίκο που ενώθηκαν με τους «άνδρες του Στάλιν» (Μπέρια, Μαλένκωφ, Ποστρεμπίτσεφ). Ένα σημαντικό τμήμα των κοινωνικών επιτευγμάτων της επανάστασης καταστράφηκε και υπήρξε μια πρωτοφανής ενίσχυση της εργασιακής πειθαρχίας. Η «προσωπολατρία» του Στάλιν αναπτύχθηκε μέσα σε αυτό το πλαίσιο. Ο Τρότσκι συμπέρανε ότι αν και βασίζονταν σε διαφορετικά και αντιτιθέμενα κοινωνικά συστήματα, ο Ναζισμός και ο Σταλινισμός συμπληρώνονταν συμμετρικά καθώς αμφότεροι αναπτύχθηκαν πάνω στο ιστορικό έδαφος της παγκόσμιας αντεπανάστασης, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 20 και το 30.

Yποσημειώσεις

[16] Λέων Τρότσκι: Ταξική Φύση της ΕΣΣΔ, Pathfinder Press (NY) (Ιούνιος 1980)

[17] Άμι Νάιτ. Ποιος Σκότωσε τον Κίροφ; Το Μεγαλύτερο Μυστήριο του Κρεμλίνου, Hill & Wang (Μάϊος 2000)

[18] Ρόϊ Μέντβεντεφ, Le Stalinisme, Origines, histoire, conséquences, Paris, Seuil, 1971

[19] Pierre Sorlin, La Société Soviétique: 1917-1964, Armand Colin, 1964

[20] J. P. Nettl. The Soviet Achievement, London, Thames and Hudson, 1976, Reprint.

[21] Alec Nove, An Economic History of the USSR, Penguin (Non-Classics) (7Ιούνη 1990)

[22] Leopold Trepper, Le Grand Jeu, Paris, Albin Michel, 1975.

 

Βιβλιογραφία

Alec Nove, An Economic History of the USSR. Penguin (Non-Classics) (7 Ιούνη, 1990)

Amy Knight, Who Killed Kirov? The Kremlin’s Greatest Mystery, Hill & Wang (Μάιος 2000)

Charles Bettelheim, LΪÉconomie Allemande sous le Nazisme, Paris, François Maspéro, 1971.

Claude Klein, De los Espartaquistas al Nazismo, La Republica de Weimar, Barcelona, Pen£nsula, 1970.

Hjalmar Schacht, 76 Jahre meines Lebens, Kindler und Schiermeyer Verlag, Bad Wörishofen, 1 edition, 1953.

Ian Kershaw, The Nazi Dictatorship, Problems and Perspectives of Interpretation. (London, 1985, 4th ed., 2000)

J. P. Nettl, The Soviet Achievement, London, Thames and Hudson, 1976, Reprint.

Leon Trotsky, Ninety Years of the Communist Manifesto, The New International [New York], Vol. IV No.2, Φεβρουάριος 1938.

Leon Trotsky, The Class Nature of the Soviet State, History of the Russian Revolution, Pathfinder Press (NY) (Ιούνιος 1980)

Leon Trotsky, Their Morals and Ours, The New International, Vol. IV No.6, June 1938

Leon Trotsky, Marxism in our time, Introduction to The Living Thoughts of Karl Marx, Based on Capital: A Critique of Political Economy, Presented by Leon Trotsky, Longmans. 1939.

Leon Trotsky, What Is National Socialism? The Modern Thinker, October 1933.

Leopold Trepper, Le Grand Jeu, Paris, Albin Michel, 1975.

Marcel Willard, O Incêndio do Reichstag, Rio de Janeiro, Laemmert, 1968.

Norbert Frei, Der Führerstaat: Nationalsozialistische Herrschaft 1933 Bis 1945, Dtv (The Führer State 1933-1945. Oxford, 1993) .

Perry Anderson,  Considerations on Western Marxism, Verso (16 Σεπτέμβρη, 1976).

Pierre Sorlin, La Société Soviétique: 1917-1964, Armand Colin, 1964

Roy Medvedev, Le Stalinisme, Origines, histoire, conséquences. Paris, Seuil, 1971. (Roy Medvedev, Let History Judge: The Origins and Consequences of Stalinism, Revised and expanded edition, Columbia University Press, 1989)

Mετάφραση Aρ. Mα.

Επιμέλεια Θ. K.

Νέα Προοπτική τεύχος #530# Σάββατο 7 Ιουλίου 2012