(υπό την οπτική των Αρχειομαρξιστών)
Με την ευκαιρία των 200 χρόνων από την έναρξη της Επανάστασης του 1821 ο κρατικοδίαιτος θίασος του πολιτικού, εκκλησιαστικού, οικονομικού και καθηγητικού κατεστημένου που λυμαίνεται τη χώρα έκτοτε –με αλλαγές συσχετισμού δυνάμεων και προσώπων κατά περίπτωση- δίνει την ακριβοπληρωμένη (από τον ελληνικό λαό) παράστασή του. Οι πολιτικοί και ιδεολογικοί απόγονοι των παλιών κοτζαμπάσηδων και εκκλησιαστικών ταγών, που δεν κούνησαν το δακτυλάκι τους για την επανάσταση, αυτών που αφορίσανε τους επαναστάτες, προδόσανε την επανάσταση, που κατασπάραξαν το ματωμένο σώμα της επανάστασης, οι ληστές των δανείων, επιχειρούν να πείσουν ότι “όλοι μαζί”, και αυτοί επίσης, συμβάλανε στην επανάσταση. Οικονομική εξουσία, εκκλησιαστική εξουσία, ιδεολογικοί μηχανισμοί επιχειρούν με την πατριδοκαπηλεία να διατηρήσουν την κυριαρχία τους που κλονίζεται σήμερα εξ αιτίας της ιστορικής κοινωνικό-πολιτικής και ιδεολογικής κρίσης που παράγεται από την συνδυασμένη υγειονομική κρίση και την οικονομική καταστροφή, θέτοντας «πολύ προσάναμα» για μια νέα –προλεταριακή αυτή τη φορά- επανάσταση. Το κείμενο που ακολουθεί, για την Ελληνική Επανάσταση του 1821, είναι από την "Πάλη των Τάξεων" του 1931. Η Πάλη των Τάξεων, ήταν η εφημερίδα της Κομμουνιστικής Οργάνωσης Μπολσεβίκων-Λενινιστών – Αρχειομαρξιστών (ΚΟΜΛΕΑ). Το κείμενο δημοσιεύτηκε σε συνέχειες από τις 27 Μαρτίου έως τις 10 Απριλίου του 1931. Το άρθρο επικεντρώνεται κυρίως στις αιτίες της Επανάστασης του 1821, τις οποίες επιχειρεί να ερμηνεύσει υλιστικά και διαλεκτικά, δηλαδή, επιστημονικά, όπως γράφει. Τονίζει ότι η σημερινή επαναστατική τάξη, η εργατική, για την πραγματοποίηση των ιστορικών σκοπών της θα πρέπει να μελετήσει και να αξιοποιήσει και την πείρα της Επανάστασης του ’21. Ανεξάρτητα από κάποιες επιμέρους αδυναμίες το κείμενο διατηρεί όλη την ιστορική δύναμη και κριτική αιχμηρότητα και σήμερα. Ευχαριστούμε τον σύντροφο από τις αρχειομαρξιστικές μνήμες που πληκτρολόγησε και έδωσε στο διαδίκτυο το ιστορικό αυτό κείμενο. Διατηρήσαμε την ορθογραφία και το εκφραστικό στυλ της εποχής πλην ελάχιστων διορθώσεων για την καλύτερη κατανόηση του κειμένου. Θ.Κ.
Κατά την υλιστική αντίληψη της ιστορίας ο συντελεστής που σε τελευταία ανάλυση καθορίζει την ιστορία είναι η παραγωγή της υλικής ζωής. Όταν λοιπόν μερικοί παραγνωρίζουν τούτο ώστε λένε ότι ο οικονομικός παράγων είναι ο μόνος, τότε παρουσιάζουν τη θεωρία άτοπη, αφηρημένη και χωρίς νόημα.
Άλλως η εφαρμογή της θεωρίας σε κάθε ιστορική περίοδο θα ήταν απλή μαθηματική λύση απλής πρωτοβαθμίου εξισώσεως.
Είναι σχολαστικισμός ανυπόφορος να θέλη κανείς να αναλύει όλα τα ιστορικά φαινόμενα μόνο με οικονομικούς όρους. Οι πολιτικοί όροι κάθε εποχής, οι εθνικαί παραδόσεις, παίζουν κάποτε σπουδαίο ρόλο…
ΦΡΕΙΔ. ΕΝΓΚΕΛΣ
Η ιστορική αφετηρία του σύγχρονου Ελληνικού κράτους σημειώνεται τυπικά στα 1821. Μόνο τυπικά γιατί η επανάσταση που εξερράγη τη χρονιά εκείνη δεν είχε προετοιμασθεί μέσα σε εικοσιτέσσαρες ώρες, αλλ’ είναι ο καρπός μακρόχρονης προπαρασκευαστικής επώασης. «Πηδήματα» με την έννοια της απότομης μετάβασης από μια κατάσταση σε εντελώς διαφορετική, χωρίς να προηγηθή βραδεία οργανική προπαρασκευή των όρων της νέας κατάστασης, είναι ανύπαρκτη στην ιστορία και βρίσκονται σε αντίφαση με τους νόμους της κοινωνικής εξέλιξης.
