Μια σκληρά χαραγμένη ζωή
Η ζωή και ο θάνατος στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής ενός κομμουνιστή – αρχειομαρξιστή δασκάλου
του Νίκου Θεοδοσίου
[ Ο Γιώργος Κρόκος είναι ένας από τους 200 αγωνιστές που εκτελέστηκαν από τους Ναζί κατακτητές την Πρωτομαγιά του 1944. Ο Γιώργος Κρόκος ήταν στέλεχος της αρχειομαρξιστικής οργάνωσης που εντάχθηκε στη Διεθνή Αριστερή Αντιπολίτευση του Τρότσκι και μετασχηματίστηκε στην Κομμουνιστική Οργάνωση Μαρξιστών Λενινιστών Αρχειομαρξιστών – ΚΟΜΛΕΑ. Το κείμενο του Νίκου Θεοδοσίου αναδημοσιεύεται από το περιοδικό Αρχειομαρξιστικές Μνήμες, τεύχος 2, που κυκλοφορεί με υλικά από το εν πολλοίς αγνοημένο και συκοφαντημένο αρχειομαρξιστικό κίνημα. Θ.Κ.]
Στα δέκα χρόνια που αναπτύχθηκε η κυρίως δράση της αρχειομαρξιστικής οργάνωσης (1924-1934), χιλιάδες αγωνιστές του εργατικού κινήματος βρέθηκαν μέσα στις γραμμές της και αναδείχτηκαν εκατοντάδες στελέχη. Για ελάχιστους όμως μπορούμε να έχουμε μια πλήρη εικόνα της προσωπικής και πολιτικής διαδρομής τους. Για τους περισσότερους, μόνο κάποιες αποσπασματικές και ενίοτε λαθεμένες αναφορές.1Η περίπτωση του Γιώργου Κρόκου είναι χαρακτηριστική. Στην ιστοσελίδα του «Η Αθήνα ελεύθερη» γράφουν πως ήταν οργανωμένος στο ΚΚΕ. Στην ταινία του Σπύρου Τέσκου «Χαραγμένες ζωές» δεν γίνεται καμία αναφορά στην κομματική του ταυτότητα. Στην «Εργατική Δημοκρατία», Μάης 2007, γράφουν πως ήταν αρχειομαρξιστής στο ξεκίνημά του αλλά «έκοψε γρήγορα κάθε δεσμό με την αρχειο-μαρξιστική γραφειοκρατία και τάχθηκε κάτω από τη σημαία της 4ης Διεθνούς».
Ένας από τους βασικούς στόχους του περιοδικού «Αρχειομαρξιστικές Μνήμες» είναι να καλύψει αυτά τα ιστορικά κενά, να αναδείξει, μέσα από πρωτογενείς πηγές, τα λησμονημένα πρόσωπα και να τα φέρει στο προσκήνιο της ιστορίας. Σ’ αυτό το σημείωμα γίνεται μια απόπειρα να συγκεντρώσουμε όλα τα διαθέσιμα στοιχεία για τον δάσκαλο Γιώργο Κρόκο και την πολύ σύντομη ζωή του. Η πολιτική του δράση αναπτύχθηκε περισσότερο σε φυλακές και εξορίες, όπου τον «φιλοξένησε» το αστικό κράτος, μέχρι την εκτέλεσή του από τους Ναζί στην Καισαριανή την Πρωτομαγιά του 1944 μαζί με άλλους 200 αγωνιστές.
Για το συγκεκριμένο αγωνιστή μια σημαντική πηγή πληροφοριών αποτελεί μια ταινία, το ντοκιμαντέρ του πρόωρα χαμένου σκηνοθέτη Σπύρου Τέσκου «Χαραγμένες Ζωές» (2013). Σε αυτό περιλαμβάνονται μαρτυρίες συγγενών του Γιώργου Κρόκου αλλά και η άγνωστη, μέχρι τώρα, αλληλογραφία με τη μητέρα του.
