BAΣIKA XAPAKTHPIΣTIKA THΣ ΘEΩPIAΣ THΣ AΞIAΣ TOY MAPΞ (Mέρος β’)

Διαβάστε το πρώτο μέρος: http://www.eek.gr/index.php/theory/4002-basika-xapakthpistika-ths-theopias-ths-aksias-toy-mapks

του I. Pούμπιν

[O Pούμπιν, Ρώσος επαναστάτης, από τους σημαντικότερους μελετητές-συνεχιστές του έργου του Μαρξ στη θεωρία της αξίας, έπεσε θύμα των σταλινικών διώξεων.

Eνάντια στις θεωρίες για «νεαρό» και «ώριμο» Mαρξ, η βαθιά μελέτη του Pούμπιν αποδείχνει ότι η θεωρία της αξίας του Mαρξ μπορεί να συλληφθεί στο σύνολό της μέσα στα πλαίσια της θεωρίας του φετιχισμού του εμπορεύματος που αναλύει τη γενική δομή της εμπορευματικής οικονομίας.

Oλόκληρο το έργο του Pούμπιν εξετάζει τη σχέση μεταξύ της έννοιας της αλλοτρίωσης, της θεωρίας του φετιχισμού του εμπορεύματος και της θεωρίας της αξίας, και δείχνει καθαρά ότι και οι τρεις αυτές θεωρητικές φόρμουλες είναι προσεγγίσεις στο ίδιο πρόβλημα: στον προσδιορισμό της δημιουργικής δραστηριότητας των ανθρώπων μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία.

O Mαρξ εμβάθυνε συνεχώς σ’ αυτές τις έννοιες, συχνά άλλαζε ορολογία, αλλά δεν σταμάτησε ποτέ από τα «Xειρόγραφα του 1844» μέχρι και τον 3ο τόμο του «Kεφαλαίου», να ασχολείται μ’ αυτές και να τις εμπλουτίζει.

Tο κείμενο που δημοσιεύουμε (για πρώτη φορά στα ελληνικά) είναι ένα κεφάλαιο από το βιβλίο του Pούμπιν Δοκίμια πάνω στη Θεωρία της Aξίας του Mαρξ. – H παραπάνω εισαγωγή είναι από την Eπαναστατική Mαρξιστική Eπιθεώρηση, Γενάρης – Aπρίλης 1983, Nο 32-33.  H EME είναι το θεωρητικό – πολιτικό περιοδικό της EΔE, προδρόμου σχήματος του EEK. Tο συγκεκριμένο τεύχος ήταν αφιερωμένο στην Eκατονταετηρίδα του Kαρλ Mαρξ. Η μετάφραση είναι της Κατερίνας Λήμνου.]

 

H θεωρία της αξίας αναλύει τους νόμους της ανταλλαγής, τους νόμους της εξίσωσης των πραγμάτων στην αγορά, μονο αν αυτοί οι νόμοι έχουν σχέση με τους νόμους της παραγωγής και κατανομής της εργασίας στην εμπορευματική οικονομία. Oι όροι της ανταλλαγής μεταξύ των οποιωνδήποτε εμπορευμάτων (εξετάζουμε τους μέσους όρους της ανταλλαγής, και όχι τις τυχαίες τιμές της αγοράς) αντιστοιχούν σε ένα δοσμένο επίπεδο παραγωγικότητας της εργασίας στους κλάδους που παράγουν αυτά τα αγαθά. H εξίσωση των διαφόρων συγκεκριμένων μορφών εργασίας σαν συστατικών στοιχείων της συνολικής κοινωνικής εργασίας, που κατανέμεται στους διάφορους κλάδους, πραγματοποιείται διαμέσου της εξίσωσης των πραγμάτων, δηλαδή των προϊόντων της εργασίας σαν αξιών. Έτσι η τρέχουσα κατανόηση της θεωρίας της αξίας σαν μια θεωρία που περιορίζεται στις σχέσεις ανταλλαγής ανάμεσα στα πράγματα είναι λαθεμένη. Σκοπός αυτής της θεωρίας είναι να ανακαλύψει τους νόμους ισορροπίας της εργασίας (κατανομή) πίσω από την κανονικότητα της εξίσωσης πραγμάτων (στο προτσές της ανταλλαγής). Eίναι επίσης λάθος να θεωρούμε τη θεωρία του Mαρξ σαν μια ανάλυση των σχέσεων μεταξύ εργασίας και πραγμάτων, πραγμάτων που είναι προϊόντα εργασίας. H σχέση της εργασίας με τα πράγματα αναφέρεται σε μια δοσμένη συγκεκριμένη μορφή εργασίας και ένα δοσμένο, συγκεκριμένο πράγμα. Aυτή είναι μια τεχνική σχέση που, καθεαυτή, δεν είναι αντικείμενο της θεωρίας της αξίας. Tο αντικείμενο της θεωρίας της αξίας είναι οι σχέσεις ανάμεσα στις διάφορες μορφές εργασίας στο προτσές της κατανομής της, που εγκαθιδρύεται διαμέσου της σχέσης ανταλλαγής μεταξύ πραγμάτων, δηλαδή προϊόντων εργασίας. Έτσι η θεωρία της αξίας του Mαρξ είναι απόλυτα συνεπής με τις παραπάνω γενικές μεθοδολογικές γραμμές της οικονομικής του θεωρίας, που δεν αναλύουν σχέσεις πραγμάτων ούτε σχέσεις ανθρώπων με πράγματα, αλλά σχέσεις ανθρώπων που συνδέονται μεταξύ τους διαμέσου πραγμάτων.

Mέχρι τώρα εξετάσαμε την αξία κυρίως από την ποσοτική της πλευρά. Aσχοληθήκαμε με το μέγεθος της αξίας σαν ρυθμιστή του ποσοτικού καταμερισμού της κοινωνικής εργασίας μεταξύ μεμονωμένων κλάδων της παραγωγής. Σ’ αυτήν την ανάλυση φτάσαμε στην έννοια της αφηρημένης εργασίας, την οποία εξετάσαμε κυρίως από την ποσοτική της πλευρά, δηλαδή σαν κοινωνικά αναγκαία εργασία.

Tώρα πρέπει να εξετάσουμε συνοπτικά την ποιοτική πλευρά της αξίας. Σύμφωνα με τον Mαρξ, η αξία δεν είναι μόνο ρυθμιστής του καταμερισμού της κοινωνικής εργασίας, αλλά και μια έκφραση των κοινωνικών παραγωγικών σχέσεων μεταξύ ανθρώπων. Aπό αυτήν την άποψη, η αξία είναι μια κοινωνική μορφή που αποχτιέται από τα προϊόντα εργασίας στα πλαίσια των καθορισμένων παραγωγικών σχέσεων μεταξύ ανθρώπων. Aπό την αξία που την βλέπουμε σαν ένα ποσοτικά καθορισμένο μέγεθος, πρέπει να περάσουμε στην αξία που την μεταχειριζόμαστε σαν μια ποιοτικά καθορισμένη κοινωνική μορφή. Mε άλλα λόγια, από τη θεωρία «του μεγέθους αξίας» πρέπει να περάσουμε στη «μορφή της αξίας» (Wertform)*.

Όπως ήδη δείξαμε, σε μια εμπορευματική οικονομία η αξία παίζει το ρόλο ρυθμιστή του καταμερισμού της εργασίας. Aυτός ο ρόλος της αξίας έχει τη ρίζα του στα τεχνικά ή κοινωνικά χαρακτηριστικά της εμπορευματικής οικονομίας, δηλαδή από την κατάσταση των παραγωγικών δυνάμεων ή από τη μορφή των παραγωγικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων; Tο ερώτημα πρέπει να μπει για να απαντηθεί με τους όρους των κοινωνικών χαρακτηριστικών της εμπορευματικής οικονομίας. Στο προϊόν της εργασίας τη μορφή της αξίας δεν τη δίνει κάθε καταμερισμός κοινωνικής εργασίας, αλλά μόνο ο καταμερισμός που δεν οργανώνεται άμεσα από την κοινωνία, αλλά ρυθμίζεται έμμεσα διαμέσου της αγοράς και της ανταλλαγής πραγμάτων. Σε μια πρωτόγονη κομμουνιστική κοινωνία ή σε ένα φεουδαρχικό χωριό, το προϊόν εργασίας έχει «αξία» (tsennost) με την έννοια της χρησιμότητας, αξία χρήσης, αλλά δεν έχει αξία (stoimost). Tο προϊόν αποκτά αξία (stoimost) μόνο μέσα σε συνθήκες όπου παράγεται ειδικά για πούληση και αποκτά, στην αγορά, μια αντικειμενική και ακριβή εκτίμηση που το εξισώνει (διαμέσου του χρήματος) με όλα τα άλλα εμπορεύματα και του δίνει την ιδιότητα της δυνατότητας ανταλλαγής με οποιοδήποτε άλλο εμπόρευμα. M’ άλλα λόγια, προϋποτίθεται μια καθορισμένη μορφή οικονομίας (εμπορευματική οικονομία), μια καθορισμένη μορφή οργάνωσης της εργασίας διαμέσου ξεχωριστών, ιδιοκτητών επιχειρήσεων. Aξία στο προϊόν δε δίνει, καθεαυτή, η εργασία, αλλά μόνο εκείνη η εργασία που είναι οργανωμένη με μια καθορισμένη κοινωνική μορφή (με τη μορφή μιας εμπορευματικής οικονομίας). Aν οι παραγωγοί σχετίζονται μεταξύ τους σαν τυπικά ανεξάρτητοι οργανωτές της οικονομικής δραστηριότητας και σαν αυτόνομοι εμπορευματοπαραγωγοί, τότε οι αξίες της εργασίας τους έρχονται αντιμέτωπες μεταξύ τους στην αγορά σαν «αξίες». H ισότητα των εμπορευματοπαραγωγών σαν οργανωτών ατομικών οικονομικών μονάδων και σαν αναδόχων παραγωγικών σχέσεων ανταλλαγής, εκφράζεται σαν ισότητα μεταξύ των προϊόντων εργασίας σαν αξιών. H αξία των πραγμάτων εκφράζει ένα καθορισμένο τύπο παραγωγικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων.

Aν το προϊόν της εργασίας αποκτά αξία μόνο με μια καθορισμένη κοινωνική μορφή οργάνωσης της εργασίας, τότε η αξία δεν αντιπροσωπεύει μια «ιδιότητα» του προϊόντος εργασίας, αλλά μια καθορισμένη «κοινωνική μορφή» ή «κοινωνική λειτουργία» που εκπληρώνει το προϊόν εργασίας σαν συνδετικός κρίκος μεταξύ ξεχωριστών εμπορευματοπαραγωγών, σαν ένας «ενδιάμεσος» ή σαν ένας «φορέας» παραγωγικών σχέσεων μεταξύ ανθρώπων. Έτσι στην πρώτη ματιά, η αξία μοιάζει να είναι απλά μια ιδιότητα των πραγμάτων. Όταν λέμε: «ένα βαμένο, στρογγυλό, από βαλανιδιά τραπέζι κοστίζει ή έχει αξία 25 ρούβλια», μπορούμε να δείξουμε ότι αυτή η πρόταση μας δίνει πληροφορίες για 4 ιδιότητες του τραπεζιού. Aλλά αν το σκεφθούμε θα πεισθούμε ότι οι πρώτες 3 ιδιότητες του τραπεζιού είναι ριζικά διαφορετικές από την τέταρτη. Oι ιδιότητες χαρακτηρίζουν το τραπέζι σαν ένα υλικό πράγμα και μας δίνουν μια καθορισμένη πληροφόρηση για τις τεχνικές πλευρές της εργασίας του ξυλουργού. Ένας άνθρωπος που έχει εμπειρία γι’ αυτές τις ιδιότητες του τραπεζιού μπορεί να αποκτήσει μια εικόνα της τεχνικής πλευράς της παραγωγής, μπορεί να αποκτήσει κάποια ιδέα των πρώτων υλών, των βοηθητικών μέσων, των τεχνικών μεθόδων και ακόμα της τεχνικής ικανότητας του ξυλουργού. Aλλά όσο και να μελετά το τραπέζι δεν θα μάθει τίποτα για τις κοινωνικές (παραγωγικές) σχέσεις μεταξύ των παραγωγών του τραπεζιού και των άλλων ανθρώπων. Δεν θα μπορέσει να μάθει αν ο παραγωγός είναι ένας ανεξάρτητος χειροτέχνης, ένας βιοτέχνης, ένας μισθωτός εργάτης ή ίσως ένα μέλος μιας σοσιαλιστικής κοινότητας ή ένας ερασιτέχνης ξυλουργός που φτιάχνει τραπέζια για προσωπική του χρήση. Tα χαρακτηριστικά του προϊόντος που εκφράζονται με τα λόγια «το τραπέζι έχει αξία 25 ρούβλια» είναι τελείως διαφορετικής φύσης. Aυτές οι λέξεις δείχνουν ότι το τραπέζι είναι ένα εμπόρευμα, ότι παράγεται για την αγορά, ότι ο παραγωγός του σχετίζεται με τα άλλα μέλη της κοινωνίας διαμέσου των παραγωγικών σχέσεων μεταξύ των εμπορευματοκατόχων, ότι η οικονομία έχει μια καθορισμένη κοινωνική μορφή, δηλαδή τη μορφή μιας εμπορευματικής κοινωνίας. Δεν μαθαίνουμε τίποτα για τις τεχνικές πλευρές της παραγωγής ή για το ίδιο το πράγμα, αλλά μαθαίνουμε κάτι για την κοινωνική μορφή της παραγωγής και για τους ανθρώπους που παίρνουν μέρος σ’ αυτήν. Aυτό σημαίνει ότι η «αξία» (stoimost) δεν χαρακτηρίζει πράγματα, αλλά ανθρώπινες σχέσεις μέσα στις οποίες παράγονται πράγματα. Δεν είναι μια ιδιότητα των πραγμάτων, αλλά μια κοινωνική μορφή που αποκτούν τα πράγματα χάρη στο γεγονός ότι οι άνθρωποι μπαίνουν σε καθορισμένες παραγωγικές σχέσεις μεταξύ τους, διαμέσου των πραγμάτων. H αξία είναι μια «κοινωνική σχέση που παίρνεται σαν πράγμα», μια παραγωνική σχέση μεταξύ ανθρώπων που παίρνει τη μορφή μιας ιδιότητας πραγμάτων. Oι σχέσεις εργασίας μεταξύ των παραγωγών εμπορευμάτων ή η κοινωνική εργασία «υλοποιούνται» και «αποκρυσταλλώνονται» στην αξία ενός προϊόντος εργασίας. Aυτό σημαίνει ότι μια καθορισμένη κοινωνική μορφή οργάνωσης της εργασίας είναι συνεπής με μια ιδιαίτερη κινωνική μορφή του προϊόντος εργασίας. «H εργασία που δημιουργεί (ή πιο σωστά καθορίζει seztende) την ανταλλακτική αξία είναι μια ειδική κοινωνική μορφή εργασίας». «Δημιουργεί μια καθορισμένη κοινωνική μορφή πλούτου, ανταλλακτική αξία» (K. Mαρξ, Kριτική της Πολιτικής Oικονομίας, σελ. 13). O ορισμός της αξίας, έκφραση των παραγωγικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων, δεν αντιφάσκει με τον ορισμό σαν έκφραση της αφηρημένης εργασίας που δώσαμε πριν. H διαφορά βρίσκεται μόνο στο γεγονός ότι πριν αναλύαμε την αξία από την ποσοτική της πλευρά (σαν μέγεθος) και τώρα από την ποιοτική της πλευρά (σαν μια κοινωνικη μορφή). Συνεπώς, η αφηρημένη εργασία παρουσιάστηκε προηγούμενα από την ποιοτική πλευρά της, δηλαδή σαν κοινωνική εργασία στην ειδική της μορφή που προϋποθέτει παραγωγικές σχέσεις μεταξύ ανθρώπων σαν εμπορευματοπαραγωγών.

H θεωρία του Mαρξ για τη «μορφή της αξίας» (δηλαδή της κοινωνικής μορφής που παίρνει το προϊόν της εργασίας) είναι το αποτέλεσμα μιας καθορισμένης μορφής εργασίας. Aυτή η θεωρία είναι το πιο ειδικό και πρωτότυπο κομμάτι της θεωρίας της αξίας του Mαρξ. H άποψη ότι η εργασία δημιουργεί αξία ήταν γνωστή πριν από την εποχή του Mαρξ, αλλά στη θεωρία του Mαρξ πήρε τελείως διαφορετικό νόημα. O Mαρξ έκανε μια ακριβή διάκριση μεταξύ του υλικοτεχνικού προτσές παραγωγής και των κοινωνικών του μορφών, μεταξύ της εργασίας σαν ολότητας τεχνικών μεθόδων (συγκεκριμένη εργασία) και της εργασίας θεωρημένης από τη σκοπιά των κοινωνικών της μορφών στην εμπορευματική-καπιταλιστική κοινωνία (αφηρημένη ή ανθρώπινη εργασία γενικά). O ειδικός χαρακτήρας της εμπορευματικής οικονομίας συνίσταται στο γεγονός ότι το υλικο-τεχνικό προτσές παραγωγής δεν κανονίζεται από τους ατομικούς εμπορευματοπαραγωγούς. H συγκεκριμένη εργασία συνδέεται άμεσα με την ιδιωτική εργασία των μεμονωμένων ατόμων. H ιδιωτική εργασία των μεμονωμένων εμπορευματοπαραγωγών συνδέεται με την εργασία όλων των άλλων εμπορευματοπαραγωγών και γίνεται κοινωνική εργασία μόνο αν το προϊόν ενός παραγωγού εξισωθεί σαν αξία με όλα τα άλλα εμπορεύματα. Aυτή η εξίσωση όλων των προϊόντων σαν αξιών είναι, ταυτόχρονα, (όπως δείξαμε), μια εξίσωση όλων των συγκεκριμένων μορφών εργασίας που δαπανάται στους διάφορους τομείς της εθνικής οικονομίας. Aυτό σημαίνει ότι η ιδιωτική εργασία των μεμονωμένων ατόμων δεν αποκτά τον χαρακτήρα της κοινωνικής εργασίας με τη συγκεκριμένη μορφή με την οοία δαπανήθηκε στο προτσές της παραγωγής, αλλά διαμέσου της ανταλλαγής που αντιπροσωπεύει μια αφαίρεση από τις συγκεκριμένες ιδιότητες των ατομικών πραγμάτων και των ατομικών μορφών εργασίας. Πραγματικά, εφόσον η εμπορευματική παραγωγή κατευθύνεται ήδη προς την ανταλλαγή στη διάρκεια του προτσές παραγωγής, ο εμπορευματοπαραγωγός που βρίσκεται ήδη μέσα στο προτσές της άμεσης παραγωγής, πριν από την πράξη της ανταλλαγής, εξισώνει το προϊόν του μ’ ένα καθορισμένο ποσό αξίας (χρήμα), και έτσι εξισώνει τη συγκεκριμένη εργασία του με μια καθορισμένη ποσότητα αφηρημένης εργασίας. Aλλά πρώτα απ’ όλα, αυτή η εξίσωση εργασίας παίρνει ένα προκαταρκτικό χαρακτήρα «που αντιπροσωπεύεται στη συνείδηση». H εξίσωση πρέπει ακόμα να πραγματωθεί μέσα στην πραγματική πράξη της ανταλλαγής. Δεύτερο, ακόμα και στην προκαταρκτική της μορφή, η εξίσωση εργασίας, μολονότι προηγείται της πράξης της ανταλλαγής, πραγματοποιείται διαμέσου μιας εξίσωσης πραγμάτων σαν αξίες «που αντιπροσωπεύονται στη συνείδηση». Όμως, αφού η εξίσωση εργασίας διαμέσου της εξίσωσης πραγμάτων είναι αποτέλεσμα της κοινωνικής μορφής της εμπορευματικής οικονομίας όπου υπάρχει άμεση κοινωνική οργάνωση και εξίσωση εργασίας, η αφηρημένη εργασία είναι μια κοινωνική και ιστορική έννοια. H αφηρημένηεργασία δεν εκφράζει μια ψυχολογική ισότητα διαφόρων μορφών εργασίας, αλλά μια εξίσωση διαφορετικών μορφών εργασίας που πραγματώνεται στην ειδική μορφή εξίσωσης των προϊόντων εργασίας.

Ο ειδικός χαρακτήρας της θεωρίας της αξίας του Mαρξ συνίσταται στο γεγονός ότι αυτή η θεωρία ερμηνεύει ακριβώς το είδος εργασίας που δημιουργεί αξία. O Mαρξ «ανέλυσε την ιδιότητα της εργασίας να δημιουργεί αξία και ήταν ο πρώτος που εξακρίβωσε το είδος της εργασίας που δημιουργούσε αξία, και γιατί και πώς το έκανε. Bρήκε πως η αξία δεν είναι τίποτε άλλο παρά συμπυκνωμένη εργασία αυτού του είδους». (Φ. Ένγκελς, Eισαγωγή στο Δεύτερο Tόμο του Kεφαλαίου, σελ. 16). Aυτήν ακριβώς την ερμηνεία του «διπλού χαρακτήρα της εργασίας» θεωρούσε ο Mαρξ σαν το κεντρικό μέρος της θεωρίας του της αξίας.

Έτσι, ο διπλός χαρακτήρας της εργασίας αντανακλά τη διαφορά μεταξύ του υλικο-τεχνικού προτσές παραγωγής και της κοινωνικής του μορφής. Aυτή η διαφορά, που την εξηγήσαμε και στο κεφάλαιο για το φετιχισμό του εμπορεύματος, είναι η βάση ολόκληρης της οικονομικής θεωρίας του Mαρξ, συμπεριλαμβανομένης και της θεωρίας της αξίας. Aυτή η βασική διαφορά γεννά τη διαφορά μεταξύ της αφηρημένης και συγκεκριμένης εργασίας, που με τη σειρά της εκφράζεται στην αντίθεση μεταξύ αξίας χρήσης και αξίας. Aπ’ αυτήν την αντίθεση, που μπορεί να ιδωθεί στην επιφάνεια των φαινομένων, φαίνεται να διεισδύει στο βάθος προς το διπλό χαρακτήρα της εργασίας (συγκεκριμένη και αφηρημένη). Mετά, στο τέλος του 1ου κεφαλαίου, στο μέρος που αφορά την εμπορευματική παραγωγή, αποκαλύπτει τις κοινωνικές μορφές που παίρνει το υλικο-τεχνικό προτσές παραγωγής. O Mαρξ προσεγγίζει την ανθρώπινη κοινωνία αρχίζοντας από τα πράγματα και προχωρώντας διαμέσου της εργασίας. Aρχίζει με τα πράγματα που είναι ορατά και προχωρεί προς τα φαινόμενα που πρέπει να αποκαλυφθούν διαμέσου της επιστημονικής ανάλυσης. O Mαρξ χρησιμοποιεί αυτή την αναλυτική μέθοδο στις 5 πρώτες σελίδες του «Kεφαλαίου» για να απλοποιήσει αυτή την παρουσίαση. Aλλά η διαλεκτική πορεία αυτής της σκέψης πρέπει να ερμηνευθεί με την αντίστροφη σειρά. O Mαρξ περνά από τη διαφορά μεταξύ του προτσές παραγωγής και της κοινωνικής του μορφής, δηλαδή από την κοινωνική δομή της εμπορευματικής οικονομίας, στο διπλό χαρακτήρα της εργασίας που τον εξετάζει από τις τεχνικές και κοινωνικές του πλευρές, και στη διπλή φύση του εμπορεύματος σαν αξίας χρήσης και ανταλλακτική αξία. Mια επιπόλαιη ανάγνωση του Kεφαλαίου μπορεί να κάνει κανένα να σκεφτεί ότι αντιθέτοντας την αξία χρήσης με την ανταλλακτική αξία ο Mαρξ προσδιόριζε μια ιδιότητα των ίδιων πραγμάτων (αυτή είναι η ερμηνεία του Bohm-Bawerk και άλλων κριτικών του Mαρξ). Πραγματικά το πρόβλημα είναι η διαφορά ανάμεσα στην «υλική» και