ΟΥΓΟ ΤΣΑΒΕΣ: Μια κριτική αποτίμηση του chavismo
του Jorge Altamira
Ο θάνατος του Ούγο Τσάβες έχει προκαλέσει, όπως ήταν βέβαιο, τεράστια συναισθηματική φόρτιση στη Βενεζουέλα. Έχει, επίσης, συγκινήσει και τη διεθνή κοινή γνώμη. Είναι η φυσική συνέπεια της προσοχής που τράβηξε κατά το μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής του δράσης στην παγκόσμια πολιτική σκηνή. Το ίδιο έχει συμβεί και στο παρελθόν με άλλους ηγέτες χωρών μεσαίας ανάπτυξης, τον ινδό Γκάντι, τον Περόν, τον αιγύπτιο Νάσερ ή τον ινδονήσιο Σουκάρνο, όπως επίσης τον Φιντέλ Κάστρο κατά το δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα. Η εξαιρετική αυτή θέση εξηγείται από την καθολική φύση των ιστορικών προβλημάτων που εξέθεσαν. Είναι έκφραση της παγκόσμιας φύσης των εθνικών διαφορών.
Η γέννηση του τσαβισμού (chavismo) ήρθε στα τέλη του Φεβρουαρίου του 1989, όταν μια λαϊκή εξέγερση -το Καρακάσο- κατά του μονεταριστικού προγράμματος της κυβέρνησης του Carlos Andres Perez που μόλις είχε αναλάβει, σφαγιάστηκε από στρατιωτικές δυνάμεις καταστολής. Ήταν το τέλος του ιστορικού κύκλου του μικροαστικού εθνικισμού, που ενσάρκωσε για πενήντα χρόνια το Κόμμα της Δημοκρατικής Δράσης. Τρία χρόνια αργότερα, μέσα από τις ίδιες ένοπλες δυνάμεις, προέκυψε μια αντίδραση ενάντια στους καταστολείς του Καρακάσο, υπό την ηγεσία κατώτερων αξιωματικών, με επικεφαλής τον Ούγο Τσάβες, που υπερασπίζονταν μια εθνικιστική λύση. Η εξέγερση έριξε τους ανθρώπους πίσω στους δρόμους –αν και σε μικρότερο βαθμό– μετατρέποντας το παράξενο αυτό στρατιωτικό πραξικόπημα -εναντίον της κυβέρνησης και των στρατιωτικών διοικητών- σε μισολαϊκή εξέγερση. Στη συνείδηση των ανθρώπων γεννήθηκε η πεποίθηση πως θα μπορούσαν τα όπλα της χώρας να συνηγορήσουν υπέρ τους. Ο τσαβισμός δεν γεννήθηκε από κάποιο κοινοβουλευτικό συνδυασμό ή παζαρέματα μεταξύ κομματικών κλικών, αλλά από έναν συνδυασμό του ένστολου εθνικισμού με ένα μέρος των μαζών. Το Καρακάσο και η εξέγερση του ’92 ήταν ο απόηχος των κωδωνοκρουσιών της κατάρρευσης της ιδιωτικοποίησης και των χρεών που χαρακτήρισαν την νεοφιλελεύθερη περίοδο. Περιέργως, ο μενεμισμός (σ.τ.μ: από τον Κάρλος Μένεμ, πρόεδρο της Αργεντινής από το 1989 έως το 1999) θα εμφανιστεί την ίδια στιγμή που στη Βενεζουέλα κυριαρχούσε η πεποίθηση ότι αυτός ήταν καταδικασμένος να καταλήξει σε ημι-επαναστατικές κρίσεις.