Το πρώτο ζήτημα που παρουσιάζεται εις την έρευνα κάθε ιστορικού φαινομένου και συνεπώς και εις την εξέταση της Ελληνικής Επανάστασης του 21 είναι η συγκέντρωση πληροφοριακού υλικού (πηγών) και η διακριτική εργασία βεβαίωσης της γνησιότητάς του. Πρέπει δηλαδή να πειστούμε ότι τα γεγονότα συνέβηκαν πραγματικά όπως περιγράφονται. Δεύτερο σπουδαίο ζήτημα είναι η μέθοδος την οποία θα πρέπει να χρησιμοποιήσωμε για την επιστημονική εκμετάλλευση του υλικού που θα έχωμε στη διάθεσή μας, δηλαδή για την εξαγωγή συμπερασμάτων ως προς τα αίτια εις τα οποία οφείλεται η εμφάνιση και η τέτοια ή τέτοια πορεία του φαινομένου που μας απασχολεί. Εις αυτό κυρίως το σημείο επέρχεται η σύγκρουση μεταξύ της αστικής ιστορικής επιστήμης και της κομμουνιστικής επιστήμης που εκπροσωπείται από τον Μάρξ και τον Ένγκελς. Πρόκειται για δύο εκ διαμέτρου αντίθετες αντιλήψεις για τις διαφορές των οποίων θα γίνη άλλοτε διεξοδική ανάλυση. Εδώ μας ενδιαφέρει η λύση που κάθε μία δίνει εις τα προβλήματα που συνδέονται με την Ελληνική Επανάσταση του 21, το βασικώτερο των οποίων είναι η «αιτιολογία» της, δηλαδή η ανεύρεση των πραγματικών αιτίων, που συντέλεσαν εις την έκρηξή της. Η «επίσημη» άποψη για τα αίτια της Ελληνικής Επανάστασης συγκεντρώνεται εις την πρόταση ότι η Επανάστασις που χάρισε τη λευτεριά στους Έλληνες οφείλεται εις τη «φιλοπατρία, την πίστη προς τη θρησκεία και στην διατήρηση των εθνικών παραδόσεων». Η άποψη αυτή αποτελεί τη «θέση» της αστικής ιστοριογραφίας. Αντίθετα όσοι έγραψαν χρησιμοποιώντας την κομμουνιστική μέθοδο (υλιστική αντίληψη της ιστορίας) ετόνισαν ότι η σύλληψη της ιδέας της επανάστασης οφείλεται στις οικονομικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν στην υπόδουλο Ελλάδα για ικανό χρονικό διάστημα προ του 1821. Εδώ όμως χρειάζεται προσοχή γιατί εύκολα επέρχεται παρεξήγηση του πνεύματος της κομμουνιστικής άποψης. Η υλιστική αντίληψη της ιστορίας δεν αποκλείει τους ιδεολογικούς παράγοντες (θρησκεία, πολιτική ιδεολογία, ηθική κλπ.) αλλά τους ερμηνεύει.
Μιλώντας ο Ένγκελς για την ιστορική θεωρία τού προ του Μάρξ υλισμού έγραψε: «η ανακολουθία του δεν βρίσκεται στο ότι αναγνώρισε την ύπαρξη ιδανικών παρορμητικών δυνάμεων αλλά στο ότι σταμάτησε σ’ αυτές χωρίς να προσπαθήση να πάη ποιό πέρα, να φτάση ως τα αίτια που δημιούργησαν τις δυνάμεις αυτές» (Φ. Ένγκελς Λ. Φόιερμπαχ. Ελλ. Μετάφρ. 1927, σελίς 108). Κι αλλού –στην ιστορική του μονογραφία για το πόλεμο των χωρικών στη Γερμανία– επεξηγώντας την υλιστική αντίληψη της ιστορίας γράφει «η έκθεσή μου ζητεί… να δείξη ως αναγκαίες συνέπειες των ιστορικών συνθηκών της κοινωνικής ζωής των τάξεων, την καταγωγή του πολέμου των χωρικών, τις θέσεις που πήραν οι διάφορες ομάδες, που έλαβαν μέρος σ’ αυτόν, τις πολιτικές και θρησκευτικές θεωρίες με τις οποίες θέλησαν να δικαιολογήσουν τη στάση τους και τέλος το αποτέλεσμα του αγώνος. Μ’ άλλα λόγια φροντίζω ν’ αποδείξω ότι το πολιτικό καθεστώς της Γερμανίας, οι εξεγέρσεις εναντίον αυτού του καθεστώτος, οι πολιτικές και θρησκευτικές θεωρίες της εποχής δεν ήσαν τα αίτια αλλά τα αποτελέσματα του βαθμού της εξελίξεως εις τον οποίο είχαν φθάσει σ’ αυτή τη χώρα η γεωργία, η βιομηχανία, οι δρόμοι συγκοινωνίας, το εμπόριο, τα οικονομικά. Αυτή η αντίληψη –που είναι η μόνη υλιστική αντίληψη της ιστορίας– προέρχεται από τον Μάρξ και όχι από μένα…. (Fr. Engels La guerre des paysans en Allemagme. Γαλ. Μετ. 1939, σελίς 16).
