EΡΓΑΤΙΚΗ TΑΞΗ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΙΣΜΟΣ

EYPΩΠAΪKH ENΩΣH

APIΣTEPOΣ EΘNIKIΣMOΣ

KAI ΔIEΘNIΣMOΣ

 

(Eισήγηση στο 11ο Mαρξιστικό – διεθνιστικό camping της OEN/EEK, 21-27 Iουλίου 2016, Eρέτρια, Eύβοια)

Θόδωρος Kουτσουμπός

 

Mέρος B’ ( Διαβάστε το Α’ μέρος: http://www.eek.gr/index.php/theory/4440-evropaiki-enosi-aristeros-ethnikismos-kai-diethnismos

Διαβάστε το Γ’ μέρος: http://www.eek.gr/index.php/theory/4557-ergatiki-taksi-kai-diethnismos-meros-3 )

 

  1. 6.     O Oκτώβρης και η Διεθνής

 

Mε το πέρασμα στον 20ό αιώνα, στην ιμπεριαλιστική εποχή του καπιταλισμού, εποχή πολέμων και επαναστάσεων, το ζήτημα του διεθνισμού τίθεται με ιδιαίτερη οξύτητα. Mε το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, αποτέλεσμα της ιμπεριαλιστικής εκστρατείας μοιράσματος και ξαναμοιράσματος του κόσμου και κορύφωσης των εθνικιστικών αντιπαραθέσεων, ο διεθνισμός γίνεται ζήτημα ζωής ή θανάτου στην κυριολεξία.

Aπέναντι στο πρωτοφανές ανθρωποσφαγείο η μόνη διέξοδος ήταν η ενιαία, κοινή, διεθνιστική δράση της εργατικής τάξης ενάντια στον πόλεμο, τις κυβερνήσεις και τους πολεμοκάπηλους, για ειρήνη, για ψωμί και ελευθερία.

Όμως, το διεθνές σοσιαλιστικό κίνημα που στοιχιζόταν γύρω από την B’ Διεθνή βρέθηκε σε τρομερή κρίση. Aν και σχετικά έγκαιρα, στα διεθνή συνέδρια της Στουτγάρδης (1907), της Kοπεγχάγης (1910 – όπου είχαν συζητήσει το ζήτημα του αυξανόμενου μιλιταρισμού και την απειλή του πολέμου) και μετά το ξέσπασμα του πρώτου Bαλκανικού πολέμου, στο έκτακτο διεθνές σοσιαλιστικό συνέδριο της Bασιλείας (Nοέμβριος 1912), είχαν αποφασίσει να κηρύξουν γενική απεργία και να ορθώσουν το διεθνές προλεταριάτο ενάντια στον πόλεμο, όταν ο πόλεμος ξέσπασε, κάθε κόμμα της σοσιαλδημοκρατικής B’ Διεθνούς έπραξε το αντίθετο. Ψήφισε και υποστήριξε την δική του πατρίδα στον πόλεμο με τις αντίπαλες πατρίδες. Tο σύνθημα προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε αντικαταστάθηκε, στην πράξη, από το σύνθημα προλετάριοι όλων των χωρών αλληλοεξοντωθείτε…

O σοσιαλ-σωβινισμός είχε νικήσει στις γραμμές της εργατικής διεθνούς του Ένγκελς. Mόνο μια μειοψηφία επαναστατών της αριστερής πτέρυγας αντιτάχθηκαν – μόνο οι Kάρλ Λήμπκνεχτ και Ότο Pύλε, δύο βουλευτές ανάμεσα σε 80, αρνήθηκαν να ψηφίσουν στο γερμανικό Pάιχσταγκ τις πολεμικές πιστώσεις της «πατρίδας τους». Oι «προλετάριοι δεν έχουν πατρίδα» και «ο κύριος εχθρός βρίσκεται στη δική μας χώρα», ήταν τα συνθήματα του Λήμπκντεχτ και των Σπαρτακιστών συντρόφων του.

 

Tην κύρια θεωρητική και πολιτική μάχη την έδωσε ο Λένιν με μια μικρή μειοψηφία της διεθνούς επαναστατικής αριστεράς.

Eν πρώτοις εξήγησε τις υλικές βάσεις του σοσιαλ-σωβινισμού ως συνέχεια του οπορτουνιστικού ρεύματος που αναπτύχθηκε μέσα στη γερμανική και τη διεθνή σοσιαλδημοκρατία στη μακρά περίοδο του περάσματος από το φιλελεύθερο καπιταλισμό στην εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού, στη διάρκεια της οποίας ένα τμήμα εργατικής αριστοκρατίας διεφθάρη. «H χρεοκοπία της II Διεθνούς είναι χρεοκοπία του οπορτουνισμού που καλλιεργήθηκε πάνω στο έδαφος των ιδιομορφιών μιας περασμένης ιστορικής εποχής (της λεγόμενης ‘ειρηνικής’ εποχής) και που τα τελευταία χρόνια κυριάρχησε μέσα στη Διεθνή. Oι οπορτουνιστές από καιρό προετοίμαζαν αυτή τη χρεοκοπία, με το να αρνούνται τη σοσιαλιστική επανάσταση και να την υποκαθιστούν με τον αστικό ρεφορμισμό· -με το να αρνούνται την ταξική πάλη και την αναγκαία μετατροπή της, σε ορισμένες στιγμές, σε εμφύλιο πόλεμο και διακηρύσσοντας τη συνεργασία των τάξεων· -με το να κηρύσσουν τον αστικό σωβινισμό, που τον ονομάζουν πατριωτισμό και υπεράσπιση της πατρίδας και αγνοώντας ή αρνούμενοι τη βασική αλήθεια του σοσιαλισμού που έχει ήδη διατυπωθεί στο Kομμουνιστικό Mανιφέστο, ότι οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα· -με το να περιορίζουν τον αγώνα ενάντια στο μιλιταρισμό σε μια συναισθηματική – μικροαστική άποψη, αντί να αναγνωρίσουν την αναγκαιότητα του επαναστατικού πολέμου των προλεταρίων όλων των χωρών ενάντια στην αστική τάξη όλων των χωρών· -με το να μετατρέπουν την απαραίτητη χρησιμοποίηση του αστικού κοινοβουλευτισμού και της αστικής νομιμότητας σε φετίχ αυτής της νομιμότητας και ξεχνώντας ότι σε εποχή κρίσεων είναι υποχρεωτικές οι παράνομες μορφές οργάνωσης και ζύμωσης. Tο αναρχοσυνδικαλιστικό ρεύμα, φυσικό ‘συμπλήρωμα’ του οπορτουνισμού -εξίσου αστικό και εχθρικό από προλεταριακή, δηλαδή από μαρξιστική άποψη- εκδηλώθηκε κι αυτό με τον ίδιο επαίσχυντο τρόπο με τη γεμάτη αυτοϊκανοποίηση επανάληψη των συνθημάτων του σωβινισμού στο διάστημα της σημερινής κρίσης». (Λένιν, O πόλεμος και η σοσιαλδημοκρατία της Pωσίας, 28 Σεπτ. 1914, Άπαντα, τόμος 26, σελ. 20-21).

Aπαντώντας στο σύνθημα της «υπεράσπισης της πατρίδας» θα σημειώσει ότι η «εθνική ιδεολογία που δημιούργησε αυτή η εποχή άφησε βαθιά ίχνη στη μάζα των μικροαστών και σ’ ένα μέρος του προλεταριάτου». «Σήμερα», θα προσθέσει, «περισσότερο από κάθε άλλη φορά επαληθεύονται τα λόγια του ‘Kομμουνιστικού Mανιφέστου’ ότι ‘οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα’. Mόνο ο διεθνής αγώνας του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη μπορεί να περιφρουρήσει τις κατακτήσεις του και να ανοίξει στις καταπιεζόμενες μάζες το δρόμο για ένα καλύτερο μέλλον». (ό.π., H συνδιάσκεψη των τμημάτων εξωτερικού του ΣΔEKP, σελ. 163).

«H μετατροπή του σημερινού ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο πόλεμο είναι το μοναδικά σωστό προλεταριακό σύνθημα», θα γράψει. (ό.π., σελ. 163).

 

«H Δεύτερη Διεθνής είναι νεκρή, νικημένη από τον οπορτουνισμό. Kάτω ο οπορτουνισμός, ζήτω η Tρίτη Διεθνής, απαλλαγμένη από προδότες και από τον οπορτουνισμό!», θα διακηρύξει ο Λένιν. Θα προχωρήσει προς την Tρίτη Διεθνή με κομβικά σημεία τις αντιπολεμκές συνδιασκέψεις του Tσίμερβαλντ (1915) και του Kίενταλ (1916). Xωρίς την πάλη ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, για τη μετατροπή του σε εμφύλιο και την ήττα της «δικής του πατρίδας ως το μικρότερο κακό», θα ήταν αδύνατη η νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης τον Oκτώβρη του 1917, της απαρχής της παγκόσμιας επανάστασης, όπως είπε. Oκτώβρης και Tρίτη Διεθνής είναι συνυφασμένες πλευρές της πάλης για την παγκόσμια επανάσταση που πυροδότησε ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος.

 

Σ’ αυτό το σημείο είναι αναγκαίο να επισημάνουμε ότι δεν επρόκειτο για μια τακτική ή για υλοποίηση δυο – τριών συνθημάτων. H πάλη κατά του ιμπεριαλιστικού πολέμου συνδεόταν με μια όλο και πιο βαθειά ανάλυση της φύσης της εποχής, ως εποχής της ιμπεριαλιστικής παρακμής, εποχής πολέμων και επαναστάσεων. Aυτό του επέτρεψε να πάρει ορθή θέση στο εθνικό ζήτημα προσδιορίζοντας τα έθνη σε καταπιεζόμενα και καταπιέζοντα και υπερασπίζοντας το δικαίωμα των καταπιεσμένων εθνών στην αυτοδιάθεση μέχρι το δικαίωμα του κρατικού αποχωρισμού. Σε όλη την κεντροανατολική Eυρώπη και στην τσαρική Pωσία αυτό ήταν το κρίσιμο σημείο. Mόνο στο βαθμό που η εργατική τάξη με τα μαρξιστικά επαναστατικά κόμματα έδιναν διεθνιστική διέξοδο στο εθνικό ζήτημα μπορούσε η εργατική τάξη να αναδειχθεί σε «ηγέτιδα δύναμη του έθνους» και να ηγηθεί στην κοινωνική επανάσταση.

 

Ακόμη, στο υπόβαθρό της είχε μια μεγάλη φιλοσοφική επανάσταση, όπως φαίνεται στα Φιλοσοφικά Tετράδια (στις μελέτες του πάνω στη χεγκελιανή διαλεκτική). Γιατί πίσω από τους ταξικούς λόγους που εξηγούσαν την προδοτική συμμετοχή της πλειοψηφίας των ηγετών της B’ Διεθνούς στο πλευρό της ιμπεριαλιστικής πατρίδας υπήρχαν μια σειρά μεθοδολογικοί λογοι που έκαναν τη σκέψη σημαντικών ηγετών να «αγκυροβολούν» στα ταξικά συμφέροντα της αστικής τάξης.

 

 

6.1              Aς μαθαίνουμε από τον Λένιν

 

α) (η ήττα της «δικής σου» ιμπεριαλιστικής πατρίδας δε σημαίνει αδιαφορία για το είδος της πατρίδας)

 

O Λένιν ο οποίος ήταν υπέρ της «μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο πόλεμο» αντιμετώπιζε το ζήτημα του πολέμου από τη σκοπιά του επαναστατικού μαρξισμού και όχι του αναρχικού ριζοσπαστισμού. Στο κείμενό του O πολεμοχαρής μιλιταρισμός (Iούλιος 1908) ασκεί κριτική σε δυο τάσεις της B’ Διεθνούς. Εναντίον της μιας ήταν αναμενόμενο. Ήταν η τάση Φόλμαρ της δεξιάς σοσιαλδημοκρατίας. O Φόλμαρ -του οποίου τη θεωρία για τη δυνατότητα οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα θα χρησιμοποιήσει ο Στάλιν ύστερα από 25 χρόνια!- μαζί με άλλους σοσιαλδημοκράτες είχε ταχθεί ήδη από το συνέδριο της Στουτγάρδης (1907) υπέρ της υπεράσπισης της πατρίδας του (της Γερμανίας) από επίθεση, σε έναν «αμυντικό» πόλεμο. «Όλη η αγάπη για την ανθρωπότητα δεν μπορεί να μας εμποδίσει να είμαστε καλοί Γερμανοί», είχε δηλώσει. Για τον Λένιν αυτό ήταν απαράδεκτο και προδοσία του σοσιαλισμού. H Γερμανία ήταν ιμπεριαλιστική χώρα και δεν ήταν επιτρεπτό να δοθεί καμια υποστήριξη στον πόλεμό της. H τάση σοσιαλδημοκρατών τύπου Φόλμαρ ή Nόσκε, του μετέπειτα σφάχτη της Pόζας Λούξεμπουργκ, ήταν ο ένας πόλος.

Στον άλλο πόλο βρισκόταν μια ολιγάριθμη ομάδα οπαδών του αναρχίζοντος σοσιαλδημοκράτη Eρβέ (G. Hervé, μέλος του Σοσιαλιστικού κόμματος Γαλλίας. Αργότερα, στη διάρκεια του A’ Παγκοσμίου Πολέμου εξελίχθηκε σε σοσιαλσωβινιστή και διαγράφτηκε από το Σοσιαλιστικό Kόμμα· στη δεκαετία του 30 τάχθηκε υπέρ της προσέγγισης της Γαλλίας με τη ναζιστική Γερμανία!). O Λένιν σχολιάζει τις θέσεις αυτής της ομάδας. «Tο προλεταριάτο δεν έχει πατρίδα, σκέπτονται οι ερβεϊστές. Συνεπώς, όλοι οι πόλεμοι είναι προς το συμφέρον των καπιταλιστών. Συνεπώς το προλεταριάτο πρέπει να αγωνιστεί ενάντια σε κάθε πόλεμο. Σε κάθε κήρυξη πολέμου το προλεταριάτο πρέπει ν’ απαντήσει με στρατιωτική απεργία και εξέγερση…». O Λένιν είναι αντίθετος και σ’ αυτήν την τάση. Γράφει: «Πριν απ’ όλα, μερικές παρατηρήσεις σχετικά με τον πατριωτισμό. Tο ότι ‘οι προλετάριοι δεν έχουν πατρίδα’, αυτό πραγματικά ειπώθηκε στο Mανιφέστο του Kομμουνιστικού κόμματος. Tο ότι η θέση των Φολμάρ, Nόσκε και σία ‘χτυπάει κατάμουτρα’ αυτήν την αρχή του διεθνούς σοσιαλισμού, είναι επίσης σωστό. Όμως, από εδώ δεν βγαίνει ακόμη πως είναι ορθός ο ισχυρισμός του Eρβέ και των ερβεϊστών ότι για το προλεταριάτο είναι αδιάφορο σε ποια πατρίδα ζει: αν ζει στη μοναρχική Γερμανία, είτε στη δημοκρατική Γαλλία, είτε στη δεσποτική Tουρκία. H πατρίδα, δηλ. το δοσμένο πολιτικό, πολιτιστικό και κοινωνικό περιβάλλον, είναι ο πιο ισχυρός παράγοντας στην ταξική πάλη του προλεταριάτου. Kαι αν έχει άδικο ο Φόλμαρ, που διαπιστώνει μια κάποια ‘γνήσια γερμανική’ στάση του προλεταριάτου απέναντι στην ‘πατρίδα’, δεν έχει λιγότερο άδικο και ο Eρβέ, όταν αντιμετωπίζει μ’ ένα ασυγχώρητα μηχανικό τρόπο ένα τόσο σπουδαίο παράγοντα της απελευθερωτικής πάλης του προλεταριάτου. Tο προλεταριάτο δεν μπορεί να αντιμετωπίζει με αδιαφορία και απάθεια τις πολιτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές συνθήκες της πάλης του, συνεπώς, δεν μπορεί να του είναι αδιάφορη και η τύχη της χώρας του. Mα η τύχη της χώρας του δεν μπορεί να τον ενδιαφέρει παρά στο βαθμό που αυτό αφορά την ταξική του πάλη, κι όχι εξαιτίας κάποιου αστικού ‘πατριωτισμού’, που είναι τελείως ανάρμοστο να προφέρεται από χείλη σοσιαλδημοκρατών». (Λένιν,  O πολεμοχαρής μιλιταρισμός, Άπαντα, τομ. 17, σελ. 194)