Εθνικισμός
Ο τσαβικός στρατιωτικός εθνικισμός συνδέεται τόσο με την ιστορία της χώρας του όσο και με όλης τη Λατινικής Αμερικής. Τέτοια ήταν η περίπτωση του Περόν [σ.τ.μ.: στην Aργεντινή] και του στρατιωτικού εθνικισμού, για παράδειγμα, στο Περού (Βελάσκο Αλβαράδο) και τη Βολιβία (Χουάν Χοσέ Τόρρες), στα τέλη της δεκαετίας του ’60, ο οποίος εθνικοποίησε ξένες εταιρείες πετρελαίου και τις φυτείες ζάχαρης – σε ορισμένες περιπτώσεις χωρίς αποζημίωση. Όλα αυτά τα κινήματα, όπως και το κίνημα του Τσάβες, είχαν να επιδείξουν κάποια ιδιαιτερότητα εξαιρετικού μεγέθους, ειδικά σε σχέση με τον ηγέτη τους. Ο καουντιγισμός (σ.τ.μ: Caudillismo, πολιτικό φαινόμενο του 19ου αιώνα στη Λατινική Αμερική, που αφορά στην εμφάνιση χαρισματικών ηγετών) αντανακλά τη χαμηλή κοινωνική διαφοροποίηση του μαζικού κινήματος και της προσπάθειας του εθνικισμού να παρουσιάσει το λαό ως μία ενωμένη μάζα με εθνικό μόνο συμφέρον. Παραμορφώνουν με τη διαδικασία αυτή, τους ιστορικούς λόγους της εμφάνισης του [μαζικού κινήματος]: ο ρόλος των μαζών, που με επαναλαμβανόμενες πράξεις και θυσίες, ανέδειξαν το αδιέξοδο των υφιστάμενων κοινωνικών σχέσεων, και, τέλος, τη σύνδεση της κοινωνικής και πολιτικής κρίσης σε μια χώρα που υφίσταται την ιστορική παρακμή του κυρίαρχου εθνικού συστήματος στο σύνολό του. Η αξίωση της εκπροσώπησης του έθνους ή το σύνθημα της εθνικής ενότητας είχαν στόχο την αιτιολόγηση της πολιτικής υποταγής της εργατικής τάξης σε αυτό που βαφτίστηκε «οργανωμένη κοινότητα». Είναι η ιδεολογικοποίηση της υποταγής των συνδικάτων στην κρατική γραφειοκρατία.
Το εθνικό κίνημα –στρατιωτικό ή μη– είναι μια έκφραση της παγίδας ότι η εξάρτηση από το διεθνές οικονομικό κεφάλαιο ευνοεί την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στις χώρες της καπιταλιστικής περιφέρειας. Είναι η έκφραση του αγώνα για την υπεράσπιση του εθνικού εισοδήματος σε πόρους που γεννά η συσσώρευση στην παγκόσμια οικονομία. Ο τσαβισμός δεν περιορίζεται στη χρήση εσόδων από το πετρέλαιο της Βενεζουέλας για την ανάπτυξη κοινωνικών προγραμμάτων μεγάλης κλίμακας· πριν από αυτό, συγκρούστηκε ανοιχτά με τις διεθνείς κεφαλαιαγορές και εσωτερικούς παράγοντες, για να αποφύγει τη διεθνοποίηση της PDVSA, της κρατικής πετρελαϊκής εταιρείας, στα χέρια των ξένων χρηματιστηρίων. Αυτή η κρίση ήταν ο λόγος πίσω από το στρατιωτικό πραξικόπημα που στράφηκε κατά του Τσάβες, τον Απρίλιο του 2002, και που προξένησε το πετρελαϊκό σαμποτάζ αργότερα εκείνο το έτος. Εκείνη την εποχή, η τιμή του πετρελαίου υπολογιζόταν ακόμη λίγο πάνω από τα δέκα δολάρια, γι’ αυτό δεν είναι σίγουρο ότι στην κρίση έπαιξε κάποιο σημαντικό ρόλο η δήμευση έκτακτων εσόδων εξόρυξης που θα προέκυπταν αργότερα, λόγω της αύξησης των διεθνών τιμών. Η λαϊκή κινητοποίηση που νίκησε το πραξικόπημα του Απριλίου και το σαμποτάζ του πετρελαίου ήταν η «17 Οκτωβρίου» του Τσάβες, η οποία είχε ήδη προβλεφθεί από την εξέγερση του 1992. Eιρωνεία: ο Ούγο Τσάβες απέρριψε τις μάζες που κινητοποιήθηκαν για να τον ελευθερώσουν από το φασιστοειδές πραξικόπημα με μια έκκληση να «γυρίσουν στα σπίτια τους».
