Η “έξοδος” στις αγορές και στο... κενό

 

Αναμφίβολα το γεγονός της εβδομάδας τόσο για την κυβέρνηση όσο και για την “αντι-πολίτευση”, για τον καθένα από διαφορετική πλευρά, ήταν η περιβόητη “έξοδος” στις αγορές, δηλαδή η έκδοση ενός ομολόγου συνολικής αξίας 3 δισ. ευρώ και διάρκειας 5 ετών (λήγει το 2022).

 

Από την πλευρά της κυβέρνησης το βασικό στοιχείο ήταν ο πανηγυρισμός για την έκδοση και από την αντιπολίτευση η απαξίωση της έκδοσης. Βασικό στοιχείο αυτής της αντιπαράθεσης ήταν τα χιλιοστά (δηλαδή τα εκατοστιαία ποσοστά της μονάδας) που διέφερε το επιτόκιο της έκδοσης του νέου ομολόγου από το αντίστοιχο του πενταετούς ομολόγου που είχε εκδώσει η κυβέρνηση NΔ-ΠAΣOK, στο πλαίσιο του αποτυχημένου “success story”, την άνοιξη του 2014.

 

Στην πραγματικότητα, αυτού του είδους η σύγκριση δεν μπορεί να γίνει με τέτοιους όρους για δύο λόγους. Ο ένας είναι ότι μετά την έκδοση Σαμαρά έχει εντατικοποιηθεί το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ με προφανώς μεγάλες αλλαγές στις αποδόσεις των ευρωπαϊκών κρατικών ομολόγων και ο δεύτερος είναι ότι το “νέο” ομόλογο έχει εκδοθεί σε συνθήκες capital controls που αλλάζουν ριζικά τους όρους έκδοσης νέου ομολογιακού χρέους…

 

Παρ’ όλα αυτά έχει σημασία για πολιτικούς λόγους να “αναλυθεί” αυτή η έκδοση όπως και το τι επιχειρείται να αλλάξει με αυτή.

Ο βασικός λόγος που έγινε δυνατή η έκδοση αυτού του ομολόγου και η αγορά του μισό – μισό από τις ελληνικές τράπεζες και από ξένους θεσμικούς επενδυτές έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι πολιτικές ποσοτικής χαλάρωσης από τις κεντρικές τράπεζες έχουν συρρικνώσει τα επιτόκια στην περιοχή της Ευρωζώνης σε μηδενικά επίπεδα στις εκδόσεις κρατικού χρέους.  Σε τέτοιο σημείο μάλιστα που η πλεονάζουσα “ρευστότητα” του χρηματιστικού κεφαλαίου στις διεθνείς αγορές να αναζητά τέτοιες περιπτώσεις όπως αυτή του ελληνικού ομολόγου σαν “ξερολούκουμο” λόγω του υψηλού επιτοκίου (αρκετά πάνω από το 4%).

 

Το γεγονός ότι οι προσφορές, παρά το επιτόκιο αυτό, ήταν σχετικά λίγες, μόλις 6,5 δισ. ευρώ για ομόλογα 3 δισ. ευρώ, δείχνει ότι παρά το πολύ ψηλό “κέρδος” η επιφύλαξη (λόγω του μη βιώσιμου χρέους) παραμένει πολύ ισχυρή. Για να γίνει σαφές πόσο ισχυρή παραμένει, αρκεί να παρατηρήσουμε ότι στο χρονικό διάστημα που λήγει το ομόλογο αυτό οι ανάγκες εξυπηρέτησης του κρατικού χρέους είναι πολύ χαμηλές και το ενδεχόμενο χρεοκοπίας είναι μηδαμινό. Παρ’ όλα αυτά οι “αγορές” εξακολουθούν και διστάζουν να ξοδέψουν ελάχιστα δισ. ευρώ για να το αγοράσουν…  

Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με την σοβαρή διάσταση που υφίσταται και σταδιακά επεκτείνεται μεταξύ της Ευρωζώνης και του ΔΝΤ. Στη διάσταση αυτή εκδηλώνεται η αυξανόμενη ένταση στις σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ευρωζώνης καθώς εξαντλούνται τα περιθώρια οικονομικής συμβίωσης στο περιβάλλον εξάντλησης των πολιτικών αντιμετώπισης της κρίσης του 2008.

 

Το ΔΝΤ επιμένει ότι το ελληνικό χρέος είναι μη βιώσιμο και ζητά από την Ευρωζώνη και ειδικά από το Βερολίνο επιπλέον μέτρα “ελάφρυνσης”, για να συμμετάσχει στο πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας (σ.σ. συμφωνία 15ης Ιουνίου). Το Βερολίνο και ο νεόκοπος άξονας με το Παρίσι Μακρόν – Μέρκελ, δεν έχουν καμία πρόθεση να ενδώσουν και απορρίπτουν οποιαδήποτε συζήτηση σχετική με το ελληνικό χρέος τουλάχιστον μέχρι τις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου. Η “επιτυχής” έκδοση του πενταετούς ομολόγου για το Βερολίνο και την Ευρωζώνη είναι το “επιχείρημα” ότι οι περιλάλητες “αγορές” εμπιστεύονται το ευρωπαϊκό πρόγραμμα στην Ελλάδα και ότι η διά της αγοράς αναχρηματοδότηση του χρέους απαξιώνει την θέση του ΔΝΤ περί μη βιωσιμότητας.

 

Βέβαια η “βιωσιμότητα” του ελληνικού χρέους για το Βερολίνο και το Παρίσι είναι ταυτόσημη με την μακροπρόθεσμη μνημονιακή δέσμευση που έχει συμφωνηθεί από την κυβέρνηση στην Αθήνα. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, είχε συμφωνηθεί την ημέρα της έκδοσης του ομολόγου να είναι στην Αθήνα ο Μοσκοβισί επιβεβαιώνοντας -απευθυνόμενος στις “αγορές”, δηλαδή στο χρηματιστικό κεφάλαιο- ότι αυτό που έκανε ο Τσίπρας δεν ήταν μονομερής ενέργεια αλλά τελεί υπό την έγκριση του γερμανο-γαλλικού διευθυντηρίου της Ευρωζώνης. Άλλωστε η υπερκάλυψη του ομολόγου ήταν ήδη διασφαλισμένη όπως και το ύψος των επιτοκίων που δόθηκαν από τις διεθνείς τράπεζες – αναδόχους που το είχαν αναλάβει και το είχαν προπωλήσει πριν καν ανοίξουν τα βιβλία των προσφορών! 

Στην πραγματικότητα, δηλαδή, η έκδοση του πενταετούς ομολόγου δεν είναι άλλο παρά μία “έξοδος” στο… κενό της ελευθερίας του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου που ανά πάσα στιγμή μπορεί να ανατραπεί όσον αφορά τα οικονομικά αποτελέσματα, αν δεν εφαρμοσθούν οι μνημονιακές εντολές, όπως άλλωστε έγινε το 2014 με το περιβόητο success story του Σαμαρά.

 

Ή μπορεί κάλλιστα να ανατραπεί από ένα κύμα αναταραχής στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, όπως είχε γίνει με το δεύτερο ομόλογο Σαμαρά λίγο μετά τις ευρωεκλογές με την χρεοκοπία της πορτογαλικής Banco Espirito Santo…

Γ. Aγγ.