ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΧΕΣΗ ΚΡΑΤΟΥΣ -ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ «TΑ ΤΟΥ KΑΙΣΑΡΟΣ ΤΩ KΑΙΣΑΡΙ»… ΔΕΝ ΤΟ ΕΧΟΥΝ ΑΚΟΥΣΕΙ!

Oι «Άγιοι Πατέρες» πάντα θέλουν να ξεχνάνε την εντολή του Iησού. Kαι δεν είναι λίγες οι φορές που θέλουν να υποκαταστήσουν το ρόλο του Kαίσαρος…

Δεν είναι λίγες οι φορές που η ελλαδική εκκλησία έχει διεκδικήσει το δικαίωμα να παρεμβαίνει σε πράγματα που ξεφεύγουν από τον αμιγώς πνευματικό της ορίζοντα και εντάσσονται στην ευρύτερη ή και στην αμιγώς πολιτική θεματολογία. Προφανώς και κάτι τέτοιο μπορεί να φαινόταν φυσιολογικό για την περίοδο του μεσαίωνα αλλά κατά πόσο μπορεί να έχει βάση σε μια σύγχρονη και απελευθερωμένη από τον σκοταδισμό και την εκμετάλλευση κοινωνία;

Οι πρόσφατες αντιδράσεις ενάντια στις προθέσεις του Φίλη να αλλάξει το περιεχόμενο του μαθήματος των θρησκευτικών αλλά και στις φήμες για κατάργηση της σχολικής προσευχής έρχονται να προστεθούν σε ένα γαϊτανάκι δεκάδων παρομοίων υποθέσεων που ξεκινούν από ζητήματα με κάποια θρησκευτική χροιά, όπως π.χ. το ζήτημα ανέγερσης τεμένους για τους μουσουλμάνους στην Αθήνα, της ίδρυσης τμήματος μουσουλμανικών σπουδών στη Θεσσαλονίκη ή το ζήτημα της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες παλιότερα και φτάνουν ως ζητήματα αμιγώς πολιτικά, όπως το μεταναστευτικό ή την κυβερνητική πολιτική.

Η αλήθεια είναι πως με την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους η εκκλησία κλήθηκε να παίξει τον ρόλο της ενοποιητικής ουσίας των διάφορων φυλετικών πληθυσμών που κατοικούσαν στην περιοχή. Η έννοια της ορθοδοξίας ταυτίστηκε με τον ελληνισμό αλλά και με τις επιδιώξεις της άρχουσας τάξης θέτοντας τις βάσεις πάνω στις οποίες θεμελιώθηκε στη συνέχεια το δόγμα Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια που χρησιμοποιηθηκε  κατά κόρον. Ταυτόχρονα, με τον διαχωρισμό από το -υπό ελληνική επίσης ηγεμονία- Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως η ελλαδική εκκλησία αποκόπηκε από τις όποιες αρχές οικουμενικότητας της ορθοδοξίας επιβίωναν μέχρι τότε και ταυτίστηκε σχεδόν πλήρως με τις εθνικιστικές και μεγαλοϊδεατικές αντιλήψεις που επιβιώνουν σε μεγάλο βαθμό εντός των τάξεων της ως σήμερα. Για ολόκληρες δεκαετίες το όπιο του λαού, που θα έλεγε και ο Μαρξ, χρησιμοποιήθηκε άριστα από το κράτος, παίζοντας τον αποχαυνωτικό του ρόλο, στηρίζοντας βασιλείς, πρωθυπουργούς και φυσικά δικτάτορες, τρομοκρατώντας το ποίμνιό του έναντι κάθε διαφαινόμενης απαίτησης κοινωνικής αλλαγής, με αντάλλαγμα εξαιρετικά προνόμια, στο βαθμό που να φαντάζει φυσιολογικό σήμερα το γεγονός που εμφανίζει τους έμμισθους από το κράτος ιερείς να είναι περισσότεροι από τους γιατρούς, ακόμη και σε περίοδο κρίσης και παρ’ όλον τον αμύθητο πλούτο που έχει συγκεντρωμένο η εκκλησία στα χέρια της.

