“Η Μελαγχολία”, γκραβούρα του Χένρι Σιμόν Τομασσίν, 18ου αιώνα.
Φυλάσσεται στο Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης.

Αναφερόμενη στην παγκόσμια ημέρα για την ψυχική υγεία (10/10), η ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΠΟΛΥΜΟΡΦΟ ΚΙΝΗΜΑ ΣΤΗΝ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ αναφέρει:

Και φέτος, όπως κάθε χρόνο στις 10 Οκτώβρη, η Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας, από το 1994 που καθιερώθηκε, λειτουργεί πιο πολύ σαν ένα ετήσιο μνημόσυνο, σαν «μέρα μνήμης» με, από ποικίλες πλευρές, συζητήσεις, εκδηλώσεις, διακηρύξεις και ευχολόγια παρά, έστω και κατ’ ελάχιστον, έμπρακτης, και με υλικούς όρους, οικοδόμησης μιας ελπίδας ενάντια και πέρα από τον καθημερινό ζόφο που πνίγει την ψυχική υγεία της συντριπτικής πλειονότητας των λαϊκών στρωμάτων σε ολόκληρο τον πλανήτη.

Εκείνο στο οποίο, και μόνο, επιβεβαιώνεται ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) είναι οι προβλέψεις του για την ραγδαία επιδείνωση της ψυχικής υγείας, ιδιαίτερα των πιο φτωχών και εξαθλιωμένων κοινωνικών στρωμάτων. Αλλά οι όποιες προτάσεις και επισημάνσεις του (προς τις κυβερνήσεις) για το τι πρέπει να γίνει, τόσο στο επίπεδο των παραγόντων που προκαλούν και/ή επιδεινώνουν τον ψυχικό πόνο, όσο και στο επίπεδο των υπηρεσιών για την αντιμετώπισή του, είναι πάντα, απλώς, ο σύντομος επίλογος, το κλείσιμο, μιας «έκθεσης ιδεών» -αντί να είναι το «άνοιγμα της συζήτησης»- που, φυσικά, δεν μπορεί να είναι απλώς μια «συζήτηση».

Το ζήτημα της ψυχικής υγείας είναι ζήτημα δικαιωμάτων και ζωής, ζήτημα μιας ριζικά εναλλακτικής «κουλτούρας και πράξης», αγώνων και διεκδικήσεων και όχι διαφόρων πάνελ, εθιμοτυπικών εκδηλώσεων και θεωρησιακών συζητήσεων που, λόγω και της πανδημίας, γίνονται, πολλά από αυτά, διαδικτυακά, ως μια ακόμα πιο έμπρακτη εφαρμογή της ανέκαθεν «κοινωνικής αποστασιοποίησής» τους, και προ κορονοϊού, από την πραγματικότητα στην οποία αναφέρονται.

Πράγματι, λοιπόν, η πρόβλεψη του ΠΟΥ, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ‘90, ότι η κατάθλιψη, θα αποτελεί μέχρι το 2020 (δηλαδή, φέτος), ιδιαίτερα μέσω των αυτοκτονιών, την δεύτερη αιτία θανάτου μετά τις καρδιοπάθειες, έχει ήδη πλήρως επιβεβαιωθεί εδώ και κάποια χρόνια. Οι εκτιμήσεις τους, ήδη για την προ της πανδημίας περίοδο, μιλούσαν για μια αυτοκτονία κάθε 40 δευτερόλεπτα παγκοσμίως, δηλαδή, για πολύ πάνω από 800.000 διασταυρωμένους θανάτους το χρόνο, σε όλο τον κόσμο, λόγω αυτοκτονίας (οι πραγματικοί είναι πολύ περισσότεροι), ένας αριθμός πολύ πιο πάνω από το «άθροισμα των θανάτων λόγω πολέμων και ανθρωποκτονιών».

