Γκρρτς, Σρρπ, Μπουλγκάρ, Μακεντών ορτοντόξ... (Κ)

 

Παντελής Mπουκάλας

Έργο συγκλονιστικό «Η ζωή εν τάφω» του Στράτη Μυριβήλη, αφήνει βαθιά τα ίχνη της στην ψυχή και τη σκέψη του αναγνώστη. Σε όποια ηλικία κι αν συναντηθεί μαζί της. Να συμπεριλαμβάνεται άραγε στα ίχνη αυτά και η αφήγηση που ξετυλίγουν τα «Χειρόγραφα που βρέθηκαν μες στο γελιό του λοχία Αντώνη Κωστούλα» (αυτός, θυμίζω, είναι ο υπότιτλος του βιβλίου) για τη φιλοξενία του αυτοϊστορούμενου ήρωα στο ταπεινό σπίτι κάποιου «μακεδονίτικου χωριού», όπου και ανάρρωσε; Φοβάμαι πως όχι. Αν η μνήμη των μισών έστω αναγνωστών (και τη «Ζωή εν τάφω» την έχουν διαβάσει εκατοντάδες χιλιάδες) είχε συγκρατήσει κάτι από τις συγκεκριμένες σελίδες, ίσως δεν θα ήταν τόσο εύκολο στους κάπηλους του πατριωτισμού –ιεράρχες, κομματάρχες, τέως στρατάρχες κ.ο.κ.– να διακινούν και να επιβάλλουν μαζικά τα ανιστόρητα κλισέ τους για τους «γυφτοσκοπιανούς» που, όπως απεφάνθη τουιτερικώς και τρανό στέλεχος της ΟΝΝΕΔ, «όταν εμείς κάναμε εγκαίνια στην Ακρόπολη, αυτοί είχαν ουρά και πηδούσαν από δέντρο σε δέντρο». Το μόνο που δεν πρόσθεσε είναι ότι τα «εγκαίνια» ξεκίνησαν με τον Βασίλη Καρρά να τραγουδάει το «Μακεδονία ξακουστή». Αρκέστηκε να διαβεβαιώσει πως «οι κρεμάλες στο Σύνταγμα για τους εθνοπροδότες είναι έτοιμες και περιμένουν». Αν ήταν εφικτός ο απαγχονισμός φαντασμάτων, δεν θα τη γλίτωνε ο Μυριβήλης. Αλλά μπορούμε πάντα να κάψουμε τη «Ζωή εν τάφω». Εχει ξαναγίνει. Επί Μεταξά.

Είμαστε λοιπόν στα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου. Πανευρωπαϊκό τον ονομάζει –ευλόγως– ο Μυριβήλης, μάχιμος στα χαρακώματα του μακεδονικού μετώπου από τον Μάιο του 1917 έως τον Απρίλιο του 1918. Το «μακεδονίτικο χωριό», όπου έμεινε για να αναρρώσει ο λοχίας Κωστούλας, η Βελούσινα (Βελούζινα στο βιβλίο) βρίσκεται στην ΠΓΔΜ, πολύ κοντά στα σύνορά της με την Ελλάδα, χρωστάει δε το όνομά της στη Βέλικα Ελεούσα, τον ναό της Θεοτόκου Μεγάλης Ελεούσας, που χτίστηκε τον 4ο-5ο αιώνα, επί Θεοδοσίου του Β΄. Παραθέτω τις κρίσιμες παραγράφους του αντιμιλιταριστικού πεζογραφήματος όπως απαντούν στην πρώτη έκδοση, που κυκλοφόρησε στη Μυτιλήνη το 1924. Η έκδοση αυτή, μαζί με τη δεύτερη, του 1930, τυπώθηκαν για πρώτη φορά σε έναν τόμο από την «Εστία» το 2016, με φιλολογική επιμέλεια, πρόλογο και επίμετρο της Νίκης Λυκούργου.

 

 

 

Αντλώ λοιπόν από την πρόσφατη έκδοση της «Εστίας», με την οποία παραδίδεται το κείμενο χωρίς απαλοιφές ή προσαρμογές στις απαιτήσεις της «εθνικής ορθότητας», οι οποίες επιβλήθηκαν στις δεκαετίες που ακολούθησαν τη συγγραφή και τις πρώτες εκδόσεις της «Ζωής», απαλοιφές που επέτρεψαν στους μάστορες της εθνικόφρονης ψευδολογίας να διατείνονται ότι ουδέποτε έγραψε τέτοια πράγματα ο Μυριβήλης. Τα έγραψε όμως (σ. 95 κ.ε.):

«Από προχτές βρίσκουμαι κάτου από στέγη. Ανάμεσα πια σ’ αθρώπους που δε ζούνε ξυλιασμένοι κάτου απ’ την ψυχρή πνοή της στρατιωτικής πειθαρχίας. Ο γιατρός δήλωσε πως για να μου περάσει το πόδι πρέπει πρώτα απ’ όλα να σηκωθώ απ’ το χώμα κι απ’ την υγρασία τ’ αντίσκηνου. Και επειδής δε δέχτηκα με κανέναν τρόπο να πάω στο Νοσοκομείο, ο λοχαγός μου φρόντισε και μ’ έβαλε εδώ, σ’ ένα σπίτι του κοντινού χωριού. […] Οι χωριάτες με δέχτηκαν ανοιχτόκαρδα κι απλά. Και σαν απόμεινα ολομόναχος μαζί τους, άρχεψαν να μου μιλάνε σχεδόν όλοι μαζί, με τη γλώσσα τους που δεν την καταλάβαινα. […] Μα καταλάβαινα πολύ ξάστερα πως ήτανε ένας κόσμος απλός και δουλευτής. Ενας κόσμος ίσιος. Και τα λόγια τους ήτανε όλα λόγια αγαθά, άδολα σαν το ψωμί τους και μοσκοβολισμένα από συμπάθεια και συμπόνεση. […]

