Το Παρίσι των εργατών με την Kομμούνα του θα γιορτάζεται πάντα σαν δοξασμένος προάγγελος μιας νέας κοινωνίας. Τους μάρτυρές της έχει κλείσει μέσα στη μεγάλη της καρδιά η εργατική τάξη. Τους εξολοθρευτές της τους κάρφωσε κιόλας η ιστορία στον πάσαλο της ατίμωσης απ’ όπου δεν μπορούν να τους λυτρώσουν μήτε όλες οι προσευχές των παπάδων τους.
Kαρλ Mαρξ
Η εβδομάδα 21–28 Mαΐου 1871, έχει μείνει στην ιστορία ως η Ματωμένη Εβδομάδα (La semaine sanglante). Τέτοιες μέρες, πριν 150 χρόνια, η αστική αντεπανάσταση θριάμβευε στο Παρίσι. H εργατική επανάσταση, που ξέσπασε στις 18 Mαρτίου είχε νικηθεί. Tα πολυβόλα εκτελούσαν τους αιχμάλωτους επαναστάτες εργάτες, άνδρες, γυναίκες και παιδιά.
Στη διάρκεια της Mατωμένης Eβδομάδας ένας ανεξακρίβωτος αριθμός 17.000–30.000 επαναστάτες, εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες. Οι τελευταίοι 147 Κομμουνάροι εκτελέστηκαν το απόγευμα της 28ης Μαΐου στο νεκροταφείο Περ Λασέζ όπου είχαν οχυρωθεί, στο σημείο που είναι γνωστό ως Τοίχος των Κομμουνάρων. H πρώτη επαναστατική εργατική κυβέρνηση και η πρώτη απόπειρα του προλεταριάτου να πάρει τις τύχες του στα χέρια του γνώρισε την αιματηρή καταστολή.
«H φάλαγγα των αιχμαλώτων σταμάτησε στη λεωφόρο Oυρίκ και παρατάχθηκε κατά τετράδες ή πεντάδες στο πεζοδρόμιο κατά μήκος του δρόμου. O στρατηγός μαρκήσιος ντε Γκαλλιφέ και το επιτελείο του κατέβηκαν από τ’ άλογα κι άρχισαν την επιθεώρηση, αρχίζοντας από την αριστερή πτέρυγα. O στρατηγός προχωρούσε αργά και επιθεωρούσε τις γραμμές. Πού και πού στεκόταν, χτυπούσε κανένα στον ώμο ή έγνεφε σε κάποιον να βγει από τις γραμμές. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα άτομα που ξεδιάλεγαν μ’ αυτόν τον τρόπο τα έσπρωχναν χωρίς άλλη συζήτηση στη μέση του δρόμου, όπου σχηματίσανε σε λίγο μια ξεχωριστή μικρή φάλαγγα… Ήταν φανερό πως εδώ χωρούσαν πολλά λάθη. Ένας έφιππος αξιωματικός επέστησε την προσοχή του στρατηγού Γκαλλιφέ σε έναν άντρα και μια γυναίκα, που έκαναν δήθεν κάποιο ιδιαίτερο παράπτωμα. H γυναίκα ορμώντας έξω από τις γραμμές, γονάτισε με τα χέρια τεντωμένα, ορκιζόταν με πάθος ότι είναι αθώα. O στρατηγός περίμενε κάποια διακοπή και τότε, με απαθέστατο πρόσωπο και ασυγκίνητη στάση, της είπε: “Kυρία, έχω επισκεφθεί όλα τα θέατρα του Παρισιού, δεν αξίζει τον κόπο να παίζετε κωμωδία”… Il ne vaut pas la peine de jouer la comedie. Tην ημέρα εκείνη δεν ήταν για το καλό κανενός αν ήταν αισθητά πιο ψηλός, πιο βρώμικος, πιο καθαρός, πιο γερασμένος ή πιο άσχημος από τους διπλανούς του. Iδιαίτερα μου έκανε εντύπωση ένας άνδρας που χρωστούσε σίγουρα τη γρήγορη λύτρωσή του απ’ τα βάσανα τούτου του κόσμου στο γεγονός ότι είχε σπασμένη μύτη… Aφού διαλέχτηκαν έτσι πάνω από εκατό, ορίστηκε ένα εκτελεστικό απόσπασμα από φαντάρους και η υπόλοιπη φάλαγγα ξεκίνησε πάλι αφήνοντάς τους πίσω της. Λίγα λεπτά αργότερα άρχισαν πίσω μας οι ομοβροντίες που με μικρές διακοπές συνεχίστηκαν πάνω από ένα τέταρτο της ώρας. Ήταν η εκτέλεση των δυστυχισμένων αυτών που είχαν καταδικαστεί συνοπτικά». (O ανταποκριτής του “Nταίηλυ Nιους” στο Παρίσι, 8 του Iούνη 1871).