Τσαβισμός και σχέσεις ιδιοκτησίας
Η ήττα του «πολιτικο-στρατιωτικού» πραξικοπήματος μετέτρεψε τις ένοπλες δυνάμεις σε τσαβικές, με μια συνοχή που τις έκανε να περάσουν τη δοκιμασία του πετρελαϊκού σαμποτάζ. Η πολιτική διαιτησία του Τσάβες βρήκε στη στρατιωτική «τσαβεσοποίηση» στέρεο έδαφος. Ο γάμος αυτός ενισχύθηκε όταν, σε μια αντιπαράθεση, ο Τσάβες αποφάνθηκε υπέρ του στρατηγού Μπαντουέλ, του αλεξιπτωτιστή που τον διέσωσε το 2002 και στη συνέχεια έγινε ο ανώτατος διοικητής του στρατού. Ένα άλλο σημαντικό πράγμα είναι ότι, ακόμη και στο ζενίθ του πετρελαϊκού σαμποτάζ, οι διεθνείς τράπεζες δε σταμάτησαν τη χρηματοδότηση της Βενεζουέλας, ούτε και σταμάτησε ο Τσάβες να ξεπληρώνει το χρέος. Έτσι, η κρατικοποίηση ορισμένων τραπεζών –ένα βασικό μέτρο για κάθε κοινωνικό μετασχηματισμό και την εκβιομηχάνιση– δεν επρόκειτο να λάβει χώρα μέχρι πολύ πρόσφατα, όταν –ειρωνικά- η τράπεζα Σανταντέρ (Santander) κατάφερε να αγοραστεί από το κράτος για την αντιμετώπιση της διεθνούς τραπεζικής κρίσης με ρευστό από τη ζουμερή αποζημίωση. Ακόμη και στις σφοδρότερες στιγμές της αμοιβαίας σύγκρουσής τους, το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο καταλάβαινε πολύ καλά ότι ο Τσάβες δεν ενδιαφερόταν καθόλου για το «σπάσιμο» με το χρηματιστήριο, ούτε –πολύ λιγότερο– ήταν εχθρός της ιδιωτικής περιουσίας. Οι γερά αποζημιωμένες εθνικοποιήσεις χάνουν το αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο τους, όπου το Κράτος ανταλλάσσει τα φορολογικά έσοδα με κεφάλαιο, και το κεφάλαιο ανταλλάσσεται με ιδιωτικούς πόρους.
Η αντιτσαβική προπαγάνδα, ειδικά του Σιωνισμού, κατηγορεί τον Τσάβες για σκοτεινά συμφέροντα από τη συμμαχία του με το Ιράν. Αυτό είναι ένα άλλο πράγμα: ο άξονας Βενεζουέλα – Ιράν είναι απαραίτητος για την αντιμετώπιση της πίεσης από τη Σαουδική Αραβία και τα εμιράτα του Κόλπου, που υποκινήθηκε από τις αγγλο-γαλλο-αμερικανικές εταιρείες πετρελαίου, για τη μείωση των τιμών του πετρελαίου του ΟΠΕΚ (σ.τ.μ: Οργανισμού Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών). Ο Τσάβες και οι αγιατολλάχ υπερασπίζονται το μερίδιο των χωρών τους από τα παγκόσμια έσοδα – ακόμη και αν αυτό πλήττει τις μη-πετρελαιοπαραγωγούς χώρες της περιφέρειας. Σε αντάλλαγμα, ο Τσάβες έχει δώσει σε πολλές από αυτές προνομιακές τιμές, και έχει γι’ αυτό ενισχύσει την εξουσία της Βενεζουέλας στην ενεργειακή διαμάχη.
