«ΕΛ.ΑΣ : εμπροσθοφυλακή της κοινωνίας»;
«Επανάσταση με σεβασμό στον Νόμο»
Διαβάστε το μέρος 1ο: http://www.eek.gr/index.php/g-articles/4590-elas-petkas
μέρος 2ο (τελευταίο)
ΙΙΙ) Είχε παρατηρηθεί και παλαιότερα το φαινόμενο Αριστεροί να μεταλλάσσονται σε υπερασπιστές του εμπορευματικού «πολιτισμού» που εχθρεύεται, πριν απ’ όλα και πάνω απ’ όλα, την ανθρώπινη σκέψη. Αυτοί οι πρώην Αριστεροί και νεοπροσήλυτοι Αντιδραστικοί κατατρύχονταν, σχεδόν πάντοτε, από τις «αριστερές αμαρτίες» τους γι’ αυτό και επεδίωκαν να σκοτώσουν τον παλαιότερο εαυτό τους. Αυτή η διαπίστωση ίσως να ώθησε τον Richard Grossman να πει, με αξιομνημόνευτη δηκτικότητα: «Η τελική μάχη θα είναι ανάμεσα στους κομμουνιστές και στους τέως κομμουνιστές». (Παρατίθεται στο: Ράσελ Τζάκομπυ, Ασαφής Εικόνα. Ουτοπική σκέψη για μια αντιουτοπική εποχή, εκδόσεις Νησίδες, σελ. 73). Μόνο που εκείνοι οι τέως Αριστεροί του μεταπολεμικού μας, κυρίως, παρελθόντος, λύγισαν συνεπεία φρικτών ανθρωπογενών στερήσεων και βασάνων στα μαρμαρένια αλώνια της Μακρονήσου και στα εθνοφελή υπόγεια των αστυνομικών υπηρεσιών· λύγισαν γιατί το κίνημα πολιτικής και κοινωνικής αλλαγής προδόθηκε και… πρόδωσε. Αναφερόμενοι στους σημερινούς ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ και στα κυβερνητικά στελέχη πρέπει να τονίσουμε, με τον πλέον σαφή και κατηγορηματικό τρόπο, ότι η εμετική πολιτική και κοινωνική μεταστροφή τους, ουδόλως οφείλεται σε ανθρωπογενείς στερήσεις και βάσανα. Αυτοί οι τέως Αριστεροί (στον βαθμό που ήσαν Αριστεροί, έστω κατά καταχρηστικήν έννοια) μετεστράφησαν σε δύναμη Συντήρησης και Αντίδρασης συνεπεία ανθρωπογενούς ευμάρειας και καταναλωτικής χαύνωσης. Είναι κάθιδροι εξ αιτίας των υπουργικών τους αξιωμάτων, όχι για κανέναν άλλο λόγο. Έσπευσαν να ανταλλάξουν το ερυθρό (ή έστω υπέρυθρο) παρελθόν τους, με αυτοκίνητο (με οδηγό!), με παχυλήν αντιμισθία, συστήματα οικιακής ασφάλειας και αριθμημένες (και προσωποποιημένες) θέσεις στάθμευσης. Απαρνήθηκαν το κριτικό τους δαιμόνιο που, κατά συνθήκην τουλάχιστον, τους διέκρινε, για να αποσπάσουν τηλεοπτική αναγνώριση και εξουσιαστικήν έγκριση. Αυτοί που ενωρίτερα συμπεριφέρονταν ως μαρξιστικότεροι του Μάρξ, ως σύγχρονοι «κακοδαιμονισταί» «pour épater le bourgeois» (για να σοκάρουν την αστική κοινωνία με μια ειρωνική διόγκωση της δικής της συμπεριφοράς), αφέθηκαν στην βολική και επικερδή διαδικασία ενός απονεκρωτικού embourgeoisement («αστοποίησης»). Αυτοί οι μέχρι χθες επάγγελμα έχοντες την ιδιοτελή (όπως αποδείχτηκε ήδη) κριτική του εμπορίου, υπέκυψαν τελικά στο εμπόρευμα, λησμονώντας(;) ότι στον καπιταλιστικό, εμπορευματικό κόσμο το «κατέχειν αντικαθιστά το είναι και η αμοιβαία εκμετάλλευση αντικαθιστά την αλληλοβοήθεια» (Μάρτιν Μπούμπερ).
