H MAXH THΣ KOKKINIAΣ
73 χρόνια
του Δημήτρη Kουσουρή
B’ μέρος
Τι ήταν όμως τα μπλόκα και ποιοί τα διοργάνωσαν;
Τα μπλόκα αποτελούσαν στρατιωτικές επιχειρήσεις αποκλεισμού ολόκληρων συνοικιών της πόλης, που συνδύαζαν την καταδίωξη των μάχιμων δυνάμεων της ένοπλης αντίστασης με ομαδικές συλλήψεις και εκτελέσεις ως συλλογικά αντίποινα ενάντια στον άμαχο πληθυσμό. Εκδηλώθηκαν κυρίως το 1944 και ήταν το ισοδύναμο στον αστικό χώρο των αντίστοιχων μορφών μαζικής τρομοκρατίας που εφαρμόζονταν στην ύπαιθρο, ιδιαίτερα κατά την πρώτη περίοδο της Κατοχής. Αν και τα συλλογικά αντίποινα εναντίον αμάχoυ πληθυσμού ορίστηκαν ως έγκλημα πολέμου το 1949, αυτή η πρακτική δεν τιμωρήθηκε τις περισσότερες φορές μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο, αφού οι κατηγορούμενοι ισχυρίστηκαν πως επρόκειτο για μάχη με σώματα ατάκτων-ανταρτών, που δικαιολογούσε τη χρήση βίας κατά του πληθυσμού. Το ισοδύναμο του επιχειρήματος στην καθημερινή πολιτική συζήτηση και προπαγάνδα ήταν πως «οι αντάρτες χτυπούσαν τους Γερμανούς, αφήνοντας τον πληθυσμό στο έλεος των συλλογικών αντιποίνων», επιχείρημα, που συμπυκνώνει και το διακηρυγμένο στόχο των εμπνευστών αυτής της μεθόδου ψυχολογικού πολέμου για την τρομοκράτηση του πληθυσμού και τη μεταστροφή του εναντίον της Αντίστασης.
Για να επανέλθουμε ξανά στα γεγονότα, το μπλόκο του Αυγούστου ήταν κατά κάποιο τρόπο συνέχεια και αποπειρα ολοκλήρωσης της επιχείρησης του Μαρτίου [1944], στις παραμονές πια της Απελευθέρωσης. Τα ξημερώματα της 17ης Αυγούστου, δύναμη περίπου τριών χιλιάδων ανδρών, από τους οποίους πάνω από τα δύο τρίτα ήταν Έλληνες Ταγματασφαλίτες, μέλη της Ειδικής Ασφάλειας, του μηχανοκίνητου της Αστυνομίας (Μπουραντάδες) και χωροφύλακες, περικύκλωσαν με δεκάδες καμιόνια και βαρύ οπλισμό την Κοκκινιά. Στις 6 το πρωί τα μεγάφωνα των ταγματασφαλιτών διέτασσαν «όλους τους άνδρες από 14 έως 60 να συγκεντρωθούν στην πλατεία Οσίας Ξένης για έλεγχο». Όσοι συλλαμβάνονταν να κρύβονται θα εκτελούνταν επί τόπου. Ενώ εδώ κι εκεί γίνονταν εισβολές στα σπίτια, πλιάτσικα και βασανισμοί, μέσα σε δύο ώρες συγκεντρώθηκαν στην Πλατεία δεκα με είκοσι χιλιάδες κόσμου. Ακολούθησε μια μακρά διαδικασία βασανισμών, ξυλοδαρμών, εξευτελισμών από τις δυνάμεις των Ταγμάτων και τους τοπικούς χαφιέδες, με πρωταγωνιστή το διαβόητο Μπατράνη ή Πατράνη, που λέγεται ότι δολοφονήθηκε το ίδιο βράδι από τους Γερμανούς, ενώ η οικογένεια του εξοντώθηκε σε αντίποινα από τον ΕΛΑΣ.
