13ωρη εργασία και Εργατικά Ατυχήματα

ΕΡΓΑΣΙΑΚΟΣ ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ

του Μιχάλη Καμπίτη

Με το Ν. 5239 οκτώβριος 2025 ψηφίστηκε: το13ωρο/ημ. στην εργασία δηλαδή για εργασία μέχρι 78ώρες την εβδομάδα (συν 1,5 ώρες για αρχική-τελική προετοιμασία και διάλλειμμα και 1,5 ώρες πήγαινε-έλα, σου μένουν 8 ώρες να πλυθείς να ντυθείς, να φας, να χωνέψεις και να ξαπλώσεις να κοιμηθείς), ή το10 ωρο/ημ. με μια ημέρα την εβδομάδα για να ξεκουραστείς να δεις και να χαρείς την οικογένειά σου ή τα προσφιλή σου πρόσωπα.

Koμβικές ιστορικές καμπές:

1886: Εξέγερση των εργατών του Σικάγου με αίτημα το 8ωρο στην εργασία.

1920: Νομοθετήθηκε στην Ελλάδα μετά από σκληρούς ταξικούς αγώνες.

1925:Καθιερώθηκε το 7ωρο /ημ. Και πενθήμερο στην ΕΣΣΔ μέσα σε συνθήκες Ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης.

1991:Το πουλόβερ των εργασιακών δικαιωμάτων άρχισε σιγά-σιγά να ξηλώνεται, μαζί με τις μέχρι σήμερα κατακτήσεις της εργατικής τάξης.

Με την Οδηγία 2003/88/ΕΚ της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπεται ότι ο μέσος εβδομαδιαίος χρόνος εργασίας —συμπεριλαμβανομένων των υπερωριών— δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις 48 ώρες σε καθορισμένη περίοδο αναφοράς (συνήθως 4 ή 6 μηνών).

Στην Ελλάδα, το κανονικό ωράριο ορίζεται σε 40 ώρες εβδομαδιαίως (8 ώρες × 5ήμερο). Η εργασία πέραν των 40 ωρών και έως τις 45 στο πενθήμερο (ή έως τις 48 στο εξαήμερο) χαρακτηρίζεται ως υπερεργασία (νομιμη υπερωρία) και αμείβεται με προσαύξηση 20%.

Με τον Ν. 5239/2025 εισάγεται η δυνατότητα απασχόλησης έως 13 ώρες ημερησίως, υπό προϋποθέσεις. Η εργασία από την 10η έως την 13η ώρα λογίζεται ως υπερωρία, η οποία αμείβεται με προσαύξηση 40% επί του μισθού ή ωρομισθίου, με την προϋπόθεση ότι τηρούνται οι νόμιμες διαδικασίες.

Η εργασία πέραν των παραπάνω ορίων και μέχρι το ετήσιο όριο υπερωριών που προβλέπει ο νόμος (Ν. 4808/2021: έως 3 ώρες ημερησίως και έως 150 ώρες ετησίως) συνιστά νόμιμη υπερωρία, η οποία επίσης αμείβεται με προσαύξηση 40%.

Διευθέτηση Χρόνου Εργασίας

Η Διευθέτηση του Χρόνου Εργασίας (Δ.Χ.Ε.) θεσπίστηκε με τον Ν. 1872/1990 (άρθρο 41) και εξακολουθεί να ισχύει σε τροποποιημένη μορφή με τον Ν. 2112/1993, ο οποίος ενσωμάτωσε και διατάξεις για ευέλικτες μορφές απασχόλησης. Η εφαρμογή της Δ.Χ.Ε. για συμβάσεις ορισμένου και αορίστου χρόνου ενσωματώθηκε μεταγενέστερα σε νομοθετήματα όπως ο Κώδικας Ατομικών Συμβάσεων Εργασίας (Κ.Α.Σ.Ε.), καθώς και στους Ν. 3846/2010 και 4024/2011, που εστιάζουν στην αποτροπή καταχρηστικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου και στην επιβολή κυρώσεων.

