“Καὶ ἀκολούθησα τὲς γυναῖκες τοῦ Μισολογγιοῦ, οἱ ὁποῖες ἐστρωθήκανε στ᾿ ἀκρογιάλι, καὶ ἐγὼ ἤμουνα ἀπὸ πίσω ἀπὸ μιὰ φράχτη καὶ ἐκοίταζα.
Καὶ κάθε μία ἔβαλε τὸ χέρι καὶ ἔβγαλε ὅ,τι κι ἂν ἑμάζωξε, καὶ ἐκάμανε ἕνα σωρό.
Καὶ μία ἀπ᾿ αὐτὲς ἀπλώνοντας τὸ χέρι καὶ ψηλαφίζοντας τὸ γιαλό: Ἀδερφάδες, ἐφώναξε,
ἀκοῦτε, ἂν ἔκαμε ποτὲ τέτοιο σεισμὸ σὰν καὶ τώρα, τὸ Μισολόγγι ἴσως νικάει, ἴσως πέφτει”
(Διονύσιος Σολωμός, Η γυναίκα της Ζάκυθος)
Αυτά έγραφε πριν περίπου 200 χρόνια, ο Διονύσιος Σολωμός για το ”Μισολόγγι” (δηλαδή, το Μεσολόγγι), στο έργο του ”Η γυναίκα της Ζάκυθος”, το οποίο στα μάτια του φαίνεται πως αποτελούσε -και δικαίως- την πιο ηρωική στιγμή της ελληνικής επανάστασης.
Από αυτή την άποψη, κανείς δεν θα μπορούσε να γράψει για το 1821, χωρίς να αναφερθεί στο Σολωμό και στο Μεσολόγγι.
Το Μεσολόγγι, ως γνωστόν, ”έπεσε” τελικά το 1826, αφού προηγήθηκε η περίφημη ”έξοδος”.
Ωστόσο, ανακαταλήφθηκε, όπως και όλη η δυτική Ρούμελη από τους αλύγιστους επαναστάτες της περιοχής το 1827, ενώ η ελληνική επανάσταση τελικά ”νίκησε”, με την έννοια ότι δημιουργήθηκε ”ανεξάρτητο” ελληνικό κράτος, με διεθνή αναγνώριση το 1930.
Το γεγονός ότι η ”ανεξαρτησία” της Ελλάδας ήταν υπό την ”εγγύηση” των τριών ”προστάτιδων” δυνάμεων, δηλαδή της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, δηλαδή ήταν μία εξ αρχής επικυριαρχούμενη ”ανεξαρτησία”, δεν μπορεί να υποτιμήσει τρεις μεγάλης σημασίας εξελίξεις:
- Η πρώτη εξέλιξη ήταν το ίδιο το ξέσπασμα της επανάστασης παρά την ήττα του Ναπολέοντα. Η ελληνική επανάσταση δεν ήταν μόνο ”απόρροια” του διεθνούς φιλελεύθερου αστικού επαναστατικού κύματος που έφερε η Γαλλική Επανάσταση, αλλά ξέσπασε μετά την ήττα του στρατού που αυτή γέννησε, δηλαδή μετά τη συντριβή του Ναπολέοντα στο Βατερλώ το 1815.
Μάλιστα, κατά σύμπτωση, ο ελληνικός απελευθερωτικός αγώνας ξέσπασε δύο μήνες (Μάρτιος 1821) πριν το θάνατο του Γάλλου (τέως) Αυτοκράτορα (Μάιος 1821), όταν πια είχε κυριαρχήσει το παλινορθωτικό καθεστώς στη Γαλλία αλλά και γενικότερα η φεουδαρχική αντίδραση σε όλη την Ευρώπη.
Από αυτήν την άποψη ο ελληνικός αγώνας αποτέλεσε εκείνη τη στιγμή που ξέσπασε (δηλαδή 6 χρόνια μετά το Βατερλώ) μία ρωγμή στη διαδικασία παλινόρθωσης που ακολούθησε την ήττα του Ναπολέοντα, δείχνοντας πως το κύμα των επαναστάσεων που ξεκίνησε με τη Γαλλική το 1789, δεν έσβησε μαζί με τα κανόνια της μάχης του Βατερλώ.
