Η ιδέα ήταν απλή. Μια παρέλαση στην Ειδομένη με αίτημα «Σύνορα ανοιχτά, ασφαλές πέρασμα στην Ευρώπη». Κάπως έτσι ξεκινήσαμε από την Αθήνα, καμιά τριανταριά άτομα, για να πραγματοποιήσουμε το OPEN BORDER PARADE.
Δεν μεταφέραμε ανθρωπιστική βοήθεια, δεν πηγαίναμε να εργαστούμε εθελοντικά. Πηγαίναμε μόνο για να πούμε σε αυτούς τους ανθρώπους ότι εδώ δεν ήταν ξένοι. Είχε κάποια αξία αυτό; Ακόμα δεν ξέραμε.
Δέκα τρεις ώρες μας πήρε για να φτάσουμε. Οι κλειστοί δρόμοι μας ανάγκασαν να κάνουμε τον γύρο της Ελλάδας.
Τα νέα που έρχονταν μιλούσαν για δεκάδες πούλμαν που ανέβαιναν. Στο βενζινάδικο, το γνωστό βενζινάδικο της τηλεόρασης, είναι η πρώτη στάση των προσφύγων, όπου μετά, με σειρά προτεραιότητας ανεβαίνουν στην Ειδομένη, είκοσι χιλιόμετρα μακριά. Οι σκηνές της Ύπατης Αρμοστείας στέγαζαν ήδη εκατοντάδες ανθρώπους όταν φτάσαμε.
Στον καταυλισμό της Ειδομένης φτάσαμε κατά τις έντεκα το βράδυ. Στο δρόμο τα πούλμαν μας προσπερνούσαν συνεχώς. Όποιος έφτανε πρώτος θα πέρναγε και πρώτος τα σύνορα. Έτσι πήγαινε η σειρά. Βενζινάδικο, κάτω καταυλισμός Ειδομένης, επάνω καταυλισμός, πέρασμα. Στον κάτω καταυλισμό μας είπαν πως υπήρχε μια σκηνή για εμάς. Μια από εκείνες τις μεγάλες τέντες της Ύπατης Αρμοστείας. Μέχρι να τακτοποιήσουμε τα πράγματα ήρθε το μήνυμα πως έπρεπε να μετακινηθούμε. Οι πρόσφυγες ανέβαιναν συνεχώς με έναν ρυθμό που κανένας δεν είχε προβλέψει. Σύντομα καταλήξαμε να στήνουμε ατομικές σκηνές κάτω από τη βροχή.
Στο μεταξύ τα πούλμαν συνέχιζαν να φτάνουν. Άνθρωποι στη σειρά για καταμέτρηση και τακτοποίηση στις σκηνές. Ένας υπνόσακος και λίγα μπισκότα ήταν τα πρώτα πράγματα που έπαιρναν πριν μπουν στις τέντες.
Η επόμενη ημέρα μας βρήκε βρεγμένους και ταλαιπωρημένους μιας και οι σκηνές δεν άντεξαν και γέμισαν νερά. Ποιος νοιαζόταν όμως! Έξω ο καταυλισμός είχε γεμίσει παιδικές φωνές. Όλοι τρέχανε στην μοναδική βρύση για την πρωινή καθαριότητα. Δεν μπορούσα να μην προσέξω πόσο σχολαστικοί ήταν οι άνθρωποι με αυτό, παρά τις δύσκολες συνθήκες στις οποίες ζούσαν.
Στον επάνω καταυλισμό, πέντε λεπτά με τα πόδια από τον κάτω, τα πράγματα ήταν λίγο καλύτερα. Οι τέντες είχαν κρεβάτια, οι τουαλέτες κανονικές, οι βρύσες στεγασμένες. Οι γιατροί χωρίς σύνορα, ο Ερυθρός Σταυρός και οι διάφορες ΜΚΟ είχαν στημένες σκηνές προσπαθώντας να εξυπηρετήσουν κόσμο. Έκαναν καλά τη δουλειά τους. Η αυθόρμητη αλληλέγγυα προσφορά όμως δεν ήταν αποδεκτή εδώ. Μόνο στον κάτω καταυλισμό, μια ομάδα εθελοντών από την Θεσσαλονίκη μαγείρευε για τον κόσμο. Η αντιπαλότητα με τις δομές του επάνω οικισμού ήταν εμφανής. Ευτυχώς, ως εκείνη τη στιγμή τουλάχιστον, δεν είχε αποβεί σε βάρος των προσφύγων.
Ένα πράγμα που πρόσεχες αμέσως σε αυτούς τους ανθρώπους ήταν το χαμόγελο. Αν κάποιος περίμενε να δει απελπισία και απόγνωση στα μάτια τους γελάστηκε. Δέχονταν με χαρά την καλημέρα που τους λέγαμε κι ανταπέδιδαν χαρούμενοι. Ήταν πάντα πρόθυμοι να μιλήσουν γι’ αυτά που άφησαν πίσω, να πουν την προσωπική τους ιστορία, αλλά πάντα με μια ελπίδα για την καινούρια ζωή που τους περίμενε.
