Τα πακέτα βοήθειας της κυβέρνησης για τον μετριασμό των επιπτώσεων του COVID-19 και της οικονομικής κρίσης έχουν μέχρι στιγμής επικεντρωθεί σε μία κοινωνική ομάδα: τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις και τους καπιταλιστές. Μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού εξαρτάται επί του παρόντος από το μοντέλο εργασίας βραχύβιας διάρκειας για να διατηρήσει τις θέσεις εργασίας του. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχει σώσει θέσεις εργασίας που διαφορετικά θα χάνονταν. Οι εταιρείες μπορούν να μετακυλήσουν έως και το 90 % του μισθολογικού κόστους στο κράτος. Το σύστημα αυτό γίνεται συχνά αντικείμενο κατάχρησης από τους καπιταλιστές αποκομίζοντας σημαντικά κέρδη χωρίς όμως να μειώνουν αναλόγως το ωράριο εργασίας.

Το συγκεκριμένο μοντέλο αποτρέπει, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, μια ακόμη εντονότερη έκρηξη των ποσοστών ανεργίας κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης που μόλις ξεκίνησε (αλλά δεν προκλήθηκε! από τον COVID-19, λένε). Με αυτόν τον τρόπο η κυβέρνηση προσπαθεί να εξαγοράσει την κοινωνική ειρήνη και να διατηρήσει την οικονομία «ανταγωνιστική». Για παράδειγμα, οι εξειδικευμένοι εργαζόμενοι μπορούν να παραμείνουν στο επάγγελμα τους και να αποφευχθεί η κουραστική διαδικασία εξεύρεσης νέων όταν ανακάμπτει η οικονομία. Αυτό είναι απαραίτητο για τους καπιταλιστές για να διατηρηθούν οι εγχώριες επιχειρήσεις διεθνώς ανταγωνιστικές. Έτσι, οι κύριοι δικαιούχοι της κρίσης καταλήγουν να είναι οι εταιρείες και οι καπιταλιστές ιδιοκτήτες τους. Πρόκειται για μια «κρατική» προσφορά πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων σε εταιρείες και καπιταλιστές για την προστασία τους από τις επιπτώσεις της κρίσης. Δεκάδες δισεκατομμύρια για τις εταιρείες, αλλά σχεδόν τίποτα για τους ανέργους και τους χαμηλόμισθους.

Η οικονομική κρίση που προκλήθηκε από τον COVID-19 είχε ως αποτέλεσμα την ταχεία αύξηση των ποσοστών ανεργίας. Ειδικά στις βιομηχανίες που επλήγησαν σοβαρά από τον αποκλεισμό, ο αντίκτυπος ήταν τεράστιος. Εάν δεν θέλουμε να ζούμε σε μια κοινωνία όπου 10%, 15% ή περισσότεροι άνθρωποι είναι άνεργοι, η διαθέσιμη εργασία πρέπει να κατανέμεται μεταξύ όλων. Η τελευταία μείωση του χρόνου εργασίας έγινε πριν από 45 χρόνια. Ο μέσος χρόνος εργασίας (που υπερβαίνει τις 40 ώρες για θέσεις πλήρους απασχόλησης) πρέπει να μειωθεί και πρέπει να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας με τις ώρες που ελευθερώνονται. Και αυτό με πλήρεις αποδοχές. Αυτό θα αποτελούσε μια λύση κατά της αυξανόμενης ανεργίας και θα συνέβαλε στο να διασφαλιστεί ότι δεν θα χρειαστεί να πληρώσουν οι εργάτες για τις επιπτώσεις της κρίσης.

Όποιος έχει χρήματα και κεφάλαια λαμβάνει δημόσια χρηματοδοτούμενη στήριξη, ώστε να μπορεί να τα διατηρήσει. Αυτό σημαίνει ότι τα χρήματα αναδιανέμονται από τους εργαζόμενους (χρήματα φορολογίας) στις εταιρείες. Όταν οι εταιρείες υποβάλλουν αίτηση για ενίσχυση, πρώτα απ’ όλα οι ισολογισμοί και τα εταιρικά βιβλία θα πρέπει να δημοσιοποιούνται και θα πρέπει να εξετάζεται πόσα χρήματα υπάρχουν και πόσα έχουν εισρεύσει στις τσέπες της διοίκησης και των ιδιοκτητών – και αυτά θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν πρώτα. Ακόμη περισσότερο προς το συμφέρον της εργατικής τάξης, το πρώτο βήμα θα ήταν να εθνικοποιήσουμε αυτές τις εταιρείες και να τις θέσουμε υπό δημοκρατικό εργατικό έλεγχο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορούν να διατηρηθούν οι θέσεις εργασίας και να διασφαλισθεί η παραγωγή.

Αρ. Μα.