Οι ζωγράφοι και λοιποί καλλιτέχνες της Αναγέννησης στην Ιταλία πολεμούσαν τους ρωμαιοκαθολικούς παπάδες πολύ πιο αποτελεσματικά απ’ όσο οι προτεστάντες Σάξονες θεολόγοι με μορφές γεμάτες δύναμη, γελαστά πρόσωπα, μεθυσμένα απ’ την χαρά της ζωής, σφριγηλή σάρκα. Αποδείχτηκε πως οι γοφοί της Αφροδίτης παρίσταναν «θέσεις» πολύ ριζοσπαστικότερες από εκείνες που επικόλλησε ο Γερμανός καλόγερος (Λούθηρος) στην πύλη του ναού του Βίττεμπεργκ. (βλ. Χαινριχ Χάινε, Η Ρομαντική Σχολή, εκδόσεις «στιγμή» σελ. 28). Αυτοί, λοιπόν, που αντιστάθηκαν στα επιχειρήματα των θεωρητικών απολογητών του εμπορευματικού κόσμου, στάθηκαν ανίκανοι να ξεφύγουν από την καταστροφική ελκτική δύναμη του εμπορεύματος. Εν κατακλείδι: η εμετική αντιστροφή του ΣΥΡΙΖΑ σε δύναμη αντίδρασης και καταστολής με «εμπροσθοφυλακή της κοινωνίας» την αστυνομία (sic!), ΔΕΝ οφείλεται, όπως στην εμφυλιακή και μετεμφυλιακή περίοδο, σε ανθρωπογενή εξάντληση του αγωνιστικού φρονήματος αδικαίωτων μαχητών για τους οποίους η συνέχιση του αγώνα ή ένας νέος αγώνας παρίστατο, πλέον, ως μη ρεαλιστική επιλογή. ΟΧΙ, δεν πρόκειται γι’ αυτό! Άλλη, πολύ πιο βαθειά και δυσδιάκριτη, είναι η αιτία.
ΙV) Τελικά, πώς συνέβη και οι άνθρωποι που ξεκίνησαν, χάριν εσωτερικής πνευματικής παρακίνησης, να «ταρακουνήσουν τον κόσμο από τους μεντεσέδες του» (Γκέρσομ Σόλεμ), εκείνοι που κάποτε άστραφταν από διαμαρτυρία και επανάσταση να ξεπουλήσουν, για ένα πιάτο φακές αστραφτερής κενοδοξίας, την όποια αγωνιστική τους ιστορία, την αξιοπρέπεια κι αυτήν ακόμη την ίδια την λογική τους; Πώς συνέβη και εκείνοι οι ηρακλείς της αλλαγής και της ανανέωσης να αντιστραφούν σε θλιβερούς φορείς κενόδοξης αλαζονείας και κοινωνικής υπεροψίας οι οποίοι συναλλάσσονται ταπεινωτικά με θεόληπτους ρασοφόρους απατεωνίσκους, υπεραμύνονται του καπιταλιστικού συστήματος που έχει προαγάγει την εγωïστική ιδιοτέλεια σε υπέρτατο κανόνα συμπεριφοράς και θεωρεί συμβατή την δημόσια αθλιότητα με την ιδιωτική πολυτέλεια; (Pubice egestas, privatim opulentia, κατά τον Ρωμαίο ιστορικό Σαλλούστιο). Τους έλειπε η εμπιστοσύνη στην διδασκαλία που οι ίδιοι εκήρυτταν, η εμπιστοσύνη στον λαό που τους εμπιστεύθηκε. Την ίδια την ημέρα της ανάληψης της αριστερής κυβερνητικής εξουσίας, ανέλαβαν τον αγώνα, όχι εναντίον των εχθρών της Αριστεράς και του σοσιαλισμού, αλλά εναντίον των συνεπών υπερασπιστών τους. (πρβλ. Έρνστ Τόλλερ, Ήμουν ένας Γερμανός. Η αυτοβιογραφία ενός επαναστάτη. Εκδόσεις Ερατώ, σελ. 205). Το έκαναν και εξακολουθούν να το κάνουν sine ira et studio (χωρίς θυμό και ζήλο). Διέσπειραν συνθήματα στα οποία δεν πίστευαν, μεθοδικά και ψυχρόαιμα. Τελικά, για όλους αυτούς η αριστερή αγωνιστική ζωή δεν συνιστούσε εμπειρία απελευθέρωσης και ερέθισμα κριτικής, δεν πρόσφερε δυνατότητα κοινωνικού οραματισμού και ηθικής έξαρσης. Τουναντίον: σηματοδοτούσε οπισθόβουλες σκέψεις ιδιοτελούς πολιτικής ανέλιξης που κατέληξε σε πηγή αναστολών και παράγοντα ελέγχου της κοινωνικής συμπεριφοράς