Ο Γιώργος Κρόκος γεννήθηκε το 1905 (ή 1906) στο χωριό Στελί της Ικαρίας. Ήταν παιδί μιας πολύτεκνης οικογένειας αλλά από τα 16 παιδιά που γέννησε η μητέρα του, επέζησαν τα δέκα. Τελείωσε το Γυμνάσιο στην Ικαρία και στη συνέχεια πήγε στη Μυτιλήνη όπου σπούδασε στο Διδασκαλείο. Το 1929 ήρθε ο πρώτος, αλλά τελευταίος, διορισμός στο σχολείο του χωριού Ρουσίλβο2Συμπτωματικά, πρόκειται για το χωριό της επίσης δασκάλας Μίρκας Γκίνοβα [Ειρήνη Γκίνη], της πρώτης γυναίκας αντάρτισσας που καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε στις 26/6/1946. Για το μοναρχοφασιστικό ελληνικό καθεστώς τα επιβαρυντικά στοιχεία ήταν ότι η Μίρκα Γκίνοβα ήταν Κομμουνίστρια, Σλαβομακεδόνισα και… Δασκάλα!) – Σημείωση Θ.Κ., χωριό της σλαβομακεδονικής μειονότητας, που μετονομάστηκε από το ελληνικό κράτος σε Ξανθόγεια. Εκεί βρήκε «τα πρώτα εμπόδια» όπως αναφέρει ο ανιψιός του Σταμάτης Κρόκος, καθώς «ανέλαβε και την υπεράσπιση των χωρικών γιατί τους εκμεταλλεύονταν άγρια».
Ο Τάσσκο Μαμούροβσκι στο βιβλίο του για τον αρχειομαρξιστή Pando Džikov-Džikata (Παντελή Τζίκα) αναφέρεται στον Γιώργο Κρόκο γράφοντας:
«Στο τέλος του 1929, αρχές του 1930 στο χωριό Ρουσίλοβο ήρθε να διδάξει τα παιδιά του χωριού ο Έλληνας δάσκαλος Γιώργος Κρόκος, πρωτοπόρος κομμουνιστής, γεννημένος στην Ικαρία, στο Αιγαίο πέλαγος. Ακόμα και από την περίοδο που φοιτούσε στην Παιδαγωγική Ακαδημία είχε γίνει μέλος του ΚΚΕ. Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα στο Ρουσίλοβο άρχισε να κάνει παρέα με πρωτοπόρους του χωριού και έγινε πολύ δημοφιλής και σεβαστός όχι μόνο από τους μαθητές αλλά και από τους μεγάλους. Αυτός εξ αρχής συνδέθηκε με τον ήδη αναφερθέντα Φώτη Λεκούσεφ ο οποίος το ίδιο διάστημα ήταν μέλος στη νεολαιίστικη οργάνωση ΟΚΝΕ. Αυτοί οι δυο συχνά συζητούσαν για την πολιτική κατάσταση, για τα κοινωνικό-οικονομικά προβλήματα των εργατών και αγροτών. Μετέπειτα με πρωτοβουλία του Κρόκου, ο Φώτης Λεκούσεφ εκλέχτηκε γραμματέας της οργάνωσης ΟΚΝΕ στο Ρουσίλοβο. Σ’ αυτήν την κατάσταση έμεινε μέχρι την άνοιξη του 1931.»3Taško Mamurovski, Pando Dzikov-Dzikata: (1906 – 1943). Ο εντοπισμός του αποσπάσματος και η μετάφραση έγινε από τον Goce Mirka. Στο έργο του συνθέτη Κώστα Θεοδώρου (Ντίνε Ντόνεφ), «Ρουσίλβο», ακούγονται ηλικιωμένες γυναίκες να αναφέρουν τα ονόματα των αγωνιστών Ρίστο και Πέτσε Λικούσεφ.
Το γεγονός ότι οι κομμουνιστικές ιδέες που έφερε ο Κρόκος βρήκαν πρόσφορο έδαφος στο Ρουσίλοβο δεν είναι τυχαίο. Πρόκειται για ένα χωριό που μαζί με τη γειτονική Ζέρβη, έζησαν, στην κυριολεξία από πρώτο χέρι, τη Ρώσικη επανάσταση του 1917.
