του Γιάννη Αγγέλη

“Το να τεθεί ο πληθωρισμός υπό έλεγχο έχει γενικά αποδειχθεί ότι είναι μία διαδικασία υψηλού κόστους…”.

Με την θέση αυτή ξεκάθαρα διατυπωμένη και έμπρακτα αποδεδειγμένη με εκτεταμένα στατιστικά και ιστορικά στοιχεία, η τελευταία Έκθεση της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BIS) θα μπορούσε να αξιολογηθεί ως μία προειδοποίηση στις κυβερνήσεις και τους κεντρικούς τραπεζίτες για τα όσα πρόκειται να συμβούν την αμέσως επόμενη περίοδο στο επίπεδο της  οικονομίας, αλλά ταυτόχρονα ένας σχεδιασμός… πολιτικής.

Σύμφωνα με την ανάλυση που παρατίθεται στο ΙΙ Κεφάλαιο της Έκθεσης με τίτλο οι “Μεταβάσεις μεταξύ των καθεστώτων πληθωρισμού”, όσο υψηλότερος και πιο εδραιωμένος είναι ο αρχικός ρυθμός πληθωρισμού, και ως εκ τούτου όσο μεγαλύτερος είναι ο απαιτούμενος αποπληθωρισμός (δηλαδή η παρέμβαση για την μείωση του πληθωρισμού), τόσο μεγαλύτερο είναι το κόστος.

Αυτό το «κόστος», όπως διευκρινίζεται στην Έκθεση, δεν είναι άλλο από τις συνδυασμένες πολιτικές που θα χρειασθεί να εφαρμόσουν κεντρικές τράπεζες και κυβερνήσεις για να «ξεφουσκώσουν» τις πληθωριστικές πιέσεις. Και αυτές δεν είναι άλλο από την συρρίκνωση της διαθέσιμης ρευστότητας (απόσυρση της νομισματικής χαλάρωσης), την ύφεση στην οικονομία και την ισχυρή αύξηση της ανεργίας, μέσω της οποίας θα επιχειρηθεί, αφ’ ενός η αποφυγή τιμαριθμικής αύξησης των μισθών και αφ’ ετέρου –κατά το δυνατόν- μείωσή τους.   

Η Έκθεση επισημαίνει –και αποδεικνύει- ότι το πλέον κρίσιμο σημείο αυτής της αποπληθωριστικής επιχείρησης είναι η σχέση μισθών – τιμών, καθώς «μόλις ξεκινήσει η σπείρα αυξήσεων τιμών – μισθών – τιμών, αναπτύσσεται μια δυναμική που δεν είναι εύκολο να σπάσει». Και εξηγεί τα βασικά σημεία της εκτίμησής της:

  • Οι προσδοκίες για επίμονο πληθωρισμό ενσωματώνονται στις συμβάσεις εργασίας και στις μισθολογικές διαπραγματεύσεις, γεγονός που στη συνέχεια για να διορθωθεί “απαιτεί” μεγαλύτερη μείωση της συνολικής ζήτησης και, ως εκ τούτου, υψηλότερη ανεργία.
  • Το έργο της νομισματικής πολιτικής γίνεται πολύ πιο δύσκολο. Αυτό ισχύει όχι μόνο από τεχνική άποψη, αλλά και από πολιτική άποψη. Στο σημείο αυτό μάλιστα η Έκθεση επισημαίνει μια σύσταση, ότι “μια ευρεία πολιτική συναίνεση ότι ο πληθωρισμός πρέπει να επανέλθει υπό έλεγχο θα βοηθούσε σημαντικά το έργο της κεντρικής τράπεζας” (!).
  • Αναφερόμενη μάλιστα στην εμπειρία των γεγονότων της δεκαετίας του “1970 – 80” σημειώνει ότι, θα μπορούσε κάτι τέτοιο “να είναι καθοριστικής σημασίας για να παρακινήσει τα συνδικάτα να αποδεχθούν την εγκατάλειψη των ρητρών τιμαριθμικής αναπροσαρμογής, όπως έκαναν στη δεκαετία του 1980. Αλλά βέβαια αυτή η συναίνεση μπορεί να πάρει χρόνο για να διαμορφωθεί και, εν τω μεταξύ, οι ενέργειες της κεντρικής τράπεζας θα προκαλέσουν το απαραίτητο βραχυπρόθεσμο κόστος στην οικονομία.