»Η μάννα τους δουλεύει στον αργαλειό. Τα μεγάλα της τ’ άσπρα πόδια ανεβοκατεβαίνουν γυμνά πάνου στις πατήτρες, και συχνά μαλώνει γελώντας τις μικρές μου φιλενάδες, που κάνουν ολάκερη συνδιάσκεψη, σοβαρή και φωνακλάδικη, συζητώντας γύρου στο εθνόσημο του κασκέτου μου. Είναι Γκρρτς ή Σρρπ. Ρωμέικο για Σέρβικο. Κι η μάννα τους φαίνεται τους λέει πως είμαι ένας “Γκρρτς”, ένας “ντόμπρο Γκρρτς”, ένας “ντόμπρο κριστιάν” και… να προσέχουν το πονεμένο πόδι μου. […] Η βαθιά ανάγκη που με σπρώχνει να επικοινωνήσω πιο καλά με την πρωτόγονη ψυχήν αυτονών των ανθρώπων, μ’ έκανε να πολεμώ πεισμωμένα να μπω μες στο νόημα του γλωσσικού τους ιδιώματος. Είναι ένα σλαβικό παρακλάδι με πολλά τούρκικα και ρωμέικα στοιχεία. […] Αυτοί εδώ οι χωριάτες, που τη γλώσσα τους την καταλαβαίνουν περίφημα κι οι Βουργάροι κι οι Σέρβοι, αντιπαθούνε τους πρώτους γιατί τους πήρανε τα παιδιά τους στο στρατό. Μισούν τους δεύτερους που τους κακομεταχειρίζουνται για Βουργάρους. Και κοιτάνε με αρκετά συμπαθητική περιέργεια εμάς τους περαστικούς Ρωμιούς επειδή είμαστε οι γνήσιοι πνευματικοί υπήκοοι του Πατρίκ, δηλαδή του “Ορθόδοξου Πατριάρχη της Πόλης”. Γιατί η ιδέα του απλώνεται ακόμα, τυλιγμένη μέσα σε μια θαμπή μυστικοπάθεια πολύ παράξενη, πάνου σ’ αυτό τον απλοϊκό χριστιανικό κόσμο. Επειτα οι τάφοι των παλιώ τους προεστών έχουνε πάνω στις πέτρες σκαλισμένα ελληνικά γράμματα. Τα ίδια γράμματα που ’ναι γραμμένα πάνου στα σκεβρωμένα κονίσματά τους, και στα παλιά εκκλησιαστικά βιβλία των εκκλησιώ τους. Ωστόσο, δε θέλουν να ’ναι μήτε “Μπουλγκάρ”, μήτε “Σρρπ”, μήτε “Γκρρτς”. Μοναχά “Μακεντόν ορτοντόξ”».

Υπάρχουν κάποιες μικροδιαφορές στη β΄ έκδοση, του 1930, η οποία, σημειώνει η Λυκούργου, «αποτέλεσε και τη βάση για την έβδομη και οριστική έκδοση του βιβλίου το 1955». Μια και η επανάληψη φημίζεται σαν μήτηρ μαθήσεως, δίνω την τελευταία ξαναπλασμένη παράγραφο (σ. 304-305): «Υστερα είναι και οι τάφοι των προεστών και των παπάδων τους που ’ναι σκαλισμένοι με τα ιερά και μυστηριώδικα ελληνικά γράμματα. Τα ίδια γράμματα είναι γραμμένα πάνου στα παλιά σκεβρωμένα κονίσματά τους, γύρω απ’ τ’ άγρια ασκητικά κεφάλια των αγίων του Βυζαντίου, και μέσα στα κιτρινιασμένα Βαγγέλια. Αυτά όλα μάς κάνουν προνομιούχους αντίκρυ στα μάτια τους. Μολαταύτα δε θέλουν να ’ναι μήτε Μ π ο υ λ γ κ ά ρ μήτε Σ ρ ρ π μήτε Γ κ ρ ρ τ ς. Μ ο ν ά χ α Μ α κ ε ν τ ώ ν ο ρ τ ο ν τ ό ξ». Η αραίωση είναι του πρωτοτύπου.

Καμία επιστήμη ή τέχνη δεν είναι άμοιρη ιδεολογίας. Η φιλολογία, η γλωσσολογία, η αρχαιολογία και η ιστοριογραφία, και η λογοτεχνία βέβαια, έχουν συρθεί πάμπολλες φορές και σε πάμπολλες χώρες (ανάμεσά τους και η Ελλάδα και η FYROM) για να υπηρετήσουν τα «δίκαια» που κάθε λαός διδάσκεται να τα θεωρεί αυτονόητα και αναμφισβήτητα, αν όχι θεοπροστάτευτα, εξού και οι εθνικισμοί, οι αλυτρωτισμοί, οι πόλεμοι. Η «Ζωή εν τάφω», έργο μη αριστερού, γκρεμίζει εξαρχής τον σημερινό δογματισμό μας, αφού μας πληροφορεί για κάποιους γείτονές μας που μιλούν το δικό τους «ιδίωμα», μας συμπαθούν, και «μολαταύτα» δεν θέλουν να είναι Ελληνες, ούτε Σέρβοι ή Βούλγαροι. Από το «μολαταύτα» θα ’πρεπε να ξεκινάει η συζήτηση.

(από την Kαθημερινή 28.01.2018)