Την Μητσοτακική στρατηγική της ”ατομικής ευθύνης” που εφαρμόζεται στο υγειονομικό μέτωπο, επιχειρεί να εισάγει στο μέτωπο του Εργασιακού η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με το νομοσχέδιο με τον ειρωνικό τίτλο για την… ”Προστασία της Εργασίας”.
Το νομοσχέδιο αυτό, μεταξύ άλλων, θα προβλέπει τη δυνατότητα συμφωνίας, σε ατομικό επίπεδο, μεταξύ ενός εργαζομένου και των αφεντικών του, για ένα ελαστικό ”8ωρο/5θημερο”, αλλά και την αύξηση των υπερωριών (στις 150 έναντι 96 στη βιομηχανία και 120 στις άλλες επιχειρήσεις που ισχύουν έως σήμερα). Δηλαδή, θα μπορεί ένας εργαζόμενος να απασχολείται π.χ. 10 ώρες /μέρα για 4 μέρες/εβδομάδα αντί για 8 ώρες /μέρα για 5 μέρες /εβδομάδα. Στην πράξη αυτό θα οδηγήσει σε αύξηση των ημερήσιων ωρών εργασίας, χωρίς τη μείωση των ημερών εργασίας. Επίσης, η αύξηση των υπερωριών θα αυξήσει τη κερδοφορία των επιχειρήσεων, καθώς είναι γνωστό το πραγματικό ”καθεστώς” της… (μη) πληρωμής τους.
Ο Υπουργός Εργασίας, Κωστής Χατζηδάκης, παλεύει εδώ και καιρό να πείσει πως κάτι τέτοιο είναι υπέρ του εργαζομένου, καθώς θα μπορεί να έχει επιπλέον μία μέρα ελεύθερη π.χ. την Παρασκευή εκτός από το Σαββατοκύριακο, γεγονός που δεν έχει καμία σχέση με την εργασιακή πραγματικότητα προ κορονο-κρίσης, πόσο μάλλον κατά τη διάρκειά της…
Το κυβερνητικό επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο η τήρηση του ωραρίου θα διασφαλίζεται από τη νέα ”ψηφιακή κάρτα εργασίας” απαντιέται από την ίδια τη πραγματικότητα, αφού η εισαγωγή των ψηφιακών μέσων απλά... ψηφιοποιεί μία κατάσταση, δεν την αλλάζει. Για παράδειγμα, πήραν περισσότεροι συνταξιούχοι αγρότες τη σύνταξή τους, από τη στιγμή που ψηφιοποιήθηκε ο μηχανισμός αίτησης σύνταξης; Η απάντηση είναι αδιαφιλονίκητη: ΌΧΙ μόνο δεν πήραν περισσότεροι, αλλά την πήραν λιγότεροι. Και αυτό γιατί το πρόβλημα δεν είναι η ψηφιοποίηση ή μη, αλλά τα χρέη τους και το διοικητικό μπάχαλο στα ταμεία…
Από αυτήν την άποψη αποτελεί θράσος να χαρακτηρίζει ο Χατζηδάκης την “ψηφιακή κάρτα εργασίας” ως … ”επανάσταση” (ναι, έτσι λέει!) στο χώρο της εργασίας. Αντίθετα πρόκειται για… ψηφιοποίηση αντεπαναστατικών μέτρων, όπως αυτό της κατάργησης του 8ωρου και της αύξησης των υπερωριών.
Παραπέρα, ο Υπουργός Εργασίας, τονίζει, πως το μέτρο της διευθέτησης της εργασίας εφαρμόζεται ήδη σε συλλογικό επίπεδο, δηλαδή μέσω της συμφωνίας σωματείων και αφεντικών. Συνεπώς, δεν πειράζει σε τίποτα -σύμφωνα με το Χατζηδάκη- να ισχύει και σε ατομικό επίπεδο!
”Ξεχνά”, όμως ο Χατζηδάκης, πως είναι εντελώς διαφορετικό ένα σωματείο να κάνει συμφωνία με συλλογικά κριτήρια (δηλαδή λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των εργαζομένων ενός κλάδου ή μίας επιχείρησης που εκπροσωπεί) από το να εφαρμόζεται το ίδιο εξατομικευμένα σε κάθε εργαζόμενο ξεχωριστά, χωρίς καμία πραγματική δυνατότητα αντίστασης-διαπραγμάτευσης για τον ίδιο.
Εξάλλου, αφού τόσο πολύ συμφέρει τους εργαζομένους ένα τέτοιο μέτρο, όπως διατείνεται ο Χατζηδάκης, γιατί ποτέ κανένα σωματείο δεν ζήτησε κάτι τέτοιο; Το γεγονός ότι έχουν υπογραφεί κάποιες συλλογικές συμβάσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν τη διευθέτηση του 8ωρου δεν αποτελεί τεκμήριο ότι το μέτρο αυτό αποτελεί κέρδος για τον εργαζόμενο (όπως υποστηρίζει ο Χατζηδάκης), καθώς αφορούσε ιδίως εποχικούς κλάδους (π.χ.. τουρισμό), ενώ έγινε υπό την ασφυκτική εργοδοτική πίεση, χωρίς να υποτιμά, φυσικά, κανείς τις τάσεις συνδιαλλαγής με τα αφεντικά και εντός του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος.