Είναι γι’ αυτό που στην αρχή ξάφνιασε εξαιρετικά τις μεγάλες δυνάμεις, αμέσως μετά τις έστρεψε εναντίον του, έστω και αν οι νίκες και η επιμονή του -αλλά και η φιλελεύθερη / φιλελληνική κοινή γνώμη στις μεγάλες δυτικές πρωτεύουσες- τις ανάγκασε να στραφούν ”υπέρ του”, επεμβαίνοντας ανοιχτά, διπλωματικά και στρατιωτικά, έτσι ώστε να δοθεί μία ελεγχόμενη από τους ίδιους ”λύση” στο ”ελληνικό ζήτημα”.
Προφανώς, οι αρνητικές οικονομικές συνέπειες του τέλους των Ναπολεόντειων πολέμων στην ελληνική εμπορική αστική τάξη η οποία δραστηριοποιούνταν στον περίγυρο του γεωγραφικού άξονα που κυριαρχούσε το ελληνικό στοιχείο υπό τους Οθωμανούς, δηλαδή στις παροικίες του εξωτερικού π.χ. Ρωσία, Αυστρία κ.λπ. αποτέλεσε ένα βασικό λόγο της εξέγερσης υπέρ της δημιουργίας ενός δικού της εθνικού κράτους.
Παράλληλα, οι συνθήκες ζωής, λόγω της οικονομικής παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, για τους αγρότες και τα “παιδιά” τους, τους κλέφτες έγιναν αφόρητες.
Οι παράγοντες αυτοί, σε συνδυασμό με την έμπνευση που ασκούσε ο εκθρονισμός ενός βασιλιά (από τους Γάλλους) ήταν αρκετοί για να διώξουν πάνω από τις πλάτες των Ελλήνων τη βαριά, αντιδραστική ατμόσφαιρα που έφερε η ήττα του Ναπολέοντα, οδηγώντας στην έκρηξη του 1821 ενάντια στο Σουλτάνο και τους υποτακτικούς του στην Ελλάδα, στο νοτιότερο άκρο της ευρωπαϊκής ηπείρου, στο σταυροδρόμι -και τότε- άλυτων κοινωνικών και γεωπολιτικών αντιθέσεων.
”Πέλαγο μέγα πολεμά, βαρεί το καλυβάκι”, έγραφε ο Σολωμός για το καλυβάκι – Μεσολόγγι που πολεμούσε με το ”πέλαγος” του Οθωμανικού στρατού και στόλου, αν και το ίδιο θα μπορούσε να πει κανείς για όλη την επαναστατημένη ελληνική ”επικράτεια” τον καιρό εκείνο που τάβαζε όχι μόνο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά εμμέσως με όλες τις Αυτοκρατορίες (Βρετανική, Γαλλική) οι οποίες αρχικά εχθρεύτηκαν την ελληνική επανάσταση.
- Η στρατιωτική ήττα των Ελλήνων επαναστατών δεν οφειλόταν μόνο στις εμφύλιες διαμάχες εντός του ελληνικού στρατοπέδου, για τις οποίες ήταν συνεύθυνες οι ”προστάτιδες” δυνάμεις , αλλά και στην απομόνωση των Ελλήνων από τους άλλους υπόδουλους στους Οθωμανούς λαούς της βαλκανικής χερσονήσου έναντι του ισχυρότερου αυτοκρατορικού στρατού των Οθωμανών, των Τούρκων, των Αιγυπτίων αλλά και των Αλβανών.
Από μία άποψη, η δολοφονία του Ρήγα Βελεστινλή, ο οποίος πάλευε για μία βαλκανική ομοσπονδία, η συντριβή των Ιερολοχιτών υπό τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία (στη σημερινή Ρουμανία) αφού προηγούμενα απέτυχε να συνεννοηθεί – συνασπιστεί με τους άλλους βαλκάνιους επαναστάτες της εποχής (Ρουμάνους, Βλάχους), αλλά ακόμα -ακόμα και η ήττα του Αλή Πασά των Ιωαννίνων από τους Τούρκους (ο οποίος σχεδίαζε ένα αυτόνομο από τους Τούρκους αλβανο-ελληνικό κράτος) αποτέλεσε ένα προμήνυμα στρατιωτικής ήττας τού αγώνα των Ελλήνων, παρά τις αρχικές μεγάλες νίκες τους.
