του Γιάννη Αγγέλη

Η αναμφίβολη “πρωτιά” των Fratelli d’ Italia, κληρονόμου του MSI (νεοφασιστικό κόμμα του Αλμιράντε), στις ιταλικές εκλογές έχει προκαλέσει απόλυτα δικαιολογημένη ανησυχία τόσο στην Ιταλία όσο και για ολόκληρη την Ευρώπη.

Παρ’ ότι το κόμμα της Μελόνι συγκέντρωσε ένα ποσοστό 26% του συνόλου των ψηφισάντων, ήτοι 16% του εκλογικού σώματος, που είναι χαμηλότερο και από το 50% του τελικού ποσοστού αποχής (περίπου 35% του εκλογικού σώματος), εν τούτοις “καταγράφει” στο κοινοβουλευτικό φάσμα της Ιταλίας, τρία πράγματα:

Το νεοφασιστικής αναφοράς κόμμα των FdI, είναι η ισχυρότερη πολιτική ομάδα στο ιταλικό κοινοβουλευτικό σύστημα, έστω και με ισχνή διαφορά και έχει κυριαρχήσει μέσα σε λιγότερο από 12 μήνες στο αποκαλούμενο κεντρο-ακροδεξιό φάσμα κομμάτων. Παρ’ όλα αυτά δεν διαθέτει ένα εμφανές και καταγεγραμμένο στους δρόμους φασιστικό κίνημα με οργανωμένες δυνάμεις και ρίζες, μέσα στα χαμηλότερα μικροαστικά στρώματα ή ακόμα χειρότερα μέσα στα συνδικάτα και την εργατική τάξη. Ούτε καν στους αγρότες του Ιταλικού Νότου, όπου φαίνεται ότι το κίνημα των 5 Αστέρων διατηρεί την θέση του σαν εκφραστής της κοινωνικής δυσαρέσκειας. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουν γίνει απόπειρες –όπως αυτή της επίθεσης φασιστικών ομάδων στα γραφεία της CGIL στη διάρκεια μιας αντικυβερνητικής πορείας– να συγκροτηθεί ένα τέτοιο “κίνημα”, αλλά μέχρι στιγμής κάθε τέτοια απόπειρα έχει αποτύχει και έχει αντίθετα προκαλέσει την λαϊκή αντίδραση.

Η περιβόητη κεντροαριστερά, που έχει τροφοδοτηθεί από τα περιτρίμματα του πάλαι ποτέ κραταιού Κομμουνιστικού Κόμματος (PCI) τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, δεν αποτελεί σημείο πολιτικής αναφοράς, ούτε για την ιταλική εργατική τάξη, ούτε για τα μεγάλα μικροαστικά στρώματα της Κεντρικής και Βόρειας Ιταλίας παρά σε πολύ μικρά ποσοστά στο επίπεδο της κοινοβουλευτικής παρουσίας. Διατηρεί όμως σχεδόν πλειοψηφική επιρροή στα συνδικάτα, τις δημοτικές και περιφερειακές “κυβερνήσεις”.

Η εργατική τάξη, τα χαμηλότερα στρώματα των μικροαστών και οι φτωχοί αγρότες παραμένουν εδώ και δεκαετίες χωρίς σταθερή πολιτική (κοινοβουλευτική) έκφραση. Γεγονός που έχει δώσει ευκαιρία στην ανάδειξη κομμάτων στον ευρύτερο χώρο της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς, που προσωρινά και ευκαιριακά έχουν αποτελέσει δομικά στοιχεία αλλεπάλληλων κυβερνήσεων συνεργασίας μέχρι να φτάσει ο κόμπος στο χτένι και να επιχειρηθεί το (“βοναπαρτιστικό”) πείραμα με τον κεντρικό τραπεζίτη Μάριο Ντράγκι.

Πείραμα που και αυτό απέτυχε τελικά, καθώς δεν άντεξε στις αντιφάσεις αφ’ ενός της πολυδιάσπασης της ιταλικής άρχουσας τάξης και τις εκρηκτικές αντιθέσεις ανάμεσα στις ισχυρές μερίδες του ιταλικού κεφαλαίου και τις Βρυξέλλες. Μην ξεχνάμε ότι σε λιγότερο άσχημες συνθήκες, οι Βρυξέλλες με “εργαλείο” το τεράστιο δημόσιο χρέος της Ιταλίας είχαν επιχειρήσει και είχαν καταφέρει να ανατρέψουν τον Μπερλουσκόνι βάζοντας στη θέση του τον πρώην Επίτροπο Μάριο Μόντι, που επίσης δεν κατάφερε να σταθεροποιηθεί.