Κατά τις δώδεκα το μεσημέρι κάναμε την πρώτη μας συγκέντρωση για την παρέλαση. Αυτό που έγινε δεν το περιμέναμε. Ξαφνικά ξεπετάχτηκαν από παντού παιδιά. Ούτε κατάλαβα πώς στήθηκε εκείνο το γλέντι. Πώς βρεθήκαμε να χορεύουμε και να τραγουδάμε, να ζωγραφίζουμε και να αγκαλιαζόμαστε με όλον εκείνο τον κόσμο. Όταν βρίσκεσαι τόσους μήνες στον δρόμο, η χαρά δεν θέλει πολύ για να ξεσπάσει.
Κατά τις τρεις έγινε και η παρέλαση, κάτω από τη βροχή αυτή τη φορά. Νέο ξέσπασμα χαράς, νέο γλέντι. Το σύνθημα «Σύνορα ανοιχτά» και «Ασφαλές πέρασμα» ακούστηκε στα ελληνικά, αγγλικά, τούρκικα, αραβικά και φαρσί. Το φώναξαν όλοι, ανεξάρτητα από τη γλώσσα που μιλούσαν. Για λίγο, άνθρωποι από τόσο διαφορετικές κουλτούρες μιλήσαμε την ίδια γλώσσα.
Μετά την παρέλαση έπρεπε να βρούμε μέρος να κοιμηθούμε. Στις σκηνές ήταν πια αδύνατον. Τα περισσότερα πράγματά μας είχαν βραχεί. Το καφενεδάκι του σταθμού ήταν το μόνο μας καταφύγιο.
Εκεί μάθαμε και για μια άλλη όψη της πραγματικότητας. Ο ιδιοκτήτης μας μίλησε για τη μεγάλη μπίζνα που έχει στηθεί γύρω από τους πρόσφυγες. Για τις τρεις καντίνες όπου ιδιοκτήτης είναι ο δήμαρχος της περιοχής και κάποιοι δικοί του. Για το μεγάλο εγκαταλελειμμένο κτίριο, το οποίο θα μπορούσε με λίγες επισκευές να στεγάσει όλους αυτούς τους ανθρώπους, αλλά αντί γι’ αυτό προτιμήθηκε η λύση των σκηνών, μια λύση που κόστισε πολύ πάρα πάνω. Αλήθεια, προσωπικές εκτιμήσεις και πικρίες, δεν ξέρω.
Εκεί έμαθα και για τους αόρατους ανθρώπους. Κάποιους τους συνάντησα κιόλας. Πρόκειται γι’ αυτούς που φτάνουν στα σύνορα χωρίς χαρτιά. Ξέρουν ότι δεν θα περάσουν αλλά δεν έχουν άλλη λύση από το να περιμένουν την ευκαιρία. Είναι οι άνθρωποι που κρύβονται μέσα στο δάσος για να μην πέσουν στα χέρια της αστυνομίας. Ζουν χωρίς οικογένεια και βρίσκονται εκεί αρκετό καιρό. Εκεί βλέπεις πραγματικά την απόγνωση που δεν βλέπεις στον καταυλισμό.
Την επομένη ετοιμαστήκαμε για το ταξίδι της επιστροφής. Μια τελευταία βόλτα στον επάνω καταυλισμό όμως, μας προετοίμασε γι’ αυτό που ερχόταν. Ήδη από την προηγούμενη, η γειτονική χώρα είχε επιστρέψει δύο πούλμαν με την δικαιολογία ότι δεν είχε χώρο να τους φιλοξενήσει, άλλα δύο είχαν γυρίσει στην Αθήνα, γιατί οι άνθρωποι δεν είχαν διαβατήρια. Τα σύνορα ήταν πια κλειστά. Ο εκνευρισμός μεγάλος. Η είδηση είχε διαδοθεί πολύ γρήγορα. Οι άνθρωποι εγκατέλειπαν άτακτα το βενζινάδικο, προσπαθώντας να φτάσουν στα σύνορα. Τους βλέπαμε στην άκρη του δρόμου να περπατάνε, φορτωμένοι τα πράγματά τους. Τα όσα ακολούθησαν είναι πια γνωστά.
Κάνοντας έναν απολογισμό γι’ αυτό το ταξίδι, σκέφτομαι ένα πράγμα. Τελικά, και η απλή ανθρώπινη παρουσία, το χαμόγελο και η ανθρώπινη επαφή, πέρα από την υλική προσφορά, έχουν την αξία τους για τους ανθρώπους που είδαν τη ζωή τους να καταστρέφεται και βρίσκονται στο δρόμο, ξένοι και με αβέβαιο μέλλον.
Π.X.
29-2-2016