Υπ’ αυτούς τους όρους αντιλαμβάνεται κανείς ευκόλως την αληθινή σημασία της μεθόδου του ιστορικού υλισμού που δεν αρνείται τη συμβολή των ιδεολογικών δυνάμεων στην πορεία της ιστορίας, αλλά προχωρεί βαθύτερα την έρευνα των παραγόντων αυτών από τους όρους της υλικής ζωής. Αν θελήση κανείς να εξηγήση με τον οικονομικό παράγοντα το θάρρος και τον ηρωισμό με τον οποίο ένας χριστιανός των χρόνων της εμφάνισης του χριστιανισμού υφίσταται τα μαρτύρια εις τα οποία τον υποβάλλουν, τότε ασφαλώς διαπράττει μιά βλακεία μεγαθηρικών διαστάσεων. Ο χριστιανισμός όμως ήταν το αποτέλεσμα των κοινωνικών συνθηκών της εποχής εκείνης που είχαν σχηματιστεί σύμφωνα με την οικονομική κατάσταση του καιρού εκείνου. Ή ακόμα αν αποπειραθούμε να ερμηνεύσωμε με τον οικονομικό παράγοντα την τόλμη και την αυτοθυσία με την οποία ο Α κομμουνιστής αντιμετωπίζει τας διώξεις δεν θα καταλήξωμε σε κανένα σοβαρό αποτέλεσμα. Όπως δεν μπορούμε να εφαρμόσωμε τη θεωρία του Αϊνστάιν εις την κίνηση μίας χελώνας γιατί η θεωρία αυτή ισχύει σε μεγάλες ταχύτητες, κατά τον ίδιο τρόπο δε μπορούμε να εφαρμόσωμε τον ιστορικό υλισμό σε ατομικές περιπτώσεις αλλά μόνο στα κοινωνικά φαινόμενα (στην ομαδική ζωή). Πολλοί… (δυανάγνωστο) καθορίζουν τη στάση του κομμουνιστή, αλλ’ ο κομμουνισμός σαν ομαδική προσπάθεια είναι το προϊόν των υλικών συνθηκών της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας.
Το αυτό μπορούμε να πούμε και για την Ελληνική Επανάσταση του 21. Η κομμουνιστική επιστήμη όταν την ερευνά δεν αποκλείει δογματικά το ρόλο του πατριωτισμού και της θρησκευτικής πίστης, αλλά την ανάπτυξη του πατριωτικού αισθήματος και την έξαψη του θρησκευτικού μίσους κατά των Τούρκων την αποδίδει εν τελευταία αναλύσει στην οικονομική άνδρωση των υποδούλων Ελλήνων. Χωρίς να τυφλώνεται από τους καπνούς του συμφεροντολογισμού αποδίδει «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι» παρουσιάζοντας άφοβα τις θετικές και αρνητικές πλευρές των προσώπων και των ομάδων που έδρασαν σ’ αυτήν και που παρουσιάζουν άλλοτε δείγματα αυτοθυσίας και ηρωισμού και άλλοτε –το και συνηθέστερον– εκδηλώσεις της χυδαιοτέρας δεκαρολογίας και της προστυχοτέρας αρπακτικής διάθεσης…
Το έργο της αφήγησης των γεγονότων όπως πραγματικά συνέβησαν, δεν μπορεί να το κάμη η αστική ιστοριογραφία, γιατί αποστολή της έχει όχι την εύρεση της αλήθειας αλλά τη δικαιολόγηση κάθε σκοτεινής πλευράς της εθνικής μας ιστορίας.
Αλλ’ ούτε και στον ιστορικό υλισμό μπορούν να δώσουν άδεια εισόδου στο πανεπιστήμιο και στην περιοχή της «επίσημης» επιστήμης, γιατί αποτελεί στοιχείο αναπόσπαστο της ενιαίας και αδιαίρετης κομμουνιστικής κοσμοθεωρίας, που είναι το ιδεολογικό όπλο της αγωνιζομένης για την ανατροπή του καπιταλιστικού καθεστώτος εργατικής τάξης.
