της Μαρίζας Βαφειάδου

Φωτογραφία: Θόδωρος Κουτσουμπός

Δέκα ολόκληρα χρόνια πέρασαν από εκείνο τον Οκτώβρη του 2011 όταν ένας από του πιο εμβληματικούς αγώνες της εργατικής τάξης ξεκίνησε.

Η απεργία στην χαλυβουργία Ελλάδος.

Εννέα μήνες κράτησε και γύρω της συγκροτήθηκε ένα απίστευτο κύμα αλληλεγγύης όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη και στην Αμερική.

Μαζί με τους απεργούς μέσα στο εργοστάσιο, μαζί σε πορείες, σε διαδηλώσεις, σε επιτροπές αλληλεγγύης, εργάτες, άνεργοι, φοιτητές, μαθητές.

Είχαμε ήδη αρχίσει να βιώνουμε την βαρβαρότητα των μνημονίων και ξέραμε ότι μια νίκη των χαλυβουργών θα άνοιγε τον δρόμο για μια συνολική νίκη της τάξης μας.

Αυτό όμως το γνώριζε και η αστική τάξη και τα τσιράκια της, η κυβέρνηση.

Δικαστές, απεργοσπαστικός μηχανισμός, απειλές, συστημικά μέσα και στο τέλος τα ΜΑΤ, κατάφεραν και έριξαν την αυλαία σε αυτόν τον αγώνα.

Όμως θεωρώ ότι ειδικά σήμερα, δέκα χρόνια μετά, πρέπει να ανοίξει ξανά ένας πραγματικός και ουσιαστικός διάλογος για να καταλάβουμε το γιατί χάσαμε.

Είναι πολύ πρόσφατη η νίκη των διανομέων στην e-food, η νίκη των εργατών στην cosco, σε αντίθεση με την προδοσία του αγώνα των εκπαιδευτικών.

Το παρελθόν δεν είναι νεκρό ένα πτώμα πάνω στο οποίο κλαίμε ή απλώς  το μνημονεύουμε.

Πρέπει να βγάλουμε τα αναγκαία μαθήματα, τα αναγκαία συμπεράσματα, για να οργανώσουμε με προοπτική νίκης τους αγώνες του σήμερα και του αύριο.

Γιατί όντως κανένας αγώνας δεν είναι χαμένος. Μόνο ο αγώνας που δεν δόθηκε.

Παρακάτω είναι ένα ποίημα γραμμένο από τον Σταύρο. Τον εργάτη της χαλυβουργίας Σταύρο Φονικάκο. Ποιητή και εργάτη.

Τον ευχαριστώ που μου έδωσε την άδεια να δημοσιεύσω το ποίημά του.

Ας παλέψουμε λοιπόν να κάνουμε την ζωή μας τέχνη και την τέχνη ζώσα πραγματικότητα.

*******

Εκεί στα μονοπάτια της Φάμπρικας,

ο μονότονος ήχος των μηχανών

παραμένει βουή στ’ αυτιά μας.

Σε βάρδιες ακατάπαυστα τρέχαμε την παραγωγή,

και οι εργάτες, ακάματο βουερό μελίσσι ετοιμοπόλεμο.

Φόρμες σκονισμένες απ’ της σκουριάς τ’ αντάμωμα

κι οι φλέβες μας φουσκωμένες στα μπράτσα

σαν τα αρχαία αγάλματα.

Ακοίμητα δωδεκάωρα σε μια άπληστη εταιρία

πληρωμένα με αγρύπνια και αίμα.

Τότε αυτοί προβλέποντας Τελεσίγραφα

το φόβο στα σχέδια τους να εν φωλιάσουμε,

ζήτησαν πέρα απ’ τους νόμους να υποκύψουμε

έτσι, που η αφύπνιση μας άγγιξε !

Κι εκείνα τα μαυρισμένα πρόσωπα Έλαμψαν !

Η ματιά τους αποφασισμένη σε πορεία εννεάμηνη !

Χέρια ενώθηκαν σε παγκόσμια συναδέλφωση,

παντιέρες οι καρδιές κατακόκκινες στο μεγάλο παρών ανορθώθηκαν.

Όλα ειπωμένα με της αλήθειας το τίμημα.

Σε δρόμους που οι χαλυβουργοί περπάτησαν.

Και με όλα αυτά μέσα στο βαθύ σκοτάδι που πλάκωνε

 δείξαμε εκείνο το σκαλοπάτι για να βγει κανείς στο φως!

Και αυτοί που το βλέμμα δεν απέστρεψαν

θα μένουν μαγιά για το ψωμί που δεν χορτάσαμε.