Η συνέχεια της επανάστασης ενάντια στις νέες στρατιές που έστειλαν οι Οθωμανοί μετά την ήττα των πρώτων, απαιτούσε νέες φρέσκιες δυνάμεις, αλλά και νέους οικονομικούς πόρους, που βρέθηκαν με την εμπλοκή του στόλου των ξένων δυνάμεων και, υπό δυσβάσταχτους όρους, από τα αγγλικά δάνεια αντίστοιχα.
Έτσι, δεν θα ήταν ”υποτιμητικό” (το αντίθετο, μάλιστα!) για την ελληνική επανάσταση να πει κανείς πως, αν δεν υπήρξε, εν τέλει, η άμεση στρατιωτική επέμβαση των ξένων ”προστάτιδων” δυνάμεων μέσω π.χ. της καταστροφής του αιγυπτιακού στόλου στο Ναυαρίνο το 1827 και την εισβολή των Γάλλων στην πλήρως οθωμανοκρατούμενη -λεηλατημένη Πελοπόννησο και -προπαντός!- η επέλαση των Ρώσων λίγο έξω από την Κωνσταντινούπολη (στα πλαίσια και των ρωσο-τουρκικών διενέξεων στις σλαβικές – βαλκανικές ”ηγεμονίες”) δεν θα μπορούσε να αναγκαστεί η Οθωμανική Αυτοκρατορία να αναγνωρίσει την ελληνική ”ανεξαρτησία”.
Ήταν τέτοια η ένταση του αγώνα των επαναστατών που στην πραγματικότητα επέβαλε στις ξένες δυνάμεις την εμπλοκή τους.
Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει πως οι ξένες δυνάμεις δεν είχαν τους δικούς τους, η καθεμία, οικονομικούς λόγους να αποδυναμώσουν σταδιακά την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Πρώτα – πρώτα η τσαρική απολυταρχική Ρωσία από τον προηγούμενο (18ο) αιώνα, (Ορλωφικά, 1770), επιχείρησε ανεπιτυχώς να πυροδοτήσει εξέγερση στην Ελλάδα, προκειμένου βρει διέξοδο η ίδια προς τη Μεσόγειο.
Η ίδια η Φιλική Εταιρεία, στις αρχές του 19ου αιώνα ιδρύθηκε στην Οδησσό και όλα τα στελέχη της συνδέονταν με τη Ρωσία (π.χ. Υψηλάντης κ.λπ.).
Αξίζει, μάλιστα, να επισημανθεί η αντίφαση μεταξύ της αντιδραστικής ταξικής και πολιτικής φύσης του καθεστώτος στη Ρωσία (φεουδαρχισμός, μοναρχία), και των ριζοσπαστικών φιλελεύθερων απόψεων των -σε μεγάλο βαθμό- υποκινούμενων από τη Ρωσία ηγετών της Φιλικής Εταιρείας.
Προφανώς σημαίνοντα ρόλο στη σύμπλευση μεταξύ Τσαρικής Ρωσίας και Ελλήνων επαναστατών, όχι μόνο εκείνων των εμπορικών παροικιών (Σκουφάς, Τσακάλωφ κ.λπ.), αλλά και εκείνων της ”ελληνικής” ενδοχώρας, έπαιξε η διάχυτη άποψη πως η Ρωσία είναι ο ”φυσικός” προστάτης των Ελλήνων όχι μόνο γιατί εθεωρείτο ”διάδοχος” του Βυζαντίου (το οποίο ταυτιζόταν με τον ”ελληνο-ορθόδοξο” πολιτισμό), αλλά και η γενικότερη όσμωση των Ελλήνων με τους σλαβικούς λαούς.
Ωστόσο, η Ρωσία από τότε (όπως και αργότερα, π.χ. κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ) φαίνεται πως κάθε άλλο ήθελε την ένωση των Νοτιο-Σλάβων (Σέρβων κ.λπ.) με τους Έλληνες… ”σλαύους” (κατά τον Fallmerayer) ενάντια στους κατακτητές των περιοχών τους.
Η ανεξάρτητη (από τους Νοτιο-σλάβους και τους Έλληνες) εμπλοκή της Ρωσίας, όμως, ήταν αποφασιστική σε όλες τις φάσεις του ελληνικού αγώνα, όχι μόνο στην αρχική (μέσω της υποκίνησης της Φιλικής Εταιρείας), αλλά λίγο πριν το τέλος μέσω της προέλασης του ρωσικού στρατού, το 1929, μέχρι το 68ο χιλιόμετρο έξω από την Κωνσταντινούπολη, αλλά και στο τέλος, με την επιλογή του Ιωάννη Καποδίστρια (πρώην Υπουργού Εξωτερικών του Τσάρου) ως πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας.