Ο αριθμός όσων κάνουν απόπειρα αυτοκτονίας είναι, φυσικά, πολύ μεγαλύτερος (με την απόπειρα ν’ αποτελεί πρωτεύοντα παράγοντα κινδύνου για την επόμενη απόπειρα), ενώ είναι πολύ σημαντικά τα στοιχεία που δείχνουν ότι η αυτοκτονία είναι η δεύτερη κύρια αιτία θανάτου για τους νέους (15-29 ετών) και, επίσης, ότι το 80% περίπου των αυτοκτονιών συμβαίνουν στις χώρες που χαρακτηρίζονται, σύμφωνα με τις, επίσημες ταξινομήσεις, ως χαμηλού (ή και μεσαίου) εισοδήματος. Μεγάλες είναι οι επιπτώσεις από την εξάρτηση από το αλκοόλ (πάνω από 100 εκατ. χρήστες με ποικίλες διαταραχές και με 3 εκατ. θανάτους το χρόνο) και από την πολλαπλασιαστική αύξηση της εξάρτησης από τα ναρκωτικά.

Επαναλαμβάνεται και φέτος η διαπίστωση ότι (πάντα προ της πανδημίας) ένας στους τέσσερις ανθρώπους παγκοσμίως θα αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα ψυχικής υγείας σε κάποια στιγμή της ζωής του.

Ωστόσο, παρά τις αυξημένες ανάγκες, στις πιο φτωχές χώρες πάνω από το 75% των πασχόντων (με προβλήματα ψυχικής υγείας και εξάρτησης) δεν έχει πρόσβαση και δεν λαμβάνει υπηρεσίες ψυχικής υγείας και/ή απεξάρτησης. Δεν μιλάμε, φυσικά, για τις κοινωνικές διακρίσεις, το κοινωνικό στίγμα, την καταστολή, την ποινικοποίηση των προβλημάτων ψυχικής υγείας, την συστηματική παραβίαση των δημοκρατικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το κυρίαρχο ιδρυματικό/κατασταλτικό σύστημα υπηρεσιών που επικρατεί παντού (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων νησίδων, κι αυτών σε κρίση), πέρα από την κυρίαρχη ψυχιατρική κουλτούρα και πρακτική που το διαπερνά, γίνεται ακόμα πιο ασφυκτικό λόγω της αντιμετώπισής του παντού, παγκοσμίως, ως του ανέκαθεν «φτωχού συγγενή» του συστήματος της Υγείας, καθώς, από τον συνολικό προϋπολογισμό για την Υγεία, διατίθεται, το πολύ, μέχρι το 2% για την Ψυχική Υγεία. Αλλά, σύμφωνα με τα αναφερόμενα, ακόμα και η όποια «διεθνής αναπτυξιακή βοήθεια», όπως αποκαλείται, δεν ξεπέρασε ποτέ το 1% της συνολικής «αναπτυξιακής βοήθειας» για την Υγεία συνολικά.

Τώρα, με την πλανητική πανδημία, οι επιπτώσεις στην ψυχική υγεία εκατοντάδων εκατομμυρίων είναι δραματικές. Με το φόβο που καλλιεργείται για τη ζωή (ποικιλοτρόπως χειραγωγούμενο), με την αναστολή/διακοπή των κοινωνικών σχέσεων, την ανασφάλεια, και την συνεπακόλουθη συναισθηματική ένταση, για το αν και, πότε ο κορονοϊός θα τεθεί υπό έλεγχο. Με τις ζοφερές επιπτώσεις και ανατροπές στο πεδίο της αγοράς εργασίας, που οδήγησαν από την περαιτέρω ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας μέχρι την πλήρη απώλεια της δουλειάς για πολλούς. Με την αναβίωση αντιλήψεων για την υγειονομική κρίση (και τις ψυχολογικές της επιπτώσεις) ως μιας ατομικής και/ή συλλογικής ενοχής. Όλο αυτό αποτέλεσε, προφανώς, μια πρωτόγνωρη, οδυνηρή εμπειρία, που είχε άμεσες συνέπειες σε όλες τις βασικές παραμέτρους, στα ίδια τα θεμέλια του τρόπου που νιώθει ο καθένας και «ζει τη ζωή του».