του λαού. Από εδώ εκπηγάζει η νέα κοινωνική ηθική τους που ώθησε την περιφερειάρχη Αττικής Ρένα Δούρου να πει στο τελευταίο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ -όπου βασίλευαν ήθη αυλικής συναλλαγής και ραδιουργίας που τρέφουν τον μηχανισμό κομματικής επιβίωσης και ανέλιξης- «φτιάχνουμε μια νέα Αριστερά, μακριά από εύκολες λύσεις και ιδεολογικές καθαρότητες. ΛΕΡΩΝΟΥΜΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ…»
Ωστόσο προϋπόθεση του να «λερώσουν τα χέρια» τους είναι να έχουν ανώνυμες ψυχές. Αυτή η ρητορική αυθάδεια συνιστά ένα ευθαρσές λεξιλόγιο κοινωνικής ανορθοδοξίας και αναλγησίας! Οι άνθρωποι αυτοί, ακόμη κι όταν βρίσκονταν στις καλύτερες «αριστερές» στιγμές τους, ΔΕΝ δυσπιστούσαν απέναντι στους αστικούς θεσμούς, απέναντι στο αστικό κράτος. Η εναντίωσή τους απέναντι στην αστική τάξη, στο αστικό κράτος και τους θεσμούς του, απέναντι στον καπιταλισμό, ακόμη και στην περίπτωση που ήταν ειλικρινής κατά διαστήματα, είχε αμιγώς πολιτικά χαρακτηριστικά. Είχαν πείσει τον εαυτό τους, ακόμη κι όταν βρίσκονταν στις καλύτερες στιγμές τους, να υποτάξουν διάνοια και ηθική σε έναν ευρύτερο, μακρινό στόχο που συχνά δεν ήταν καν ορατός ούτε σαφής. Η εναντίωσή τους ΔΕΝ ενείχε ηθικό χαρακτήρα. Κάτι τέτοιο θα το κατακεραύνωναν ως «ηθικισμό» απόλυτα εξοβελιστέο από την πολιτική οπτική τους. Εδώ εδράζεται η διαχρονική αδυναμία τους! Ζούσαν μέσα σε λέξεις, όχι μέσα σε πράγματα κι όταν αντιλήφθηκαν την «μέγιστη βραδύτητα των πραγμάτων» (Μάθιου Άρνολντ), όταν, πλέον, είχαν «πολύ συζητήσει» όταν «είχαν καταπονηθεί με τις λέξεις» (Festugière) -σαν γνήσια πνευματικά τέκνα του μακαρίτη Λεωνίδα Κύρκου- επειδή ακριβώς δεν είχαν μέσα τους ένα αδιόρατο ηθικό σύνορο, που θα απέτρεπε την καθίζησή τους στον καπιταλιστικό βάλτο, όταν βρέθηκαν έντρομοι στους θώκους της κυβερνητικής εξουσίας, ανακάλυψαν (και προτίμησαν) την «άκαμπτη αιτιοκρατία» του καπιταλιστικού πεπρωμένου και όχι το τρομακτικό μεν, ζωογόνο δε, βάρος της αντικαπιταλιστικής πολιτικής συμπεριφοράς και ευθύνης. Επειδή έβλεπαν, στο ζενίθ της «επαναστατικότητάς» τους, την ελευθερία ως «αστική προκατάληψη – ψευδαίσθηση» και όχι ως αίσθηση ζωής, ως συνείδηση που αποδίδει στον άνθρωπο αξιοπρέπεια και αυτοσεβασμό, έφθασαν σήμερα στο σημείο να προσφεύγουν σε διανοητική αυτοδικία, να προτάσσουν, δηλαδή, την αστυνομία για την αναιδή επιβολή της μεταλλαγμένης γνώμης τους πάνω σε άλλους ακόμη και με την βία.
Μετά ταύτα, αναμενόμενο ήτανε να φτιάξουν «μια νέα Αριστερά, μακριά από εύκολες λύσεις και ιδεολογικές καθαρότητες…» Μόνο που θάπρεπε να τους υπομνήσουμε ότι έπονται ιστορικά και ιδεολογικά και στο σημείο τούτο: προηγήθηκε ο Δούκας του Ουέλλιγκτον που δήλωσε εαυτόν οπαδό της «Επανάστασης με σεβασμό στον νόμο» (προφανώς πρόκειται για το είδος του νόμου που πρότεινε ο ίδιος και οι ομόφρονές του). (Βλ. Matthew Arnold, Κουλτούρα και Αναρχία, εκδόσεις Πάπυρος, σελ. 306).
6 – ΧΙ – 2016
Πέτρος Πέτκας