Οι εκλογές την περασμένη Κυριακή 25/9/2022 δεν έβαλαν τέλος στο αδιέξοδο αυτό. Ούτε καν εκτόνωσαν έστω και εν μέρει την πολιτική και οικονομική κρίση.

Αντίθετα αναγέννησαν το πολιτικό και κυρίως το οικονομικό αδιέξοδο, μπολιάζοντάς το με ακόμα μεγαλύτερες πολιτικές και οικονομικές αντιφάσεις, φέρνοντας στο κέντρο της κυβέρνησης το πλέον αντιευρωπαϊκό (με την έννοια της ταύτισης με τις κεντρικές πολιτικές της Ευρωζώνης) κόμμα, σε συνθήκες που ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ενεργειακή κρίση έχουν πυροδοτήσει τις ισχυρότερες φυγόκεντρες δυνάμεις στο ευρωπαϊκό ιμπεριαλιστικό εγχείρημα της Ενωμένης Ευρώπης.

Το ιταλικό χρέος και το Ευρώ

Η σημασία των συνεπειών της στροφής των Κεντρικών Τραπεζών από την πολιτική της νομισματικής χαλάρωσης για πάνω από μία δεκαετία, στη “γραμμή” της πάση θυσία αύξησης των επιτοκίων με στόχο την αναχαίτιση του πληθωρισμού, ανατρέπει το οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον της Ευρωζώνης, σε κεντρικό (ευρώ) και εθνικό επίπεδο (κρίση χρέους).

Η Ιταλία είναι στην “κορυφή” αυτής της πυραμίδας της κρίσης χρέους καθώς το ιταλικό δημόσιο “χρωστάει” περί τα 2,9 τρις ευρώ, το 40% των οποίων πρέπει να αναχρηματοτηθεί μέσα στους επόμενους 24 μήνες. Η αύξηση των επιτοκίων πυροδοτεί μέσα στο χρέος αυτό μια ωρολογιακή βόμβα, την μεγαλύτερη που θα μπορούσε να τοποθετήσει κανείς στα θεμέλια του καπιταλισμού στην Ιταλία αλλά και στο ευρώ.

Και αυτό γιατί αν μπορεί να πει κανείς με αξιόπιστο τρόπο ότι η ΕΚΤ με κατ’ εξαίρεση παρεμβάσεις μέσω του TPI (το νέο εργαλείο αγοράς χρέους μετά την κατάργηση του APP και του PEPP) θα μπορούσε –προσωρινά– να στηρίξει τα ιταλικά ομόλογα και να αποφύγει την αμεσότητα μιας διαλυτικής κρίσης χρέους, υπάρχει η άλλη πλευρά για την οποία “τίποτα” δεν μπορεί να γίνει. Και αυτό αφορά τις συνέπειες της αύξησης των επιτοκίων για το ιδιωτικό χρέος το οποίο είναι πολλαπλάσιο και χωρίς τις “εγγυήσεις” των κεντρικών τραπεζών.

Αυτό το… ηφαίστειο επιχειρήθηκε να αντιμετωπιστεί με την τοποθέτηση του Μάριο Ντράγκι στην Κυβέρνηση, πάνω σ’ αυτό το ηφαίστειο κάθεται η νέα –χωρίς τον Ντράγκι– κυβέρνηση που αναμένεται να σχηματιστεί από την Μελόνι και τους Σαλβίνι – Μπερλουσκόνι…

Ένα δείγμα για το τι αυτό σημαίνει είχαμε το βράδυ της περασμένης Κυριακής προς Δευτέρα. Την ίδια ώρα δηλαδή που έβγαιναν τα αποτελέσματα των εκλογών στην Ιταλία.

Παραδόξως και παρά την επιβεβαίωση της εκλογικής νίκης της Μελόνι, η στροφή της παγκόσμιας οικονομικής “κοινότητας”, των περιβόητων “αγορών”, σχεδόν αγνόησε τον “θόρυβο” από τις ιταλικές εκλογές και άρχισε να χτυπά τα τύμπανα του πολέμου στη Μ. Βρετανία.