Η εργατική τάξη προσπαθεί με ακριβή στάθμιση των υλικών και πνευματικών παραγόντων που συνθέτουν την ελληνική επανάσταση αφ’ ενός μεν να δοκιμάση και σ’ αυτή την συγκεκριμένη περίπτωση την αξία της επιστημονικής της θεωρίας (Μαρξισμός) και αφ’ ετέρου να αντλήση διδάγματα ωφέλιμα για την επιτυχέστερη κατεύθυνση των σημερινών της αγώνων.
Η μελέτη της ιστορίας του τόπου καθιστά περισσότερο γνώριμο στους κομμουνιστάς… (εντελώς δυσανάγνωστες φράσεις)
Κατά τους προ της Επανάστασης χρόνους παρατηρείται στην υπόδουλη Ελλάδα μια σοβαρώτατη οικονομική κίνηση με την επίδοση των Ελλήνων στη βιομηχανία, το εμπόριο και την ναυτιλία. Εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες τους επέτρεψαν να συγκεντρώσουν τεράστια πλούτη. Ο Βόλος, το Τρίκερι, αι Πάτραι, τα Ιωάννινα, η Δημητσάνα, το Μέτσοβο, τα Αμπελάκια, ευρίσκονται σε οικονομική άνθηση δια της διεξαγωγής ευρυτάτου εξαγωγικού εμπορίου. Είναι κέντρα εμπορικής και οικονομικής ανάπτυξης, στα οποία κυριαρχούν επιχειρηματικοί και τολμηροί έμποροι. Τα τρία νησιά (Ύδρα, Σπέτσαι, Ψαρρά) τα οποία κατά την επανάσταση διεδραμάτισαν σπουδαιότατο ρόλο, αποτελούσαν ακμαιότατη οικονομική δύναμη, γιατί ευνοϊκοί παράγοντες εξασφάλισαν στο εμπορικό ναυτικό των τριών αυτών νησιών, την κυριαρχία του Αιγαίου και της Μεσογείου, η κρίση που τότε περνούσε το εμπορικό ναυτικό των Ενετών, η απραξία στην οποία ήταν καταδικασμένο το γαλλικό ναυτικό λόγω του αποκλεισμού που τότε διενεργούσε η Αγγλία κατά της επαναστατημένης Γαλλίας, το δικαίωμα που είχαν δυνάμει συνθήκης Τουρκίας και Ρωσσίας τα πλοία των νησιών να φέρνουν ρωσική σημαία και να διεξάγουν εμπόριο μεταξύ Ρωσσίας και Ευρώπης, να οι σπουδαιότεροι λόγοι της υλικής ευημερίας των τριών αυτών νησιών.
Οι ιστορικοί αναφέρουν ότι η εμπορική ναυτιλία και το εμπόριο το διενεργούμενο από τους Γάλλους και Ενετούς μεταβιβάστηκε οριστικά στα χέρια των Ελλήνων στο τέλος του 18ου αιώνος. Υπ’ αυτούς τους όρους τεράστια και «αμέτρητα πλούτη» εσωρεύθηκαν στα χέρια των νησιωτών, ώστε τα κλειδιά να θεωρούνται περιττά και ο χρυσός κι ο άργυρος να φυλάσσονται στα υπόγεια λόγω ανεπαρκείας των κιβωτίων.
Ανάλογος ήταν η προκοπή των φυγάδων Ελλήνων που ζούσαν μακρυά απ’ την δουλωμένη πατρίδα τους. «Εν τούτω δε τω μεταξύ έλληνες έμποροι, του Κερδώου θιασώται, φεύγοντες την πάτριον δουλείαν εγκαθιδρύονται και συγκροτούσι ανθηράς ελληνικάς παροικίας εν τη Βλαχία και τη Μολδαβία, την Ουγγαρία και την Αυστρία, τη Ρωσία, την Ιταλία και σποράδην εν άλλας ευρωπαϊκάς χώρας. Ου μόνον δε πλούτον αθροίζουσι εν τη ξένη περισσόν, αλλά και συναποκομίζουσι εκ των εν τω πολιτισμώ προηγμένων ελευθέρων εκείνων χωρών διδάγματα ευεργετικά δια τας δουλευούσας πατρίδας και παρασκευάζουσι την οδόν της ελευθερίας» (Βλ. Σ. Λάμπρου, Επισκόπησις της Ελληνικής ιστορίας, Αθήναι 1927. Σελ. 34).