Οι στρατιώτες ενός Ρώσικου συντάγματος που βρισκόταν στο Όστροβο (Άρνισσα) πολεμώντας στο Μακεδονικό μέτωπο, όταν έμαθαν τα γεγονότα στην πατρίδα τους, αρνήθηκαν να συνεχίσουν το πόλεμο και ζήτησαν να επιστρέψουν πίσω. Οι Γάλλοι, με δόλο τους αφόπλισαν και τους εγκλώβισαν φρουρούμενους χωρίς τροφή, στα δυο χωριά. Έλπιζαν πως οι χωρικοί θα έρθουν σε σύγκρουση μαζί τους, κάτι που δεν έγινε. Έτσι κατέφυγαν στη βία. Σκότωσαν πάνω από 100 άοπλους ρώσους φαντάρους και τους υπόλοιπους τους οδήγησαν στα κάτεργα μέχρι το τέλος του πολέμου.
Την ιστορία αφηγείται με μια επιστολή του στην Πάλη των Τάξεων (7/12/1933) ο Σ. Λούρος από τις φυλακές Επταπυργίου όπου κρατούνταν.
Δεν βεβαιώνεται από καμιά πηγή, πέρα από τον Μαμούροβσκι, ότι ο Γιώργος Κρόκος υπήρξε μέλος του ΚΚΕ πριν προσχωρήσει στον αρχειομαρξισμό. Πάντως όταν ξεκινούν οι διώξεις ενάντιά του ο Κρόκος αναφέρεται από την Πάλη των Τάξεων ως μέλος της οργάνωσης. Ως αρχειομαρξιστής αναφέρεται και ο Φώτης Λυκούσης – Λεκούσεφ, που οδηγήθηκε σε δίκη μαζί με τον Κρόκο. Και οι διώξεις ξεκίνησαν αρκετά νωρίς.
Στις 12 Σεπτεμβρίου του 1932, περίπου τρία χρόνια μετά την άφιξή του στο Ρουσίλβο, ο Γιώργος Κρόκος γράφει στη μητέρα του στην Ικαρία:
«Σεβαστή μου μητέρα, σας φιλώ.
Προχθές πέρασα από συμβούλιο κατηγορούμενος για πολλά πραγματάκια. Είχαν συσσωρεύσει πολλές ψεύτικες κατηγορίες. Σ αυτές προστέθηκε και ένα έγγραφο της Αυτού Αστυνομίας για όσα συνέβησαν αυτό το καλοκαίρι παραγεμισμένο με πολλές χωροφυλακίστικες εξυπνάδες. Το συμβούλιο με απήλλαξε λόγω αμφιβολιών και της επί τριετίαν επιμελούς εργασίας μου.»
Είκοσι μέρες περίπου αργότερα, στις 5 Οκτωβρίου 1932, ξαναγράφει στη μητέρα του για να την ενημερώσει πως άρχισαν πλέον και οι δικαστικές διώξεις και αναπτύσσει τις ηθικές αρχές πάνω στις οποίες στηρίζει την πολιτική του δράση:
«Τώρα πάλι πηγαίνω για άλλες δίκες. Λύσσαξαν οι εχθροί μου όταν είδαν πως η διοικητική ανάκριση δεν τους ικανοποίησε. Τώρα πήραν το δικαστικό δρόμο. Δε με μέλει καθόλου όμως γιατί διώκομαι από τα πιο σάπια κορμιά που τα καταριούνται οι κάτοικοι όλης της περιοχής. Στηρίζουν τη ζωή και τη δύναμή τους στην ύπαρξη των κρατικών οργάνων, όπως άλλωστε γίνεται παντού με τους τέτοιους.
Επίσης δε με μέλλει καθόλου γιατί ωφέλησα μα κανένα δεν ζήμιωσα. Στο διωγμό δε με βαρύνει κανένα κακό. Μπορεί κανείς να υπολογίσει την υλική ζημιά μονάχα με το να χάσω την εργασία μου μα και αυτή η σκέψη ας μη σας λυπήσει. Δεν ζήσαμε ποτέ από υπαλληλήκια ούτε και τώρα. Η ζωή μου τότε είναι καλή όταν είμεθα ελεύθεροι στο μυαλό μας, έστω και σε μικρό βαθμό και άμα περιβαλλόμαστε από ζωντανούς. Τώρα αυτά και τα δυο, δεν μπορούν να γίνουν. Δεν μπορούμε λοιπόν με κανένα τρόπο να δούμε την όμορφη ζωή, όχι υπάλληλοι για να γίνουμε μα αρχοντάδες. Μη νομίζετε ότι οι σκέψεις μου είναι τρελές επειδή δεν κοιτάζω το συμφέρον το ατομικό. Είναι χιλιάδες εκείνοι που σκέφτονται έτσι. Γρήγορα θα σκεφτούν όλοι έτσι γιατί δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς.»