Ο τσαβισμός διακηρύσσει έναν «σοσιαλισμό του 21ου αιώνα», αλλά αυτός ο σοσιαλισμός είναι μια μερική κατανομή του κοινωνικού πλούτου, όχι η μετατροπή του κεφαλαίου σε δημόσια περιουσία ή του Κράτους στη συλλογική ηγεσία των μαζών. Η λεγόμενη «αναδιανομή του εισοδήματος» έχει βελτιωθεί σημαντικά από τα πρότερα άθλια επίπεδα, αλλά το εισόδημα εξακολουθεί να είναι εισόδημα πετρελαϊκό. Ο Τσάβες είχε αναλάβει πολλές εθνικοποιήσεις, πολλές από αυτές με αντάλλαγμα τη γενναιόδωρη αποζημίωση για τις μεγάλες επιχειρήσεις: τη Verizon, εταιρεία τηλεπικοινωνιών των Η.Π.Α., τη Sidor, εταιρεία χάλυβα του ομίλου Techint, που ξεπληρώθηκε με υπέρμετρη γενναιοδωρία, όπως και η εταιρεία τσιμέντου Slim του Μεξικού. Το ίδιο δεν συνέβη με την αγροτική γη, επειδή διαπιστώθηκε ότι ο τίτλοι από την απαλλοτρίωση ήταν μια απάτη. Αυτές οι εθνικοποιήσεις δεν ανταποκρίνονταν σε ένα σχέδιο, ήταν αυτοσχεδιασμοί της ίδιας της κρίσης. Ο σχεδιασμός απαιτεί τη συνειδητή συμβολή του προλεταριάτου, της ταξικής και πολιτικής του ανεξαρτησίας. Για παράδειγμα, δεν υπήρχε τσιμέντο για τα σχέδια κατασκευής σπιτιών ή όταν η κυβέρνηση απέτυχε να συμφιλιώσει τον όμιλο Techint στη σύγκρουσή του με τους εργαζομένους της Sidor, το τσιμέντο και το ατσάλι κρατικοποιήθηκαν, αλλά δεν άλλαξε, ως εκ τούτου, ουσιαστικά η παραγωγή του ενός ή του άλλου, αλλά η εισαγωγή τους. Τα μεγάλα κεφάλαια δεν αποτέλεσαν εμπόδιο, όταν κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν ενδιαφέρονται για το επικρατούν οικονομικό σενάριο. Αλλά η Βενεζουέλα δεν μετατράπηκε σε βιομηχανική χώρα – παραμένει μόνο παραγωγός καυσίμων. Η αναδιανομή του εισοδήματος χρηματοδοτήθηκε από τη PDVSA, η οποία βρίσκεται υψηλά χρεωμένη και με μια ισχυρή οικονομική ανισορροπία που οφείλεται στο πάγωμα της τιμής του Μπολίβαρ σε ένα πληθωριστικό περιβάλλον. Τα όρια της PDVSA είναι η εκδήλωση του πρωταγωνιστικού ρόλου του ξένου κεφαλαίου (με τη μόνη εξαίρεση της Exxon) στην εκμετάλλευση της ζώνης του Ορινόκο (σ.τ.μ: ένα από τα μεγαλύτερα ποτάμια της Λατινικής Αμερικής). Η κρίση της PDVSA είναι ο κύριος λόγος για την πρόσφατη απόφαση να υποτιμηθεί το ισχυρό Μπολίβαρ (περισσότερο εθνικό νόμισμα ανά εξαγόμενο δολλάριο).
Όπως οι εμπειρίες από το εθνικιστικό παρελθόν, και αυτή της Βενεζουέλας έχει αποτύχει στο στόχο της εξασφάλισης μίας αυτόνομης εθνικής ανάπτυξης. Αυτή δεν είναι δυνατή στο στάδιο της παρακμής του παγκόσμιου καπιταλισμού. Αλλά επίσης, η Βενεζουέλα έχει βγει από αυτή την εμπειρία με ένα πιο συγκεντρωτικό κράτος, με τη σχετική μείωση των πιο παρασιτικών τομέων του εθνικού κεφαλαίου και, πάνω απ’ όλα, με μια πιο ενεργή παρουσία των μαζών. Η οποιαδήποτε αναδιάταξη κάθε οικονομικής διαδικασίας θα περιλαμβάνει τους παράγοντες αυτούς ως εργαλεία.
Προοπτικές
Ο Τσάβες έχει αγωνιστεί για την ανάπτυξη ενός ανεξάρτητου συνδικαλισμού. Ο Εργατικός Κώδικας εισάγει σημαντικά οφέλη για τους συμβασιούχους, αλλά προβλέπει και την υποχρεωτική διαιτησία και εξουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας για να αποφασίσει για τη νομιμότητα της κάθε απεργίας. Οι συλλογικές διαπραγματεύσεις δεν πραγματοποιούνται όταν οι συμβάσεις λήγουν, οι μισθοί στη μεγάλη βιομηχανία δεν έχουν βελτιωθεί πολύ. Υπάρχει μια εθνικοποίηση των συνδικάτων.