Η ταινία του Κύρου και το χαρακτικό του Τάσου (σε ύφος που θυμίζει τους πίνακες του Π. Ζωγράφου) αποτελούν τις πιο εμβληματικές απεικονίσεις του μαρτυρίου και της θυσίας των πατριωτών, της ηγεσίας και των απλών αγωνιστών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, του Απόστολου Χατζηβασιλείου, της Διαμάντως Κουμπάκη, του Κώστα Περιβολά, του Στέλιου Καρδάρα μια μέρα αργότερα, που έγινε και τραγούδι από το Μιχάλη Γενίτσαρη, και τόσων άλλων, 350 θυμάτων και άλλων 8 μια εβδομάδα αργότερα στο μνημόσυνο για τα θύματα με πυρά πολυβόλων από τη δεξαμενή.
Ας έρθουμε όμως, και στα Τάγματα, τον παρόντα-απόντα αυτής της ιστορίας καθώς λέγαμε και στην αρχή. Ποιοί συγκρότησαν τα Τάγματα Ασφαλείας; Ποιοι τα εμπνεύστηκαν και ποιοι τα οργανωσαν; Ποιοι εντάχθηκαν σε αυτά και ποιοι ήταν οι ηγέτες τους; Τέλος, ποιά η μοίρα τους μετά τον πόλεμο;
Τα Τάγματα Ασφαλείας φτιάχτηκαν από την τρίτη κατά σειρά κατοχική κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη, μετά την άνοιξη του 1943, με στόχο την καταστολή της «τρομοκρατίας» του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Η διοίκηση και η στελέχωσή τους ήταν αμιγώς ελληνική, ήταν όμως άμεσα υπόλογα στις γερμανικές στρατιωτικές αρχές, ενώ στον όρκο τους δήλωναν απόλυτη υπακοή «εις τας διαταγάς του ανώτατου αρχηγού του Γερμανικού Στρατού Αδόλφου Χίτλερ». Εμπνευστές τους ήταν ο Στυλιανός Γονατάς και ο πρώην δικτάτορας Θεόδωρος Πάγκαλος, στη βάση της δικής του εμπειρίας από τα λεγόμενα «Δημοκρατικά Τάγματα», ενός σώματος πραιτωριανών που είχε συγκροτήσει κατά τη βραχύβια δικτατορία του στα 1925-1926. Οι αξιωματικοί που τα στελέχωσαν προέρχονταν αρχικά από τον βενιζελικό χώρο, ως επί το πλείστον απότακτοι αξιωματικοί του 1935, που επιχειρούσαν με αυτόν τον τρόπο να επανακάμψουν στο στράτευμα. Ένας από αυτούς ήταν εξάλλου και ο Ιωάννης Πλυτζανόπουλος, επικεφαλής του Τάγματος Ευζώνων που έκανε, μεταξύ άλλων, το μπλόκο της Κοκκινιάς.
Στο μεταξύ βέβαια, οι μοναρχικοί, που είχαν αποκτήσει έλεγχο του στρατού στη Μέση Ανατολή μετά την καταστολή των κινημάτων του 1943 και του 1944 και είχαν τη στήριξη των Βρετανών, πήραν τον έλεγχο αυτών των δυνάμεων μετά την Απελευθέρωση. Τα Τάγματα διαλύθηκαν, αλλά οι διάδοχες κρατικές ελίτ οργάνωσαν τη σταδιακή επανένταξη του δυναμικού τους στους μηχανισμούς του νέου αντικομμουνιστικού κράτους, αρχής γενομένης από τον Δεκέμβρη του 1944, όταν πια με άλλο όνομα και τη συνδρομή των βρετανικών αυτοκρατορικών στρατευμάτων κατάφεραν να κάμψουν οριστικά την αντίσταση της Κοκκινιάς, της Καισαριανής, του Βύρωνα και των άλλων προσφυγογειτονιών της πρωτεύουσας.
