Eυτύχης Mπιτσάκης: Η ανθρώπινη φύση

Eυτύχης Mπιτσάκης: Η ανθρώπινη φύση

[Προδημοσίευση από το νέο βιβλίο του Eυτύχη Mπιτσάκη Ανθρώπινη φύση – Για έναν κομμουνισμό του πεπερασμένου, που θα κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις Tόπος]

Η ουσία του ανθρώπινου όντος, συνεπώς, δεν ανάγεται στα βιολογικά ή στα πνευματικά χαρακτηριστικά του. Το ανθρώπινο ον είναι διαφοροποιημένη ολότητα (ενότητα στο εσωτερικό της διαφοράς), καθοριζόμενη από βιολογικά, ψυχικά και νοητικά στοιχεία και δυναμικότητες. Ο άνθρωπος είναι ιστορικό ον. Η ανθρώπινη ουσία, κατά συνέπεια, δεν είναι άχρονη. Καθορίζεται από τις πραγματικότητες, τις αντινομίες και τις δυνατότητες της κοινωνίας και είναι, ταυτόχρονα, στοιχείο της ιστορίας. Ο άνθρωπος δεν εξελίσσεται απλώς. 
Είναι κέντρο ελπίδων, αγωνιών, μεταφυσικών ερωτημάτων μπροστά στον θάνατο. Πώς αισθάνεται; Πώς αντιδρά; Πώς τοποθετείται στον κόσμο και πώς συγκροτεί μια ηθική;

Πώς θα ορίζαμε, λοιπόν, την ανθρώπινη ουσία;

Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι ουσία είναι «το σύνολο των αναγκαίων και αμετάβλητων στοιχείων μιας πραγματικότητας». Ένας άλλος ορισμός θα μπορούσε να είναι ο επόμενος: «Ουσία είναι το σύνολο των σχέσεων οι οποίες συνιστούν μια πραγματικότητα, λαμβανόμενες στο γίγνεσθαί τους». Οι προηγούμενοι ορισμοί θα ήταν ίσως περισσότερο κατάλληλοι για υλικά αντικείμενα. Ο Καρλ Μαρξ, αρνούμενος τη θεωρησιακή, ανιστορική ανθρωπολογία, έδωσε νέο περιεχόμενο στην κατηγορία της ανθρώπινης ουσίας. «Η ουσία δεν είναι αφαίρεση εσωτερική στο ξεχωριστό άτομο. Στην πραγματικότητα είναι το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων». Εναντίον του κυρίαρχου ουσιολογισμού (ουσία: αναλλοίωτη, ανιστορική κατηγορία), ο Μαρξ συνέλαβε την ιστορικότητα και το θεμέλιο της ανθρώπινης ουσίας. Με αυτό τον τρόπο διαχώρισε την ανθρωπολογία του από τη δεσπόζουσα παράδοση, η οποία κάνει την ανθρώπινη ουσία, θεωρούμενη in abstracto θεμέλιο της πολιτικής, της ιστορίας και της ιδεολογίας.

Όμως: Η ανθρώπινη ουσία «είναι το σύνολο» ή καθορίζεται από το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων; Και άμεσα, χωρίς διαμεσολαβήσεις, χωρίς την ενεργητική συμμετοχή της ιδεολογίας;

Τα άτομα είναι, κατά τον Μαρξ, προϊόντα της ιστορίας. Είναι αδύνατον να θεμελιώσουμε την επιστήμη των ατόμων σε οποιαδήποτε βάση εκτός από την ιστορία. Αντίστοιχα, είναι αδύνατον να θεμελιώσουμε την επιστήμη της ιστορίας, χωρίς να θεμελιώσουμε ταυτόχρονα τη θεωρία της ιστορικής συγκρότησης των ατόμων ως κοινωνικών οντοτήτων. Ο Μαρξ μετατοπίζει το πεδίο των αναλύσεών του από την ανθρώπινη ουσία στις κοινωνικές σχέσεις. Η αντιστροφή της θέσης του αφηρημένου ανθρωπισμού επιτρέπει τη μετάβαση σε μια συγκεκριμένη αντίληψη του ατόμου, θεωρούμενου εφεξής στην πραγματική του ουσία: στις κοινωνικές σχέσεις.