Ο θάνατος του Τσάβες μπλοκάρει την πιθανότητα οι μάζες της Βενεζουέλας να εξαντλήσουν την πολιτική τους εμπειρία με την εθνικιστική πολιτική του. Η κριτική ή η απογοήτευση που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία νέα διαχείριση, με ασφάλεια θα αφήσει στο απυρόβλητο αυτήν την ιστορική εμπειρία στο σύνολό της. Από την άποψη της ανάπτυξης της ταξικής συνείδησης, ο θάνατος του Τσάβες αποτελεί τροχοπέδη.
Ο θάνατος του Τσάβες δημιουργεί, αντικειμενικά μια κρίση του πολιτικού καθεστώτος, της προσωπικής δύναμης. Οι διάδοχοι πρέπει να βρουν μια εναλλακτική διέξοδο. Ένα μεγάλο μέρος του παρόντος κυβερνητικού κύκλου αντιπροσωπεύει ό,τι οι ίδιοι οι άνθρωποι του Τσάβες ονομάζουν «εγχώρια δεξιά». Μια εναλλακτική λύση είναι, μετά τις επόμενες εκλογές, το πολιτικό σύστημα να «εκκιρχνεριστεί» (ειρωνικό όταν οι Κίρχνερ κατηγορούνται για «τσαβισμό»). Αυτό θα αποτελούσε μία μερική κοινοβουλευτική μετατροπή του καταρρέοντος συστήματος από πάνω προς τα κάτω, παράλληλα με τις επίσημες οργανώσεις, όπως τα κοινοτικά συμβούλια. Ο τσαβισμός δεν δεσμεύεται από ένα πρόγραμμα ούτε είναι κοινωνικά ομοιογενής, και, αν και κοχλάζει κριτική μέσα σε αυτό, λειτουργεί ως ένας κρατικός μηχανισμός, ακόμη και σα μηχανισμός ευρύτερου δημόσιου τομέα. Η νέα κυβέρνηση θα αντιμετωπίσει, χωρίς την εξουσία του Τσάβες, την αυξανόμενη οικονομική αποσταθεροποίηση και ακόμη μεγαλύτερη υποτίμηση του νομίσματος. Θα ήταν μια προσαρμογή δίχως αναισθητικό, στη μέση μιας αλλαγής καθεστώτος. Η τελευταία υποτίμηση παρουσιάστηκε από τον τρέχοντα κύκλο ως μια απόφαση που είχε πάρει ο ίδιος ο Τσάβες στην Αβάνα. Υπάρχει μια ισχυρή εσωτερική κριτική της διαχείρισης των διαστρεβλωμένων πληροφοριών για την ασθένεια του Τσάβες, η οποία έχει ερμηνευθεί ως πρακτική του διοικητικού κύκλου.
Μετά τις νέες προεδρικές εκλογές πρέπει να πραγματοποιηθούν δημοτικές εκλογές, οι οποίες έχουν αναβληθεί αρκετές φορές. Εδώ, η δεξιά αντιπολίτευση θα μπορούσε να αυξήσει την εκπροσώπησή της. Το δεξιό τμήμα, όπως παρατήρησε πρόσφατα ο Ντιοσντάδο Καμπέγιο, πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης και υποτιθέμενος ηγέτης της «εγχώριας δεξιάς» «είστε περισσότερο χωρισμένοι απ’ ότι εμείς». Είναι αλήθεια. Ωθούμενη από τον Ουρίμπε, πρόεδρο της Κολομβίας, τις αμερικανούς Ρεπουμπλικάνους και τους οικονομικούς κύκλους της Βενεζουέλας, μία ενεργός μειοψηφία οδηγεί στην αποσταθεροποίηση. Επικεφαλής φέρεται να είναι ο δήμαρχος του Καράκας, Λεντέσμα. Ο Καπρίλες (σ.τ.μ: κεντροδεξιός ηγέτης) θα μπορούσε να ηγηθεί της συμφιλιωτικής φράξιας. Σε αυτήν τη συλλογική κρίση, οι ένοπλες δυνάμεις αποτελούν αυτή τη στιγμή το τελευταίο χαρτί που μπορεί να μπλοκάρει την πολιτική αποσύνθεση.