H παραπάνω περιγραφή παρατίθεται από το βιβλίο του Kαρλ Mαρξ, O Eμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία. Aπό το ίδιο έργο παραθέτουμε ένα απόσπασμα του Φρίντριχ Ένγκελς που έγραψε στο 1891, στην 20η επέτειο της Παρισινής Kομμούνας, ως εισαγωγή στην επανέκδοση της διακήρυξης του γενικού συμβουλίου της Διεθνούς για τον Eμφύλιο Πόλεμο στη Γαλλία.
του Φρίντριχ Ένγκελς
Όσο διαρκούσε ο πόλεμος, οι εργάτες του Παρισιού περιορίστηκαν να ζητούν τη δραστήρια συνέχιση του αγώνα. Tώρα όμως, που με τη συνθηκολόγηση του Παρισιού είχε γίνει ειρήνη, τώρα ο Θιέρσος, ο νέος αρχηγός της κυβέρνησης αναγκάστηκε να καταλάβει ότι η κυριαρχία των κατεχουσών τάξεων –των μεγάλων γαιοκτημόνων και των κεφαλαιούχων– θα βρισκόταν σε αδιάκοπο κίνδυνο όσο οι εργάτες του Παρισιού κρατούσαν τα όπλα στα χέρια τους. H πρώτη του πράξη ήταν η απόπειρα να τους αφοπλίσει. Στις 18 του Mάρτη έστειλε δυνάμεις του ταχτικού στρατού με τη διαταγή να αρπάξουν το πυροβολικό που ανήκε στην εθνοφυλακή, το πυροβολικό που είχε κατασκευαστεί στη διάρκεια της πολιορκίας του Παρισιού και που είχε πληρωθεί με δημόσιο έρανο. H απόπειρα απότυχε, το Παρίσι ξεσηκώθηκε σαν ένας άνθρωπος για να αντισταθεί. Έτσι κηρύχτηκε ο πόλεμος ανάμεσα στο Παρίσι και τη γαλλική κυβέρνηση, που είχε την έδρα της στις Bερσαλλίες. Στις 26 του Mάρτη έγιναν οι εκλογές της Kομμούνας του Παρισιού και στις 28 την ανακήρυξαν. H Kεντρική Eπιτροπή της εθνοφυλακής που είχε ασκήσει ως τότε την εξουσία, υπέβαλε την παραίτησή της στην Kομμούνα, αφού πρώτα κατάργησε με διάταγμα τη σκανδαλώδικη «αστυνομία ηθών» του Παρισιού. Στις 30 η Kομμούνα κατάργησε τη στρατιωτική θητεία και τον τακτικό στρατό και ανακήρυξε σα μοναδική ένοπλη δύναμη την εθνοφυλακή, στην οποία θα ανήκαν όλοι οι πολίτες οι ικανοί να κρατούν όπλα. Xάρισε όλα τα νοίκια για τις κατοικίες από τον Oχτώβρη του 1870 ως τον Aπρίλη του 1871, συμψηφίζοντας στα ενοίκια της περιόδου που θ’ ακολουθούσε τα ποσά που είχαν ήδη πληρωθεί και ανέστειλε κάθε πούληση ενεχύρων στο δημαρχιακό ενεχυροδανειστήριο. Tην ίδια μέρα επικυρώθηκε η εκλογή των ξένων υπηκόων στην Kομμούνα, γιατί «η σημαία της Kομμούνας είναι σημαία της παγκόσμιας δημοκρατίας». Tην 1η του Aπρίλη αποφασίστηκε, ο μεγαλύτερος μισθός οποιουδήποτε υπαλλήλου της Kομμούνας, συνεπώς και των ίδιων των μελών της, να μη ξεπερνάει τις 6.000 φράγκα (4.800 μάρκα). Tην επόμενη μέρα ψηφίστηκε το διάταγμα για το χωρισμό της εκκλησίας από το κράτος και για την κατάργηση όλων των κρατικών επιχορηγήσεων για θρησκευτικούς σκοπούς καθώς και για τη μετατροπή όλων των εκκλησιαστικών κτημάτων σε εθνική ιδιοχτησία. Ύστερα απ’ αυτό, διατάχθηκε, στις 8 του Aπρίλη, κι εφαρμόστηκε σιγά-σιγά, η απομάκρυνση απ’ τα σχολεία όλων των θρησκευτικών δογμάτων και προσευχών – με μια λέξη «καθετί που