Η νέα πρωθυπουργός είχε ανακοινώσει τον νέο προϋπολογισμό, επιβεβαιώνοντας την πρόθεσή της να προχωρήσει σε ένα μείγμα πολιτικής μεγάλης μείωσης των φόρων σε συνδυασμό με πολιτικές που προωθούν την επανεξέταση του καθεστώτος “ανεξαρτησίας” της Κεντρικής Τράπεζας της Αγγλίας (BoE). Οι αντιδράσεις των χρηματαγορών ήταν σαν χιονοστιβάδα.

Σε χρόνο dt τα βρετανικά 30ετή ομόλογα –το πιό σταθερό “χαρτί” της Βρετανίας- άρχισε να καταρρέει, με την στερλίνα να το ακολουθεί. Οι αποδόσεις των βρετανικών ομολόγων γνώρισαν μέσα σε δύο 24ωρα την πιο απότομη άνοδό τους από το 1957… Η Κεντρική Τράπεζα της Βρετανίας, ενώ ετοιμάζεται για νέα μεγάλη αύξηση επιτοκίων λόγω του πληθωρισμού, την Τετάρτη το πρωί υποχρεώθηκε να ανακοινώσει ότι θα αγοράσει βρετανικά ομόλογα –για να σταματήσει την κατάρρευση– ανατρέποντας την ήδη δρομολογημένη “σύσφιξη” της νομισματικής της πολιτικής. Πέτυχε να ανακόψει προς στιγμή την πτώση, αλλά αυτό μπορεί να συνεχιστεί μόνο εφόσον συνεχίσει να… αγοράζει.

Όπως ανακοινώθηκε από την BoE, η απόφασή της αυτή υπαγορεύθηκε ως αναγκαία “εξ αιτίας σημαντικών δυσλειτουργιών στην αγορά ομολόγων, τέτοιων που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν πραγματική απειλή για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα…”.

Τι είχε συμβεί; Η πτώση της τιμής των ομολόγων –και της στερλίνας– προκάλεσε την κατάρρευση των χαρτοφυλακίων, επενδύσεων, εγγυήσεων, κ.λπ. που είχαν σαν βάση τους μέσα στο τραπεζικό σύστημα την αρχική ονομαστική αξία των ομολόγων. Αυτομάτως η πτώση τους δημιούργησε “τρύπες” στα συμβόλαια αυτά που έπρεπε να καλυφθούν με κεφάλαια που δεν υπήρχαν, με άμεση την απειλή κατάρρευσης, κάτι σαν μία νέα Lehman Brothers σε πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις, καθώς στο μεταξύ το “χρήμα” λόγω της αντίθετης πολιτικής των κεντρικών τραπεζών και της ΒοΕ έχει γίνει ακριβότερο και… δυσεύρετο. Με άλλα λόγια μια αγνώστων διαστάσεων… άμπωτη ρευστότητας που αποκαλύπτει τις καταβόθρες του ιδιωτικού χρέους… Αυτό το “επεισόδιο” πήρε τώρα εκρηκτικές διαστάσεις εξαιτίας της αντίδρασης των αγορών στην πολιτική της νέας πρωθυπουργού Τρας, αλλά έχει αρχίσει να “λειτουργεί” από την στιγμή που ξεκίνησε η αύξηση των επιτοκίων.

Σύμφωνα με δημοσιευμένα στοιχεία “στο τέλος του 2021, ο δείκτης Bloomberg που παρακολουθεί τον ευρωπαϊκό τομέα ομολόγων junk (σκουπίδια ή αλλιώς non investment grade όπως είναι τα ελληνικά) περιελάμβανε μόνο δύο ομόλογα στην κατηγορία προβληματικού χρέους. Σήμερα υπάρχουν περίπου 180, ήτοι το ένα τέταρτο του συνόλου των 750. Νωρίτερα φέτος, ο λόγος μεταξύ του κόστους έκδοσης ομολόγου και των τοκομεριδίων του υφιστάμενου χρέους ήταν 90 μονάδες βάσης (bp) υπέρ της πρώτης επιλογής.

Αυτό σημαίνει ότι κατά τη διάρκεια των τελευταίων 10 μηνών που έληξαν πριν μία εβδομάδα, η ευρωπαϊκή αγορά υπέστη αύξηση 339 μονάδων βάσης.