Πολλή κουβέντα έχει γίνει γύρω από την εθνική διακυβέρνηση του Τσάβες. Αν κοιτάξει κανείς πιο προσεκτικά, η ηγεσία η οποία λειτούργησε, τουλάχιστον κατά τα τελευταία χρόνια, βρίσκεται στη σκιά των πρωτοβουλιών των Βραζιλιάνων ιδιοκτητών ορυχείων και εργολάβων, οι οποίοι επέβαλαν την ατζέντα τους μέσω της κυβέρνησης των «εργαζομένων» των Λούλα και Ντίλμα Ρούσσεφ (σ.τ.μ: τωρινή πρόεδρος της Βραζιλίας). Η UNASUR (σ.τ.μ: ένωση των Εθνών της Λατινικής Αμερικής) είναι δορυφόρος της βραζιλιάνικης διπλωματίας. Από τις «μεταρρυθμίσεις» στην Κούβα ως τις συνομιλίες με τη FARC (σ.τ.μ: Επαναστατικός Στρατός της Κολομβίας) ή τις συμφωνίες με το Ιράν, ο βασικός χειριστής ήταν η Βραζιλία, όχι ο Τσάβες – εννοούμε το Χρηματιστήριο του Σαν Πάολο, το ιερό των μεγάλων επενδυτικών τραπεζών. Δεν είναι τυχαίο ότι η Τράπεζα του Nότου (Banco Sur), έχει απονεκρωθεί από τα συμφέροντα της BNDES, τράπεζας ανάπτυξης της Βραζιλίας (η οποία θα χρηματοδοτήσει τα υδροηλεκτρικά έργα της βραζιλιάνων εργολάβων στην πατρίδα της Κίρχνερ).
Έχει δημιουργηθεί μια νέα κατάσταση στη Λατινική Αμερική. Η κύρια πρόκληση που αντιπροσωπεύει είναι προς τα αριστερά, η οποία είναι στο περιθώριο σε αυτήν τη διαδικασία.
Ωστόσο, θα έπρεπε να είναι ο κύριος ιστορικός πρωταγωνιστής. Μια συζήτηση θα πρέπει να ανοίξει σε όλη την ήπειρο για να αποσαφηνίσει αυτή τη νέα κατάσταση και να αντλήσει από αυτήν όλα τα επαναστατικά συμπεράσματα.
Mπουένος Άιρες, 7 Μαρτίου 2013
Ο τσαβισμός και το κράτος
Jorge Altamira, 18 Μαρτίου 2013
Οι διάφορες «αποστολές», κοινωνικού χαρακτήρα, για τις οποίες διακρίθηκε η κυβέρνηση Τσάβες, υμνήθηκαν ακόμα και από τους πιο πικρούς του αντιπάλους για την επίδραση που είχαν στην αναδιανομή του εισοδήματος, ακόμη και αν είχε κατηγορηθεί ταυτόχρονα για τεράστια φθορά των κεφαλαίων, καθώς και για την παρέμβαση της Κούβας.
Οι επιχειρήσεις που χαίρουν της καλύτερης φήμης ήταν εκείνες στον τομέα της εκπαίδευσης, της υγείας και της στέγασης.