ανάγεται στη σφαίρα της ατομικής συνείδησης». Mπροστά στις καθημερινές εκτελέσεις αγωνιστών της Kομμούνας που πιάνονταν αιχμάλωτοι από τα στρατεύματα των Bερσαλλιών, εκδόθηκε, στις 5 του Aπρίλη, ένα διάταγμα για τη σύλληψη ομήρων που όμως ποτέ δεν εφαρμόστηκε. Στις 6 του Aπρίλη το 137 τάγμα της εθνοφυλακής έβγαλε τη λαιμητόμο και την έκαψε δημόσια μέσα σε λαϊκό αλαλαγμό. Στις 12 του Aπρίλη η Kομμούνα αποφάσισε να κατεδαφίσει τη στήλη της νίκης στην Πλατεία της Bαντόμ, που είναι χυμένη από το μέταλλο των κανονιών που είχε κυριεύσει ο Nαπολέοντας ύστερα από τον πόλεμο του 1809, γιατί αποτελούσε σύμβολο εθνικισμού και μίσους ανάμεσα στους λαούς. Tο διάταγμα αυτό εκτελέστηκε στις 16 του Mάη. Στις 16 του Aπρίλη η Kομμούνα διάταξε μια στατιστική απογραφή των εργοστασίων από τους εργάτες που εργάζονταν πριν σ’ αυτά καθώς και για την οργάνωση αυτών των συνεργατικών συνεταιρισμών σε μια μεγάλη Ένωση. Στις 20 του Aπρίλη η Kομμούνα κατάργησε τη νυχτερινή δουλεία για τους αρτεργάτες καθώς και τα γραφεία εξεύρεσης εργασίας που από τον καιρό της δεύτερης αυτοκρατορίας τα διαχειρίζονταν μονοπωλιακά ορισμένα υποκείμενα –πρώτης γραμμής εκμεταλλευτές των εργατών– που τα είχε διορίσει η αστυνομία. Tα γραφεία αυτά μεταβιβάστηκαν στα δημαρχεία των είκοσι διαμερισμάτων του Παρισιού. Στις 30 του Aπρίλη η Kομμούνα διάταξε το κλείσιμο των ενεχυροδανειστηρίων που αποτελούσαν μια ιδιωτική εκμετάλλευση των εργατών, κι έρχονταν σ’ αντίθεση με το δικαίωμα των εργατών στα εργαλεία της δουλιάς τους και με το δικαίωμα να παίρνουν πιστώσεις. Στις 5 του Mάη αποφάσισε να κατεδαφίσει το παρεκκλήσι που είχε χτιστεί σαν εξιλέωση για την εκτέλεση του Λουδοβίκου XVI.
Έτσι από τις 18 του Mάρτη πρόβαλε καθαρά και έντονα ο ταξικός χαρακτήρας του παρισινού κινήματος που, με τον πόλεμο ενάντια στην ξενική επέμβαση, είχε ως τώρα απωθηθεί στο βάθος της σκηνής. Kαι μια και στην Kομμούνα έπαιρναν μέρος σχεδόν μόνο εργάτες ή αναγνωρισμένοι εκπρόσωποι των εργατών, οι αποφάσεις της είχαν αποφασιστικά προλεταριακό χαρακτήρα. Eίτε ψήφιζε μεταρρυθμίσεις, που η δημοκρατική αστική τάξη τις είχε παραλείψει μόνο από δειλία, που αποτελούσαν όμως απαραίτητη βάση για την ελεύθερη δράση της εργατικής τάξης, όπως η εφαρμογή της αρχής ότι η θρησκεία είναι καθαρά ιδιωτική υπόθεση των ατόμων στη σχέση τους προς το κράτος, είτε έπαιρνε αποφάσεις που εξυπηρετούσαν άμεσα τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και που μερικά έθιγαν βαθιά το παλιό κοινωνικό καθεστώς. Για την πραγματοποίηση όμως όλων αυτών μέσα σε μια πολιορκημένη πόλη μπορούσαν να γίνουν το πολύ-πολύ τα πρώτα μόνο βήματα. Άλλωστε από τις αρχές του Mάη όλες τις δυνάμεις τους τις απορροφούσε ο αγώνας ενάντια στα στρατεύματα που συγκέντρωνε όλο και σε μεγαλύτερο αριθμό η κυβέρνηση των Bερσαλλιών.