Η Οδηγία 2003/88/ΕΚ θέτει ευρωπαϊκά ελάχιστα πρότυπα υγείας και ασφάλειας για τον χρόνο εργασίας, ενώ ο Ν. 2112/1993 και κυρίως ο Ν. 4808/2021 ενσωματώνουν τις διατάξεις της Οδηγίας και ρυθμίζουν την εφαρμογή της Δ.Χ.Ε. στην Ελλάδα. Οι ρυθμίσεις επιτρέπουν ευέλικτη κατανομή των 40 ωρών εργασίας εβδομαδιαίως, όπως για παράδειγμα τετραήμερη εργασία με 10ωρο ημερησίως, κατόπιν συμφωνίας εργαζομένου–εργοδότη ή μέσω Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας.

Υποχρεώσεις και διαδικασίες υπερωριακής απασχόλησης (Ν. 4808/2021)

Η εργασία πέραν των νόμιμων ορίων (π.χ. άνω των 48 ωρών εβδομαδιαίως στο εξαήμερο) συνιστά υπερωρία και επιτρέπεται μόνο εφόσον:

  1. Υπάρχει τεκμηριωμένος λόγος που τη δικαιολογεί.
  2. Δεν υπερβαίνεται το ανώτατο ετήσιο όριο υπερωριών (3 ώρες ημερησίως, 150 ώρες ετησίως).
  3. Έχει προηγηθεί αναγγελία στο Π.Σ. «ΕΡΓΑΝΗ» (έντυπο Ε8) πριν ή κατά την πραγματοποίησή της (άρθρο 36 του Ν. 4488/2017).

Για υπερωριακή απασχόληση πέραν των 150 ωρών ετησίως, απαιτείται ειδική απόφαση του Γενικού Διευθυντή (Εργασιακών Σχέσεων, Υγείας και Ασφάλειας στην Εργασία και Ένταξης στην Εργασία) του Υπουργείου Εργασίας και στην περίπτωση αυτή, η προσαύξηση αποδοχών ανέρχεται σε 60%.

Η εργασία πέραν των ορίων χωρίς τήρηση υων νόμιμων διαδικασιών συνιστά παράνομη υπερωρία, η οποία αμείβεται με προσαύξηση 120%, ενώ συνεπάγεται κυρώσεις για τον εργοδότη.

Κανόνας της Διευθέτησης — Μέσος όρος 48 ωρών

Η δυνατότητα εβδομαδιαίας απασχόλησης έως 48 ώρες κατά μέσο όρο σε περίοδο 4 ή 6 μηνών αποτελεί βασικό στοιχείο της Δ.Χ.Ε. Ο μέσος εβδομαδιαίος χρόνος εργασίας (συνήθως 40 ώρες) μπορεί να αυξηθεί, υπό την προϋπόθεση ότι:

  • δεν υπερβαίνει τις 48 ώρες κατά μέσο όρο στην περίοδο αναφοράς,
  • οι ημερήσιες ώρες δεν υπερβαίνουν συνήθως τις 10 (εκτός των ειδικών ρυθμίσεων του Ν. 5239/2025),
  • οι πρόσθετες ώρες αντισταθμίζονται με ρεπό ή μειωμένο ωράριο,
  • ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα άρνησης· σε περίπτωση μη χορήγησης των ρεπό καταβάλλεται αποζημίωση.

Η εργασία την 5η ημέρα σε σύστημα τετραήμερης εργασίας με 10ωρο ημερησίως, απαγορεύεται και δεν θεωρείται υπερωρία και επισύρει αποζημίωση.

Παραδείγματα εφαρμογής Δ.Χ.Ε.

Παράδειγμα 1

Σε περίοδο αναφοράς 4 μηνών (16 εβδομάδες) το μέγιστο επιτρεπτό σύνολο είναι:16 × 48 = 768 ώρες.

Αν ένας εργαζόμενος απασχοληθεί:

  • για 8 εβδομάδες με 50 ώρες/εβδομάδα → 400 ώρες
  • για 8 εβδομάδες με 46 ώρες/εβδομάδα → 368 ώρεςΣύνολο: 400 + 368 = 768 ώρες → επιτρέπεται, εφόσον δεν παραβιάζονται τα ημερήσια όρια και υφίσταται συμφωνία στο πλαίσιο Δ.Χ.Ε.

Παράδειγμα 2 – Περίοδος 6 μηνών

Εταιρεία εφαρμόζει Δ.Χ.Ε. με περίοδο αναφοράς 6 μηνών και κανονικό χρόνο 40 ώρες/εβδομάδα.

Α’ Τρίμηνο – αυξημένος φόρτος10 ώρες/ημέρα Δευτέρα–Πέμπτη ⇒ 40 ώρες

  • 8 ώρες Παρασκευή ⇒ 48 ώρες/εβδ.

Οι +8 ώρες (48–40) δεν αμείβονται ως υπερωρία, επειδή προβλέπονται από Δ.Χ.Ε. και θα αντισταθμιστούν με ρεπό. Αν ο εργαζόμενος αρνηθεί, τότε οι ώρες πληρώνονται ως υπερωρία.

Β’ Τρίμηνο – μειωμένος φόρτος6 ώρες/ημέρα Δευτέρα–Πέμπτη ⇒ 24 ώρες

  • 8 ώρες Παρασκευή ⇒ 32 ώρες/εβδ.

Σύνολο της περιόδου:48 ώρες × 12 εβδομάδες = 576 ώρες32 ώρες × 12 εβδομάδες = 384 ώρες576 + 384 = 960 ώρες, όσο και το κανονικό 40 × 24 = 960 ώρες.

Αν δεν δοθούν τα ρεπό, ο εργοδότης οφείλει αποζημίωση.

Επίδομα κυοφορίας και λοχείας (Ν. 4808/2021)

Προβλέπεται επίδομα κυοφορίας (56 ημέρες πριν τον τοκετό) και λοχείας (63 ημέρες μετά τον τοκετό). Για τούτο, απαιτείται η συμπλήρωση 200 ενσήμων εντός των δύο ετών πριν από την πιθανή ημερομηνία τοκετού — ζήτημα ιδιαίτερα δύσκολο για εργαζόμενες σε εποχικούς κλάδους (τουρισμός, εστίαση, συσκευαστήρια κ.ά.). Υφίσταται ωστόσο δυνατότητα λήψης επιδόματος για παρακολούθηση προγραμμάτων κατάρτισης.

Άρνηση παροχής πρόσθετης εργασίας

Ο εργαζόμενος υποχρεούται, υπό προϋποθέσεις, να παράσχει πρόσθετη εργασία εφόσον το υπαγορεύουν οι ανάγκες της επιχείρησης, σύμφωνα με την αρχή της καλής πίστης (άρθρο 12 εργατικού δικαίου). Η αδικαιολόγητη άρνηση μπορεί να θεωρηθεί παράβαση, που οδηγεί αρχικά σε προειδοποίηση και ενδεχομένως σε καταγγελία της σύμβασης (άρθρο 74 παρ. 2 Ν. 3863/2010), τηρουμένων πάντοτε των νόμιμων προϋποθέσεων.

Στον σύγχρονο χώρο εργασίας κυριαρχούν η εργοδοτική αυθαιρεσία, η ελαστικοποίηση και οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης, η αύξηση των ωρών εργασίας, η αποδυνάμωση της ατομικής και συλλογικής εκπροσώπησης, καθώς και η επιβολή ενός μοντέλου στο οποίο ο εργαζόμενος αντιμετωπίζεται ως διαρκώς αναλώσιμος.

Διαμορφώνεται έτσι ένα συνολικό εργασιακό πρότυπο που επιβάλλεται στον εργαζόμενο τόσο ως προς τον τρόπο εργασίας του όσο και ως προς τον τρόπο αξιολόγησης — ή αυτοαξιολόγησής του. Ο σύγχρονος εργαζόμενος ασφυκτιά μέσα στην πραγματικότητα της «σύγχρονης» Ελλάδας και στις μορφές εργασίας που καλείται να αποδεχθεί για να επιβιώσει. Η πίεση εντείνεται διαρκώς και τον ωθεί να ενσωματώσει το κυρίαρχο μοντέλο ως μέτρο της προσωπικής του αξίας.

Ο εργαζόμενος θα επιθυμούσε μια πραγματικά ανεξάρτητη Δικαιοσύνη και έναν νομοθέτη ικανό να ανατρέψει το γενικευμένο πλαίσιο ανασφάλειας και συλλογικής αποδιοργάνωσης. Θα επιθυμούσε επίσης ένα αναδιοργανωμένο, συγκροτημένο και βαθιά ιδεολογικοποιημένο εργατικό κίνημα, με ανεπτυγμένη αγωνιστική συνείδηση, ικανό να του προσδώσει δυναμική, αυτοπεποίθηση και συλλογική προοπτική. Ένα κίνημα που θα μπορούσε να αναδείξει, να τεκμηριώσει και να αντεπιτεθεί στα σύγχρονα ζητήματα που αφορούν το εργατικό υποκείμενο και την πολυεπίπεδη αποδυνάμωσή του.

Ωστόσο, το υπαρκτό —ή μάλλον ανύπαρκτο— εργατικό κίνημα, για να επαναδιεκδικήσει τις Γενικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας και τα κεκτημένα δικαιώματα, απαιτεί βαθιά και επίμονη δουλειά. Αυτό συνεπάγεται έναν ευρύ πολιτικό αγώνα απέναντι στο κυρίαρχο συστημικό μοντέλο και στην αστική τάξη και ιδεολογία που, μέχρι στιγμής, φαίνεται να επιτυγχάνει αφενός την απονεύρωση των λαϊκών ξεσηκωμών που γεννά η επιδείνωση των όρων ζωής και εργασίας, η διάλυση των εργασιακών σχέσεων (με εργαλεία όπως η ψηφιακή κάρτα εργασίας) και η συνολική απαξίωση της ανθρώπινης ζωής, και αφετέρου την αναδιάταξη του νεοφιλελεύθερου πολιτικού σκηνικού μέσω μιας συστηματικής εκστρατείας καθυπόταξης και εκμετάλλευσης των μαζών.

Ένα τέτοιο εργατικό κίνημα θα όφειλε, πάνω απ’ όλα, να αγωνιστεί για την ανατροπή στο επίπεδο της συνείδησης: για την αποδόμηση της εσωτερίκευσης των αξιών του αντιπάλου ως κριτηρίου της αξίας των εργαζομένων. Θα συνέβαλε καθοριστικά και στο ιδεολογικό έργο, αντλώντας από τη μαρξιστική φιλοσοφία-Τροτσκιστική θεωρία και πράξη, για τη διαμόρφωση μιας άλλης συνείδησης — μιας συνείδησης συλλογικής και εν δυνάμει επαναστατικής με τελικό στόχο τον Ελευθεριακό Κομμουνισμό.

Το κυρίαρχο εργασιακό μοντέλο συνοδεύεται από ένα νέο, αλλά ταυτόχρονα παλαιό, πειθαρχικό δίκαιο, που ποινικοποιεί στάσεις και συμπεριφορές όπως η αμφισβήτηση του κυρίαρχου φρονήματος, η άσκηση κριτικής στην προϊσταμένη αρχή, η έλλειψη «αφοσίωσης» στην πατρίδα και στη θεσμική τους δημοκρατία, καθώς και η λεγόμενη «ανάρμοστη» συμπεριφορά εντός και εκτός εργασίας. Αν και παρόμοιες πρακτικές υπήρχαν και στο παρελθόν, σήμερα εφαρμόζονται με ιδιαίτερη σκληρότητα — μέσω διώξεων, απολύσεων και πειθαρχικών μέτρων — στο πλαίσιο μιας αυστηρής νεοφιλελεύθερης πολιτικής με αυταρχικά χαρακτηριστικά και φασίζουσες πρακτικές.

Εργατικά Ατυχήματα – εργοδοτικά εγκλήματα

Το εργασιακό αυτό πλαίσιο παράγει συνθήκες όπως:

  • έντονη ψυχολογική πίεση, παρενόχληση και δυσμενή μεταχείριση,
  • υπερεντατικοποίηση της εργασίας,
  • έλλειψη Μέτρων Ατομικής Προστασίας (ΜΑΠ),
  • πλημμελή καταγραφή και αξιολόγηση επαγγελματικών κινδύνων,
  • ανεπαρκή εκπαίδευση, ενημέρωση, εποπτεία και συντήρηση εξοπλισμού.

Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, καταγράφονται εργατικά ατυχήματα που συχνά συνιστούν εργοδοτικά εγκλήματα. Παρά την ύπαρξη του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος «ΗΡΙΔΑΝΟΣ» για την Υγεία και Ασφάλεια στην Εργασία, το οποίο προβλέπει ψηφιοποιημένες διαδικασίες καταγραφής, ελέγχου, εκπαίδευσης και παρακολούθησης ψυχοκοινωνικών κινδύνων, το σύστημα δεν λειτουργεί ακόμη πλήρως.

Καθοριστικό ρόλο στη διασφάλιση της Υγείας και Ασφάλειας στην Εργασία διαδραματίζουν ο Συντονιστής Ασφαλείας, ο Τεχνικός Ασφαλείας και ο Ιατρός Εργασίας, οι οποίοι θα έπρεπε να είναι ενταγμένοι στο Δημόσιο Σύστημα Υγείας. Παρά τις σχετικές νομοθετικές προβλέψεις, η εφαρμογή τους υπονομεύεται από την υποστελέχωση και την ανεπάρκεια ελέγχων.

Ο νόμος 4808/2021, αν και τυπικά εκσυγχρονίζει και εναρμονίζει το πλαίσιο με το ευρωπαϊκό δίκαιο, στην πράξη λειτουργεί ως τροχοπέδη, ιδίως σε σύγκριση με τον ν. 1264/1982, περιορίζοντας τις συνδικαλιστικές ελευθερίες και τη δυναμική της απεργίας μέσω μιας τεχνοκρατικής και ελεγκτικής προσέγγισης.

Είναι σαφές ότι στο πλαίσιο μιας αστικής νεοφιλελεύθερης δημοκρατίας, η εργατική νομοθεσία τείνει να προστατεύει τον μεγαλοεργοδότη και το κεφάλαιο, ενώ αντιμετωπίζει τιμωρητικά τον εργαζόμενο που παράγει τον πλούτο χωρίς να τον απολαμβάνει.

Αξίζει, τέλος, να υπογραμμιστεί ότι το άρθρο 662 του Αστικού Κώδικα θεσπίζει τη θεμελιώδη υποχρέωση του εργοδότη να οργανώνει την εργασία και τον χώρο με τρόπο που να διασφαλίζει τη ζωή και την υγεία του εργαζομένου, σε συνδυασμό με ειδικότερες διατάξεις όπως ο ν. 3850/2010. Όπως όμως εύστοχα επισημαίνει και ο Αντόνιο Γκράμσι, η εργατική νομοθεσία δεν αρκεί να περιορίζεται στην τυπική προστασία, αλλά οφείλει να διασφαλίζει ουσιαστικά δίκαιες και ανθρώπινες συνθήκες εργασίας.