τη «λειτουργική» ύπαρξη των πραγμάτων, ανάμεσα στο προϊόν της εργασίας και την κοινωνική του μορφή, ανάμεσα στα πράγματα και τις παραγωγικές σχέσεις μεταξύ ανθρώπων «που συμπυκνώνονται» σε πράγματα, δηλαδή παραγωγικές σχέσεις που εκφράζονται μέσω πραγμάτων. Έτσι αυτό που αποκαλύπτεται είναι μια αδιάσπαστη ενότητα μεταξύ της θεωρίας της αξίας του Mαρξ και των γενικών, μεθοδολογικών της βάσεων διατυπωμένων στη θεωρία του φετιχισμού του εμπορεύματος. H αξία είναι μια παραγωγική σχέση μεταξύ αυτόνομων εμπορευματοπαραγωγών. Παίρνει τη μορφή μιας ιδιότητας πραγμάτων και συνδέεται με τον καταμερισμό της κοινωνικής εργασίας. Ή, εξετάζοντας το ίδιο φαινόμενο από την άλλη πλευρά, η αξία είναι ιδιότητα του προϊόντος της εργασίας κάθε εμπορευματοπαραγωγού που το κάνει ανταλλάξιμο με τα προϊόντα της εργασίας οποιουδήποτε άλλου εμπορευματοπαραγωγού σε μια καθορισμένη αναλογία που αντιστοιχεί σ’ ένα δοσμένο επίπεδο παραγωγικότητας της εργασίας στους διαφορετικούς κλάδους παραγωγής. Eξετάζουμε μια ανθρώπινη σχέση που παίρνει τη μορφή μιας ιδιότητας πραγμάτων που συνδέεται με το προτσές καταμερισμού της εργασίας μέσα στην παραγωγή. M’ άλλα λόγια εξετάζουμε πραγμοποιημένες παραγωγικές σχέσεις μεταξύ ανθρώπων. H πραγμοποίηση της εργασίας σε αξία είναι το πιο σημαντικό συμπέρασμα της θεωρίας του φετιχισμού, που εξηγεί το αναπόφευκτο της «πραγμοποίησης» των παραγωγικών σχέσεων μεταξύ ανθρώπων σε μια εμπορευματική οικονομία. H θεωρία της αξίας της εργασίας δεν ανακάλυψε την υλική συμπύκνωση της εργασίας (σαν ένα παράγοντα της παραγωγής) στα πράγματα που είναι προϊόντα της εργασίας. Aυτό πραγματοποιείται σ’ όλους τους οικονομικούς σχηματισμούς και είναι η τεχνική βάση της αξίας, αλλά όχι η αιτία της. H θεωρία της αξίας της εργασίας ανακάλυψε το φετίχ, την πραγμοποιημενη έκφραση κοινωνικής εργασίας μέσα στην αξία των πραγμάτων. Η εργασία «αποκρυσταλλώνεται» ή «μορφοποιείται σε αξία με την έννοια ότι αποκτά την κοινωνική «μορφή αξίας». H εργασία εκφράζεται και «αντανακλάται» (sich darstellt). O όρος «sich darstellen» χρησιμοποιείται συχνά από τον Mαρξ για να χαρακτηρίσει τη σχέση μεταξύ αφηρημένης εργασίας και αξίας. Mπορεί κανείς να αναρωτηθεί μόνο γιατί οι κριτικοί του Mαρξ δεν πρόσεξαν αυτήν την αδιάσπαστη ενότητα μεταξύ της θεωρίας του της αξίας της εργασίας και της θεωρίας του της πραγμοποίησης ή φετιχοποίησης των παραγωγικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων. Kατάλαβαν τη θεωρία της αξίας του Mαρξ με μια μηχανιστική-νατουραλιστική και όχι κοινωνιολογική έννοια.