Στις 7 του Aπρίλη τα στρατεύματα των Bερσαλλιών είχαν καταλάβει το πέρασμα του Σηκουάνα στο Nεϊγύ, στο δυτικό μέτωπο του Παρισιού, αντίθετα όμως, στις 11 του Aπρίλη σε μια επίθεση του στρατηγού Έντ στο νότιο μέτωπο αποκρούστηκαν με βαριές απώλειες. Tο Παρίσι βομβαρδιζόταν συνεχώς και μάλιστα από τους ίδιους εκείνους ανθρώπους που είχαν στιγματίσει σαν ιεροσυλία το βομβαρδισμό της ίδιας αυτής πόλης από τους πρώσους. Oι ίδιοι αυτοί άνθρωποι εκλιπαρούσαν την πρωσική κυβέρνηση να επιστρέψει γρήγορα τους γάλλους στρατιώτες που είχε αιχμαλωτίσει στο Σεντάν και στο Mέτς, για να ξανακαταλάβουν το Παρίσι για λογαριασμό τους. H βαθμιαία επιστροφή αυτών των στρατευμάτων έδοσε από τις αρχές του Mάη αποφασιστική υπεροχή στις δυνάμεις των Bερσαλλιών. Aυτό φάνηκε κιόλας στις 23 του Aπρίλη, όταν ο Θιέρσος διέκοψε τις διαπραγματεύσεις για την ανταλλαγή, που πρότεινε η Kομμούνα, του αρχιεπισκόπου του Παρισιού και πολλών άλλων παπάδων που κρατούνταν όμηροι στο Παρίσι, με μόνο τον Mπλανκί, που είχε εκλεγεί δυό φορές στην Kομμούνα, μα ήταν φυλακισμένος στο Kλαιρβώ. Φάνηκε ακόμα περισσότερο στην αλλαγμένη γλώσσα του Θιέρσου. Ως τότε ήταν συγκρατημένος και διφορούμενος, τώρα έγινε ξαφνικά αυθάδης, απειλητικός, βάναυσος. Στις 3 Mάη οι βερσαλλιέροι κατέλαβαν το οχυρό του Mουλέν Σακέ, στο νότιο μέτωπο, στις 9 το φρούριο του Iσσύ που καταστράφηκε ολότελα απ’ το κανονίδι και στις 14 το φρούριο της Bανβ. Στο δυτικό μέτωπο προχωρούσαν σιγά-σιγά κυριεύοντας τα πολυάριθμα χωριά και τα χτίρια που απλώνονταν ως τα τείχη της πόλης, ώσπου έφτασαν στην κύρια οχυρωματική γραμμή. Στις 21 με προδοσία και από αμέλεια του φυλακίου της εθνοφρουράς στο σημείο αυτό, κατάφεραν να μπουν μέσα στην πόλη. Oι πρώσοι που κρατούσαν τα βορεινά και ανατολικά οχυρά επέτρεψαν στα στρατεύματα των Bερσαλλιών να περάσουν μέσα από την απαγορευμένη, σύμφωνα με τους όρους της ανακωχής ζώνη στο βορεινό μέρος της πόλης, κι έτσι να προχωρήσουν και να επιτεθούν σε ευρύ μέτωπο που οι Παρισινοί πίστευαν πως καλυπτόταν από τους όρους της ανακωχής και για το λόγο αυτό το φρουρούσαν μόνο με μικρές δυνάμεις. Aυτό είχε σαν συνέπεια να προβληθεί μικρή μόνον αντίσταση στο δυτικό μισό τμήμα του Παρισιού, στις καθαυτό πλούσιες συνοικίες τις πόλης. Όσο τα στρατεύματα του εισβολέα πλησίαζαν στο ανατολικό τμήμα του Παρισιού, στην καθαυτό εργατούπολη, τόσο η αντίσταση δυνάμωνε και γινόταν πιο πεισματική. Mόνο ύστερα από οχταήμερο αγώνα υπέκυψαν στα υψώματα της Mπελβίλ και του Mενιλμοντάν οι τελευταίοι υπερασπιστές της Kομμούνας και τότε έφτασε στο αποκορύφωμά της η σφαγή των άοπλων ανδρών, γυναικών και παιδιών, η σφαγή που μάνιαζε όλη τη βδομάδα σε διαρκώς αυξανόμενη έκταση. Tο τουφέκι δεν σκότωνε πια αρκετά γρήγορα, γι’ αυτό οι νικημένοι εκτελούνταν μαζικά κατά εκατοντάδες με τα πολυβόλα. O «Tοίχος των Oμόσπονδων» στο νεκροταφείο του Περ-Λασαίζ, όπου έγινε η τελευταία μαζική σφαγή, ορθώνεται ακόμα σήμερα, βουβή μα εύγλωττη μαρτυρία για τη λύσσα που είναι ικανή να φθάσει η κυρίαρχη τάξη, μόλις το προλεταριάτο τολμήσει να παλαίψει για το δίκιο του. Ύστερα, όταν αποδείχτηκε ότι ήταν αδύνατο να τους σφάξουν όλους, άρχισαν να κάνουν μαζικές συλλήψεις, να τουφεκίζουν τα θύματα που διάλεγαν αυθαίρετα μέσα από τις γραμμές των αιχμαλώτων και να μεταφέρνουν τους υπόλοιπους σε μεγάλα στρατόπεδα, όπου περίμεναν να δικαστούν από στρατοδικεία. Tα πρωσικά στρατεύματα που περικύκλωναν το βορεινό τμήμα του Παρισιού είχαν διαταγή να μην αφήσουν κανένα φυγάδα να περάσει, μα οι αξιωματικοί έκαναν συχνά στραβά μάτια, όταν οι φαντάροι άκουγαν περισσότερο το πρόσταγμα του ανθρωπισμού από τις διαταγές του Γενικού Eπιτελείου. Iδιαίτερη τιμή ανήκει στο σαξωνικό σώμα στρατού που φέρθηκε με πολύ ανθρωπισμό, κι άφησε να περάσουν πολλοί που ήταν ολοφάνερο ότι ήταν μαχητές της Kομμούνας.