Ο Μαρξ, στην περίφημη Έκτη θέση, χρησιμοποιεί την έννοια της ουσίας. Εντούτοις, φαίνεται να ταυτίζει την έννοια της ουσίας με την έννοια της ανθρώπινης φύσης. Πολλοί συγγραφείς, εξάλλου, χρησιμοποιούν τις δύο έννοιες ως ταυτόσημες (βλ. π.χ. Geras). Αλλά θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι οι κοινωνικές σχέσεις είναι κάτι διαφορετικό από την ανθρώπινη ουσία. Θα ήταν περισσότερο σωστό να λέγαμε ότι οι κοινωνικές σχέσεις καθορίζουν την ανθρώπινη ουσία. Αλλά και σε αυτή την περίπτωση, η ουσία εξαρτάται από ένα σύνολο κοινωνικών σχέσεων, χωρίς να καθορίζεται άμεσα, γραμμικά και ολοκληρωτικά από αυτές, εξαιτίας του γεγονότος ότι το συνειδητό άτομο, αν και ζει σε έναν κόσμο που κυριαρχείται από την τυφλή αναγκαιότητα, είναι ικανό να υπερβεί τους εξωτερικούς καθορισμούς. Η ανθρώπινη ουσία εξαρτάται από τις κοινωνικές σχέσεις: Οι δυνατότητές της εξαρτώνται και εκδηλώνονται σε συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες. Ταυτόχρονα, η ανθρώπινη ουσία είναι ενεργός παράγων της κίνησης της κοινωνίας. Εντέλει, καθώς η κοινωνία μεταβάλλεται, η ανθρώπινη ουσία εμπλουτίζεται, εκκενώνεται από θετικό περιεχόμενο, διαστρέφεται.

Τόνισα την ύπαρξη σχετικά αμετάβλητων στοιχείων της ανθρώπινης φύσης. Και αν, χωρίς να αγνοήσουμε την ενδογενή τους συσχέτιση, δεν ταυτίσουμε την ανθρώπινη φύση με την ανθρώπινη ουσία, τότε θα ήταν δυνατόν να ορίσουμε την ανθρώπινη ουσία ως την ολότητα του ψυχικού και πνευματικού περιεχομένου της ζωής του ατόμου, όπως αυτό πραγματοποιείται εν κοινωνία και στην πορεία της ιστορίας.

Η ουσία μετατρέπεται τότε σε ιστορική κατηγορία, η οποία σχετίζεται κυρίως με το πνευματικό, ηθικό και πολιτισμικό περιεχόμενο του ανθρώπου στις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες. Και τότε είναι προφανές ότι η ουσία μεταβάλλεται σε σχέση με τις εξωτερικές, κοινωνικές συνθήκες και ολόκληρη τη βιογραφία του ατόμου (του ατόμου, επειδή η ουσία δεν είναι κάποια μεταφυσική οντότητα ή σχέση, αλλά το περιεχόμενο του συγκεκριμένου ατόμου –του Σωκράτη ή του Καλλία–, για να θυμηθούμε τον Αριστοτέλη).

Είναι επίσης προφανές ότι εξαιτίας της αλλοτρίωσης, με τη διπλή έννοια που περιγράψαμε, στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες, η ιστορικά συγκροτημένη ουσία των ανθρώπινων υπάρξεων εξαχνώνεται, σε άμεση σχέση με την καταστροφή των κοινωνικών σχέσεων, της πολιτισμικής παράδοσης και των κανονικών, βιώσιμων σχέσεων με τη φύση. Αλλά αυτή η αλλοτριωτική διαδικασία δεν είναι αναγκαστικά μη αντιστρεπτή.