Η κατάσταση αυτή της υλικής ευημερίας και του οικονομικού οργασμού προκαλεί και μία πνευματική κίνηση αρκετά ζωηρή. Οι πλούσιοι έμποροι ιδρύουν σε διάφορες κοινότητες σχολές τις οποίες συντηρούν αυτοί και στις οποίες διδάσκουν οι λεγόμενοι «διδάσκαλοι του γένους». «Πλούσιοι ομογενείς υπό των λόγων του Κοραή θερμαινόμενοι εδαπανούσαν αφειδώς τον πλούτον των και ίδρυον σχολεία, εβοηθούσαν τους λογίους εις έκδοσιν περιοδικών και βιβλίων, ηγόραζαν και διεμοίραζαν βιβλία εις πτωχούς μαθητάς και σχολεία, εσπούδαζαν χρηστούς και φιλομαθείς νέους» (βλ. Α. Κοραής Πολιτικαί παραινέσεις προς τους Έλληνας. Εισαγωγή Ε. Παντελάκη, σελίς 10, Αθήναι 1923). Είναι φανερό και πανθομολογούμενο ότι η διανοητική προεπαναστατική επίδοση προέκυψε από τον πλουτισμό του εμπορικού ελληνικού στοιχείου. Την εξάρτηση της πνευματικής προεπαναστατικής ζυμώσεως εκ της αναπτύξεως του εμπορίου και της ναυτιλίας αναγνωρίζουν και λογοτέχνες που δεν έχουν καμμία σχέση με τον κομμουνισμό. «Η μεταβολή αυτή (πνευματική κίνηση) οφείλεται βεβαίως εις υλικούς λόγους πρωτίστως: εις την οικονομικήν των Ελλήνων ευεξίαν, η οποία επήλθε διά της επιδόσεώς των εις το εμπόριον… ως φυσική δε συνέπεια της ολικής ταύτης ευημερίας να επέλθη η πνευματική και ηθική αφύπνισις» (βλ. Η. Βουτιερίδη: Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Αθήναι 1924, σελίς 202).
Όταν όμως μία τάξις αποκτά δύναμη οικονομική κατ’ ανάγκη καταβάλλει λυσσώδεις προσπάθειες για την αποτίναξη κάθε δύναμης η οποία την πιέζει, και για την υπερνίκηση κάθε εμποδίου το οποίο παρουσιάζεται μπροστά της. Ζητεί τη συμμετοχή της εις την πολιτική εξουσία, την απορρόφηση κάθε κοινωνικής και κρατικής λειτουργίας απ’ αυτήν. Αυτό είναι μια αναμφισβήτητη ιστορική αλήθεια, την οποία μας παρέχει η παγκόσμια ιστορία. Η οικονομική πρόοδος της αστικής τάξης στην αρχαία Αθήνα προκάλεσε τους αγώνες για τη συμμετοχή της στην κρατική εξουσία και έδωσε στο πολίτευμα τη δημοκρατική του μορφή. Εις την Ρώμη που κυριάρχησε πάνω σ’ ολόκληρο τον αρχαίο κόσμο παρατηρούμε το ίδιο φαινόμενο: ο σχηματισμός αστικής τάξης παρακολουθείται και από τον συστηματικό και επίμονο αγώνα για την πολιτική της κυριαρχία (αγώνες πατρικίων–πληβείων). Στους χρόνους της Αναγέννησης τόσο στη Φλωρεντία όπου κυβερνά η οικογένεια των Μεδίκων που ήταν πλούσιοι τραπεζίτες (δύο γυναίκες της οικογένειας αυτής γίνανε βασίλισσες της Γαλλίας) όσο και στη Βενετία που κυριαρχούν οι αρχαιότερες εμπορικές οικογένειες (τα ονόματά τους γράφονται στη «Χρυσή Βίβλο») επιβεβαιώνουν την αλήθεια αυτή. Αλλά και η νεώτερη ιστορία της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Αμερικής, η πρόσφατη ιστορία των αποικιών (Κίνα, Ινδίαι) παρουσιάζουν το θέαμα των αγώνων της αστικής τάξης να κυριαρχήση πολιτικώς ευθύς ως φθάση μέχρις ωρισμένου σημείου η οικονομκή της ευρωστία. Αυτό παρατηρούμε και στην Ελληνική Επανάσταση του 1821. Η τάξη των εμπόρων και των ναυτίλων αφού πλούτισε και αναπτύχθηκε τεράστια αισθανόμενη τον εαυτό της αρκετά ισχυρό για την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας, ευρισκόμενη δε υπό την επίδραση της Γαλλικής επανάστασης του 1789, στράφηκε εναντίον του Τούρκου κατακτητού, που αποτελούσε το σπουδαιότερο εμπόδιο στην πραγματοποίηση των σχεδίων της.