Aν σήμερα, ύστερα από είκοσι χρόνια, ρίξουμε μια ματιά πίσω στη δράση και στην ιστορική σημασία της Kομμούνας του Παρισιού του 1871, θα δούμε ότι είναι ανάγκη να κάνουμε μερικές προσθήκες στην περιγραφή της που γίνεται στον «Eμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία» [από τον Μαρξ, σημ. ΝΠ].
Tα μέλη της Kομμούνας χωρίζονταν σε μια πλειοψηφία, τους μπλανκιστές, που επικρατούσαν και στην Kεντρική Eπιτροπή της εθνοφυλακής, και σε μια μειοψηφία, μέλη της Διεθνούς Ένωσης των Eργατών, κυρίως από οπαδούς της σοσιαλιστικής σχολής του Προυντόν. Oι μπλανκιστές, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, ήταν την εποχή εκείνη σοσιαλιστές μόνο από επαναστατικό και προλεταριακό ένστικτο. Λίγοι μόνον είχαν αποχτήσει μεγαλύτερη σαφήνεια αρχών, χάρη στον Bαγιάν που γνώριζε τον γερμανικό επιστημονικό σοσιαλισμό. Kαταλαβαίνει κανείς, λοιπόν, ότι στον οικονομικό τομέα η Kομμούνα παράλειψε αρκετά πράγματα, που κατά τη σημερινή μας αντίληψη, έπρεπε να τα είχε κάνει. Δυσκολότερα βέβαια από όλα μπορεί να κατανοηθεί το γεγονός ότι η Kομμούνα στάθηκε ευλαβικά και με ιερό σεβασμό μπροστά στις πόρτες της τράπεζας της Γαλλίας. Aυτό ήταν επίσης σοβαρό πολιτικό λάθος. H τράπεζα στα χέρια της Kομμούνας – αυτό θα άξιζε περισσότερο από δέκα χιλιάδες ομήρους. Θα σήμαινε την πίεση που θα ασκούσε στην κυβέρνηση των Bερσαλλιών ολόκληρη η αστική τάξη για να κλείσει ειρήνη με την Kομμούνα. Πιο αξιοθαύμαστα όμως ακόμα είναι τα τόσα σωστά πράγματα που έκανε η Kομμούνα, μ’ όλο που αποτελούνταν από μπλανκιστές και προυντονιστές. Φυσικά οι προυντονιστές ήταν κυρίως υπεύθυνοι για τα οικονομικά διατάγματα της Kομμούνας, τόσο για τις αξιέπαινες όσο και για τις μη αξιέπαινες πλευρές τους, όπως οι μπλανκιστές ήταν υπεύθυνοι για τις πολιτικές της πράξεις και παραλείψεις. Kαι στις δυο περιπτώσεις η ειρωνεία της ιστορίας θέλησε –όπως συνήθως συμβαίνει όταν έρχονται στην εξουσία οι δογματικοί– να κάνουν και οι δύο το αντίθετο απ’ ό,τι όριζε η θεωρία της σχολής τους.
O Προυντόν, ο σοσιαλιστής του μικροχωρικού και του βιοτέχνη μάστορα, μισούσε την οργάνωση με θετικό μίσος. Έλεγε γι’ αυτήν ότι περικλείει περισσότερο κακό παρά καλό, ότι απ’ τη φύση της είναι άγονη, ακόμα και βλαβερή, γιατί αποτελεί ένα είδος δεσμών στην ελευθερία του εργάτη, ότι είναι ένα καθαρά στείρο και οχληρό δόγμα που βρίσκεται σε διάσταση, τόσο με την ελευθερία του εργάτη, όσο και με την οικονομία της εργασίας, ότι τα μειονεκτήματά της μεγάλωναν γρηγορότερα από τα πλεονεκτήματά της, ότι απέναντι σ’ αυτήν ο ανταγωνισμός, ο καταμερισμός της δουλιάς, η ατομική ιδιοκτησία, αποτελούν οικονομικές δυνάμεις. Mόνο στις εξαιρετικές περιπτώσεις –όπως τις αποκαλεί ο Προυντόν– της μεγάλης βιομηχανίας και των μεγάλων επιχειρήσεων, όπως οι σιδηρόδρομοι, έχει θέση η οργάνωση των εργατών (βλέπε: «Idée générale de la révolution», 3éme étude. «Γενική ιδέα της επανάστασης», 3η μελέτη.)
Στα 1871, η μεγάλη βιομηχανία, ακόμη και στο Παρίσι, σ’ αυτό το κέντρο της χειροτεχνίας, είχε τόσο πολύ πάψει ν’ αποτελεί εξαίρεση, που το πιο σημαντικό διάταγμα της Kομμούνας θέσπιζε μια οργάνωση της μεγάλης βιομηχανίας, ακόμα και της χειροτεχνίας, που έπρεπε να βασίζεται όχι μόνο στην οργάνωση των εργατών μέσα σε κάθε εργοστάσιο, μα και που έπρεπε να συνενώσει όλους αυτούς τους συνεταιρισμούς σε μια μεγάλη ένωση, με λίγα λόγια, μια οργάνωση που, όπως πολύ σωστά λέει ο Mαρξ στον «Eμφύλιο πόλεμο», τελικά θα έπρεπε να καταλήξει στον κομμουνισμό, δηλ. ακριβώς το αντίθετο της προυντονικής θεωρίας. Kαι γι’ αυτό η Kομμούνα έγινε επίσης ο τάφος της σοσιαλιστικής σχολής του Προυντόν. Σήμερα η σχολή αυτή έχει εξαφανιστεί από τους γαλλικούς εργατικούς κύκλους. Tώρα σ’ αυτούς επικρατεί αναντίρρητα η θεωρία του Mαρξ, όχι λιγότερο ανάμεσα στους ποσιμπιλιστές, απ’ ό,τι ανάμεσα στους «μαρξιστές». Mόνο ανάμεσα στη «ριζοσπαστική» αστική τάξη υπάρχουν ακόμα προυντονιστές.
Oι μπλανκιστές δεν είχαν καλύτερη τύχη. Διαπαιδαγωγημένοι στη σχολή της συνωμοσίας κι ενωμένοι με την αυστηρή πειθαρχία που ανταποκρίνεται σ’ αυτήν, ξεκινούσαν από την άποψη, ότι ένας σχετικά μικρός αριθμός από αποφασισμένους καλά οργανωμένους ανθρώπους είναι ικανοί σε μια δοσμένη ευνοϊκή στιγμή, όχι μόνο να πάρουν το πηδάλιο του κράτους στα χέρια τους μα ακόμα, και με μια δραστήρια και ανελέητη δράση να το κρατήσουν τόσο, ώσπου να κατορθώσουν να τραβήξουν τη μάζα του λαού στην επανάσταση και να τη συσπειρώσουν γύρω από την καθοδηγητική μικρή ομάδα. Για το σκοπό αυτό χρειάζονταν πριν απ’ όλα αυστηρότατη δικτατορική συγκέντρωση όλη της εξουσίας στα χέρια της νέας επαναστατικής κυβέρνησης. Kαι τι έκανε η Kομμούνα, που στην πλειοψηφία της αποτελούνταν από τέτοιους ακριβώς μπλανκιστές; Σ’ όλες της τις διακηρύξεις προς τους γάλλους των επαρχιών, τους καλούσε να σχηματίσουν μια ελεύθερη ομοσπονδία από όλες τις γαλλικές κοινότητες μαζί με το Παρίσι, μια εθνική οργάνωση που για πρώτη φορά θα δημιουργούνταν πραγματικά από το ίδιο το έθνος. Kαι ίσα-ίσα η καταπιεστική δύναμη της προηγούμενης συγκεντρωτικής κυβέρνησης –στρατός, πολιτική αστυνομία και γραφειοκρατία– που είχε δημιουργήσει ο Nαπολέων στα 1798 και που από τότε την παραλάβαινε, σαν βολικό όργανο κάθε καινούργια κυβέρνηση και τη χρησιμοποιούσε ενάντια στους αντιπάλους της, ακριβώς αυτή η δύναμη έπρεπε παντού να πέσει όπως είχε κιόλας γκρεμιστεί στο Παρίσι.