Στην τελευταία αυτή φράση θα μπορούσε να πει κανείς ότι βρίσκεται το «οικονομικό και πολιτικό μήνυμα» της Έκθεσης:

  • Οι κεντρικές τράπεζες ως «ανεξάρτητοι» φορείς, θα αναλάβουν να προκαλέσουν με την νέα νομισματική πολιτική τους (δηλαδή την απόσυρση της νομισματικής χαλάρωσης και την αύξηση των επιτοκίων) το απαραίτητο βραχυπρόθεσμο κόστος στην οικονομία (δηλαδή ύφεση και ανεργία).
  • Ώστε οι κυβερνήσεις να έχουν τον χρόνο και τις συνθήκες να επιβάλλουν στην εργατική τάξη, συνδικάτα, εργατικές οργανώσεις, πολιτικές οργανώσεις, την απαραίτητη «συναίνεση» αποσύνδεσης των απαιτήσεων αυξήσεων μισθών σε συνάρτηση με τον πληθωρισμό.

Δεν είναι δύσκολο να διακρίνει ήδη κανείς αυτόν τον συντονισμένο βηματισμό κεντρικών τραπεζών και κυβερνήσεων να έχει δρομολογηθεί σ’ αυτήν την κατεύθυνση.

Ένα επιπλέον στοιχείο που εισάγει η Έκθεση, αλλά για προφανείς λόγους δεν το τοποθετεί στο κέντρο της ανάλυσής της, είναι η σημασία του νομισματικού πληθωρισμού που εκτινάχθηκε με την κρίση του 2008 – 2009 και διογκώθηκε σε στρατοσφαιρικά επίπεδα με το ξέσπασμα της πανδημίας. Είναι υποχρεωμένη για λόγους αξιοπιστίας να επισημάνει βέβαια την «ευρύτερη και σε μεγάλο βαθμό συγχρονισμένη αύξηση των τιμών των αγαθών και των υπηρεσιών που διαβρώνει την αξία του χρήματος και υποτιμά τη «λογιστική μονάδα» με την πάροδο του χρόνου.‎..», αλλά αποφεύγει να της αποδώσει την δυναμική της πληθωριστικής ανεξέλεγκτης έκρηξης.

Πολιτική και επιτόκια

Η ετήσια Έκθεση της BIS, της λεγόμενης και Τράπεζας των Τραπεζών, είναι η πλέον «πολιτική» που έχει συνταχθεί ποτέ μέχρι σήμερα.

Λέει με άλλα λόγια ότι, μέχρι οι κυβερνήσεις να “καταφέρουν”, δηλαδή να επιβάλλουν να μη αποκατασταθεί η απώλεια εισοδήματος από την πλευρά των εργαζόμενων, η νομισματική πολιτική είναι αυτή που θα οδηγήσει το άρμα του κόστους μέσω της αύξησης των επιτοκίων ανεξαρτήτως της ύφεσης που θα προκαλέσει, όπως με απόλυτη σαφήνεια εξήγησε στην ομιλία του στο συνέδριο της Sintra ο Τζ. Πάουελ της Fed… Και το πλαίσιο των επόμενων κινήσεων φαίνεται να είναι ανάλογο εκείνου που ακολούθησε ο Άλαν Γκρίνσπαν το 2004 – 2006, με την διαφορά ότι σήμερα ο Πάουελ και η Fed έχουν να αναμετρηθούν με ένα χωρίς ιστορικό προηγούμενο χρέος τόσο κρατικό όσο και ιδιωτικό…

Mια βασική πρόκληση για την κεντρική τράπεζα, σύμφωνα με την ανάλυση της BIS είναι να αποφύγει εξαρχής τις μεταβάσεις από καθεστώτα χαμηλού σε υψηλό πληθωρισμό. Και κυρίως να καταπνίξει τον πληθωρισμό εν τη γενέσει του.