Στη δίκη των δοσιλογικών κυβερνήσεων, από το Φεβρουάριο μέχρι το Μάιο του 1945, οι πρωθυπουργοί και αρκετοί από τους υπουργούς καταδικάστηκαν για διάφορα εγκλήματα (συνθηκολόγηση στο μέτωπο, καταλήστευση της χώρας κ.λπ.). Ωστόσο απαλλάχτηκαν για τη συγκρότηση των Ταγμάτων: αυτά αναγνωρίστηκαν ως δυνάμεις επιβολής της τάξης ενάντια στην ήδη εκδηλωθείσα κομμουνιστική ανταρσία. Αυτή η απόφαση αποτέλεσε δικαστικό προηγούμενο και οδηγό για των αθώωση των περισσότερων εγκλημάτων των Ταγμάτων, ειδικά αυτών που διαπράχθηκαν εις βάρος του κόσμου του ΕΑΜ. Ανάμεσα σε αυτούς που διασφάλισαν ασυλία ή αντιμετώπισαν ποινές συμβολικού μόνο χαρακτήρα ήταν και πολλοί από τους δήμιους της Κοκκινιάς, συμπεριλαμβανομένου του Πλυτζανόπουλου που αργότερα προήχθη σε υποστράτηγο, και του Σγούρου, που καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης για να απελευθερωθεί λίγο μετά. Ανάλογη μοίρα είχαν και κάποιοι από τους πράκτορες και τους αξιωματικούς της Ειδικής Ασφάλειας που κρίθηκαν ένοχοι, τύποις τουλάχιστον, από τα δικαστήρια.
Οι γερμανοτσολιάδες δεν ήταν ασφαλώς η μόνη μορφή δοσιλογισμού. Τα τάγματα ήταν η δύναμη κρούσης ενός ευρύτερου μπλοκ, που αν και μειοψηφικό στην ελληνική κοινωνία, είχε ταυτόχρονα μαζική διάσταση, που μετρούνταν ίσως, με βάση υπολογισμούς παρατηρητών της εποχής, σε λίγες εκατοντάδες χιλιάδες (σε έναν πληθυσμό επτά και πλέον εκατομμυριών) -αν συμπεριλάβει κανείς όλους αυτούς που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συναλλάχθηκαν, βοήθησαν ή επωφελήθηκαν από τις δυνάμεις Κατοχής. Ποιοί ήταν όμως όλοι αυτοί; Πρόκειται για ένα πολύμορφο και εν πολλοίς ανομοιογενές σύνολο που συμπεριελάμβανε μέλη των κρατικών ελίτ, παραδοσιακούς επιχειρηματίες, μαυραγορίτες και καιροσκόπους κάθε λογής, φτωχοδιαβόλους που αποπειράθηκαν να κάνουν κάποια αρπαχτή με τους κατακτητές, ιδεολόγους του φασισμού και του ναζισμού, ή απλά γερμανόφιλους και ιταλόφιλους που εκμεταλλεύτηκαν τις περιστάσεις για να αποκομίσουν κάποιο κέρδος. Ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα της Αντίστασης και του Δοσιλογισμού, που στην πραγματικότητα δεν ήταν διόλου συμπαγή, ομοιογενή ή στεγανά διαχωρισμένα, υπήρχε μια πλατιά γκρίζα ζώνη όλων εκείνων που τήρησαν στάση αναμονής ή επαμφοτερίζουσα, για να παρεισφρύσουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο στρατόπεδο των νικητών όταν πια η ζυγαριά του πολέμου είχε γείρει οριστικά.