Έπρεπε να ντρέπεται, επίσης, ο Υπουργός Εργασίας όταν λέει ότι είναι οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, οι οποίοι ζητούν περισσότερες υπερωρίες! Οι εργαζόμενοι ζητάνε πρώτα απ’ όλα, αύξηση μισθών. Ακόμα και η κατάπτυστη ΓΣΕΕ ζήτησε αύξηση του κατώτατου μισθού στα 741 ευρώ (έναντι των 650 ευρώ που είναι σήμερα). Επειδή, προφανώς, δεν παίρνουν αύξηση από τα αφεντικά, ζητάνε να δουλέψουν πιο πολύ, για να βελτιώσουν τις αμοιβές τους…
Το σημαντικότερο, όμως, είναι άλλο. Ο Χατζηδάκης επιμελώς αποφεύγει να συνδέσει την ατομική διευθέτηση του χρόνου εργασίας την οποία προβλέπει το νομοσχέδιό του με την τρέχουσα συγκυρία.
Γιατί ενώ ”κόπτεται” τόσο πολύ να ”κόβει” κάθε μήνα ολοένα και περισσότερες αναστολές συμβάσεων εργασίας, βάζοντας συνεχώς νέα κριτήρια αποκλεισμού, δήθεν για να αποτρέψει καταχρηστικές συμπεριφορές των εργοδοτών (δηλ. να βάζουν εργαζομένους να δουλεύουν ενώ είναι σε αναστολή και εισπράττουν αποζημίωση από το κράτος), θέτοντας σε άμεσο κίνδυνο θέσεις απασχόλησης, βάλθηκε να ”προστατέψει” (σ.σ. το νομοσχέδιο είναι αφιερωμένο στην ”Προστασία της Εργασίας”) τους εργαζομένους και το 8ωρο/5θημερο, κάνοντάς το 10ωρο/4ημερο (στην πράξη 10ωρο-5θημερο). Γιατί π.χ. ενώ από τον τρέχοντα μήνα βάζει ”ρήτρα” ελάχιστου ωραρίου τις 16 ώρες/εβδομάδα για να βγει κάποιος σε αναστολή, πετώντας εκτός αναστολών τους συμβασιούχους μερικής απασχόλησης, υψώνει ακόμα μεγαλύτερο ”ταβάνι” ωρών εργασίας ανά ημέρα.
Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει καμία αντίφαση, από άποψη πολιτικής στρατηγικής, μεταξύ του περιορισμού των έκτακτων μέτρων ”στήριξης” των εργαζομένων λόγω της πανδημίας και των μόνιμων μέτρων ”προστασίας” τους μετά την έξοδο από την καραντίνα.
Τα μόνιμα μέτρα αύξησης του χρόνου εργασίας είναι συνέχεια των έκτακτων μέτρων αποκλεισμού των part-time εργαζομένων από τα μέτρα ”στήριξης”.
Στόχος του αποκλεισμού των part-time εργαζομένων από τις ειδικές αποζημιώσεις είναι η δραστική μείωση της κρατικής δαπάνης υπέρ των μισθωτών που απασχολούνται σε επιχειρήσεις που έχουν πληγεί από την κορονο-κρίση. Με δύο λόγια, η κυβέρνηση τους αφήνει στο ”έλεος” των αφεντικών.
Στόχος της αύξησης του χρόνου εργασίας είναι η αύξηση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, πληττόμενων και μη, προκειμένου να βγάλουν τα σπασμένα της κρίσης. Κερδισμένο από τις ατομικές συμβάσεις αύξηση του χρόνου εργασίας θα είναι και το αστικό κράτος, καθώς η αναμενόμενη αύξηση του επιχειρηματικού τζίρου θα μπορούσε να αυξήσει και τα φορολογικά έσοδα.
Με αυτόν τον τρόπο, θα πληρώσουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι τις ειδικές αποζημιώσεις τις οποίες έλαβαν από το κράτος λόγω της αναστολής των συμβάσεων εργασίας τους κατά τη διάρκεια των lockdown εδώ και πάνω από ένα χρόνο…
Έτσι, εν μέσω πανδημίας, το κράτος επιχειρεί τη δεύτερη διάσωση των καπιταλιστικών επιχειρήσεων από το ξέσπασμα της πανδημίας και αυτό μέσω της αύξησης του χρόνου εργασίας. Η πρώτη διάσωση πήρε τη μορφή της κρατικής επιχορήγησης των μισθών και των εισφορών των εργαζομένων που βγήκαν σε αναστολή.
Πέραν αυτού, η πολιτική στρατηγική που ακολουθεί η κυβέρνηση στην αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης η οποία συμπυκνώνεται στην ανάληψη της ”ατομικής ευθύνης” μεταφέρεται και στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων, καθώς δίνεται η δυνατότητα ατομικών συμφωνιών για την κατάργηση του 8ωρου.
Εξάλλου, με το μέτρο αυτό αποδεικνύεται πως εκείνο που προωθεί η κυβέρνηση δεν αποτελεί καμία ”επιστροφή” στην παλιά ”κανονικότητα”, αλλά είσοδο σε μία νέα ”κανονικότητα”, η οποία αποτελεί μία μη -κανονικότητα για τους εργαζομένους, πληττόμενους και μη, με την έννοια ότι απορρυθμίζει το εργασιακό και, γι’ αυτό, τον προσωπικό χρόνο.
Όσο δεν πέτυχε η στρατηγική της ”ατομικής ευθύνης” στην αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης, άλλο τόσο δεν θα πετύχει η στρατηγική της ατομικής συμφωνίας εργαζομένων -εργοδοτών για την κατάργηση του 8ωρου στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης που επιδεινώθηκε με την πανδημία.
Δ.Κ.