Η Έκθεση της BIS έμπρακτα διαψεύδει κάθε προσδοκία για «ήπια προσγείωση» (από την Fed και την ΕΚΤ) στην τρέχουσα κατάσταση και παρουσιάζει με βάση τα στοιχεία που διαθέτει –τα περισσότερα και πλέον πλήρη από κάθε άλλο διεθνή οικονομικό οργανισμό στον πλανήτη– μία πορεία της οικονομίας και της πολιτικής σε μια διαδρομή γεμάτη σπασμούς κρίσης, σχεδόν χωρίς εναλλακτική, πέραν αυτής που «συνιστά» σε κεντρικές τράπεζες και κυβερνήσεις…

Άλλωστε τα στοιχεία που εκθέτει η BIS στους αναλυτικούς πίνακες της Έκθεσής της αποδεικνύουν ότι τους τελευταίους 18 μήνες, όπως έχουν παραδεχθεί άλλωστε και οι αναλυτές των κεντρικών τραπεζών,

έχουμε την ταχύτερη παγκόσμια ανάπτυξη εδώ και 50 χρόνια,

ακολουθούμενη από την ταχύτερη επιβράδυνση εδώ και… 80 χρόνια.

Απέναντι σ’ αυτή την πραγματικότητα, κατά την BIS οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες… καθυστέρησαν να αντιδράσουν στον βασικό τους σκοπό που είναι «να αποφύγουν εξαρχής τις μεταβάσεις από καθεστώτα χαμηλού σε υψηλό πληθωρισμό…».

Κάτι που ούτε η Fed ούτε η ΕΚΤ έκαναν καθώς για μήνες προωθούσαν την αντίληψη της “προσωρινότητας” του πληθωρισμού…

Τώρα εγκαταλείπουν την αντίληψη αυτή και υιοθετούν την βίαιη καταστολή με την εκ των υστέρων απότομη αύξηση των επιτοκίων, ανεξάρτητα από το “κόστος” (ύφεση – ανεργία) που αυτό φέρνει.

“Βεβαίως” όπως υποστηρίζεται στην Έκθεση, με την παράθεση της εμπειρίας της δεκαετίας του 1970, “ένα καθεστώς χαμηλού πληθωρισμού έχει ορισμένες ιδιότητες αυτο-εξισορρόπησης, οι οποίες επιτρέπουν σε μια αξιόπιστη κεντρική τράπεζα να απολαμβάνει σημαντικό βαθμό ευελιξίας. Αλλά, αν το σύστημα υποβληθεί σε υπερβολική πίεση, αυτές οι ιδιότητες εξαφανίζονται. Ο Μεγάλος Πληθωρισμός της δεκαετίας του 1970 είναι ένα παράδειγμα. Πριν από αυτή την ιστορική φάση προηγήθηκαν αρκετά χρόνια μετρίως υψηλού πληθωρισμού, τα οποία άφησαν το καθεστώς πληθωρισμού ευάλωτο στην πετρελαϊκή διαταραχή του 1973. Μόλις η τιμή του πετρελαίου εκτινάχθηκε στα ύψη, ο πληθωρισμός επιταχύνθηκε και εδραίωσε τη μετάβαση…”.

Κριτική και συστάσεις της BIS στους κεντρικούς τραπεζίτες

Με μία παρατήρηση διατυπώνεται η έμμεση κριτική της BIS στις Κεντρικές Τράπεζες γιατί δεν αντιλήφθηκαν έγκαιρα την αλλαγή… “Μια σκληρή δοκιμασία που αντιμετωπίζουν οι κεντρικές τράπεζες σε αυτό το πλαίσιο είναι πώς να εντοπίζουν τις μεταβάσεις αρκετά έγκαιρα και αξιόπιστα και στη συνέχεια να διαμορφώνουν ανάλογα την πολιτική τους. Και οι δύο εργασίες είναι θολές και βυθισμένες στην αβεβαιότητα…». Η Έκθεση παραθέτει μία εκτεταμένη σειρά μεγάλης χρονικής διάρκειας στοιχείων για να διευκρινίσει το περιεχόμενο αυτού του διλήμματος… 