Ένας πλούτος που ενδεχομένως να υπερκαλύπτει ολόκληρο το δημόσιο χρέος που όμως η εκκλησία το εκμεταλλεύεται για λογαριασμό της, παρότι έχει παράλληλα την απαίτηση για φοροελαφρύνσεις και κρατικούς μισθούς. Αυτό κατά τους εκκλησιαστικούς κύκλους δικαιολογείται από το φιλανθρωπικό έργο που παράγει η εκκλησία. Και πράγματι κανένας δεν παραγνωρίζει πως σε πολλές περιπτώσεις παράγει φιλανθρωπικό έργο. Προφανώς όμως ο μη κατ’ επάγγελμα φιλάνθρωπος προτιμά την πάταξη της φτώχειας μια για πάντα αντί για την διαιώνισή της ώστε να διατηρούνται τα συσσίτια και… ο δικός του ρόλος.

Όσον αφορά στο μάθημα των θρησκευτικών. Το ότι το μάθημα με την υπάρχουσα μορφή του είναι ξεπερασμένο είναι αυταπόδεικτο με βάση την αδιαφορία με την οποία το αντιμετωπίζουν εδώ και δεκαετίες οι μαθητές. Σε μια εποχή που η μισαλλοδοξία και ο φονταμεταλισμός εξαπλώνονται και δημιουργούν μια διαστρεβλωμένη εικόνα της πραγματικότητας, βασισμένη στον φόβο, ένα ομολογιακό μάθημα δεν έχει να προσφέρει τίποτα. Αντίθετα ένα μάθημα θρησκειολογικό που να διδάσκει τα χαρακτηριστικά όλων των θρησκευτικών δογμάτων με επιστημονικό τρόπο είναι απαραίτητο, όχι γιατί θα οδηγήσει τους μαθητές να αλλαξοπιστήσουν αλλά για να γκρεμιστούν τα τείχη που υψώνονται από την άγνοια μεταξύ των ανθρώπων.

Αυτό σίγουρα δεν αρέσει στην εκκλησία που επιθυμεί μονοπωλιακή αντιμετώπιση, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν της πέφτει λόγος. Αν ήταν στο χέρι της η διαμόρφωση της διδακτέας ύλης των μαθημάτων ενδεχομένως να μην γνωρίζαμε για τον Δαρβίνο, για τον Διαφωτισμό και τους περισσότερους φιλοσόφους… Αν πάλι η εκκλησία ανησυχεί για την διδασκαλία των χριστιανικών ηθών ας φροντίσει να τα διδάξει πρώτα στην πράξη, αποβάλλοντας από τους κύκλους της τα σκάνδαλα, τις μηχανορραφίες και τους αναρίθμητους φασιστογενείς ποιμένες και ας αφήσει την εκπαίδευση στους εκπαιδευτικούς. Και αν βέβαια θέλει να κάνει κατηχήσεις έχει και τους πόρους και τις υποδομές  και την τεχνογνωσία για να το κάνει.

Αντίστοιχα, βέβαια, δε μπορεί να διανοηθεί κανείς ότι ένας οργανισμός που επιβίωσε από 400 χρόνια Οθωμανικής κυριαρχίας μπορεί να απειληθεί από ένα τζαμί (το ακροδεξιό επιχείρημα ότι οι Τούρκοι δεν μας δίνουν την Αγία Σοφία δεν έχει καμία βάση αν υπολογίσουμε πως στον υποτιθέμενο βάρβαρο ισλαμικό κόσμο λειτουργούν τα τρία από τα τέσσερα πρεσβυγενή πατριαρχεία αλλά και δεκάδες εκκλησίες), ή από την ίδρυση ενός πανεπιστημιακού τμήματος, αν πραγματικά έχει τόσο βαθιές ρίζες στη συνείδηση του πληθυσμού όσο αυτή ισχυρίζεται.