Έτσι στην Ελλάδα, όπως και στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες που είχαν βρεθεί υπό την Κατοχή του Άξονα, συγκροτήθηκε μετά τον πόλεμο ένα επίσημο πατριωτικό αφήγημα που συμπεριελάμβανε ως αντιστασιακούς ή μάρτυρες την συντριπτική πλειοψηφία του λαού, ενώ αποσιωπούσε ή υποτιμούσε το ρόλο των προδοτών και των συνεργατών των κατακτητών -με άλλα λόγια τη μαζική διάσταση του φασισμού και του δοσιλογισμού. Από πολύ νωρίς, κατά τη διαδικασία ένταξης της χώρας ως ισότιμου μέλους στο Συμβούλιο της Ευρώπης και το ΝΑΤΟ λίγο μετά την ίδρυσή του, το ελληνικό μεταπολεμικό εμφυλιακό καθεστώς υιοθέτησε αυτή την παραδειγματική αφήγηση. Στην υπόλοιπη Ευρώπη, η σιωπή για τους δοσιλόγους υπηρέτησε μια λογική ένταξης όλων εκείνων των «αντιστασιακών της τελευταίας στιγμής» όπως τους αποκαλούν στη Γαλλία σε ένα ενιαίο πατριωτικό αφήγημα πάλης ενάντια στη φασιστική Κατοχή. Το παράδοξο της καθ’ ημάς επίσημης εκδοχής της ιστορίας ήταν πως στην Ελλάδα αυτό το αφήγημα απέκλεισε από την επίσημη ιστορία το μακράν μαζικότερο και μαχητικότερο κίνημα της αντίστασης, που συγκέντρωνε ανάμεσα σε 1 και 2 εκατομμύρια μέλη στις διάφορες οργανώσεις του και εκπροσωπούσε περίπου το 80% της ένοπλης Αντίστασης. Η κρατική δικαιοσύνη έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτής της επίσημης κρατικής μνήμης, αποκλείοντας από τις δίκες πρώτα τους μάρτυρες του ΕΑΜ (ως αναξιόπιστους κ.λπ.), κι ύστερα τα θύματα, αθωώνοντας τους αυτουργούς των κατοχικών εγκλημάτων εναντίον του εαμικού κινήματος και τιμωρώντας μόνο όσους είχαν χτυπήσει τα συμμαχικά δίκτυα κατασκοπείας.
Αυτή η σχιζοφρενική όψη της δημόσιας μνήμης, μνήμης μιας «εθνικής αντίστασης» χωρίς τους αντιστασιακούς, ή με κάποιους άλλους στη θέση τους, διαιωνίστηκε στα πέτρινα χρόνια του παρασυντάγματος και των πολιτικών διώξεων των δεκαετιών του 1950 και του 1960. Σε καθεστώς ημιπαρανομίας, για την κομμουνιστική και εαμογενή Αριστερά το πιο επιτακτικό ήταν να αναγνωριστεί ο πατριωτικός της ρόλος, έστω και αν το τίμημα για αυτό ήταν η λήθη της εσωτερικής σύγκρουσης, της βαθιάς ταξικής και πολιτικής διαίρεσης της ελληνικής κοινωνίας κατά την Κατοχή. Στο βαθμό λοιπόν που η Αριστερά διεκδικούσε την ένταξή της στην επίσημη εθνική ιστορία ως μέσο για την πλήρη επανένταξή της στο πολιτικό σύστημα, η αναγνώριση της θυσίας ερχόταν σε πρώτο πλάνο και η καταγγελία της προδοσίας περνούσε σε δεύτερο. Χαρακτηριστικά, στο πρώτο μνημείο που στήθηκε στην πλατεία κατά τη δεκαετία του 1960, γινόταν απλά λόγος για «έλληνες πατριώτες που εκτελέσθηκαν από τους γερμανούς», όπως σε τόσα άλλα μνημεία για τον καιρό της Κατοχής ανά τη χώρα. Την ίδια ακριβώς περίοδο, ο Κύρου, ένας αριστερός διανοούμενος με αστικές και συντηρητικές καταβολές που φυγαδεύτηκε στη Γαλλία με το [πλοίο] Ματαρόα μετά την Απελευθέρωση, υπηρετεί με την ταινία του αυτό ακριβώς το αφήγημα, που στο κάτω-κάτω ευθυγραμμιζόταν με το αντίστοιχο γαλλικό, σε μια διπλή επιχείρηση αναγνώρισης του πατριωτικού ρόλου του ΕΑΜ μέσα στη χώρα και έξω από αυτή. Ωστόσο δεν θα πρέπει να αντιληφθούμε αυτή την, έστω ελλιπή ή παραλλαγμένη μνήμη, με κάποια κριτική διάθεση, παρά ως προσπάθεια δημόσιας και συλλογικής αποτύπωσης μιας απαγορευμένης μνήμης, κατάληψης του δημόσιου χώρου και αναπροσαρμογής του δημόσιου λόγου σε εκείνη τη «χαμένη άνοιξη» των λαϊκών αγώνων. Αυτές οι προσπάθειες και αυτοί οι αγώνες, καρποφόρησαν και αποτυπώθηκαν αργότερα, μετά τη Μεταπολίτευση, στις εκδηλώσεις μνήμης, στις μαρτυρίες που δημοσιεύτηκαν ή καταγράφηκαν, στην υπαρξη και λειτουργία αυτού εδώ του μνημείου [της Mάντρας του Mπλόκου] που αποτυπώνει την πρόσκαιρη έστω νίκη της μνήμης ενάντια στη λήθη.