Εις την επιτυχίαν των προσπαθειών της συνέβαλε υπερβολικά η κατάσταση στην οποία βρισκόταν τότε η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το τουρκικό κράτος άρχισε να παρακμάζη από τα μέσα του 17ου αιώνος (βλ. Π. Κοντογιάννης, Τουρκία και Τούρκοι, Αθήναι 1924 σελίς 38). Οι διομολογήσεις που παραχώρησαν στους ξένους, η κατάπαυση των κατακτήσεων από τις οποίες ετροφοδοτείτο το Σουλτανικό ταμείο, αποστασία διαφόρων πασάδων (Αλή πασάς, Πεσβάνογλου κλπ.) και οι καταχρήσεις εις βάρος του δημοσίου (τότε συνήθιζαν να λένε ότι «το ταμείο του Πατισάχ είναι θάλασσα και όποιος δεν πίνει απ’ αυτήν είναι γουρούνι») είχαν δημιουργήσει έκρυθμη κατάσταση από την οποία πολλά ωφελήθηκε ο ελληνικός απελευθερωτικός αγώνας. Χαρακτηριστικό είναι ότι την τελευταία προ της επανάστασης περίοδο είχε παύση πιά να γίνεται λόγος περί καταπιέσεως των Ελλήνων εκ μέρους των Τούρκων. (Βλ. Χέρτσβεργ: Ιστορία Ελληνικής Επαναστάσεως, Ελλ. Μετάφρ. Αθήναι 1916, τομ. Α΄, σελ. 54).
Η Γαλλική επανάσταση του 1789 κατάφερε το τελειωτικό κτύπημα κατά του Φεουδαρχισμού, που κοινωνικά είχε πιά χρεοκοπήσει, και έφερε στην εξουσία την αστική τάξη, η οποία σαν τάξη προοδευτική ήταν φορέας νέας ιδεολογίας, νέων αντιλήψεων, νέας νοοτροπίας, νέας επιστήμης. Η ιδεολογία της Γαλλικής επανάστασης γρήγορα πέρασε τα σύνορα της Γαλλίας και ηλέκτρισε τα προοδευτικά στοιχεία της εποχής εκείνης. Ανταποκρινομένη εις τούς πόθους και τας βλέψεις της αναπτυσομένης αστικής τάξης, την συνήρπασε την συγκλόνισε και της έδωσε ισχυρώτατη ώθηση προς τα εμπρός. Η επίδραση της Γαλλικής επανάστασης εκδηλώθηκε κατά ωρισμένο μέτρο σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, εις την Γερμανία (οργάνωσις συλλόγων Ιακωβίνων), εις την Ρωσία (ενθουσιώδης υποδοχή της είδησης της πτώσης της Βαστίλλης στους δρόμους της Πετρούπολης), εις την Αγγλία (χαιρετισμός «Συλλόγου Αλληλογραφίας» προς την Γαλλική εθνοσυνέλευση).
Αλλά και οι Έλληνες δεν έμειναν ανεπηρέαστοι από τις αρχές της Γαλλικής επανάστασης και η επαναστατική ατμόσφαιρα που εξανάγκαζε τους μεγαλόσχημους μονάρχες να ιδρύσουν την «Ιερά συμμαχία» επεξετείνετο και εις την Ελλάδα. Όχι βέβαια ο κλήρος και οι κοτζαμπάσηδες, αλλ’ η συνειδητότερη επαναστατική δύναμη της υπόδουλης Ελλάδας, δηλ. η αστική τάξη.
Αν η Γαλλική αστική τάξη καταπιεζομένη από τον καταρρέοντα Φεουδαρχισμό ζητούσε ισότητα – ελευθερία – αδελφότητα, η ελληνική αντιλαμβάνονταν τα συνθήματα αυτά σύμφωνα με την θέση της, τα προσάρμοζε στην ειδική κατάσταση που αντιμετώπιζε και ζητούσε την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού διακηρύσσοντας ότι: «Πρό πολλού οι λαοί της Ευρώπης πολεμούντες υπέρ των ιδίων δικαιωμάτων και της ελευθερίας αυτών επροσκάλουν εις μίμησιν. Αυτοί καίτοι οπωσούν ελεύθεροι (εννοεί εδώ την έλλειψη ξένου κατακτητού) επροσπάθησαν όλαις δυνάμεσι να αυξήσωσι την ελευθερίαν και δι’ αυτής πάσαν αυτών ευδαιμονίαν» (Προκήρυξις Φιλικής Εταιρείας).
Για την επιτυχία όμως μιάς επαναστάσεως δεν αρκεί να υπάρχουν ώριμες οι αντικειμενικές συνθήκες που την προκαλούν. Όρος απαραίτητος για την εξασφάλιση της νίκης κάθε επανάστασης είναι η κατάλληλη και ορθή καθοδήγηση των επαναστατικών δυνάμεων από μιά οργάνωση ισχυρά και συμπαγή, που αποτελουμένη από στοιχεία ιδεολογικά και αφοσιωμένα σ’ αυτήν, να έχη πλήρη και σαφή αντίληψη του σκοπού, τον οποίον επιδιώκει, των μεθόδων, τις οποίες θα χρησιμοποιήση, και των θυσιών στις οποίες θα υποβληθή. Μόνο μιά οργάνωση, που διακρίνεται για την εσωτερική της πειθαρχία, την ανιδιοτελή αφοσίωση στον επιδιωκόμενο σκοπό, και την ακλόνητη συνοχή, μπορεί να σταθή εις το ύψος που επιβάλλουν στις επαναστατικές τάξεις να στέκονται οι αντικειμενικοί όροι της ιστορικής εξέλιξης.
