Οι αλλεπάλληλες ανακοινώσεις για δασμούς σε κινεζικά προϊόντα από τις ΗΠΑ και η ανταπάντηση της Κίνας με δασμούς σε αμερικανικά προϊόντα έχει οδήγησει σε κορύφωση την αναταραχή στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου με “βουτιές” στα όρια του κραχ στα χρηματιστήρια στις αρχές της δεύτερης εβδομάδας του Mαΐου.
Η πίεση ήταν τέτοια που υποχρέωσε τον Τράμπ σε δηλώσεις κατευναστικές, όσον αφορά τις προοπτικές των διαπραγματεύσεων, που παρ’ όλα αυτά συνεχίζονται μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου.
Στο μεταξύ, όμως, οι ΗΠΑ επέβαλαν αύξηση των δασμών από 10% σε 25% σε εξαγωγές ύψους 200 δις δολ. της Κίνας προς τις ΗΠΑ και η Κίνα ανακοίνωσε την επιβολή δασμών σε εισαγωγές 60 δις δολ. αμερικανικών προϊόντων στην Κίνα.
Τα επόμενα 24ωρα αναμένεται να ξεκαθαριστεί αν πράγματι υπάρχει κάποιου είδους πρόθεση υπαναχώρησης μεταξύ των δύο πλευρών ή όχι.
Η ανησυχία και οι δραματικές αντιδράσεις από την πλευρά των αγορών κεφαλαίου προοιωνίζονται εξαιρετικά βίαιες, αν οι διαπραγματεύσεις οδηγηθούν σε κατάρρευση, όπως φάνηκε στις αρχές της εβδομάδας…
Στο μεταξύ στον διεθνή οικονομικό τύπο έχει αρχίσει να εξελίσσεται μία προσπάθεια να εκτιμηθούν οι πραγματικοί κίνδυνοι -οικονομικοί και γεωπολιτικοί- και το μέχρι που μπορεί να φτάσει ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ Κίνας – ΗΠΑ σε περίπτωση που δεν γίνει δυνατή μία συμφωνία.
Ή, ακόμα και τι είδους συμφωνία θα μπορούσε να υπάρξει, αν οι δύο πλευρές κατάφερναν να “συμφωνήσουν”.
Μία από τις “θεωρίες” που έχουν δεί το φως της δημοσιότητας από σοβαρούς αστούς αναλυτές είναι ότι ΗΠΑ και Κίνα θα μπορούσαν να κινηθούν στα όρια μιας σύμφωνίας τύπου Πλάζα 1985, όταν με την ασφυκτική πίεση των ΗΠΑ επιβλήθηκε μία νομισματική συμφωνία σταθεροποίησης των συναλλαγματικών ισοτιμιών κυρίως μεταξύ μάρκου/γιέν και δολαρίου, με βασικούς “χαμένους” τότε το γιέν και το μάρκο.
Πράγματι η συμφωνία του Πλάζα (πρόκειται για το όνομα του ξενοδοχείου της Νέας Υόρκης στο οποίο είχε υπογραφεί η συμφωνία) φάνηκε τότε σαν να ανέκοψε τα αλλεπάλληλα κύματα αναταραχών στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων, προϊόντων και συναλλάγματος στα μέσα της δεκαετίας του 80.
Αλλά όχι για πολύ, αφού δύο χρόνια (1987) μετά ξέσπασε νέος κύκλος αναταραχών με πρώτη στάση την “Μαύρη Δευτέρα” στις 19 Οκτώβρη όταν τα χρηματιστήρια κατέρρευσαν μέσα σε μία μέρα, η Γουώλ Στρήτ έπεσε κατά 22%, το City 26%, το Χογκ Κογκ 45%… Η άμεση αντίδραση της Fed με την δήλωση Γκρίνσπαν ότι θα δώσει ό,τι κεφάλαια χρειάζονται για να μη υπάρξει κρίση ρευστότητας ανέκοψε τις συνέπειες. Οι προσπάθειες να ερμηνευθεί η “μαύρη Δευτέρα” στον διεθνή οικονομικό τύπο έχουν αφήσει πολλά κενά και ερωτηματικά.
