Η Κυβέρνηση έχει αποδεχθεί να δεσμεύσει την Βουλή με μια συμφωνία που θα επιβάλει επιπλέον μέτρα που ξεπερνούν τα 4 δισ. ευρώ για τρία ή πέντε χρόνια μετά τη “λήξη” του ισχύοντος μνημονίου, δηλαδή μετά τον Αύγουστο του 2018.
Και ζητάει ένα και μοναδικό “αντάλλαγμα” συμβιβασμού από τους δανειστές της: η εφαρμογή των μέτρων αυτών να μη συμπίπτει με τις επόμενες εκλογές που “κανονικά” προβλέπονται για το 2019.
Ο λόγος προφανής, θέλει να αποφύγει μια σαρωτική ήττα καθώς η εφαρμογή των μέτρων θα αυξάνει την φορολογία σε εργαζόμενους και συνταξιούχους των 400 ευρώ και θα πετσοκόβει την περιβόητη προσωπική διαφορά από συντάξεις ακόμα και 400 – 500 ευρώ.
Αυτό είναι το διαπραγματευτικό “πάρε – δώσε” της κυβέρνησης και η αιτία της καθυστέρησης στη συμφωνία της εξαθλίωσης που προωθούν και οι δύο πλευρές.
Πάνω σ’ αυτό το μοτίβο έγινε την Παρασκευή 7/4 συνάντηση του Eurogroup στην Μάλτα, της οποίας είχε προηγηθεί συνάντηση στο Βερολίνο του… υπό αίρεση προέδρου του Eurogroup Γ. Ντάισελμπλουμ, με τον γερμανό ΥΠΟΙΚ Β. Σόιμπλε, το “αποτέλεσμά” της οποίας είναι πολύ πιθανό ότι θα επηρεάσει την ταχύτητα με την οποία θα “τρέξει” η διαπραγμάτευση με την Αθήνα και το ΔΝΤ.
Οι τελευταίες πληροφορίες από τις Βρυξέλλες κάνουν λόγω για μια πραγματικά τεταμένη ατμόσφαιρα καθώς η διελκυστίνδα μεταξύ κυβέρνησης και Θεσμών έχει πάρει πλέον καθαρά “πολιτική” διάσταση πέρα από τις όποιες οικονομικές εκκρεμότητες.
Σ’ αυτή την διελκυστίνδα αναζητούνται μεταβατικοί “μηχανισμοί” που θα γεφυρώσουν την διαφορά βασισμένοι στην εγγύηση των δημοσιονομικών στόχων του 2018, καθώς :
* Η απαίτηση του ΔΝΤ, με την σταθερή στήριξη του Βερολίνου, για άμεση εφαρμογή των μέτρων που αφορούν στις περικοπές των συντάξεων και την επέκταση της φορολογικής βάσης από το 2019 συνολικού ύψους 3,6 – 3,8 δισ. ευρώ, συναντούν την ισχυρή αντίσταση της Αθήνας στο σκέλος του χρονοδιαγράμματος εφαρμογής των μέτρων.
Και αυτό γιατί κάτι τέτοιο θα σημάνει ότι η επόμενη εκλογική αναμέτρηση στην Ελλάδα -αν δεν υπάρξει στο μεταξύ πρόωρη προσφυγή στις κάλπες- θα πρέπει να γίνει το 2019 δηλαδή σε ένα εξαιρετικά δύσκολο για την κυβέρνηση πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον λόγω της εφαρμογής των μέτρων αυτών.
* Η κυβέρνηση επιμένει ότι η ψήφιση αυτών των μέτρων τώρα, όπως προβλέπει η συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου δεν επιβάλει σε καμία περίπτωση μια “τέτοια” εφ’ άπαξ εφαρμογή των μέτρων το εκλογικό 2019. Αντίθετα, ο Τσακαλώτος υποστηρίζει ότι θα μπορούσε να συμφωνηθεί μία διασπορά των μέτρων αυτών και το 2020.
Και στο σημείο αυτό… εισβάλει η ιδέα για την χρήση των δημοσιονομικών στόχων του 2018 σαν εγγύηση για την διασπορά ή εφ’ άπαξ εφαρμογή των μέτρων. Η ιδέα αυτή προκύπτει ως “λύση” προκειμένου να ξεπερασθεί η θέση ΔΝΤ και Σόιμπλε που υποστηρίζουν ότι το 3,5% πρωτογενές πλεόνασμα μπορεί να επιτευχθεί το 2017/18 –γι’ αυτό και δεν θα χρειάζονται πιθανώς επιπλέον μέτρα– αλλά όχι το 2019. Και για τον λόγο αυτό ζητά την εφαρμογή όλων των μέτρων από το 2019 (συντάξεις και φόρους), χωρίς επιμερισμό τους στο 2020.
* Η Eurostat από την πλευρά της στις 24 Απριλίου, επομένη της λήξης της Εαρινής Συνόδου του 2017, θα δημοσιοποιήσει τα τελικά στοιχεία του 2016 τα οποία σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες θα επιβεβαιώνουν την επίτευξη μεγάλης υπέρβασης στους στόχους για το πρωτογενές πλεόνασμα που θα προδικάζει και την καλή πρόβλεψη για το 2017. Τα στοιχεία αυτά “ανατρέπουν” τις προβλέψεις του ΔΝΤ όσον αφορά το θέμα των αριθμών, αλλά δεν δίνουν λύση στην πολιτικοοικονομική διελκυστίνδα που εμπλέκει την ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης με τις πολιτικές συνέπειες στην χρονική περίοδο 2019 – 2020.
Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι αυτή η πολιτική εμπλοκή στη διαχείριση του χρονοδιαγράμματος εφαρμογής των μέτρων, που έτσι κι αλλιώς έχει συμφωνήσει ότι θα ψηφίσει η κυβέρνηση, δεν έχει εμποδίσει την “τεχνική” προεργασία που αφορά στην συγκεκριμενοποίηση των “μεσοπρόθεσμων” μέτρων περαιτέρω ελάφρυνσης του χρέους.
Οι σχετικές προτάσεις έχουν ωριμάσει στο ESM και πρόκειται να κατατεθούν προς συζήτηση στις 21 Απριλίου στην Εαρινή Σύνοδο του ΔΝΤ. Μέχρι τότε στην κυβέρνηση ελπίζουν ότι θα έχει υπάρξει στο μεταξύ κάποια πρόοδος όσον αφορά την επίλυση του καθαρά πολιτικού “γόρδιου δεσμού” του χρονοδιαγράμματος εφαρμογής των μέτρων για την μετά το 2018 περίοδο.
Γ. Αγγ.