Λέω πρόσκαιρη, επειδή, καθώς ξέρουμε όλοι, αυτή η μνήμη βρίσκεται σήμερα και πάλι σε κίνδυνο. Η επανάκαμψη νεο και μετα-φασιστικών κινημάτων στην Ελλάδα και σε ολοκληρη την Ευρώπη, δεν αποτελεί βέβαια την έκφανση κάποιου νέου γερμανικού Ράιχ, όπως απλουστευτικά παρουσιάζουν κάποιοι. Στη σύγχρονη δικτατορία των χρηματαγορών, μπορεί τα γερμανικά συμφέροντα να καταλαμβάνουν και πάλι δεσπόζουσα θέση, ωστόσο οι δομές και οι σχέσεις εξουσίας και επιβολής αφορούν μια σύγκρουση ανάμεσα στις υπερεθνικές-πολυεθνικές δυνάμεις του κεφαλαίου και τον κόσμο της εργασίας, ενώ η πολιτική και πολιτιστική γεωγραφία της σύγκρουσης είναι σήμερα τελείως διαφορετικές.
Ο σύγχρονος μετα-φασισμός, όπως και ο παλιός, είναι και αυτός μια απόπειρα συμμαχίας ανάμεσα στους μεγάλους και τους μικρούς ιδιοκτήτες με στόχο να διαλύσουν την οργάνωση κι τους αγώνες των εργαζομένων και των εκμεταλλευομένων. Το πρόσωπο και τα ονόματά του αλλάζουν, στη βάση όμως τόσο των παλιών όσο και των νέων φασισμών, εμφιλοχωρεί ο ηθικός σχετικισμός, το «όλοι ίδιοι είναι», ή σε ό,τι αφορά τη μνήμη του μπλόκου και της μάχης, μία θολή αντίληψη πως χτυπήθηκαν φασίστες και κομμουνιστές, που είναι σε τελική ανάλυση το ίδιο βίαιοι, με θύμα τον αθώο πληθυσμό της Κοκκινιάς. Αυτή η αντίληψη απηχεί λίγο-πολύ τα λόγια του κατοχικού δημάρχου Χατζή προς τους συγγενείς των θυμάτων, την επαύριο του μπλόκου «Ας κάθονταν καλά οι άντρες, πατέρες και γιοι σας». Αυτή την «παραίνεση» αγνόησε το βράδι της 17ης Σεπτεμβρίου 2013 ο Παύλος Φύσσας στην Αμφιάλη, όταν στάθηκε να αντιμετωπίσει μόνος του το ναζιστικό τάγμα εφόδου της Νίκαιας. Ο Φύσσας, μαζί με τον Χατζηαντωνίου, την Κουμπάκη, το Νίκο Γόδα και τόσους άλλους, δεν είναι, δεν μπορούν να είναι απλά πρόσωπα σε ένα εικονοστάσι αγίων, μα το αίμα και η ψυχή της πόλης και του κόσμου της δουλειάς. Στον καιρό της κρίσης, της ανεργίας, της φτώχιας και της εξαθλίωσης, η στάση της ευθύνης και η απόφαση του αγώνα ενάντια στην καταπίεση και την εκμετάλλευση, παραμένει μια μνήμη επικίνδυνη. Όχι μόνο ως ηθικό παράδειγμα, αλλά και ως μια ζωντανή διαδικασία επανυποδοχής και επανοικειοποίησης της ιστορικής μνήμης, σε κάθε πλατεία, σε κάθε σχολείο, σε κάθε γειτονιά και σπίτι της Νίκαιας και του ευρύτερου Πειραιά, ως στοιχείο μιας αναγέννησης του λαϊκού πολιτισμού ενάντια στη διάλυση του δημόσιου χώρου, την πολιτιστική υποβάθμιση και τη γενικευμένη κοινωνική αμνησία.