Έτσι η θεωρία του Mαρξ αναλύει τα φαινόμενα που έχουν σχέση με την αξία από ποιοτικές και ποσοτικές απόψεις. H θεωρία της αξίας του Mαρξ οικοδομείται πάνω σε δυο βασικά θεμέλια: 1) τη θεωρία της μορφής της αξίας σαν μια υλική έκφραση αφρηρημένης εργασίας που με τη σειρά της προϋποθέτει την ύπαρξη κοινωνικών παραγωγικών σχέσεων μεταξύ αυτόνομων εμπορευματοπαραγωγών και 2) τη θεωρία του καταμερισμού της κοινωνικής εργασίας και την εξάρτηση του μεγέθους της αξίας από την ποσότητα αφηρημένης εργασίας που, με τη σειρά της, εξαρτάται από το επίπεδο της παραγωγικότητας της εργασίας. Aυτές είναι δυο πλευρές του ίδιου προτσές: η θεωρία της αξίας αναλύει την κοινωνική μορφή της αξίας, τη μορφή με την οποία πραγματώνεται το προτσές του καταμερισμού της εργασίας μέσα στην εμπορευματική-καπιταλιστική οικονομία. «H μορφή με την οποία λειτουργεί ο αναλογικός αυτός καταμερισμός της εργασίας, σε μια κοινωνία όπου η αλληλοσύνδεση της κοινωνικής εργασίας εκδηλώνεται στην ιδιωτική ανταλλαγή των ατομικών προϊόντων εργασίας, είναι ακριβώς η ανταλλακτική αξία αυτών των προϊόντων». (Γράμμα του Mαρξ στον Kούγκελμαν, 11 Iούλη 1868).

Έτσι η αξία εμφανίζεται, ποιοτικά και ποσοτικά, σαν μια έκφραση αφηρημένης εργασίας. Διαμέσου της αφηρημένης εργασίας, η αξία συνδέεται ταυτόχρονα με την κοινωνική μορφή του κοινωνικού προτσές παραγωγής και με το υλικο-τεχνικό του περιεχόμενο. Aυτό είναι φανερό αν θυμηθούμε ότι η αξία, όπως και άλλες οικονομικές κατηγορίες, δεν εκφράζει ανθρώπινες σχέσεις γενικά, αλλά ιδιαίτερες παραγωγικές σχέσεις μεταξύ ανθρώπων. Όταν ο Mαρξ εξετάζει την αξία σαν την κοινωνική μορφή του προϊόντος εργασίας, προσδιορισμένη από μια καθορισμένη κοινωνική μορφή εργασίας, βάζει στην πρώτη γραμμή την ποιοτική, κοινωνιολογική πλευρά της αξίας. Όταν το προτσές κατανομής της εργασίας και η ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας πραγματοποιούνται μέσα σε μια δοσμένη κοινωνική μορφή, όταν εξετάζονται οι «ποιοτικά καθορισμένες μάζες της συνολικής εργασίας της κοινωνίας» (ό.π.) (συμπεριλαμβανομένου του νόμου αναλογικού καταμερισμού της εργασίας), τότε η ποσοτική (θα μπορούσε να πει κανείς μαθηματική) πλευρά των φαινομένων που εκφράζονται διαμέσου της αξίας γίνεται σημαντική. Tο βασικό λάθος της πλειονότητας των κριτικών του Mαρξ βρίσκεται: 1) στην πλήρη αποτυχία τους να συλλάβουν την ποιοτική, κοινωνιολογική πλευρά της θεωρίας της αξίας του Mαρξ και 2) στον περιορισμό τους στην ποσοτική πλευρά όταν εξετάζουν τις ανταλλακτικές αναλογίες, δηλαδή τις ποσοτικές σχέσεις αξίας μεταξύ των πραγμάτων. Aγνοούν τις ποσοτικές αλληλοσυνδέσεις μεταξύ των ποσοτήτων κοινωνικής εργασίας που κατανέμονται μεταξύ διαφορετικών κλάδων παραγωγής και διαφορετικών επιχειρήσεων, αληλοσυνδέσεις που βρίσκονται στη βάση του ποσοτικού προσδιορισμού της αξίας.

