52 χρόνια από τη δολοφονία του ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΤΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ

52 χρόνια από τη δολοφονία του ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΤΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ

52 χρόνια από τη δολοφονία του
ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΤΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ

Franco Basaglia

Στο δικό μας κόσμο του αγώνα, κάθε διαφοροποίηση σε σχέση με την τακτική, για τη μέθοδο πάλης για την επίτευξη επιμέρους στόχων, πρέπει να αναλυθεί με τον οφειλόμενο σεβασμό των διαφορετικών απόψεων. Οσον αφορά το μεγάλο στρατηγικό στόχο, την ολοκληρωτική καταστροφή του ιμπεριαλισμού διαμέσου του αγώνα, πρέπει να είμαστε αδιάλλακτοι.

Ερνέστο Τσε Γκεβάρα

Πέθανε ο Τσε Γκεβάρα;
Ο παγκόσμιος τύπος δημοσιεύει τις φωτογραφίες του σώματός του ως λεία από κυνήγι, ως απόδειξη ότι δεν είναι πια στη Σιέρα, ούτε σε οποιοδήποτε άλλο τόπο, όπου παλεύουν «οι εκμεταλλευόμενοι και οι λαοί των υποανάπτυκτων χωρών σ΄ όλο τον κόσμο», οι σύντροφοί του.
«Το δραματικό του τέλος θα τροφοδοτήσει το μύθο του ήρωα της Σιέρα Μαέστρα» (“Corriere della Sera”, 12 Οκτώβρη 1967). «Η δολοφονία του μυθικού πολεμιστή δεν ανακοινώθηκε ακόμα επίσημα» (“La Stampa”, 12 Οκτώβρη 1967). «Μεγάλος ο θρύλος που γεννιέται από τη θυσία του Γκεβάρα» (“L’ Avanti”, 12 Οκτώβρη 1967). «Σ΄ ένα μυστικό νεκροταφείο κατέληξε η διαδρομή της μυθικής αυτής προσωπικότητας» (Il “Piccolo»,12 Οκτώβρη 1967). «Μια προσωπικότητα ξεχωριστή, ανάμεσα στο ρομαντισμό και στην επανάσταση… Μισός Δον Κιχώτης και μισός Σεν Ζυστ» (“Il Giorno”, 12 Οκτώβρη 1967).
Κανείς δεν μιλάει για τον Τσε Γκεβάρα σαν κάτι που πηγαίνει πέρα από την προσωπική του μορφή, η οποία, στο βαθμό που καταλήγει ν΄ αποσυνδέεται από την αιτία για την οποία πέθανε, εμφανίζεται αποϊστορικοποιημένη και α-προβληματική. Κανένας δεν έχει πια την ανάγκη να τον ορίσει στη βάση αυτού που μέχρι τώρα τον θεωρούσε. Ούτε οι φασιστικές εφημερίδες οι οποίες, για να μην εκφράσουν άμεσα τη γνώμη τους, προστρέχουν στα λόγια του Barrientos, ή σε κείνα του συνταγματάρχη Gonzales Laks που τον χαρακτήριζε ως «εγκληματία», αφήνοντας ασαφή την δική τους θέση.
Τώρα που το σώμα του έχει πεθάνει, όλοι είναι διατεθειμένοι να τον χαρακτηρίσουν- ανακαλώντας τις αστικές αξίες της καταγωγής του – το πολύ ως «ρομαντικό», «εραστή της ευγενούς χειρονομίας» (“La Stampa”), που πίστευε σε μιαν αξία τώρα πια εκτός μόδας : στην επανάσταση.
Ετσι διαπράχθηκε -μέσα σε μια μέρα- ο δεύτερος, αληθινός θάνατος του Τσε Γκεβάρα και είναι αυτός ο θάνατος που εμείς αρνούμαστε.
Το αν το νεκρό σώμα που μας παρουσίασαν είναι αυτό του Τσε Γκεβάρα ή όχι, έχει μια συναισθηματική μόνο σημασία. Παραμένει το γεγονός ότι από αυτό το νεκρό σώμα μέσα στην επανάσταση, θέλουν να φτιάξουν ένα καταναλωτικό εμπόρευμα, κάνοντάς το να γίνει το νεκρό σώμα της επανάστασης, που δεν τρομάζει πια και μπορεί να επαναπορροφηθεί στην παραγωγή. Προσπαθούν να ενσωματώσουν το νεκρό του σώμα μέσα στο σύστημα που ο Τσε Γκεβάρα -νεκρός ή ζωντανός- συνεχίζει ν’ αρνείται και εμείς δεν θέλουμε να γίνουμε οι βουβοί μάρτυρες αυτής της δεύτερης δολοφονίας.