Από τα τέλη του 1932 ξεκινά και ο περιορισμός των πολιτικών ελευθεριών του μαζί με το οριστικό τέλος της διδασκαλικής του καριέρας, καθώς πλέον οι διώκτες του καταφέρνουν να τον προφυλακίσουν. Η επόμενη επιστολή προς τη μητέρα του στέλνεται στις 16 Νοεμβρίου του 1932 από τις Επανορθωτικές Φυλακές Εδέσσης.
«Σεβαστή μου μητέρα σε φιλώ. Με στοιχεία της Αυτού Αστυνομίας και μερικών από εδώ μου υπεβλήθη μήνυσις για προπαγάνδα. Εκλήθην για ανάκριση και με προφυλάκισαν στις 10 Νοεμβρίου. Θέλω και πρέπει να μείνεις ατάραχη πρώτα γιατί η φυλάκισή μου δεν έγινε επειδή με βαρύνει κάποια αισχρή πράξη, δεύτερο γιατί εγώ δεν υποφέρω γιατί περνώ την ίδια ζωή που περνούσα και έξω και τρίτο γιατί είσαι συνηθισμένη πια στις μεγάλες λύπες. Ακόμη ξέρω πως είσαι λογική και δίκαιη στο μοίρασμα της αγάπης σου στα παιδιά σου. Γι’ αυτό ελπίζω πως θα έχω το μερίδιο από αυτή την αγάπη σου παρόλο που σε πίκρανα και θα το έχω όταν ακούω πως δεν στεναχωριέσαι.
Σε φιλώ αγαπητή μου μητέρα
Σε φιλώ ο γιός σου Γιώργος.»
Ακολουθεί η δίκη του Γιώργου Κρόκου στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Εδέσσης. Κατηγορούμενος μαζί του, για «κομμουνιστική προπαγάνδα μεταξύ των χωρικών», είναι και ο τηλεγραφικός υπάλληλος Αρνίσσης, Σ. Σκουλαρίκος. Η ανταπόκριση της Πάλης των Τάξεων (27 Απριλίου 1933) από την Έδεσσα:
«Στις 19 Απρίλη μέσα σε αφάνταστη τρομοκρατία έγινε η δίκη των συντρόφων μας Γεωρ. Κρόκου, δάσκαλου και του Σ. Σκουλαρίκου τηλεγραφητή, κατηγορουμένων ότι έκαναν κομμουνιστική προπαγάνδα. Ο σ. Κρόκος απολογήθηκε θαρραλέα υπερασπίζοντας τον κομμουνισμό, πράγμα που έκανε τους δικαστές να λυσσάξουν σε τέτοιο βαθμό που δεν άφησαν το δικηγόρο της υπεράσπισης ούτε ερωτήσεις να κάνει στους διάφορους χαφιέδες μάρτυρες κατηγορίας που αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Ύστερα από την επαναστατική αυτή απολογία του σ. Κρόκου οι αστοί δικαστές τον καταδίκασαν σε 5 χρόνια φυλακή και δυο χρόνια εξορία. Το σ. Σκουλαρίκο που δεν παρουσιάστηκε τον δίκασαν σε 4 χρόνια φυλακή και 2 εξορία. Ως τόπος εξορίας ορίσθηκε η νήσος Αγ. Ευστράτιος.»
Από το ίδιο δημοσίευμα μαθαίνουμε ότι ο Γ. Κρόκος πριν λίγο καιρό είχε καταδικαστεί σε άλλα δυο χρόνια φυλακή και ένα χρόνο εξορία γιατί «τσάκισε στο ξύλο κάποιο χαφιέ» στα Ξανθόγεια. Έτσι το σύνολο των ποινών του εκείνη τη στιγμή ανέρχεται σε 7 χρόνια φυλακή και 3 χρόνια εξορία!