Όσον αφορά την Γαλλία και ιδίως την Αγγλία (οι οποίες είχαν πιο ”φιλελεύθερο” σε σχέση με τη Ρωσία καθεστώς), ήδη παρούσες στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο διαγκωνίζονταν, για καλύτερες θέσεις στην περιοχή και μόνο σταδιακά απέκτησαν επιρροή στο επαναστατικό πολιτικό σκηνικό της Ελλάδας (κυρίως μέσω Καραβοκυραίων των επαναστατημένων ελληνικών νησιών) ιδίως μέσω των αγγλικών δανείων…
Από αυτήν την άποψη, δεν υπήρξε μόνο ”υπονόμευση” της ανάπτυξης της επανάστασης από τις ”προστάτιδες δυνάμεις”, αλλά και ”υποστήριξή” της, την οποία -ας μην ξεχνάμε– την είχαν εξ αρχής… ζητήσει, παίζοντας μάλιστα ”χαρτί” της κοινής (χριστιανικής) θρησκείας των επαναστατημένων Ελλήνων με τους Ευρωπαίους (βλ. Αντιπροσωπεία Ελλήνων στο συνέδριο της Ιερής Συμμαχίας στη Βερόνα το 1822).
Αλλά και στα μετέπειτα χρόνια, ιδίως μετά το 1823, τα αιτήματα των Ελλήνων για στήριξη κάθε άλλο παρά μειώθηκαν, όπως φάνηκε από τα αγγλικά δάνεια.
Μπροστάρηδες της τάσης εξάρτησης της ελληνικής επανάστασης από τις μεγάλες δυνάμεις δεν ήταν παρά οι κατέχουσες και έτσι πιο συντηρητικές τάξεις των εξεγερμένων, δηλαδή οι Υδραίοι καραβοκύρηδες και προπαντός οι Πελοποννήσιοι κοτζαμπάσηδες, οι οποίοι πίσω από την πρόσδεση στο ένα ή το άλλο ”άρμα” ξένης δύναμης επιχειρούσαν να εξασφαλίσουν τα δικά τους ταξικά και πολιτικά συμφέροντα έναντι των φτωχότερων λαϊκών στρωμάτων.
Αναμφίβολα, η ομάδα των ”Κλεφτών”, προερχόμενοι κοινωνικά από τους πάμπτωχους αγροτοκτηνοτρόφους των ορεινών περιοχών (αν και όλοι πλην λίγων εξαιρέσεων είχαν θητεύσει ως αρματολοί στην υπηρεσία του Σουλτάνου και του Αλή Πασά), ήταν εκείνη η ομάδα η οποία είχε περισσότερους λόγους να επαναστατήσει ενάντια όχι μόνο τους Οθωμανούς επικυρίαρχους αλλά και τους ντόπιους κυρίαρχους (σ.σ. προεστούς ή πρόκριτους ή κοτζαμπάσηδες) και να συνεχίσει με κάθε κόστος τον αγώνα, καθώς σε περίπτωση ήττας την περίμενε μαζικά μόνο η τύχη του Αθανασίου Διάκου… Η ίδια η δράση των ”κλεφτών”, της ”μαγιάς της λευτεριάς”, όπως σωστά έλεγε ο Μακρυγιάννης, αποτελεί απόδειξη του κοινωνικού -και όχι μόνο εθνικοαπελευθερωτικού χαρακτήρα- της επανάστασης, όπως φάνηκε ιδίως στο δεύτερο εμφύλιο πόλεμο που συντελέστηκε εν μέσω της επανάστασης ενάντια στους Οθωμανούς. Εξάλλου, η ίδια η πάλη ενάντια στους Οθωμανούς είχε εγγενώς κοινωνικό χαρακτήρα, καθώς οι Οθωμανοί δεν είχαν εγκαταστήσει μόνο την ξένη κυριαρχία σε βάρος των Ελλήνων αλλά και ένα σύστημα κοινωνικής αναπαραγωγής και πολιτικής διοίκησης. Συνεπώς η επανάσταση ενάντια στην ξένη κυριαρχία ήταν αντικειμενικά επανάσταση ενάντια στο κοινωνικό-πολιτικό καθεστώς που επέβαλαν οι ξένοι (εν προκειμένου οι Οθωμανοί).