Η ανθρώπινη ουσία ταυτιζόταν από τις ιδεαλιστικές ανθρωπολογίες με την πνευματική φύση του ανθρώπινου όντος. Από την άλλη πλευρά, ο χυδαίος υλισμός ταύτιζε την ψυχή και το πνεύμα με υλικές ουσίες και διαδικασίες. Και στις δύο περιπτώσεις, οι απόψεις για την ψυχή και το πνεύμα θεμελιώνονταν σε μεταφυσικές και ανιστορικές προϋποθέσεις. Εντούτοις, εάν θεωρήσουμε την ψυχή και το πνεύμα ως την ολότητα των εσωτερικευμένων σχέσεων του ατόμου με τον κόσμο (φύση και κοινωνία) και των δυνατοτήτων που υπάρχουν στο πλαίσιο αυτών των σχέσεων, τότε θα ήταν δυνατόν να καταλήξουμε σε μια ιστορική-υλιστική αντίληψη για την ψυχική και πνευματική φύση του ανθρώπου. Πράγματι, εσωτερίκευση και αφομοίωση πραγματοποιούνται εν χρόνω. Προϋποθέτουν το άτομο, είναι υποκειμενικές διαδικασίες και ταυτόχρονα είναι ιστορικά-κοινωνικά καθορισμένες.

Χρησιμοποίησα δύο έννοιες: ψυχή (soul) και πνεύμα (spirit). Το νόημά τους δεν είναι πάντοτε σαφές. Ο Πλάτων, π.χ., διέκρινε, όπως είναι γνωστό, τρία μέρη της ψυχής: το λογιστικόν, το θυμοειδές και το επιθυμητικόν, και είχε εντοπίσει το πρώτο στην κεφαλή, το δεύτερο στο στήθος και το τρίτο κάτω από το διάφραγμα. Όμως ο ίδιος δεν θεώρησε απολύτως ανεξάρτητα μεταξύ τους τα τρία μέρη, και υπέθεσε την ύπαρξη κάποιας ενότητας μέσα στη διαφορά. Η διάκριση ψυχής και πνεύματος δεν είναι σαφής, επίσης, στη χριστιανική θεολογία. Ο ιδεαλισμός, συνολικά, αρχίζοντας από τους πυθαγόρειους και τον Πλάτωνα, εγκαθιστά μια διχοτομία ανάμεσα στο φθαρτό-υλικό σώμα και το πνεύμα ή την ψυχή. Σε ακραίες περιπτώσεις, όπως στην περίπτωση του Χέγκελ, η ίδια η φύση είναι η αλλοτριωμένη μορφή του απόλυτου Πνεύματος. Κατά τον Χέγκελ: «Το είναι και η ουσία είναι στιγμές του γίγνεσθαι της έννοιας». Και ο Λένιν: «Να αντιστραφεί. Οι έννοιες είναι τα ανώτερα προϊόντα του εγκεφάλου, ο οποίος είναι ο ίδιος το υψηλότερο προϊόν της ύλης». Κατά τον Λένιν, «η διαλεκτική των πραγμάτων παράγει τη διαλεκτική των εννοιών. Όχι αντίστροφα»187.

Πώς θα ήταν, λοιπόν, δυνατόν να διακρίνουμε τις δύο έννοιες χωρίς να τις θεωρήσουμε ανεξάρτητες; Θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε την έννοια πνεύμα για τις διανοητικές λειτουργίες του εγκεφάλου και την έννοια της ψυχής για τις συναισθηματικές καταστάσεις, παρόλο που είναι αδύνατο να τις διαχωρίσουμε, έστω και αν οι διανοητικές λειτουργίες είναι εντοπισμένες στον φλοιό και οι συναισθηματικές σε πιο βαθιά στρώματα του εγκεφάλου. Η διάκριση δεν είναι απόλυτη. Η σύγχρονη ψυχολογία απορρίπτει οποιονδήποτε τυπικό διαχωρισμό: Οι συναισθηματικές και οι διανοητικές λειτουργίες δεν είναι δυνατόν να διαχωριστούν.