Οι κεντρικές τράπεζες, όπως επισημαίνουν οι αναλυτές της Έκθεσης, μπορεί να θέλουν να περιμένουν αρκετό χρόνο, ώστε να έχουν τα πιο αξιόπιστα «ενδείξεις/στοιχεία» και να αποφύγουν την υπερβολική αντίδραση. Αλλά η αναμονή έως ότου τα σήματα είναι αδιαμφισβήτητα αυξάνει τον κίνδυνο να εδραιωθεί ο πληθωρισμός και το σύστημα θα φτάσει σε ένα σημείο καμπής… Εκεί που ο πληθωρισμός αποκτά πλέον χαρακτηριστικά ευρείας βάσης.

Ως εκ τούτου, σημειώνει η Έκθεση, «ο κίνδυνος υπερβολικής αναμονής δεν θα πρέπει να υποτιμάται, ιδίως μετά από παρατεταμένη περίοδο σε καθεστώς χαμηλού πληθωρισμού». Εάν η κεντρική τράπεζα δεν χρειάστηκε να “σφίξει” την νομισματική της πολιτική σημαντικά για μεγάλο χρονικό διάστημα, θα είναι πιο αβέβαιη όσον αφορά τις εκτιμήσεις της τον αντίκτυπο της κατάργησης των διευκολύνσεων, όταν το αποφασίσει. «Πόσο μάλλον αν, εν τω μεταξύ, υπήρξαν ενδείξεις επιθετικής ανάληψης κινδύνων και το χρέος έχει συσσωρευτεί, αντανακλώντας κυρίως τα πολύ χαμηλά επιτόκια που μπορεί να συμβαδίζουν με ένα καθεστώς χαμηλού πληθωρισμού. Αυτές οι προκλήσεις εμφανίζονται μεγάλες στο σημερινό περιβάλλον…”.

Παρά το γεγονός ότι οι ασφαλείς εκτιμήσεις και οι αποφάσεις γίνονται μόνο εκ των υστέρων εν τούτοις, όπως επισημαίνει η BIS “Οι κεντρικές τράπεζες, δεν έχουν τέτοια πολυτέλεια. Αυτό δίνει προτεραιότητα στην ευελιξία και την επικαιρότητα. Όταν αντιμετωπίζουμε υψηλούς κινδύνους μετάβασης από ένα καθεστώς χαμηλού σε υψηλό πληθωρισμό, το κόστος της μείωσης της καμπύλης είναι πιθανό να είναι υψηλό…”.

Βέβαια η Έκθεση της BIS αποφεύγει να συσχετίσει με ουσιαστικό τρόπο την αντίδραση των Κεντρικών Τραπεζών με τις συνέπειες της πανδημίας και της αναγκαστικής οπισθοδρόμησής τους από τα τέλη του 2019.  

Και ακριβώς γι’αυτό το θέμα της αξιοπιστίας της Κεντρικής Τράπεζας αναδεικνύεται σε μείζον ζήτημα σε ένα τέτοιο περιβάλλον.

“Η αξιοπιστία είναι απαραίτητη για την σταθεροποίηση των προσδοκιών και, γενικότερα, για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας της οικονομίας σε πληθωριστικές διαταραχές. Σε αυτό το πλαίσιο, η ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας είναι κρίσιμης σημασίας… Και, ακόμη πιο σημαντικό, θωρακίζει τον θεσμό από πιέσεις πολιτικής οικονομίας που θα καθυστερούσαν, ή ακόμη και θα εμπόδιζαν, την απαραίτητη διορθωτική πολιτική απάντηση…”. Με αυτή την πολιτική αδυναμία των εν ενεργεία κυβερνήσεων στα κέντρα του χρηματιστικού κεφαλαίου θα πρέπει να αναμετρηθεί η «ανεξαρτησία» της Fed και της ΕΚΤ σήμερα, σε μία χωρίς ιστορικό προηγούμενο οικονομική και πολιτική κρίση εξουσίας, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη.