Απόσπασμα
[Τα τελευταία αμερικανικά στρατεύματα αποχώρησαν από το Αφγανιστάν στις 31 Αυγούστου 2021, ύστερα από μια αιματηρή στρατιωτική εισβολή 20 ολόκληρων χρόνων. Η ισχυρότερη ιμπεριαλιστική δύναμη, οι ΗΠΑ, μαζί με όλους τους Νατοϊκούς συμμάχους της –και τη συνδρομή της καπιταλιστικής Ελλάδας– υπέστησαν μια ισχυρή στρατηγική ήττα. Για μια ολοκληρωμένη αντίληψη των τεκταινομένων στο Αφγανιστάν είναι χρήσιμο να δει κανείς στο βάθος της ιστορίας το πρόβλημα της νοτιο-κεντρικής ασιατικής αυτής χώρας. Και πού σκοντάφτουν οι ξένοι εισβολείς… Το κείμενο που παραθέτουμε είναι απόσπασμα από τα γραπτά των Μαρξ-Ένγκελς του 1857. ]
ΤΟ ΑΦΓΑΝΙΣΤΑΝ: μια εκτεταμένη χώρα της Ασίας, βορειοδυτικώς της Ινδίας. Βρίσκεται μεταξύ της Περσίας και των Ινδιών και, στην άλλη κατεύθυνση, μεταξύ της οροσειράς Ίνδοκούς και του Ινδικού Ωκεανού. Παλαιότερα περιελάμβανε και τις περσικές επαρχίες Κορασάν και Κοχιστάν, μαζί με τη Χεράτ, το Βελουχιστάν, το Κασμίρ και το Σιντ, και ένα σημαντικό μέρος του Παντζάμπ. Στα σημερινά όριά του πιθανόν να μη ζουν περισσότεροι από 4.000.000 κάτοικοι.
[…]
Η γεωγραφική θέση του Αφγανιστάν και ο ιδιαίτερος χαρακτήρας των κατοίκων του δίνουν στη χώρα πολιτική σημασία στα θέματα της Κεντρικής Ασίας που δύσκολα μπορεί να υποτιμηθεί. Ή κυβέρνηση είναι μοναρχική, αλλά η εξουσία του βασιλιά πάνω στους ζωηρούς και απείθαρχους υπηκόους του είναι προσωποπαγής και πολύ ασταθής. Το βασίλειο χωρίζεται σε επαρχίες, καθεμιά από τις όποιες εποπτεύεται από έναν εκπρόσωπο του ηγεμόνα, ο οποίος συλλέγει τα έσοδα και τα μεταφέρει στην πρωτεύουσα.
Οι Αφγανοί είναι μια γενναία, ρωμαλέα και ανεξάρτητη φυλή˙ επιδίδονται μόνο σε γεωργικές και κτηνοτροφικές ασχολίες, παραμελώντας τα άλλα επαγγέλματα και το εμπόριο, το οποίο περιφρονητικά εγκαταλείπουν στους Ινδούς και στους άλλους κατοίκους των πόλεων. Γι’ αυτούς ο πόλεμος είναι μια συγκίνηση και ανακούφιση από τη μονότονη απασχόληση με τις εργατικές ασχολίες.
Οι Αφγανοί χωρίζονται σε φρατρίες, επί των οποίων οι διάφοροι αρχηγοί ασκούν κάποιου είδους φεουδαρχική εξουσία. Το αδάμαστο μίσος τους κατά της εξουσίας και η αγάπη τους για την ατομική ελευθερία είναι τα μόνα που τους εμποδίζουν να γίνουν ισχυρό έθνος˙ αλλά αυτός ο αυθορμητισμός τους και η αστάθειά τους τούς καθιστούν επικίνδυνους γείτονες, ικανούς να εκραγούν από μια ιδιοτροπία ή να ξεσηκωθούν από πολιτικούς μηχανορράφους, που τεχνηέντως ξεσηκώνουν τα πάθη τους. Οι δυο κύριες φρατρίες είναι οι Ντουράνι και οι Γκιλτζί, που πάντα βρίσκονται σε έχθρα μεταξύ τους. Οι Ντουράνι είναι οι πιο ισχυροί, και ο εμίρης ή χαν τους, εκμεταλλευόμενος την υπεροχή τους, αυτοαναγορεύτηκε βασιλιάς του Αφγανιστάν. Έχει έσοδα περί τα 10.000.000 δολάρια. Η εξουσία του δεν αναγνωρίζεται παρά μόνο στη φρατρία του. Τα στρατιωτικά σώματα επανδρώνονται κατά κύριο λόγο από τους Ντουράνι˙ ο υπόλοιπος στρατός προέρχεται είτε από τις άλλες φρατρίες είτε από τυχοδιώκτες πού κατατάσσονται ελπίζοντας να πληρωθούν ή να λεηλατήσουν. Η δικαιοσύνη στις πόλεις ασκείται από τον εκάστου καδή, αλλά οι Αφγανοί σπάνια προσφεύγουν στο νόμο. Οι Χαν τους έχουν δικαίωμα τιμωρίας, ακόμα και ζωής ή θανάτου. Η εκδίκηση φόνου είναι οικογενειακό καθήκον παρ’ όλα αυτά λέγεται ότι είναι φιλελεύθεροι και γενναιόδωροι άνθρωποι, όταν δεν τους προκαλεί κανείς, και τα δικαιώματα της φιλοξενίας είναι τόσο ιερά ώστε ένας μέχρι θανάτου εχθρός που τρώει ψωμί και αλάτι, ακόμα και αν τα εξασφάλισε με πονηριά, είναι ιερός και προστατεύεται από κάθε πράξη αντεκδίκησης, και μπορεί ακόμα και να απαιτήσει την προστασία του οικοδεσπότη εναντίον όλων των άλλων κινδύνων πού διατρέχει. Στο θρήσκευμα είναι Μωαμεθανοί της αίρεσης των Σουνιτών αλλά δεν είναι φανατισμένοι και οι συμμαχίες μεταξύ Σιιτών και Σουνιτών δεν είναι καθόλου ασυνήθιστες.
Το Αφγανιστάν υποτάχθηκε, διαδοχικά, στη μογγολική και στην περσική κυριαρχία. Πριν από την άφιξη των Βρετανών στις ακτές της Ινδίας, οι επιδρομές από το εξωτερικό που έφταναν τις πεδιάδες του Ίνδοστάν, πάντα διενεργούνταν από το Αφγανιστάν. Ό σουλτάνος Μαχμούντ ο Μέγας, ο Τζένγκις Χαν, ο Ταμερλάνος και ο Σάχης Ναδίρ, όλοι πήραν αυτόν το δρόμο. Το 1747, μετά το θάνατο του Ναδίρ, ό Σάχης Αχμέτ, που έμαθε την πολεμική τέχνη από αυτόν τον στρατιωτικό τυχοδιώκτη, αποφάσισε να αποτινάξει τον περσικό ζυγό. Υπό την ηγεσία του το Αφγανιστάν έφτασε στο απόγειο του μεγαλείου και της ευημερίας του στη σύγχρονη εποχή. Ανήκε στην οικογένεια των Σουντόσι και η πρώτη του πράξη ήταν να αρπάξει τα λάφυρα που είχε μαζέψει στην Ινδία ο πρώην αρχηγός του. Το 1748 πέτυχε να εκδιώξει τον Μογγόλο κυβερνήτη από την Καμπούλ και το Πεσαβάρ, και περνώντας τον Ινδό κατέκτησε ταχύτατα το Παντζάμπ. Το βασίλειό του εκτεινόταν από το Χορασάν μέχρι το Δελχί και διασταύρωσε το σπαθί του ακόμα και με το σπαθί των πριγκίπων των Μαχράτα. Αυτές οι μεγάλες στρατιωτικές επιχειρήσεις του, όμως, δεν τον εμπόδισαν να καλλιεργήσει και μερικές από τις τέχνες της ειρήνης και απέκτησε καλή φήμη ως ποιητής και ιστορικός. Πέθανε το 1773 και άφησε το στέμμα του στον γιό του τον Τιμούρ, ο οποίος, ωστόσο, δεν ήταν αντάξιος της βαριάς ευθύνης. Εγκατέλειψε την πόλη της Κανταχάρ, που είχε ιδρυθεί από τον πατέρα του και είχε γίνει μέσα σε λίγα χρόνια μια πλούσια και πυκνοκατοικημένη πόλη, και επανέφερε την έδρα της κυβέρνησης στην Καμπούλ. Κατά τη βασιλεία του αναβίωσαν οι εσωτερικές διχόνοιες των φρατριών, οι οποίες είχαν περιοριστεί κάτω από το στιβαρό χέρι του Σάχη Άχμέντ. Το 1793, ο Τιμούρ πέθανε και τον διαδέχτηκε ό Ζεμαούν. Αυτός ο πρίγκιπας συνέλαβε την ιδέα να σταθεροποιήσει την εξουσία των Μωαμεθανών επί της Ινδίας και αυτό το σχέδιο, που θα μπορούσε να είχε απειλήσει σοβαρά τις βρετανικές κτήσεις, θεωρήθηκε τόσο σημαντικό ώστε ο σερ Τζων Μάλκολμ στάλθηκε στα σύνορα για να κρατήσει τους Αφγανούς υπό έλεγχο σε περίπτωση που έκαναν κάποια κίνηση, και ταυτόχρονα άρχισαν διαπραγματεύσεις με την Περσία, με τη βοήθεια της οποίας οι Αφγανοί θα μπορούσαν να βρεθούν μεταξύ δύο πυρών. Αυτές οι προετοιμασίες δεν ήταν ωστόσο απαραίτητες : ο Σάχης Ζεμαούν παραήταν απασχολημένος με συνωμοσίες και ταραχές μέσα στη χώρα του κι έτσι τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του έληξαν άδοξα. Ο αδελφός του βασιλιά, ο Μαχμούντ, εξόρμησε στη Χεράτ με το σχέδιο να ιδρύσει ένα ανεξάρτητο πριγκιπάτο αλλά απέτυχε και διέφυγε στην Περσία. Ό Σάχης Ζεμαούν ανέβηκε στο θρόνο με την υποστήριξη της οικογένειας Μπαρακσί, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Σέιλ Άφρος Χαν. Ό Ζεμαούν διόρισε βεζίρη κάποιο λαομίσητο πρόσωπο κι αυτό ξεσήκωσε το μίσος των παλαιών υποστηρικτών του πού διοργάνωσαν μια συνωμοσία, η οποία, όμως, αποκαλύφθηκε, και ο Σέιλ Αφρος καταδικάστηκε σε θάνατο. Ο Μαχμούντ ανακλήθηκε τώρα από τούς συνωμότες, ο Ζεμαούν φυλακίστηκε και τυφλώθηκε. Στον Μαχμούντ, που υποστηριζόταν από τους Ντουράνι, οι Γιλτζί αντέταξαν τον Σάχη Σουτζά, ο οποίος κράτησε το θρόνο για κάποιο χρονικό διάστημα, αλλά τελικά νικήθηκε, κυρίως εξαιτίας της προδοσίας από τους ίδιους τους υποστηριχτές του, και αναγκάστηκε να ζητήσει καταφύγιο στους Σιχ.
Το 1809 ο Ναπολέων έστειλε τον στρατηγό Γκαρντάν στην Περσία με την ελπίδα να εξωθήσει τον Σάχη [Φεθ Άλι] να εισβάλει στην Ινδία και η αγγλική κυβέρνηση στην Ινδία έστειλε έναν εκπρόσωπο [τον Μ. Elphinstone] στην αυλή του Σάχη Σουτζά, για να συγκροτήσει μια αντιπολίτευση στην Περσία. Αυτή την εποχή κερδίζει την εξουσία και τη δόξα ο Ράντζητ Σινγκ. Ήταν ένας φύλαρχος των Σιχ που με την ευφυΐα του έκανε τη χώρα του ανεξάρτητη από τους Αφγανούς και ίδρυσε ένα βασίλειο στο Παντζάμπ, κερδίζοντας για τον εαυτό του τον τίτλο του Μαχαραγιά [Μέγας Βασιλεύς] και το σεβασμό της αγγλοϊνδικής κυβέρνησης. Εν τω μεταξύ, ο σφετεριστής Μαχμούντ δεν ήταν γραφτό να χαρεί το θρίαμβό του για πολύ. Ο Φάτεχ Χαν, ο βεζίρης του, που ταλαντευόταν διαδοχικά μεταξύ του Μαχμούντ και του Σάχη Σουτζά, όπως υπαγόρευε κάθε φορά η φιλοδοξία του ή το περιστασιακό συμφέρον του, συνελήφθη από τον γιο τού βασιλιά, τον Καμράν, τυφλώθηκε, και εν συνεχεία καταδικάστηκε σε απάνθρωπο θάνατο. Ή ισχυρή οικογένεια του δολοφονημένου βεζίρη ορκίστηκε να εκδικηθεί το θάνατό του. Ο άρχοντας-ανδρείκελο Σάχης Σουτζά ήρθε και πάλι στο προσκήνιο και ο Μαχμούντ εξορίστηκε. Επειδή, όμως, ο Σάχης Σουτζά προκάλεσε δυσαρέσκειες, σύντομα εκθρονίστηκε, και ένας από τους αδελφούς του στέφθηκε στη θέση του. Ο Μαχμούντ διέφυγε στη Χεράτ, η οποία παρέμενε υπό την εξουσία του, και το 1829 που πέθανε, τον διαδέχθηκε ο γιός του Καμράν στη διακυβέρνηση αυτής της περιοχής. Η οικογένεια των Μπαρακσί, έχοντας γίνει τώρα η κύρια δύναμη, χώρισε την επικράτεια μεταξύ των μελών της, αλλά αυτά, ακολουθώντας την εθνική συνήθεια, μάλωναν μεταξύ τους κι ενώνονταν μόνο όταν παρουσιαζόταν ένας κοινός εχθρός. Ένας από τους αδελφούς, ο Μωχάμεντ Χαν, κρατούσε την πόλη του Πεσαβάρ, για την οποία πλήρωνε φόρο υποτελείας στον Ράντζητ Σινγκ˙ ένας άλλος κράτησε το Γκαζνί˙ ένας τρίτος την Κανταχάρ˙ την Καμπούλ την πήρε ο Ντόστ Μωχάμεντ, ο πιο ισχυρός από την οικογένεια.
Στο πλευρό αυτού του πρίγκιπα στάλθηκε πρεσβευτής το 1835 ο λοχαγός Alexander Bums, όταν η Ρωσία και η Αγγλία συνωμοτούσαν η μία κατά της άλλης στην Περσία και την Κεντρική Ασία. Προσέφερε μια συμμαχία την οποία ο Ντοστ ήταν πανευτυχής να δεχτεί. Η αγγλοϊνδική κυβέρνηση, όμως, απαιτούσε τα πάντα από αυτόν και δεν του έδινε τίποτα σε αντάλλαγμα. Το 1838, οι Πέρσες, με τη βοήθεια και τη συμβουλή των Ρώσων, πολιόρκησαν τη Χεράτ, την πόλη-κλειδί για τον έλεγχο του Αφγανιστάν και της Ινδίας. Ένας Πέρσης πράκτορας και ένας Ρώσος πράκτορας έφτασαν στην Καμπούλ και καθώς ο Ντοστ βρισκόταν μπροστά στη σταθερή άρνηση των Βρετανών να αναλάβουν κάποια σαφή δέσμευση, υποχρεώθηκε επιτέλους να αποδεχτεί τα ανοίγματα της άλλης πλευράς. Ο Μπερνς έφυγε και ο Λόρδος Ώκλαντ, Γενικός Κυβερνήτης τότε της ’Ινδίας, υπό την επιρροή του γραμματέα του W. McNaghten, αποφάσισε να τιμωρήσει τον Ντοστ Μωχάμεντ επειδή έκανε αυτό στο οποίο τον είχε σπρώξει ό ίδιος. Αποφάσισε να τον εκθρονίσει και να βάλει στη θέση του τον Σάχη Σουτζά, που ζούσε τότε σαν συνταξιούχος της ινδικής κυβέρνησης. Μια συνθήκη υπογράφτηκε τότε με τον Σάχη Σουτζά και τους Σιχ : Ο Σάχης άρχισε να συγκεντρώνει στρατό που τον πλήρωναν οι Βρετανοί και τον πλαισίωναν οι αξιωματικοί τους και τα αγγλοϊνδικά στρατεύματα συγκεντρώθηκαν στο Σατλέτζ. Ο ΜακΝώτεν, μαζί με τον Μπερνς, έπρεπε να συνοδεύσουν την εκστρατεία με την ιδιότητα του απεσταλμένου στο Αφγανιστάν. Εν τω μεταξύ, οι Πέρσες έλυσαν την πολιορκία της Χεράτ και συνεπώς εξέλειπε ο μόνος λόγος ανάμειξης στις υποθέσεις του Αφγανιστάν. Παρ’ όλα αυτά, τον Δεκέμβριο του 1838, ό στρατός βάδισε προς το Σιντ : η χώρα υποτάχτηκε και εξαναγκάστηκε να πληρώνει φόρο προς όφελος των Σιχ και του Σάχη Σουτζά. Στις 20 Φεβρουάριου 1839, ο βρετανικός στρατός πέρασε τον Ινδό ποταμό. Αποτελούνταν από 12.000 άνδρες περίπου, που τους ακολουθούσαν 40.000 μη μάχιμοι, χωρίς να υπολογίζονται οι νέες στρατολογίες που έκανε ο Σάχης. Διέβησαν το πέρασμα του Μπολάν τον Μάρτιο. Η έλλειψη τροφίμων και σανού άρχισε να γίνεται αισθητή. Οι καμήλες έπεφταν κατά εκατοντάδες και μεγάλο μέρος των εφοδίων χάθηκε.
Στις 7 Απριλίου, ο στρατός μπήκε στο πέρασμα του Χοτζάκ, το οποίο και πέρασε χωρίς να συναντήσει αντίσταση, και στις 25 Απριλίου μπήκε στην Κανταχάρ, που οι Αφγανοί πρίγκιπες, αδελφοί του Ντοστ Μωχάμεντ, την είχαν εγκαταλείψει. Μετά από ανάπαυση δύο μηνών, ο Sir John Keane, ο αρχηγός της εκστρατείας, προχώρησε με το μεγαλύτερο τμήμα του στρατού προς Βορράν, αφήνοντας στην Κανταχάρ μια ταξιαρχία υπό τις διαταγές του Nott. Το Γάζνι, το άπαρτο φρούριο του Αφγανιστάν, έπεσε στις 22 ’Ιουλίου, καθώς ένας λιποτάκτης έδωσε την πληροφορία ότι η πύλη της Καμπούλ ήταν η μόνη που παρέμενε ανοχύρωτη. Την ανατίναξαν και κατέλαβαν εξ εφόδου το μέρος. Μετά από αυτήν την καταστροφή, ο Ντοστ Μωχάμεντ επανένωσε τον στρατό του και όρμησε αμέσως, κάνοντας την Καμπούλ να ανοίξει ξανά τις πύλες της, στις 6 Αυγούστου. Ο Σάχης Σουτζά ενθρονίστηκε τυπικά αλλά η πραγματική εξουσία βρισκόταν στα χέρια του ΜακΝώτεν, ο οποίος και πλήρωνε όλες τις δαπάνες αυτού του πρίγκιπα με έξοδα του ινδικού Θησαυροφυλακίου.
Φαινόταν ότι η κατάκτηση του Αφγανιστάν είχε ολοκληρωθεί, οπότε και αποχώρησε ένα σημαντικό τμήμα των στρατευμάτων. Αλλά οι Αφγανοί δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένοι να κυβερνώνται από τους Φερινγί Καφφίρ [τους άπιστους Φράγκους] κι έτσι, στη διάρκεια του 1840 και ολόκληρου του 1841, εξεγέρσεις διαδέχονταν η μία την άλλη σε όλα τα μέρη της χώρας. Τα αγγλοϊνδικά στρατεύματα ήταν υποχρεωμένα να βρίσκονται διαρκώς σε κίνηση. Ο ΜακΝώτεν, όμως, διακήρυσσε ότι αυτή ήταν η φυσιολογική κατάσταση της αφγανικής κοινωνίας και έγραφε στο μητροπολιτικό κέντρο ότι όλα πήγαιναν καλά και ότι σταθεροποιούνταν η εξουσία του Σάχη Σουτζά. Οι προειδοποιήσεις των Άγγλων στρατιωτικών και των πρακτόρων έπεφταν στο κενό. Ο Ντοστ Μωχάμεντ είχε παραδοθεί στους Βρετανούς τον Οκτώβριο του 1840 και είχε σταλεί στην ’Ινδία. Όλες οι εξεγέρσεις, στη διάρκεια του καλοκαιριού του 1841, είχαν κατασταλεί και, κατά τον Οκτώβριο, ο ΜακΝώτεν, που διορίστηκε κυβερνήτης της Βομβάης, ετοιμαζόταν να επιστρέψει στην Ινδία με ένα άλλο σώμα στρατού. Τότε, όμως, ξέσπασε ή θύελλα. Ή κατοχή του Αφγανιστάν κόστιζε στο ινδικό Θησαυροφυλάκιο 1.250.000 λίρες στερλίνες ετησίως. Έπρεπε επίσης να καλυφθεί η συντήρηση, στο Αφγανιστάν, 16.000 ανδρών των αγγλοϊνδικών στρατευμάτων και αυτών του Σάχη Σουτζά, καθώς και άλλων 3.000 που στάθμευαν στο Σιντ και στο πέρασμα του Μπολάν. Οι βασιλικές δαπάνες του Σουτζά, η κάλυψη των αναγκών των υπαλλήλων του και όλες οι δαπάνες της Αυλής γίνονταν με χορηγία του ινδικού Θησαυροφυλακίου, καθώς, από την ίδια πηγή, χρηματοδοτούνταν, ή μάλλον εξαγοράζονταν οι Αφγανοί φύλαρχοι για να μην προκαλέσουν κανένα κακό. Ό ΜακΝώτεν πληροφορήθηκε ότι ήταν αδύνατο πια να συνεχίσει να ξοδεύει χρήμα με αυτό το ρυθμό. Αναζήτησε τρόπο να περιορίσει τα έξοδα, αλλά το μόνο μέτρο που ήταν δυνατόν να πάρει ήταν να περικόψει την επιχορήγηση των φυλάρχων. Την ίδια μέρα που επιχείρησε να το κάνει, οι φύλαρχοι συνωμότησαν να εξοντώσουν τους Βρετανούς. Έτσι, χάρη στον ίδιο τον ΜακΝώτεν, επιτεύχθηκε η συγκέντρωση των εξεγερμένων δυνάμεων που μέχρι τότε πολεμούσαν απομονωμένες τον εισβολέα, χωρίς καμιά ενότητα ή συμφωνία μεταξύ τους. Κι είναι επίσης σίγουρο ότι εκείνη τη στιγμή έφτασε στο ζενίθ και το μίσος των Αφγανών ενάντια στη βρετανική κυριαρχία.
Στην Καμπούλ, οι Εγγλέζοι διοικούνταν από τον στρατηγό Έλφινστόουν, έναν γέρο με ποδάγρα, αναποφάσιστο, εντελώς ανίκανο, που έδινε πάντα αντιφατικές διαταγές. Τα στρατεύματα κατελάμβαναν ένα οχυρωμένο στρατόπεδο τόσο εκτεταμένο που η φρουρά του, η οποία μόλις επαρκούσε για να κρατήσει τις οχυρώσεις, δεν ήταν σε θέση να στείλει αποσπάσματα στην ύπαιθρο. Τα οχυρωματικά έργα ήταν τόσο ατελή πού μπορούσε κανείς να πηδήξει το παραπέτο τους καβάλα στο άλογο. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, γύρω από το στρατόπεδο υπήρχαν υψώματα, οπότε μπορούσαν να το πλήξουν ακόμα και με μουσκέτο, ενώ το αποκορύφωμα του παραλογισμού ήταν ότι όλα τα εφόδια και οι προμήθειές του βρίσκονταν σε απόσταση από το στρατόπεδο, σε δύο άλλα στρατόπεδα, που χωρίζονταν απ’ αυτό με κήπους κλειστούς με τοίχους και με ένα φρούριο πού δεν το είχαν καταλάβει οι Άγγλοι. Το φρούριο του Μπάλα Χισσάρ, στην Καμπούλ, θα μπορούσε να προσφέρει ασφαλές και θαυμάσιο χειμερινό κατάλυμα για όλο τον στρατό αλλά για να μη δυσαρεστήσουν τον Σάχη Σουτζά, δεν έβαλαν εκεί φρουρά. Στις 2 Νοεμβρίου 1841, η εξέγερση ξέσπασε. Το σπίτι του Αλεξάντερ Μπέρνς, στην πόλη, δέχτηκε επίθεση και ο ίδιος σκοτώθηκε. Ο Βρετανός στρατηγός δεν έκανε τίποτα και η ατιμωρησία δυνάμωσε την εξέγερση. Ο Έλφινστόουν τα έχασε εντελώς και πέφτοντας στο έλεος αντιφατικών συμβουλών δεν άργησε να βουλιάξει σε μια τέτοια σύγχυση σαν αυτή που ο Ναπολέων περιγράφει μ’ αυτές τις τρεις λέξεις : ordre, contrordre, desordre [διαταγή, αντίθετη διαταγή, χάος]. Ακόμα και τότε δεν κατέλαβαν το Μπάλα Χισσάρ. Οι λίγες μονάδες πούυ στάλθηκαν εναντίον των χιλιάδων εξεγερμένων, όπως ήταν φυσικό, κατανικήθηκαν, γεγονός πού ενθάρρυνε ακόμα πιο πολύ τους Αφγανούς. Στις 3 Νοεμβρίου, τα γειτονικά στο στρατόπεδο φρούρια κατελήφθησαν. Στις 9, το φρούριο της επιμελητείας (που το κρατούσε μια φρουρά ογδόντα μόνο ανδρών) το πήραν οι Αφγανοί κι έτσι οι Βρετανοί καταδικάστηκαν σε λιμό. Στις 5, ο Έλφινστόουν ζητούσε ήδη να εξαγοράσει την ελεύθερη διαφυγή του από τη χώρα. Πράγματι, κατά τα μέσα του Νοεμβρίου, η αναποφασιστικότητά του και η ανικανότητά του είχε σπάσει το ηθικό των στρατευμάτων, σε σημείο που ούτε οι Ευρωπαίοι ούτε οι Ινδοί σπαχήδες δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν τους Αφγανούς στην ανοιχτή πεδιάδα. Άρχισαν τότε οι διαπραγματεύσεις, στη διάρκεια των οποίων δολοφονήθηκε ο ΜακΝώτεν, σε μια συνάντηση με τους Αφγανούς φυλάρχους. Το χιόνι άρχισε να σκεπάζει το έδαφος, τα τρόφιμα ήταν ελάχιστα. Την 1η Ιανουαρίου, τελικά, συνομολογήθηκε η συνθηκολόγηση. Όλο το Θησαυροφυλάκιο, 190.000 λίρες στερλίνες, έπρεπε να παραδοθεί στους Αφγανούς και επίσης να υπογραφούν γραμμάτια για επιπλέον χρέος 140.000 λιρών. Όλα τα κανόνια και τα πολεμοφόδια, εκτός από έξι κανόνια με στόμιο έξι δακτύλων και τρία ορεινά πυροβόλα, έπρεπε να εγκαταλειφθούν επί τόπου. Οι δυνάμεις τους έπρεπε να εγκαταλείψουν κάθε γωνιά του Αφγανιστάν. Από τη μεριά τους, οι φύλαρχοι υπόσχονταν ότι τα τρόφιμα και τα ζώα θα έφευγαν με ασφάλεια. Στις 5 Ιανουαρίου, οι Βρετανοί άρχισαν την αποχώρησή τους με έναν αριθμό 4.500 μαχητών και 12.000 μη μάχιμου προσωπικού. Αρκεί μια πορεία για να χαθεί και το τελευταίο υπόλειμμα τάξης και για να ανακατευτούν μάχιμοι και μη μάχιμοι μέσα σε μια αγιάτρευτη σύγχυση, καθιστώντας αδύνατη την παραμικρή αντίσταση. Το κρύο, το χιόνι και η έλλειψη τροφίμων έδρασαν όπως και κατά την υποχώρηση του Ναπολέοντα από τη Μόσχα. Αντί, όμως, για Κοζάκους που στέκονταν σε σεβαστή απόσταση, οι Βρετανοί σφυροκοπούνταν μανιασμένα, από κάθε ύψωμα, από άριστους Αφγανούς σκοπευτές που ήταν οπλισμένοι με μουσκέτα μεγάλου βεληνεκούς. Οι φύλαρχοι που είχαν υπογράψει τη συνθηκολόγηση δεν μπορούσαν ούτε ήθελαν να συγκρατήσουν τις ορεσίβιες φυλές. Το πέρασμα του Κούρντ-Καμπούλ έγινε ο τάφος ολόκληρης σχεδόν της στρατιάς, και τα εξουθενωμένα υπολείμματα της, λιγότεροι από διακόσιοι Ευρωπαίοι, εξολοθρεύτηκαν στην είσοδο του περάσματος του Ντζαγκνταλάκ. Μόνον ένας άνδρας, ο γιατρός Brydon, έφτασε στο Ντζελαλαμπάντ για να διηγηθεί την ιστορία. Παρ’ όλα αυτά, πολλοί αξιωματικοί είχαν πιαστεί και κρατούνταν αιχμάλωτοι από τούς Αφγανούς. Το Ντζελαλαμπάντ το κρατούσε η ταξιαρχία του Sale. Όταν του ζητήθηκε να παραδοθεί, αρνήθηκε να εκκενώσει την πόλη. Το ίδιο έκανε κι ο Νοτ στην Κανταχάρ. Το Γαζνί έπεσε. Κανένας εκεί κοντά δεν άκουσε τον ήχο του πυροβολικού και οι σπαχήδες της φρουράς είχαν πέσει όλοι τους θύματα του κλίματος.
Στο διάστημα αυτό, οι βρετανικές αρχές των συνόρων, αμέσως μόλις έφτασαν τα πρώτα νέα της καταστροφής της Καμπούλ, άρχισαν να συγκεντρώνουν στην Πεσαβάρ στρατεύματα για να τα στείλουν να ενισχύσουν τα συντάγματα στο Αφγανιστάν. Έλειπαν, όμως, τα μεταφορικά μέσα και οι σπαχήδες έπεφταν άρρωστοι σε μεγάλο αριθμό. Ο στρατηγός Pollock ανέλαβε τη διοίκηση τον Φεβρουάριο και στα τέλη Μαρτίου του 1842 πήρε καινούργιες ενισχύσεις. Διέσχισε τότε το πέρασμα του Χυμπέρ και πήγε να βοηθήσει τον Σαίηλ, στο Ντζελαλαμπάντ, όπου ο τελευταίος, λίγες μέρες πιο πριν, είχε κατανικήσει τον αφγανικό στρατό που τον πολιορκούσε. Ο Λόρδος Ellenborough, Γενικός Κυβερνήτης, τώρα, της Ινδίας, διέταξε τα στρατεύματά του να αναδιπλωθούν αλλά ο Νοτ και ο Πόλλοκ βρήκαν και οι δυο μια καλή δικαιολογία για να μην εκτελέσουν τη διαταγή λόγω της έλλειψης μεταφορικών μέσων. Τελικά, στις αρχές Ιουλίου, η κοινή γνώμη στην Ινδία εξανάγκασε τον Λόρδο Έλλένμπορω να κάνει κάτι για να αποκαταστήσει την τιμή και το κύρος του βρετανικού στρατού. Γι’ αυτό διέταξε να γίνει πορεία προς την Καμπούλ, ταυτόχρονα από την Κανταχάρ και το Ντζελαλαμπάντ. Κατά τα μέσα του Αυγούστου, ο Πόλλοκ και ο Νοτ είχαν συντονίσει τις κινήσεις τους και στις 20 Αυγούστου ο Πόλλοκ οδήγησε την πορεία προς την Καμπούλ, έφτασε στο Γκανταμάκ, νίκησε ένα Αφγανικό Σώμα Στρατού στις 23 Αυγούστου, κατέλαβε το πέρασμα του Ντζαγκνταλάγκ στις 8 Σεπτεμβρίου, νίκησε τις ενωμένες δυνάμεις του εχθρού στις 13 Σεπτεμβρίου στις όχθες του Τεζήν, για να στρατοπεδεύσει στις 15 του μήνα μπροστά στα τείχη της Καμπούλ. Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα, ο Νοτ είχε εκκενώσει την Κανταχάρ στις 7 Αυγούστου και έκανε πορεία με όλες του τις δυνάμεις προς το Γαζνί. Έπειτα από κάποιες ευκαιριακές μικροσυγκρούσεις, νίκησε σημαντικές αφγανικές δυνάμεις στις 30 Αυγούστου, κατέλαβε το Γαζνί, που το είχε εγκαταλείψει ο εχθρός στις 6 Σεπτεμβρίου, κατέστρεψε τις οχυρώσεις και την πόλη, κατάφερε άλλη μια ήττα εις βάρος των Αφγανών στην ισχυρή θέση του Άλυντάν και έφτασε, στις 17 Σεπτεμβρίου, κοντά στην Καμπούλ, όπου ο Πόλλοκ αποκατέστησε αμέσως επαφή μαζί του. Ο Σάχης Σουτζά είχε δολοφονηθεί καιρό πριν από έναν φύλαρχο και μετά από αυτό δεν υπήρχε καμιά κυβέρνηση στο Αφγανιστάν. Ο γιός του Φουτέχ Ζουνγκ ονομάστηκε τυπικά βασιλιάς. Ο Πόλλοκ έστειλε ένα απόσπασμα ιππικού να βοηθήσει τούς αιχμαλώτους στην Καμπούλ, αλλά οι αιχμάλωτοι, έχοντας δωροδοκήσει τούς δεσμοφύλακές τους, ήρθαν μόνοι τους να τον συναντήσουν καθ’ οδόν. Για αντεκδίκηση, το παζάρι της Καμπούλ καταστράφηκε και οι στρατιώτες επιτέθηκαν σε ένα τμήμα της πόλης σφαγιάζοντας πολλούς κατοίκους. Στις 12 Οκτωβρίου οι Βρετανοί εγκατέλειψαν την Καμπούλ και επέστρεψαν στην ’Ινδία μέσω Ντζελαλαμπάντ και Πεσαβάρ. Ο Φουτέχ Ζουνγκ, θεωρώντας ότι βρισκόταν σε απελπιστική θέση, τους ακολούθησε. Τότε απελευθέρωσαν τον Ντοστ Μωχάμεντ από την αιχμαλωσία του και αυτός επέστρεψε στο βασίλειό του. Έτσι κατέληξε το εγχείρημα των Βρετανών να επιβάλουν με τον δικό τους τρόπο έναν πρίγκιπα στο Αφγανιστάν.
Γράφτηκε μεταξύ Ιουλίου και 10 Αύγουστου 1857.
Δημοσιεύτηκε στη New American Cyclopedia, τόμος I, 1858.
Περιέχεται στο Karl Marx – Friedrich Engels, Η Αποικιοκρατία στην Ασία, σε μετάφραση – επίμετρο Σάββα Μιχαήλ, εκδόσεις Άγρα 2003.