Πάνω και πέρα από οποιεσδήποτε άλλες σκέψεις, αποτελούν οιονεί πρωτοβουλίες του ευρύτερου δημόσιου τομέα – η δομή του κράτους αγνοείται σε αυτούς τους τομείς. Οι Κίρχνερ στην Αργεντινή, επιχείρησαν μια παρωδία αυτών των «αποστολών», όπως στην περίπτωση των «κοινών ονείρων» του Ιδρύματος των Μητέρων (της Πλατείας του Μαΐου), ή κάποιων «αποστολών» που διευθύνονταν από την Cámpora (σ.τ.μ: η κιρχνερική νεολαία) στις συνοικίες (κοινωνικές πελατειακές σχέσεις). Αντί να καταστρέψει την παλιά κρατική μηχανή και να τη μετατρέψει, τη «γεφυρώνει», δηλαδή τη διατηρεί. Μια συνέπεια αυτής της συντηρητικής προσέγγισης ήταν η επιδείνωση του κρατικού προϋπολογισμού για τα υπάρχοντα νοσοκομεία και σχολεία, καθώς και η υποτίμηση της εργατικής δύναμης στους τομείς της διδασκαλίας και της δημόσιας υγείας. Αυτό εξηγεί τους συνεχείς αγώνες των τομέων αυτών κατά της κυβέρνησης, καθώς και την ευθυγράμμιση πολλών εξ αυτών με τη δεξιά αντιπολίτευση ή με την προ του Τσάβες συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για το φοιτητικό κίνημα: πολλά τσαβικά πανεπιστήμια χτίστηκαν σε βάρος των υφιστάμενων δημόσιων θεσμών, που είναι αυτόνομοι. Ο φαινομενικός κοινωνικός ριζοσπαστισμός έχει αφήσει ανέπαφο το κράτος, το οποίο διαφορετικά θα είχε περάσει στα χέρια των εργαζομένων.
Κάτι παρόμοιο μπορεί να ειπωθεί για την «κοινοτική δύναμη». Οι «κοινότητες» υπερισχύουν των δήμων και των κυβερνητικών οργανισμών παράλληλα με τον κρατικό μηχανισμό που το Σύνταγμα του Τσάβες απλά επικύρωσε. Η «κοινοτική δύναμη» δεν είναι η βάση της κρατικής εξουσίας, η οποία ήταν πάντα ένα μονοπώλιο του Τσάβες και του πολιτικού-στρατιωτικού κύκλου του. Οι «κοινότητες» αναπτύσσουν έναν «συμμετοχικό προϋπολογισμό», στον οποίο συμβάλλει η εθνική κυβέρνηση. Είναι υποκαταστήματα της κεντρικής κυβέρνησης, δηλαδή, της προσωπικής δύναμης. Κάτι πολύ διαφορετικό από το να είναι τοπικά συμβουλευτικά σώματα που θα καθόριζαν τον προσανατολισμό της εθνικής εξουσίας, όπως προβλεπόταν από το σύστημα των Σοβιέτ στη Ρωσία, τις Χούντες (συμβούλια) στην Ισπανία (1936/7), τα επαναστατικά δικαστήρια και τον «αντάρτικο στρατό» στην Κούβα (1959) ή τα Räten (εργατικά συμβούλια) στη Γερμανία (1919-1923).
Μακριά από το να είναι μια έκφραση της λαϊκής εξουσίας, οι αποστολές και οι κοινότητες αποτελούν ένα διαβιβαστικό δίκτυο από την Εθνική Εκτελεστική Επιτροπή, ιδίως όπου δήμαρχοι και κυβερνήτες ανήκουν στην αντιπολίτευση. Ο τσαβισμός έχει δημιουργήσει ένα ιδιαίτερο είδος δυαδικής εξουσίας: ανάμεσα στον βοναπαρτιστικό μηχανισμό που δημιουργήθηκε από την Εθνική Εκτελεστική Εξουσία, από τη μια πλευρά, και τον επίσημα αναγνωρισμένο από το Σύνταγμα μηχανισμό, από την άλλη. Όταν συνθήκες ελλείψεων προκύπτουν, οι κοινότητες ταλαντεύονται μεταξύ της έκφρασης των αιτημάτων του πληθυσμού και τις ενέργειες κατά των λαϊκών διαμαρτυριών.
Καθώς ο σοσιαλισμός του Τσάβες έχει ένα συγκεχυμένο χαρακτήρα διανομής, αλλά μη-επαναστατικό στις μορφές ιδιοκτησίας, αυτός ο σοσιαλισμός στην πολιτική είναι ελαφρά μεταμφιεσμένος βοναπαρτισμός, που ήδη τέθηκε σε εφαρμογή από σωρεία βοναπαρτιστικών καθεστώτων κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων σε ολόκληρο τον κόσμο.
Η αποσαφήνιση αυτού του σημείου είναι υψίστης σημασίας.
Νέα Προοπτική τεύχος#546# Σάββατο 23 Μαρτίου 2013