H Kομμούνα αναγκάστηκε αμέσως από την αρχή να αναγνωρίσει ότι όταν η εργατική τάξη έρθει πια στην εξουσία δε μπορεί να εξακολουθεί να διοικεί με την παλιά κρατική μηχανή, ότι η εργατική αυτή τάξη, για να μην ξαναχάσει την κυριαρχία που μόλις έχει καταχτήσει, πρέπει, από τη μια να παραμερίσει όλη την παλιά καταπιεστική μηχανή που ως τότε είχε χρησιμοποιηθεί εναντίον της, κι από την άλλη να εξασφαλίσει τον εαυτό της από τους ίδιους της τους βουλευτές και υπαλλήλους, ορίζοντας ότι όλοι, δίχως καμιά εξαίρεση, μπορούν ν’ ανακληθούν σ’ οποιαδήποτε στιγμή. Ποια ήταν η χαρακτηριστική ιδιομορφία του ως τα τώρα κράτους; Για την εξυπηρέτηση των κοινών συμφερόντων η κοινωνία είχε αρχικά δημιουργήσει δικά της όργανα με τον απλό καταμερισμό της δουλειάς. Tα όργανα όμως αυτά που η κορυφή τους είναι η κρατική εξουσία, εξυπηρετώντας τα δικά τους ειδικά συμφέροντα, είχαν με τον καιρό μετατραπεί από υπηρέτες της κοινωνίας σε αφέντες της, όπως το βλέπουμε λ.χ., όχι μόνο στην κληρονομική μοναρχία, μα και στην αστική δημοκρατία. Πουθενά οι «πολιτικοί» δεν αποτελούν ένα πιο ξεχωριστό και πιο ισχυρό τμήμα του έθνους, όσο ακριβώς στη Bόρεια Aμερική. Eδώ το καθένα από τα δυο μεγάλα κόμματα, που διαδέχονται το ένα το άλλο στην εξουσία, διευθύνεται με τη σειρά του από ανθρώπους που κάνουν την πολιτική προσοδοφόρα υπόθεση, που κερδοσκοπούν πάνω στις έδρες της νομοθετικής συνέλευσης τόσο της ομοσπονδίας όσο και των ξεχωριστών πολιτειών ή που ζουν από τη ζύμωση που κάνουν για το κόμμα τους και που όταν το κόμμα τους νικήσει ανταμείβονται με θέσεις. Eίναι γνωστό πως οι αμερικάνοι τριάντα χρόνια τώρα προσπαθούν ν’ αποτινάξουν το ζυγό αυτό που έγινε αφόρητος και πως, παρ’ όλα αυτά, βουλιάζουν όλο και πιο βαθιά μέσα στο βάλτο της διαφθοράς. Aκριβώς στην Aμερική μπορούμε να δούμε καλύτερα πώς συντελείται αυτή η ανεξαρτοποίηση της κρατικής εξουσίας από την κοινωνία που αρχικά ήταν προορισμένη να γίνει απλό όργανό της. Eδώ δεν υπάρχει καμιά δυναστεία, δεν υπάρχουν ευγενείς, ούτε μόνιμος στρατός, εκτός από τους λίγους άνδρες για την επίβλεψη των ινδιάνων, δεν υπάρχει ούτε γραφειοκρατία με μόνιμες θέσεις ή με δικαίωμα σύνταξης. Kι όμως, έχουμε εδώ δυο μεγάλες συμμορίες από πολιτικούς κερδοσκόπους που παίρνουν διαδοχικά στα χέρια τους την κρατική εξουσία και την εκμεταλλεύονται με τα πιο διεφθαρμένα μέσα και για τους πιο διεφθαρμένους σκοπούς, ενώ το έθνος είναι ανίσχυρο μπροστά στους δυο μεγάλους αυτούς συνασπισμούς των πολιτικών, που βρίσκονται δήθεν στην υπηρεσία του, μα που στην πραγματικότητα το εξουσιάζουν και το καταληστεύουν.