Ας ορίσουμε την ψυχή ως την ολότητα των εσωτερικευμένων σχέσεων του ατόμου με τον κόσμο και των δυνατοτήτων που υπάρχουν στο πλαίσιο αυτών των σχέσεων. Σε αυτή την περίπτωση, θα δεχτούμε ότι η ψυχή έχει υλικό-βιολογικό υπόστρωμα (τον εγκέφαλο, το νευρικό σύστημα και τα αισθητήρια όργανα), χωρίς να ανάγεται στις νευροφυσιολογικές διαδικασίες. Μία θεμελιώδης λειτουργία της ψυχής είναι η συνείδηση. Αλλά η ψυχή δεν ταυτίζεται με τη συνείδηση, επειδή επίσης περιλαμβάνει μη συνειδητές καταστάσεις, ένστικτα, αισθήματα κ.λπ., τα οποία προϋποθέτουν ειδικές λειτουργίες του υλικού φορέα. Ο ψυχισμός αναπτύχθηκε κατά την περίοδο της φυλογένεσης και της πιο πρόσφατης περιόδου της κοινωνικής ζωής: Από τους τροπισμούς των μονοκύτταρων οργανισμών στα αντανακλαστικά ανώτερων μορφών, στην ανάπτυξη του εγκεφάλου, στην αισθησιο-κινητική δραστηριότητα, στην ανάπτυξη της εννοιακής σκέψης και στην ολότητα των αισθημάτων, των συγκινήσεων και της φαντασίας. Δεν υπάρχει νοητική διαδικασία χωρίς την κινητοποίηση του συναισθήματος και της φαντασίας, όπως και δεν υπάρχουν συναισθηματικές καταστάσεις χωρίς αλληλεπίδραση του διανοητού με το θυμικό. Επιστήμη, τέχνη και φιλοσοφία είναι προϊόντα διαφορετικών λειτουργιών της διαφοροποιημένης ολότητας που είναι ο εγκέφαλος – έδρα των συγκινήσεων, της φαντασίας και της έλλογης δραστηριότητας188.

Η προσωπικότητα προϋποθέτει έναν αριθμό σταθερών στοιχείων. Ωστόσο, αυτά τα στοιχεία δεν είναι αμετάβλητα με την απόλυτη έννοια του όρου. Εκδηλώνονται με διάφορους τρόπους, σε συνάρτηση με τις εξωτερικές συνθήκες. Η ιδιοσυγκρασία, με τη σειρά της, δεν είναι ανεξάρτητη από τη βιογραφία και τις συνθήκες ζωής του ατόμου. Η βιογραφία είναι το τελικό αποτέλεσμα της αλληλεξάρτησης και του αμοιβαίου καθορισμού των βιολογικών, των ψυχικών και των κοινωνικών παραγόντων – του συνόλου των καθορισμών της προσωπικότητας, η οποία δεν είναι το αποτέλεσμα κάποιας γραμμικής αιτιοκρατίας. Το άτομο, ως συνειδητή οντότητα, είναι ικανό να υπερβεί τους βιολογικούς, τους ιδιοσυγκρασιακούς και τους κοινωνικούς καθορισμούς. Αυτή η δυνατότητα είναι μία από τις προϋποθέσεις της ανθρώπινης ελευθερίας – γνώση της αναγκαιότητας και άρνησή της όταν αυτό είναι αναγκαίο. Η κοινωνία, γενικότερα, διευρύνει το πεδίο δυνατοτήτων της: Η γνώση του κόσμου είναι μία από τις προϋποθέσεις για τη χειραφέτηση του ανθρώπινου είδους από τις τυφλές φυσικές και κοινωνικές αναγκαιότητες189.