Το απόγευμα της ίδιας μέρας έγινε και η δίκη του αρχειομαρξιστή Φώτη Λυκούση – Λεκούσεφ από το Ρουσίλοβο – Ξανθόγεια. Ίδιες κατηγορίες αλλά διαφορετική ποινή: 8 μήνες φυλακή και 6 εξορία.
Στο ίδιο φύλλο της Πάλης των Τάξεων, δημοσιεύεται και μια φωτογραφία με τρεις αρχειομαρξιστές κρατούμενους στις φυλακές του Επταπυργίου. Πρόκειται για τον Γιώργο Κρόκο, τον Παντελή Τζίκα (Πάντο Τζίκοφ) και τον Φώτη Λυκούση. Για τον Π. Τζίκα αναφέρει συγκεκριμένα πως πιάστηκε στην Αθήνα ενώ μοίραζε προκηρύξεις αλλά η αστυνομία προσπαθούσε να του φορτώσει ένα φόνο.4Ο Παντελής Τζίκας εκτελέστηκε στις 21-10-1943 στο Καϊμακτσαλάν από τον ΕΛΑΣ.
Οι καταδικασθέντες της Έδεσσας μεταφέρθηκαν στις φυλακές του Επταπυργίου για να εκτίσουν την ποινή τους. Στις φυλακές ήρθαν αντιμέτωποι με την βία των σταλινικών που αποκορύφωμά της στάθηκε η δολοφονική επίθεση στον Γερ. Παναγιωτάκο και ο σοβαρός τραυματισμός του. Μετά από αυτό οι υπόλοιποι κρατούμενοι αρχειομαρξιστές αποχώρησαν από την κολεκτίβα. (Επιστολή τους δημοσιεύεται στην Πάλη των Τάξεων, 12 Αυγούστου 1933).
Στις 11 Οκτωβρίου 1933, ύστερα από τρεις αναβολές, έγινε η δίκη του Γ. Κρόκου σε δεύτερο βαθμό στο Εφετείο της Θεσσαλονίκης. Οι αρχές επιστράτευσαν αυτή τη φορά, σύμφωνα με ρεπορτάζ της αρχειομαρξιστικής εφημερίδας, ένα ολόκληρο στρατό από μάρτυρες κατηγορίας που περιλάμβανε τρεις προέδρους κοινοτήτων, τρεις αγροφύλακες και άλλους άγνωστους χαφιέδες. Όλοι αυτοί υποστήριξαν πως ο Γ. Κρόκος υποστήριζε την αυτονομία των σλαβομακεδόνων «για να ζήσουν ίσοι και αγαπημένοι όπως στη Ρωσία».
«Ο σ. μας, γράφει η εφημερίδα, απολογήθηκε ταξικά και θαρραλέα, λέγοντας πως σαν κομμουνιστής Αρχειομαρξιστής δεν μπορούσε να βάλει το μισθό του πάνω από τη συνείδησή του και ξεσκέπασε την σκηνοθεσία και τα γελοία επιχειρήματα των μαρτύρων της κατηγορίας».
Τελικά το εφετείο μείωσε την ποινή φυλάκισης στα δυόμιση χρόνια αλλά η εξορία παρέμεινε στα δύο. Μια ακόμα επιστολή του Γ. Κρόκου προς τη μητέρα του, σταλμένη αυτή τη φορά από τις φυλακές Επταπυργίου στις 10 Νοεμβρίου 1934.
«Σεβαστή μου μητέρα σε φιλώ, ο γιός σου.
Όπως εσείς, υποφέρει όλος ο κόσμος της δουλειάς και οι περισσότεροι άρχισαν να διακρίνουν πως το φάρμακο είναι ένα: η επανάσταση για όλους που θα γκρεμίσει το καθεστώς της εκμετάλλευσης και θα καταργήσει κάθε δυστυχία και καταπίεση. Σκοπός των εκμεταλλευτών είναι να μας εξοντώσουν, γι’ αυτό σε μας ο σκοπός πρέπει να είναι ένας, πιότερη πίστη στο δίκαιο αγώνα μας.