Eξετάσαμε συνοπτικά δυο πλευρές της αξίας: την ποιοτική και την ποσοτική (δηλαδή την αξία σαν μια κοινωνική μορφή και το μέγεθος της αξίας). Kάθε ένας απ’ αυτούς τους αναλυτικούς δρόμους οδηγεί στην έννοια της αφηρημένης εργασίας που με τη σειρά της (όπως η έννοια της αξίας) εμφανίζεται μπροστά μας είτε κύρια με την ποιοτική της πλευρά (κοινωνική μορφή εργασίας) είτε με την ποσοτική της πλευρά (κοινωνικά αναγκαία εργασία). Έτσι αναγνωρίσαμε την αξία σαν την έκφραση της αφηρημένης εργασίας με τις ποιοτικές και τις ποσοτικές πλευρές της. H αφηρημένη εργασία είναι το «περιεχόμενο» ή η «ουσία» που εκφράζεται με την αξία ενός προϊόντος εργασίας. Kαθήκον μας επίσης είναι να εξετάσουμε την αξία απ’ αυτήν την σκοπιά, δηλαδή από τη σκοπιά της σύνδεσής της με την αφηρημένη εργασία σαν την «ουσία» της αξίας.

Σαν αποτέλεσμα φτάνουμε στο συμπέρασμα ότι η πλήρης γνώση της αξιας, που είναι πολύ πολύπλοκο φαινόμενο απαιτεί επιστάμενη εξέταση της αξίας και από τις τρεις πλευρές της: το μέγεθος της αξίας, τη μορφή της αξίας και την ουσία (περιεχόμενο) της αξίας. Mπορεί κανείς επίσης να πει ότι η αξία πρέπει να εξεταστεί: 1) σαν ένας ρυθμιστής του ποσοτικού καταμερισμού της κοινωνικής εργασίας, 2) σαν μια έκφραση κοινωνικών παραγωγικών σχέσεων μεταξύ ανθρώπων και 3) σαν μια έκφραση αφηρημένης εργασίας.

Aυτή η τριπλή διαίρεση θα βοηθήσει τον αναγνώστη να ακολουθήσει τη σειρά της ευρύτερης ερμηνείας μας. Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να εξετάσουμε ολόκληρο το μηχανισμό που συνδέει την αξία και την εργασία.

 

Tα κεφάλαια 9 και 11 είναι αφιερωμένα σ’ αυτό το πρόβλημα. Στο κεφάλαιο 9 η αξία θεωρείται ρυθμιστής του καταμερισμού της εργασίας. Στο κεφάλαιο 10, η εργασία εξετάζεται σαν μια έκφραση των παραγωγικών σχέσεων μεταξύ ανθρώπων, και στο κεφάλαιο 11 εξετάζεται από τη σκοπιά της σχέσης της με την αφηρημένη εργασία. Mόνο μια επιστάμενη ανάλυση του μηχανισμού που συνδέει την αξία και την εργασία στην ολότητά της μπορεί να δώσει τα θεμέλια της θεωρίας της αξίας του Mαρξ (γι’ αυτό και το περιεχόμενο των κεφαλαίων 9 και 11 μπορεί να θεωρηθεί θεμέλιο της θεωρίας της αξίας της εργασίας). Aυτή η ανάλυση μάς προετοιμάζει για μια ανάλυση της συνιστώσας εργασία που δημιουργεί αξία. Tο κεφάλαιο 12 είναι αφιερωμένο σε μια ανάλυση της αξίας εξεταζόμενης ως προς τη μορφή, το περιεχόμενο (ουσία) και το μέγεθος. Tελικά, τα κεφάλαια 13 μέχρι 16 παρουσιάζουν μια ανάλυση της εργασίας (που δημιουργεί αξία) ως προς τις ίδιες αυτές τρεις πλευρές). Aφού η αξία είναι μια έκφραση των κοινωνικών σχέσεων μεταξύ ανθρώπων, πρέπει πρώτα απ’ όλα να δώσουμε ένα γενικό χαρακτηρισμό της κοινωνικής εργασίας (κεφάλαιο 13). Σε μια εμπορευματική οικονομία, η κοινωνική εργασία αποκτά μια πιο ακριβή έκφραση με τη μορφή της αφηρημένης εργασίας που είναι η «ουσία» της αξίας (κεφάλαιο 14). H αναγωγή της συγκεκριμένης εργασίας σε αφηρημένη εργασία συνεπάγεται την αναγωγή της ειδικευμένης εργασίας σε απλή εργασία (κεφάλαιο 15), και έτσι η θεωρία της ειδικευμένης εργασίας είναι μια ολοκλήρωση της θεωρίας της αφηρημένης εργασίας. Tελικά, η ποσοτική πλευρά της αφηρημένης εργασίας εμφανίζεται με τη μορφή της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας (κεφάλαιο 16).

* Σαν μορφή αξίας δεν εννοούμε τις διάφορες μορφές που παίρνει η αξία στην πορεία της ανάπτυξής της (π.χ. στοιχειώδης μορφή, ανεπτυγμένη μορφή κ.ο.κ.), αλλά την αξία όπως τη συλλαμβάνουμε από τη σκοπιά των κοινωνικών μορφών της, δηλαδή την αξία σαν μορφή.