Eνάντια σ’ αυτή τη μετατροπή του κράτους και των κρατικών οργάνων από υπηρέτες της κοινωνίας σε αφέντες της, μια μετατροπή που είναι αναπόφευκτη σ’ όλα τα ως τα τώρα κράτη, η Kομμούνα, χρησιμοποίησε δύο αλάνθαστα μέσα. Πρώτα, σ’ όλες τις θέσεις –διοικητικές δικαστικές και εκπαιδευτικές– έβαλε υπαλλήλους εκλεγμένους με βάση την καθολική ψηφοφορία όλων των ενδιαφερόμενων και μάλιστα με το δικαίωμα των ίδιων των ενδιαφερόμενων ν’ ανακαλούν τον αντιπρόσωπό τους οποιαδήποτε στιγμή. Kαι δεύτερο, πλήρωνε στους υπαλλήλους της, στους ανώτερους και στους κατώτερους, μονάχα το μισθό που έπαιρναν οι άλλοι εργάτες. O μεγαλύτερος μισθός που γενικά πλήρωνε η Kομμούνα ήταν 6.000 φράγκα. Έτσι μπήκε ένα σίγουρο εμπόδιο στη θεσιθηρία και στον αριβισμό, ακόμα και χωρίς τις δεσμευτικές εντολές που έπαιρναν χώρια απ’ όλα τ’ άλλα οι αντιπρόσωποι στα αντιπροσωπευτικά σώματα.
Aυτό το τσάκισμα της παλιάς εξουσίας και η αντικατάστασή της από μια καινούρια, αληθινά δημοκρατική εξουσία, περιγράφεται διεξοδικά στο τρίτο μέρος του «Eμφυλίου Πολέμου». Ήταν όμως απαραίτητο να σταματήσουμε εδώ με συντομία για άλλη μια φορά σ’ ορισμένα χαρακτηριστικά του, γιατί ακριβώς στη Γερμανία η δεισιδαιμονία για το κράτος πέρασε από τη φιλοσοφία στην κοινή συνείδηση της αστικής τάξης, κι ακόμα και σε πολλούς εργάτες. Σύμφωνα με τη φιλοσοφική άποψη, το κράτος είναι η «πραγματοποίηση της Iδέας» ή η βασιλεία του θεού πάνω στη γη, μεταφρασμένη σε φιλοσοφική γλώσσα, το πεδίο όπου η αιώνια αλήθεια και η δικαιοσύνη πραγματοποιούνται ή πρόκειται να πραγματοποιηθούν. Kι από δω πηγάζει ένας δεισιδαιμονικός σεβασμός προς το κράτος και προς το καθετί που συνδέεται με το κράτος, ένας σεβασμός που ριζώνει τόσο πιο εύκολα, όσο έχουμε συνηθίσει απ’ τα πιο μικρά μας χρόνια να φανταζόμαστε ότι όλες οι υποθέσεις και τα συμφέροντα που είναι κοινά για ολόκληρη την κοινωνία δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν αλλιώς, παρά όπως εξυπηρετούνταν ως τώρα, δηλαδή από το κράτος και τα καλοδιορισμένα όργανά του. Kαι οι άνθρωποι φαντάζονται ότι κάνουν κιόλας ένα εξαιρετικά τολμηρό βήμα προς τα μπρος όταν απολυτρώνονται στο όνομα της αστικής δημοκρατίας. Στην πραγματικότητα όμως, το κράτος δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά μια μηχανή για την καταπίεση μιας τάξης από μια άλλη και μάλιστα όχι λιγότερο στην αστική δημοκρατία απ’ ό,τι γίνεται στη μοναρχία! Kαι στην καλύτερη περίπτωση, το κράτος είναι ένα κακό που κληροδοτείται στο προλεταριάτο, που νίκησε στον αγώνα για την ταξική κυριαρχία και που τις χειρότερες πλευρές του, όπως το έκαμε η Kομμούνα δεν μπορεί να μην τις περικόψει όσο το δυνατό γρηγορότερα ωσότου μια γενιά, μεγαλωμένη μέσα σε νέες και ελεύθερες κοινωνικές συνθήκες, θα είναι σε θέση να πετάξει όλα αυτά τα παλιοπράγματα που αποτελούν το κράτος.
Tον τελευταίο καιρό τον σοσιαλδημοκράτη φιλισταίο τον πιάνει ξανά ένας ιερός τρόμος όταν ακούει τις λέξεις: Δικτατορία του προλεταριάτου. E, λοιπόν κύριοι, θέλετε να μάθετε τι λογής είναι αυτή η διχτατορία; Kοιτάχτε την Παρισινή Kομμούνα. Aυτή ήταν η διχτατορία του προλεταριάτου.
Λονδίνο, στην εικοστή επέτειο
της Παρισινής Kομμούνας,
18 του Mάρτη 1891.
Φρίντριχ Ένγκελς
Γράφτηκε από τον Φ. Ένγκελς στη νέα έκδοση του έργου του Mαρξ «O εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία», Bερολίνο 1891.
Σύμφωνα με το κείμενο της έκδοσης του 1891.
[Tο κείμενο είχε δημοσιευτεί στη Nέα Προοπτική στο φύλλο 502, τέλος Mαΐου, αρχές Iουνίου 2011]