Τόσο ο ΠΟΥ, όσο και άλλοι διεθνείς οργανισμοί (Παγκόσμια Ομοσπονδία για τη Ψυχική Υγεία – WFMH), τόνισαν ότι «η ήδη περιορισμένη πρόσβαση σε ποιοτική, προσιτή υγειονομική περίθαλψη στον κόσμο πριν από την πανδημία, και ιδιαίτερα σε ανθρωπιστικές καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και συγκρούσεων, έχει μειωθεί περαιτέρω λόγω του COVID-19 καθώς η πανδημία έχει διαταράξει τις υπηρεσίες υγείας σε όλο τον κόσμο». Και επισημάνθηκε ο κίνδυνος (που τις συνέπειές του τις είδαμε διεθνώς και τώρα και στην Ελλάδα) για τις δομές φροντίδας (γηροκομεία κλπ), ψυχιατρικά ιδρύματα, αλλά και τα εμπόδια που ορθώνονταν με την μεγάλη μείωση, έως πλήρη αποφυγή, της δια ζώσης συνάντησης των ανθρώπων (θεραπευτών και ασθενών), όπως, επίσης (κάτι που έγινε σε ευρεία έκταση στη Λομβαρδία της Ιταλίας στο πρώτο κύμα της πανδημίας, αλλά και αλλού), το κλείσιμο εγκαταστάσεων ψυχικής υγείας για τη μετατροπή τους σε εγκαταστάσεις φροντίδας για άτομα με COVID-19.

“Βράδυ/Μελαγχολία”, πίνακας του Έντβαρντ Μουνχ, του 1891.
Φυλάσσεται στο Μουσείο Μουνχ στο Όσλο Νορβηγίας.

Είναι ενδιαφέρον ότι, έστω και στο σύνηθες λεκτικό επίπεδο των οδηγιών του, ο ΠΟΥ, με δεδομένα τα τραγικά συμβάντα των μαζικών θανάτων σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες σε γηροκομεία και άλλα ιδρύματα, δίνει έμφαση στην «επένδυση σε πολιτικές που θα δίνουν προτεραιότητα στην ανάπτυξη πολυάριθμων κοινοτικών υπηρεσιών έναντι των μεγάλων και άκαμπτων ιδρυμάτων». Βέβαια, προσθέτει ότι «αυτό τον μετασχηματισμό τον έχουν πετύχει αρκετές αναπτυγμένες χώρες αλλά τον έχουν ανάγκη πολύ περισσότερες», χωρίς να λαμβάνει υπόψιν ότι οι μαζικοί θάνατοι λόγω κορονοϊού, πχ, στα γηροκομεία, έγιναν στις «αναπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες», πράγμα που δείχνει την άκρως επίπλαστη αντίληψη που οι «ειδικοί» του ΠΟΥ (και της WFMH) έχουν για τη έννοια της «κοινοτικής υπηρεσίας» – όταν, μάλιστα, γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά την ιδρυματική παλινδρόμηση, εδώ και χρόνια, των υπηρεσιών ψυχικής υγείας και κοινωνικής φροντίδας παντού σε όλη την Ευρώπη.

Γιατί αυτό που, σε συνάρτηση με τις δραστικές περικοπές που έχουν γίνει σε όλα τα συστήματα Υγείας και Ψυχικής Υγείας παντού τα τελευταία χρόνια, έφερε στην επιφάνεια η υγειονομική κρίση διεθνώς και που έπαιξε κομβικό ρόλο στην οδύνη και στους θανάτους χιλιάδων, είναι η παντελής χρεοκοπία του ιδρυματικού/φυλακτικού συστήματος, που βασίζεται στον πρωταρχικό, έως και αποκλειστικό, ρόλο της νοσοκομειακής νοσηλείας, στον εγκλεισμό, στον περιορισμό, στη «ζωή μέσα στο ίδρυμα». Είναι αυτή η δραματική εμπειρία που, μεταξύ πολλών άλλων, φέρνει στο προσκήνιο, με ακόμα πιο επιτακτικό τρόπο, την ανάγκη για την οργάνωση και λειτουργία ενός κοινοτικά βασισμένου συστήματος υπηρεσιών υγείας, σωματικής και ψυχικής, που ασκείται μέσα στους χώρους της καθημερινής ζωής, κοντά στο σπίτι, από κοινοτικές υπηρεσίες εύκολα και άμεσα προσβάσιμες – ακριβώς στη βάση της λογικής και των πρακτικών που αμφισβήτησαν με ριζικό τρόπο το νοσοκομειοκεντρικό/ιδρυματικό μοντέλο.

Στην Ελλάδα, την φετινή Παγκόσμια Ημέρα της Ψυχικής Υγείας, το όργανο που αντιπροσωπεύει τους ψυχιάτρους, η Ελληνική Ψυχιατρική Εταιρεία (ΕΨΕ), την υποδέχεται με μια πρόταση νόμου για τις ακούσιες νοσηλείες, που προβλέπει την απρόσκοπτη επαναφορά της τέλεσής τους και σε ιδιωτικές ψυχιατρικές κλινικές, την ασυδοσία των κατασταλτικών μέτρων (μηχανικών καθηλώσεων κ.λπ.) και την ακούσια θεραπεία στην κοινότητα.

Θεωρούμε ότι τα προβλήματα ψυχικής υγείας, ανέκαθεν, αλλά και η όποια επιδείνωσή τους εν μέσω της πανδημίας, έχουν πρωτίστως την πηγή τους στο πεδίο της κοινωνικής αλληλεπίδρασης και των κοινωνικών σχέσεων. Έχουν να κάνουν με τον κοινωνικό χώρο, υλικό και ψυχικό, που διατίθεται στην καθεμιά και στον καθένα (ανάλογα με την πολυπλοκότητα των εκάστοτε αναγκών), να βρει χώρο έκφρασης και απάντησης σε αυτές ανάγκες. Όσο πιο πολύ στενεύουν τα κοινωνικά περιθώρια για έκφραση (και απάντηση) αυτών των αναγκών (και η συνθήκη της πανδημίας με τις συνέπειές της στην καθημερινότητα, στην εργασία κλπ, στενεύει όλο και πιο ασφυκτικά αυτά περιθώρια),τόσο οξύνεται η ψυχική οδύνη. Τη ίδια στιγμή που το σύστημα ψυχικής υγείας γίνεται όλο και λιγότερο προσβάσιμο, όλο και πιο απορριπτικό, όλο και πιο κατασταλτικό, όλο και πιο απανθρωποποιητικό.

Για ποια ψυχική υγεία μιλάμε σ’ αυτήν την «αγορά εργασίας» (που «αρρωσταίνει και όποιον έχει δουλειά και όποιον δεν έχει»), σ’ αυτό το ανύπαρκτο «κοινωνικό κράτος»; Για ποια «φροντίδα ψυχικής υγείας» σ’ ένα σύστημα ψυχιατρικών υπηρεσιών όπου το 65% των νοσηλειών είναι ακούσιες, με αστυνομία και χειροπέδες, και του οποίου ο μόνος του «νεωτερισμός» είναι η περαιτέρω ιδιωτικοποίησή του, μέσω των συγκοινωνούντων δοχείων του ψυχιατρικού κατεστημένου του πανεπιστημίου, των ιδιωτικών κλινικών και του δημοσίου (με την «ευγενή χορηγία», πάντα, των φαρμακευτικών εταιρειών);

Ψυχική Υγεία για μας είναι ο καθημερινός αγώνας ενάντια σε κάθε καταστρατήγηση των δικαιωμάτων, στιγματισμό, απόρριψη, αποκλεισμό των ψυχικά πασχόντων, σε μια διαρκή έμπρακτη (και όχι στα λόγια) αμφισβήτησης των ιδρυματικών κατασταλτικών πρακτικών, του στεγνού βιολογισμού και του μονόδρομου του ψυχοφάρμακου, με το άνοιγμα διαδρομών έμπρακτης αλληλεγγύης, ελευθερίας και χειραφέτησης, σε σύνδεση πάντα με τα κοινωνικά κινήματα, που αμφισβητούν έμπρακτα αυτό, που στην κοινωνική οργάνωση και, ταυτόχρονα, στο σύστημα των ψυχιατρικών υπηρεσιών παράγει αρρώστια και ακυρώνει την υποκειμενικότητα του καθενός. Μόνο έτσι μπορεί «η ελευθερία να είναι θεραπευτική».

9/10/2020

ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΠΟΛΥΜΟΡΦΟ ΚΙΝΗΜΑ ΣΤΗΝ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