Το προηγούμενο ρεκόρ από αυτή την άποψη χρονολογείται το 1999 και σταμάτησε στις 100 μονάδες βάσης…”. Αν λάβει υπόψη του κανείς ότι η ΕΚΤ δηλώνει μέχρι στιγμής ότι θα συνεχίσει σταθερά την αύξηση των επιτοκίων, είναι φανερό ότι οι πιέσεις που οδήγησαν στο βρετανικό πατατράκ αφορούν και την Ευρωζώνη και ειδικά τις υπερχρεωμένες οικονομίες της νότιας Ευρώπης.

Το κόστος αναχρηματοδότησης του χρέους των επιχειρήσεων (και των νοικοκυριών) έχει χτυπήσει ύψη-ρεκόρ

Βέβαια αυτό που συνέβη στη Βρετανία, πέραν της “μεταβλητής” του χρέους και των επιτοκίων που αποτελεί τον ιμάντα μετάδοσης στην Ευρωζώνη, έχει και ένα άλλο “θηρίο” που έχει ξεφύγει από το κλουβί του και λέγεται δολάριο.

Η Νέα Προοπτική έχει επισημάνει πολλές φορές τους προηγούμενους μήνες την επερχόμενη συναλλαγματική κρίση καθώς η Fed επιταχύνει τον βηματισμό της στην αύξηση των επιτοκίων.

Η εκρηκτική κατάσταση που δημιουργήθηκε στην Μ. Βρετανία και υποχρέωσε σε άρον – άρον παρέμβαση της BoE μπορεί να είχε σαν αφορμή την επιβεβαίωση της πολιτικής της Τρας, δηλαδή τις μεγάλες φορολογικές μειώσεις, χωρίς να ανακοινώσει μείωση των δημόσιων δαπανών, που σημαίνει προσφυγή σε νέο χρέος, αλλά στην πραγματικότητα αυτό ήταν μόνο το φιτίλι που άναψε γιατί το βαρέλι με το μπαρούτι ήταν η έξοδος κεφαλαίων προς τις μεγαλύτερες αποδόσεις των δολαριακών ομολόγων που ήδη είχε αρχίσει.

Όπως έχει αρχίσει και στην Ευρώπη της οποίας οι οικονομίες τσακίζονται από τις συνέπειες της ενεργειακής κρίσης και τον πληθωρισμό.

Το “ισχυρό” δολάριο, λόγω αύξησης των επιτοκίων και ακόμα περισσότερο λόγω της απόσυρσης ρευστότητας –πάνω από 90 δις δολ. μηνιαίως– από την Fed, έχει ήδη αποσταθεροποιήσει την Μ. Βρετανία αλλά και την Ευρωζώνη.

(Νέα Προοπτική: 28/5 – Το ευρώ στα πρόθυρα (και) νομισματικής κρίσης, 13/7 – Το “γιατί”, πίσω από την πτώση του ευρώ και το τέλος του “what ever it takes”, 15/7 – Ιταλική κρίση με ευρωπαϊκές διαστάσεις, 25/7 – Η κρίση του ευρώ εγκυμονεί το ιταλικό χρεοστάσιο.)

Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον η Ευρωζώνη, ενώ συνθλίβεται ήδη μεταξύ της Σκύλλας του πληθωρισμού και της Χάρυβδης της αύξησης των επιτοκίων, έχει να αντιμετωπίσει και την ασφυκτική πίεση του “ακριβού” και “δυσεύρετου” δολαρίου απέναντι στο οποίο η στερλίνα ήταν το πρώτο ατύχημα. Όσο το ευρώ “πέφτει” έναντι του δολαρίου, τόσο περισσότερο αυξάνει τις πληθωριστικές πιέσεις στο εσωτερικό της Ευρωζώνης. Και κάθε κίνηση να αντιμετωπίσει αυτό με αυξήσεις επιτοκίων τροφοδοτεί την άμεση απειλή να ακολουθήσει την τύχη της Βρετανίας.

Σ’ αυτή την διαδικασία η Ιταλία προσφέρεται για το πρώτο… ατύχημα. Και καμία κυβέρνηση Μελόνι, Σαλβίνι και Μπερλουσκόνι δεν μπορεί να το αντιμετωπίσει…