Σου τα γράφω αυτά γιατί πολλοί καθυστερημένοι θα σου λένε πως φταίμε εμείς. Μην τους ακούς αυτούς γιατί αυτοί οι καημένοι βρίσκονται σε τέτοια κακομοιριά που δεν μπορούν να νοιώσουν την αιτία της δυστυχίας, όχι μόνο της δικής μας μα ούτε της δικής τους που είναι η ίδια. Μοιάζουν με το γυμνό που όταν κρυώνει, βλαστημά τον αέρα.»
Ο Γ. Κρόκος ακολούθησε μια βασανιστική πορεία σε τόπους εκτόπισης και φυλακές. Το 1936 εξορίστηκε στον Άγιο Ευστράτιο, απ’ όπου όμως κατάφερε να δραπετεύσει. Στη διάρκεια της σύντομης ελευθερίας του ζούσε στην Αθήνα και πρέπει να δούλευε ως οικοδόμος. Ο ανιψιός του Απόστολος Στένος, μικρό παιδί τότε, θυμάται για τον θείο του:
«Το 1938 με έπαιρνε κάθε μέρα, με πήγαινε στα Μουσεία και μου έκανε μάθημα. Μου έκανε εντύπωση όπως όταν συναντούσαμε κανένα αστυφύλακα, άλλαζε κατεύθυνση.»
Η σύντομη ελευθερία του τελειώνει το 1938. Συλλαμβάνεται εκ νέου από την Ασφάλεια και αυτή τη φορά μεταφέρεται στην Ακροναυπλία. Σχεδόν ταυτόχρονα με τον Παντελή Πουλιόπουλο.
Δεν είναι γνωστό ποια στάση κράτησε στη διάσπαση της αρχειομαρξιστικής οργάνωσης το 1934, πάντως δεν ακολούθησε την οργάνωση του Δ. Γιωτόπουλου. Άραγε ακολούθησε την ΚΔΕΕ; Ο Στίνας αναφέρει πως η δράση της ΚΔΕΕ σταμάτησε το Μάη του 1937 όταν συνελήφθησαν όλοι εκτός του Βιτσώρη. Ο Γ. Κρόκος όταν μεταφέρεται στην Ακροναυπλία φαίνεται πως ανήκει στην ΕΟΚΔΕ του Π. Πουλιόπουλου από την οποία όμως αποχωρεί για να συμπαραταχθεί με την ΚΔΕΕ στην οποία ηγείται ο Α. Στίνας.
Στην Ακροναυπλία συμμετέχει ενεργά στις συζητήσεις που διεξάγονται ανάμεσα στην ΕΟΚΔΕ (Ενιαία Οργάνωση Κομμουνιστών Διεθνιστών Ελλάδας) με επικεφαλής τον Παντελή Πουλιόπουλο και την ΚΔΕΕ (Κομμουνιστική Διεθνιστική Ένωση Ελλάδας) με ηγέτη τον Άγη Στίνα με στόχο την ενοποίησή τους. Ο Γιάννης Ταμτάκος στις Αναμνήσεις του αναφέρει πως σύμφωνα με όσα του είπε ο Στίνας, ο Γ. Κρόκος «άφησε κάπου τριακόσιες σελίδες γραπτά στην Ακροναυπλία». Σίγουρα αυτό αποτελεί υπερβολή. Η καταγραφή του συνόλου της συζήτησης εκτείνεται σε 1470 σελίδες.
Η λεγόμενη «ενοποιητική συζήτηση» ανάμεσα στις δυο τροτσκιστικές οργανώσεις διήρκεσε σχεδόν δύο χρόνια και καταγράφηκε σε χειρόγραφα δελτία, τα οποία, μαζί με τα εσωτερικά δελτία της ΕΟΚΔΕ, συναπαρτίζουν το υλικό που έχει κωδικοποιηθεί ως τα Τετράδια της Ακροναυπλίας και σήμερα βρίσκεται στο ΕΛΙΑ (Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο).