Μέχρι εδώ προσπάθησα να αναλύσω κρίσιμες στιγμές της ιστορικής διαδικασίας της ανθρωπογένεσης, και τόνισα τον αντιφατικό χαρακτήρα αυτής της διαδικασίας. Με βάση την προηγούμενη ανάλυση, θα μπορούσε κανείς να καταλήξει σε μια αφελή, αισιόδοξη αντίληψη για την ιστορία. Η αισιοδοξία αυτή είναι παρούσα στη μαρξιστική ανθρωπολογική παράδοση. Ακόμα και ο Μαρξ υπερεκτίμησε ενίοτε τις θετικές δυνατότητες της ανθρώπινης φύσης, και ο χυδαίος μαρξισμός πολλών επιγόνων (και ειδικά από μέρος του ημεδαπού ιερατείου) είδε την ιστορία (αντίθετα με τον Μαρξ) ως ένδοξη πορεία, η οποία θα αποκορυφωνόταν σε μια τέλεια κομμουνιστική κοινωνία. Αλλά η ιστορία παραμένει με όλη τη βαρβαρότητά της, τις τραγωδίες και τις διαψεύσεις της. Αντίθετα με αυτό το γεγονός, δεν είναι αυθαίρετο να ισχυριστούμε ότι δεν ζούμε το τέλος της Ιστορίας. Οι πλανητικοί ανταγωνισμοί του αιώνα που μόλις τελείωσε και αυτού που μόλις έχει αρχίσει, θα οδηγήσουν είτε στην αυτοκαταστροφή του ανθρώπινου είδους, είτε σε μια κοινωνία θεμελιωμένη σε μια ελεύθερα επιλεγμένη συλλογική μορφή κοινωνικής συμβίωσης.

Οι αντινομίες που γεννήθηκαν στη διαδικασία της πρώτης προσπάθειας για δημιουργία αταξικών κοινωνιών και η τραγική κατάρρευσή τους έθεσαν δύο αναπόφευκτα ερωτήματα: της επιστημονικής αξίας τους μαρξισμού και της δυνατότητας των ανθρώπινων κοινωνιών να ελέγξουν το ιστορικό γίγνεσθαι. Στο επίπεδο της ιδεολογίας, οι κύριες ιδεολογικές αποκλίσεις ήταν ο οικονομισμός και η αντίστοιχη γραμμική-αιτιοκρατική αντίληψη της ιστορίας. Σήμερα είναι ανάγκη να υπερβούμε αυτήν τη στρέβλωση. Να ανακτήσουμε το επιστημονικό κεκτημένο του μαρξισμού και να προωθήσουμε τη θεωρία, ώστε να βρεθεί σε αντιστοιχία με τις αντινομίες και τις δυνατότητες της εποχής μας. Αλλά η «επιστροφή στις ρίζες» δεν αρκεί: Η σημερινή επαναστατική θεωρία θα εμπλουτισθεί και θα ανοιχτεί σε ευρύτερους ορίζοντες, αν αξιοποιήσει κριτικά εκτός από τους κλασικούς, και την αναρχική παράδοση, καθώς και τον πλούτο των κομμουνιστικών ουτοπιών, αρχαίων, αναγεννησιακών και νεότερων190.

187.  V. Lénine, Cahiers Philosophiques, Éd. Sociales, 1995, σ. 139, 
162, 165.
188.  D. Stern, The Interpersonal World of the Infant, Basic Books Publ., 1985, σ. 42. Επίσης, Ε. Μπιτσάκη, Επιστήμη, τέχνη και φιλοσοφία. Η συνάντηση στο όριο, Ελίτροχος, Άνοιξη – Καλοκαίρι, 1997, σ. 13.
189.  Για το πρόβλημα ανθρωπογένεση-νοογένεση, βλ. Ε. Μπιτσάκη, Η ύλη και το πνεύμα, ό.π.
190.  Για την κατάρρευση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, βλ. Ε. Μπιτσάκη, Ένα φάντασμα πλανιέται, 3η έκδ., ΚΨΜ, Αθήνα, 2011.

Νέα Προοπτική τεύχος#550# Σάββατο 1 Ιουνίου 2013