Η ελληνική επανάσταση ωδηγήθηκε στην επιτυχία και τη νίκην υπό την διεύθυνση ενός τέτοιου επιτελείου, την Φιλική Εταιρεία. Κατευθυνόμενη η Φιλική Εταιρεία από ανθρώπους αποφασιστικούς και βαθύτατα επηρεασμένους από τις ιδέες της Γαλλικής επανάστασης, χρησιμοποίησε με τόλμη και σταθερότητα κάθε μέσο που θεώρησε εξυπηρετικό του αγώνος της. Δεν δίστασε ούτε μπροστά στο ψεύδος ούτε μπροστά στη δολοφονία.
Διά να παρασύρη εις την επανάσταση τους κοτζαμπάσηδες και τον κλήρο που, αποτελματωμένοι στην ξηρά αντιδραστικότητά τους, δεν ήταν διατεθειμένοι ν’ αναμειχθούν σ’ επαναστατικές κινήσεις στρεφόμενες κατά της Τουρκίας, διέδωσε ότι «μιά κραταιά δύναμις θέλει υπερασπισθή τον αγώνα μας» αφήνοντας να υπονοηθή ότι η Ελλάς εξεγειρομένη κατά του τουρκικού ζυγού θα εύρισκε ισχυρό προστάτη στην ορθόδοξη Τσαρική Ρωσία. Η Ρωσία όμως είναι αναμφισβήτητα αποδεδειγμένο, ήταν εναντίον της Ελληνικής Επανάστασης, γιατί αποτελούσε μέλος της ιεράς συμμαχίας που σκοπό είχε την κατάπνιξη κάθε προοδευτικής κίνησης. Όταν ο απεσταλμένος της Φιλικής Εταιρείας προς τον Καποδίστρια, Γαλάτης, ήλθε σε σύγκρουση μαζύ του, γιατί ο Καποδίστριας κατεδίκαζε τις ενέργειες της Φιλικής Εταιρείας, προ του κινδύνου να μαθευτή ότι η Ρωσία καταδικάζει την επανάσταση, η Φιλική Εταιρεία προέβη στην δολοφονία του. Τα ίχνη του Γαλάτη ακολούθησε σε λίγο ο Καμαρινός (άλλος αυτός απεσταλμένος).
Κανένας βέβαια δεν θα καταδικάση την Φιλική Εταιρεία για τις πράξεις της αυτές, η αποφασιστικότητα και η τόλμη πρέπει να διακρίνουν εκείνους, που μπαίνουν επί κεφαλής επαναστατικών αγώνων.
Οι ποικιλλώνυμοι πανηγυρισταί που είπαν και φέτος ένα σωρό ανοησίες για την Ελληνική επανάσταση, έλαβαν και πάλι την ευκαιρία να εξάρουν την συμβολή του κλήρου εις την «εθνεγερσίαν». Αν πρέπει όμως να κάμωμε λόγο για την Εκκλησία, τούτο πρέπει να γίνη για να καταδειχτή ο αντεπανασταστικός ρόλος του κλήρου, να στιγματισθή ο φανατισμός με τον οποίον εστράφη κατά της επανάστασης, που σαν αποτίναξη ενός οπισθοδρομικού καθεστώτος αποτελεί αναμφισβήτητα βήμα προόδου. Ο κλήρος που υπό την Τουρκική κυριαρχία είναι γνωστό ότι διατήρησε την ίδια θέση που είχε και στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, παρεμπόδισε σοβαρά την νικηφόρο πορεία της επανάστασης.
Ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ υπεδείκνυε εις τους υποδούλους έλληνας: «να μη τολμήσετε καθ’ οιονδήποτε τρόπον να δεχθήτε ποτέ τους υπεναντίους και εχθρούς (εννοεί τους Φιλικούς) της κραταιάς Βασιλείας (δηλ. της Τουρκίας)». Ο ιστορικός της ελληνικής επανάστασης Σ. Τρικούπης αναφέρει απερίφραστα ότι ο Γρηγόριος ο Ε΄ ήταν εναντίον της επανάστασης. εις τον αφορισμό δε που εξέδωσε κατά των Φιλικών τους αποκαλεί «κακοποιούς και κακοβούλους», «αφορισμένους και κατηραμένους και ασυγχωρήτους» (Σ. Τρικούπη, τομ Α΄ 250–260).