Ασφαλώς και μέσα στους κόλπους της εκκλησίας υπάρχουν και μετριοπαθή ή ακόμη και εξαιρετικά στοιχεία. Ποιος ξεχνά τον Παπά Ανυπόμονο ή τον Παπά Χολέβα στο αντάρτικο; Όμως για κάθε Μητροπολίτη Σισανίου και Σιατίστης που στρέφεται κατά της Χ.Α. υπάρχουν δεκάδες σαν τον Άνθιμο, σαν τον Καλαβρύτων, σαν τον Πειραιώς και τον Κονίτσης που εξυμνούν τους φασίστες και εξαπολύουν ρατσιστικούς μύδρους κατά των μεταναστών, δημιουργώντας μια επικρατούσα εικόνα που σίγουρα δε μπορεί να μείνει στο απυρόβλητο. Από την άλλη βέβαια δε μπορεί να ξεκινήσει και ένας τυφλός πόλεμος κατά δικαίων και αδίκων που στην τελική θα επιφέρει αντίθετα αποτελέσματα.

Πάνω σε αυτό θα μπορούσαμε να επικαλεστούμε τον Λένιν για την στάση που πρέπει να κρατηθεί έναντι της θρησκείας:

«…Η θρησκεία πρέπει να είναι ατομική υπόθεση για το κράτος, αυτό ζητάμε εμείς, σε καμιά περίπτωση όμως δεν μπορούμε να θεωρούμε τη θρησκεία ατομική υπόθεση για το κόμμα μας. Το κράτος δεν πρέπει να έχει καμιά δουλειά με τη θρησκεία, οι θρησκευτικοί σύλλογοι δεν πρέπει να συνδέονται με την κρατική εξουσία. Ο καθένας πρέπει να είναι ολότελα ελεύθερος να πρεσβεύει όποια θρησκεία θέλει ή να μην παραδέχεται καμιά θρησκεία, δηλαδή να είναι άθεος, όπως και είναι συνήθως κάθε σοσιαλιστής. Δεν επιτρέπονται σε καμιά περίπτωση κανενός είδους διακρίσεις δικαιωμάτων ανάμεσα στους πολίτες εξαιτίας των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων. Πρέπει να καταργηθεί απόλυτα ακόμα και κάθε υπόμνηση στα επίσημα έγγραφα σχετικά με το άλφα ή βήτα θρήσκευμα των πολιτών. Δεν πρέπει να δίνεται καμιά επιχορήγηση από τα χρήματα του δημοσίου στις εκκλησιαστικές και θρησκευτικές ενώσεις, που πρέπει να γίνουν ενώσεις πολιτών-ομοϊδεατών ολότελα ελεύθερες, ανεξάρτητες από την κρατική εξουσία. Μόνο με την ολοκληρωτική εφαρμογή αυτών των διεκδικήσεων μπορεί να μπει τέρμα στο επαίσχυντο και καταραμένο εκείνο παρελθόν, τότε που η εκκλησία βρισκόταν σε δουλοπαροικιακή εξάρτηση από το κράτος, ενώ οι Ρώσοι πολίτες βρίσκονταν σε δουλοπαροικιακή εξάρτηση από την επίσημη εκκλησία, τότε που υπήρχαν και εφαρμόζονταν μεσαιωνικοί ιεροεξεταστικοί νόμοι (που διατηρούνται μέχρι σήμερα στους ποινικούς κώδικες και κανόνες), νόμοι που πρόβλεπαν διωγμούς για την πίστη ή για την απιστία, που ασκούσαν βία στη συνείδηση του ανθρώπου, που συνέδεαν τις δημόσιες θεσούλες και τα δημόσια έσοδα με τη διάδοση κάθε λογής πνευματικού οπίου που διοχετεύει η εκκλησία του κράτους. Ολοκληρωτικός χωρισμός της εκκλησίας από το κράτος – αυτή τη διεκδίκηση προβάλλει το σοσιαλιστικό προλεταριάτο στο σημερινό κράτος και στη σημερινή εκκλησία.»

(«Η στάση του εργατικού κόμματος έναντι της Θρησκείας», Lenin V.I., Collected Works, vol. 15, Moscow, 1973.

B. T.