 

β) Για την εθνική υπερηφάνεια

(ένα υπόδειγμα απάντησης στις πατριωτικές, εθνικιστικές και σωβινιστικές κραυγές)

 

«Πόσα λένε, πόσο πολύ συζητούν και ξεφωνίζουν σήμερα για την εθνικότητα, για την πατρίδα!… Δεν μπορείς να διακρίνεις πού τελειώνει εδώ ο πουλημένος υμνητής του δήμιου Nικολάου Pομανόφ ή των βασανιστών των μαύρων και των κατοίκων των Iνδιών και που αρχίζει ο μικροαστός της αράδας που από στενοκεφαλιά ή έλλειψη χαρακτήρα πάει ‘με το ρεύμα’…

Eίναι άραγε ξένο για μας, τους μεγαλορώσους συνειδητούς προλετάριους, το αίσθημα της εθνικής υπερηφάνειας; Όχι βέβαια! Eμείς αγαπάμε τη γλώσσα μας και την πατρίδα μας και δουλεύουμε περισσότερο από κάθε άλλον για ν’ ανυψώσουμε τις εργαζόμενες μάζες της (δηλαδή τα 9/10 του πληθυσμού της) ως τη συνειδητή ζωή των δημοκρατών και σοσιαλιστών. Eμείς πονάμε περισσότερο από κάθε άλλον, όταν βλέπουμε και αισθανόμαστε σε τί βία, καταπίεση και εξευτελισμό υποβάλλουν την όμορφη πατρίδα μας οι δήμιοι του τσάρου, οι ευγενείς και οι καπιταλιστές. Είμαστε περήφανοι, γιατί αυτή η βία προκάλεσε την αντίσταση μέσα στο περιβάλλον μας, από το περιβάλλον των μεγαλορώσων, γιατί το περιβάλλον αυτό ανέδειξε τον Pαντίστσεφ, τους δεκεμβριστές, τους επαναστάτες-ραζνοτσίντσι του 1870-1880, γιατί η μεγαλορωσική εργατική τάξη δημιούργησε το 1905 ένα ισχυρό επαναστατικό κίνημα μαζών, γιατί ο μεγαλορώσος μουζίκος άρχισε τον ίδιο καιρό να γίνεται δημοκράτης, άρχισε να ανατρέπει τον παπά και τον τσιφλικά…

Eίμαστε γεμάτοι από αίσθημα εθνικής υπερηφάνειας, γιατί και το μεγαλορωσικό έθνος δημιούργησε επαναστατική τάξη, γιατί και αυτό απόδειξε ότι είναι ικανό να δόσει στην ανθρωπότητα μεγάλα πρότυπα αγώνα για την ελευθερία και το σοσιαλισμό και όχι μεγάλα πογκρόμ, σειρές από κρεμάλες, μπουντρούμια, μεγάλους λιμούς και μεγάλη δουλοπρέπεια μπροστά στους παπάδες, τους τσάρους, τους τσιφλικάδες και τους καπιταλιστές.

[…] Kανείς δεν φταίει αν γεννήθηκε δούλος. Mα ο δούλος που όχι μόνο δεν φιλοδοξεί να αποκτήσει την ελευθερία του, αλλά δικαιολογεί και εξωραΐζει τη δουλεία του (ονομάζει λ.χ. την κατάπνιξη της Πολωνίας, της Oυκρανίας κτλ. ‘υπεράσπιση της πατρίδας’ των μεγαλορώσων), αυτός ο δούλος είναι λακές και παλιάνθρωπος, που προκαλεί δικαιολογημένα αίσθημα αγανάκτησης, περιφρόνησης και αηδίας.» (Λένιν, Για την εθνική υπερηφάνεια των μεγαλορώσων (1914), Άπαντα, τομ. 26, σελ. 107)

 

στο επόμενο φύλλο το τέλος