Ο Γιώργος Σάμιος, στη διδακτορική διατριβή του με τίτλο «Πόλεμος, έθνος, τάξη και σοσιαλισμός στα τετράδια της Ακροναυπλίας» (2015, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών), εντοπίζει ένα άρθρο του Γ. Κρόκου που δημοσιεύτηκε στο 7ο Δελτίο συζήτησης του Αύγουστου 1940. Το άρθρο έχει δυο υποενότητες με τίτλους «Ο διαχωρισμός των κοινωνικών μετώπων και «Το νέο κόμμα και τα καθήκοντά μας» και εκτείνεται σε 13 σελίδες.
Σε αυτό ο Γ. Κρόκος ανάμεσα σε άλλα υποστηρίζει το σύνθημα «για την αυτοδιάθεση της μακεδονικής εθνότητας», ενώ στο ζήτημα του ντεφαιτισμού αν και τάσσεται υπέρ των απόψεων του Στίνα, ο Γ. Σάμιος επισημαίνει μια διαφοροποίηση. «Παραδόξως, στην κατακλείδα του, ο Κρόκος δεδομένης και της ανάλυσης στην οποία προβαίνει και σε απόσταση από την αντίστοιχη θέση του αρχηγού της οργάνωσης στην οποία ανήκει, παρουσιάζει τελικά με τον τρόπο του, αν και με πολλές επιφυλάξεις, υπέρ της υπεράσπισης του εργατικού κράτους που χαρακτηρίζει καθήκον των αγωνιστών όλου του κόσμου».5 Γιώργος Σάμιος, «Πόλεμος, έθνος, τάξη και σοσιαλισμός στα τετράδια της Ακροναυπλίας», Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 2015, σελ. 125.
Οι κρατούμενοι της Ακροναυπλίας το 1942 μεταφέρονται στο μεταγωγών Πειραιά προκειμένου να σταλούν σε τόπους εξορίας. Ο Γ. Κρόκος προορίζεται για στη Σίκινο. Από τον Πειραιά στέλνει ένα ακόμα γράμμα στους δικούς, με πιθανό αποδέκτη, αυτή τη φορά, την αδελφή του Άννα.
«Πειραιάς, 16/3/1942
Προχθές μεταφερθήκαμε αρκετοί στο τμήμα Μεταγωγών και μας προορίζουν για τα Κυκλαδίτικα. Εμένα για τη Σίκινο. Είναι τρομερή η κατάσταση σε όλη τη πόλη αλλά εδώ στα κρατητήρια πολύ φοβερότερη. Συνωστισμός και καθημερινοί θάνατοι. Τον προηγούμενο μήνα πέθαναν 23 σε 28 μέρες σε αυτό το τμήμα. Αν συμβεί αυτές τις μέρες να έρθει κανένας συγγενής εδώ, να του πείτε να με επισκεφτεί, αν προλάβει.»
Αντί όμως για τη Σίκινο, καθώς το στρατόπεδο δεν ήταν ακόμα έτοιμο, εξορίζεται στην Εύβοια. Εκεί μεταφέρθηκαν τον Ιούλιο του 1942 περίπου 70 κρατούμενοι και μοιράστηκαν σε διάφορα τμήματα χωροφυλακής. Μέσα Οκτώβρη του 1942 ο Στίνας με τον Βουρζούκη κατάφεραν να δραπετεύσουν αλλά ο Κρόκος με τον Μακρή δεν ακολούθησαν. Αυτούς που έμειναν τους μετέφεραν στη Λάρισα και στη συνέχεια στο Χαϊδάρι. Και από το Χαϊδάρι το πρωί της Πρωτομαγιάς του 1944 τους μετέφεραν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής όπου τους εκτέλεσαν.
Το τελευταίο χειρόγραφο του Γ. Κρόκου που έφτασε σε μας είναι ένα μικρό σημείωμα που πέταξε στο δρόμο καθώς τα στρατιωτικά αυτοκίνητα των γερμανών τους οδηγούσαν στον τόπο της εκτέλεσης. Δέκα λέξεις όλες κι όλες:
«Να σταλή: Άνναν Κ. Πλακίδη, Κάμπος Ικαρίας. Γιώργης Κρόκος, Σας φιλώ όλους. Απ’ τον τόπο της εκτέλεσης. 1-5-1944 πρωί».
ΝΙΚΟΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ
Σεπτέμβριος 2021
Υποσημειώσεις