Όμως ήταν η πρώτη κρίση μετά το Πλάζα, όχι η τελευταία…
Τι είχε συμβεί; Η συμφωνία στο Πλάζα στην πραγματικότητα δημιούργησε τις νομισματικές προϋποθέσεις για να προχωρήσει η Ουάσιγκτον στην μεγαλύτερη απελευθέρωση (νομικά/θεσμικά) της κίνησης κεφαλαίων στην ιστορία του καπιταλισμού μετά το 1929.
Περίπου 40 χρόνια ενωρίτερα σε μία αλλη συμφωνία –άλλης κλίμακας και διαφορετικών συνθηκών– σ’ αυτή του Μπρέττον Γούντς, οι ΗΠΑ είχαν επιβάλει την συναλλαγματική και νομισματική σταθεροποίηση σε παγκόσμια κλίμακα με την σταθεροποίηση της σχέσης χρυσού – δολαρίου. Και μέσω αυτής είχαν χρηματοδοτήσει την καπιταλιστική ανοικοδόμηση στην Ευρώπη μετά τον πόλεμο εγκαθιδρύοντας το δολάριο σαν το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα.
Το 1985 η συμφωνία στο Πλάζα έγινε η πλατφόρμα πάνω στην οποία δρομολογήθηκε η μεγαλύτερη απελευθέρωση στην κίνηση κεφαλαίων διεθνώς, αυτό που αργότερα ονομάσθηκε “παγκοσμιοποίηση”, αλλά στην πραγματικότητα ξεκίνησε σαν η παγκοσμιοποίηση του χρηματιστικού κεφαλαίου προκαλώντας την κατακόρυφη άνοδο των χρηματιστηριακών τιμών. Μια άνοδο για πρώτη φορά τόσο αναντίστοιχη με εκείνη της παραγωγικής διαδικασίας, μία άνοδο που τροφοδότησε την “φούσκα” που έσκασε για πρώτη φορά στις 19/10/1987, για να ακολουθήσουν πολλά άλλα ισχυρά “επεισόδια” μέχρι το 2008.
Η τεράστια διαφορά μεταξύ του 1985 και του 2019 είναι ότι η υπερσυσσώρευση του χρηματιστικού κεφαλαίου έκτοτε, παρά τις αλλεπάλληλες “φούσκες” που έσκασαν ποτέ δεν “ξεπέρασε” την κρίση που την γέννησε ήτοι την κατάρρευση της συμφωνίας του Μπρέττον Γούντς τον Αύγουστο του 1971.
Αντίθετα κάθε βήμα –από τις κεντρικές τράπεζες- για να αντιμετωπισθούν οι συνέπειες των σπασμών μέσα από τους οποίους εξελισσόταν, προκαλούσε ακόμα μεγαλύτερη μεγέθυνση του “χρέους”, ιδιωτικού και κρατικού σε διαστάσεις τερατώδεις που να καθιστούν πλέον απολύτως ασύμβατη και αδύνατη την “αξίωσή” του μέσα από την εκμετάλλευση της εργασίας.
Αυτή η “ποιοτική” και “ποσοτική” διαφορά καθιστά αδύνατη μια συμφωνία τύπου Πλάζα με στόχο μία νομισματική συμφωνία μεταξύ γουάν – δολαρίου και προφανώς ευρώ και γιεν. Μια συμφωνία που σύμφωνα με τους αστούς αναλυτές θα μπορούσε να εκτονώσει τις αντιθέσεις και να εξισορροπήσει τις αντιφάσεις που εκδηλώνονται αυτές τις μέρες με τον παροξυσμό του εμπορικού πολέμου τιμών και δασμών…
Γ. Aγγ.