Μέχρι χτες, ο Τσε Γκεβάρα ήταν καθαρά ένας εχθρός, ένας αποκλεισμένος που πρέπει να καταπολεμηθεί γιατί είχε επιλέξει τη διαλεκτική της άρνησης που τον οδηγούσε ν΄ ανάβει νέες εστίες εξέγερσης σε «χώρες καταπιεσμένες από τις οποίες οι καπιταλιστές αποσπούν κεφάλαια, πρώτες ύλες, τεχνικούς και εργάτες με χαμηλό κόστος και όπου εξάγουν νέα κεφάλαια -εργαλεία κυριαρχίας- στρατούς και εμπορεύματα κάθε είδους, εξαναγκάζοντάς μας σε μιαν απόλυτη εξάρτηση». (Τσε Γκεβάρα : «Να φτιάξουμε ένα δύο, τρία, πολλά Βιετνάμ : το σύνθημα που είναι στην ημερήσια διάταξη»). Τώρα που είναι νεκρός, είναι πιο φρόνιμο να τον υπερβούν, μετατρέποντάς τον σε μια συμπαθή προσωπικότητα κωμωδίας, στο βαθμό που θέλουν να εξασφαλίσουν την ασάφεια, το διφορούμενο της δράσης του, την απονέκρωση της δύναμής του για άρνηση και απόρριψη. Τον ενσωματώνουν ως μια από τις πραγματικές αξίες του αντιφατικού μας συστήματος, για να του αρνηθούν την αντιφατικότητα. Και το δικό μας σύστημα έχει, επίσης, τους μάρτυρές του -μας λέει ο Τύπος μας- που δείχνουν το δρόμο που πρέπει ν’ ακολουθήσουμε και που τους τιμά για το θάνατο που τους επιβλήθηκε. Τώρα που πέθανε -για να κάνουν να πεθάνει μαζί του και η επανάσταση που την ήθελε και την έκανε- οι εχθροί του δεν διστάζουν να τον θεωρούν έναν μυθικό ήρωα μια μυθικής αντίστασης : έτσι κι αλλιώς, δεν πολεμά πια στη Σιέρα.
Αυτό που αρνούμαστε είναι η ενσωμάτωση του νεκρού του σώματος, το ίδιο όπως αρνούμαστε την ενσωμάτωση του νεκρού σώματος των νέγρων του Ντητρόιτ, ή «όλων των απόκληρων του κόσμου», που πεθαίνουν με τη βία απέναντι στη βία. Ο θάνατός τους είναι περισσότερο από θάνατος και αυτό το ‘περισσότερο’ δεν μπορεί κανείς να το κλέψει ή να το μυστικοποιήσει, για να του καταστρέψει το νόημα. «Οπουδήποτε και αν μας συναντήσει ο θάνατος, λέει ο Τσε Γκεβαρα, είναι καλοδεχούμενος, αρκεί η πολεμική μας κραυγή να φτάσει σε καλόδεχτα αυτιά και αρκεί ένα άλλο χέρι να απλωθεί για να πιάσει τα όπλα μας και άλλοι άνθρωποι να προετοιμάζονται να συγχρονίσουν τους επικήδειους ύμνους με το θόρυβο των μυδραλιοβόλων και τις νέες κραυγές πολέμου και νίκης».
Εμείς θέλουμε το σώμα του Τσε Γκεβάρα να κακοποιηθεί, να υποστεί βία και να εξευτελιστεί από τους εχθρούς του, όπως το έκαναν και όταν ζούσε. Θέλουμε να συνεχιστεί να διατηρείται ως το σώμα της βίας, ως το ‘αναιδές’ σώμα της επανάστασης, που συνεχίζει να υπάρχει – πέρα από το θάνατο – όσο υπάρχει βία και καταπίεση.
Το μνημείο που ο Barrientos θέλει να υψώσει στη Valle Grande για τον βολιβιάνο αγρότη που πρόδωσε τον Τσε Γκεβάρα και για τον βολιβιάνο στρατιώτη που τον σκότωσε, είναι το μόνο μνημείο που αναγνωρίζει το θάνατό του σαν κάτι περισσότερο από θάνατο. Γιατί είναι το μόνο που συνεχίζει να τον αναγνωρίζει ως τον επαναστάτη, τον αντάρτη, τον εξεγερμένο ενάντια σε κάθε μορφή ενσωμάτωσης, τον ήρωα των απελπισμένων που ήταν σ΄ όλη τη ζωή του, εκφράζοντας την άρνηση γι΄ αυτόν μέσα από την εξύψωση των δολοφόνων του. Οπου κι΄ αν ταφεί –αν αυτό που μας έδειξαν ήταν το δικό του σώμα – ο Τσε Γκεβάρα θα είναι παρών, στο μνημείο που θα στηθεί για τους δολοφόνους του, ως σώμα- βία και σώμα –επανάσταση. Ως μαρτυρία της επαναστατικής του ζωής και του νοήματος της επανάστασης, που θα υπάρχει όσο υπάρχουν οι διάφοροι Barrientos, ο ιμπεριαλισμός που τους δημιουργεί και τα μνημεία που αυτοί υψώνουν για τις πολιτοφυλακές τους.

Δημοσιεύτηκε στο “Che fare”, Νο 2, 1967. Γράφτηκε σε συνεργασία με την Franca Ongaro Basaglia.

Υπάρχει στα Scritti I, Einaudi, 1981