Οι Κοτζαμπάσηδες αναγκάστηκαν να μπουν στον αγώνα, καθώς διαφορετικά θα κινδύνευαν να έχουν την ίδια τύχη με τους Οθωμανούς, κατά την περίοδο των νικών της επανάστασης…
Όσον αφορά τους Φαναριώτες -όπως ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος- που ήλθαν ως ”αλεξιπτωτιστές” στην επανάσταση, μαζί με το ”καπέλο” που έβαλαν στους πραγματικούς πρωταγωνιστές, δηλαδή τους κλέφτες, επιχείρησαν να δώσουν σύγχρονη πολιτική μορφή στο ”κράτος” που γέννησε τα πρώτα χρόνια η επανάσταση (λόγω της διοικητικής πείρας που κατείχαν από τις υπηρεσίες τους στο Σουλτάνο) ντυμένη με ολίγη (σκοροφαγωμενη) βυζαντινή προφύρα (λόγω της καταγωγής τους από την Κωνσταντινούπολη και τα ”σόγια” των Βυζαντινών) για χάρη, όμως, του κοτσαμπαδισμού.
Όσον αφορά τους Φιλικούς, πολιτικούς εκπροσώπους της επαναστατικής ελληνικής εμπορικής τάξης, γρήγορα περιθωριοποιήθηκαν, αν και το ”πνεύμα” τους επιβίωσε στους κλέφτες.
3. Η τρίτη εξέλιξη είναι ότι το ελληνικό κράτος ήταν το πρώτο κράτος που γεννήθηκε -αν μη τι άλλο στην Ευρώπη (αν όχι σε όλο τον κόσμο), στους νεότερους χρόνους, ως αποτέλεσμα μιας επανάστασης ενός λαού ενάντια σε μία αυτοκρατορία (εν προκειμένω την οθωμανική).
Ενδεικτικά, αναφέρεται πως τα άλλα βαλκανικά ανεξάρτητα κράτη-βασίλεια (σερβικό, βουλγαρικό κ.λπ.) ιδρύθηκαν ως βασίλεια μετά από περίπου 50 χρόνια. Για παράδειγμα, ο σερβικός λαός αν και επαναστάτησε μετά το 1806, κατάφερε να αποκτήσει ανεξαρτησία στις δεκαετίες του 1860-1870. Ακόμα και το ιταλικό κράτος γεννήθηκε, αποτινάσσοντας την μακραίωνη αυστριακή κατοχή και κηδεμονία, μόλις το 1861!
Από την άλλη μεριά, όμως, ενώ το σύγχρονο ελληνικό κράτος γεννήθηκε μισό αιώνα νωρίτερα από τα άλλα βαλκανικά κράτη, έκλεισε το ”κύκλο” της ”ενοποίησης” του ένα αιώνα μετά και συγκεκριμένα έως τις αρχές του 20ου αιώνα, οπότε τριπλασίασε τα εδάφη του, ενσωματώνοντας τα Ιόνια Νησιά, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία, την Κρήτη, τη Μακεδονία, τη Θράκη, κ.λπ. Όσον αφορά, όμως, τον κοινωνικό χαρακτήρα της ελληνικής επανάστασης, το ανολοκλήρωτο και ανεκπλήρωτο πρόταγμά του βρήκε τη συνέχειά του στην επανάσταση του 1941-49, αν και αυτή προδόθηκε.
Διακόσια χρόνια μετά την επανάσταση του 1821 και ενώ η χώρα αυτή (όπως και όλος ο κόσμος) περνά μία νέα πρωτοφανή δοκιμασία υπό το βάρος της κορονο-κρίσης, μας έρχονται ξανά στο μυαλό τα λόγια του Σολωμού για το ”Μισολόγγι”, σκεφτόμενοι, ως άλλοι ”ελεύθεροι πολιορκημένοι”, την ίδια μας τη ζωή: ”Ίσως νικάει, ίσως πέφτει”.
Είτε το ένα, είτε το άλλο συμβαίνει, ένα μόνο μας μένει να πούμε, πάλι δια… στόματος Σολωμού :
“Είν’ έτοιμα στην άσπονδη πλημμύρα των αρμάτων
Δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά, κι’ ελεύθεροι να μείνουν
Εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο”
(Σχεδιάσματα γ’, ”Ελεύθεροι Πολιορκημένοι”).
Δ.Κ.