Ο κλήρος ποτέ μέχρι σήμερα δεν έπαιξε ρόλο προοδευτικό. Η Ελληνική Επανάσταση εδραιώνει την αλήθεια αυτή.
Από την εποχή που το Ελληνικό έθνος απόχτησε πολιτική ανεξαρτησία πέρασε ένας ολόκληρος αιώνας γεμάτος από ένα σωρό σπουδαία γεγονότα, από τα οποία άλλα αναφέρονται σε εξωτερικές πολεμικές επιχειρήσεις (πόλεμοι του 1897, του 1912-13, Μικρασιατική καταστροφή) και άλλα στην εσωτερική οικονομική, πνευματική και πολιτική εξέλιξη της χώρας (εμφάνιση του καπιταλισμού από το 1880, επανάσταση του 1843 που απόσπασε Σύνταγμα από τον ΌΘωνα, η έξωση του Όθωνα στα 1862, η επανάσταση του 1909 που σημειώνει την «άνοδο των αστών» ο Δημοτικισμός, οι αγώνες των αστών (Βενιζελικών) με τους τσιφλικάδες (Μοναρχικούς), η πρόοδος του εργατικού κινήματος, η ανακήρυξη Δημοκρατίας στο 1924 κ.λπ.). Η νίκη της αστικής τάξης απέναντι των μοναρχικών με την ανακήρυξη της Δημοκρατίας συμπίπτει με μιά περίοδο οξυτάτης οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης, που αντιμετώπιζε η μεταπολεμική Ελλάδα, και ευρείας κοινωνικής αντίδρασης. Η πρόοδος της κομμουνιστικής ιδεολογίας που τότε εκπροσωπούσε επίσημα το Κ. Κόμμα Ελλάδος συντελεί στην κατάπαυση των διχονοιών των κυριάρχων τάξεων (Οικουμενική Κυβέρνησις Συνασπισμού) για την αποτελεσματικώτερη αντιμετώπιση των προβλημάτων που τους απασχολούσαν, εις βάρος των εργατών και χωρικών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας δεν εχορήγησε καμμιά απολύτως ωφέλεια στην εργατική τάξη που έκτοτε αντιμετωπίζει συστηματικώτερη και αγριώτερη την αντίδραση στις οικονομικές και πολιτικές της επιδιώξεις.
Η «τσαρική τρομοκρατία» που εξαπόλυσε το αστικό Κράτος κατά των κομμουνιστών και η τυχοδιωκτική και εγκληματική τακτική του ΚΚΕ και της Κομμουνιστικής Διεθνούς στα ζητήματα του εργατικού μας κινήματος επέφεραν την απομόνωση του κόμματος από τις μάζες, την διάλυση των επαγγελματικών οργανώσεων, εσκόρπισαν την αποκαρδίωση και την απογοήτευση, και προκάλεσαν την χαώδη κατάσταση που παρουσιάζει σήμερα η εργατική παράδοση της χώρας μας σε στιγμές που η εργατική τάξη δέχεται πολυμέτωπη επίθεση από την κεφαλαιοκρατία που θέλει να εξασφαλίση την υποταγή των εργατών στην μεγαλύτερη εκμετάλλευση για να αντιμετωπίση την οικονομική κρίση που διέρχεται.
Υπ’ αυτάς τας συνθήκας ευρισκομένη σήμερα η εργατική τάξη στερούμενη κάθε δικαιώματος, μαστιζομένη από την ανεργία και αντιμετωπίζουσα τον θάνατο εξ ασιτίας κατανοώντας την πατριδοκαπηλία και την υποκρισία των αστών έστρεψε περιφρονητικά τους ώμους στους πομπώδεις λόγους των ταρτούφων που εξύμνησαν για άλλη μιά φορά «τα αγαθά της ελευθερίας».
Η εργατική τάξη διαπαιδαγωγούμενη μέσα στους καθημερινούς της αγώνες και με την επίμονη και συστηματική εργασία των κομμουνιστών νοιώθει κάθε μέρα και πιό πολύ πως η «ελευθερία» που εξυμνούν οι αστοί, είνε η ελευθερία της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης. Το γκρέμισμα του ελληνικού καπιταλισμού και η εγκαθίδρυσις της δκτατορίας του προλεταριάτου θ’ απελευθερώσουν τους καταπιεζομένους της Ελλάδος από το ζυγό του καπιταλισμού και θ’ ανοίξουν το δρόμο προς την οργανωμένη κομμουνιστική κοινωνία μέσα στην οποία μονάχα μπορεί να υπάρξη ο ανώτατος βαθμός της ελευθερίας.
Κι ο απελευθερωτικός αυτός αγώνας του ελληνικού προλεταριάτου μόνο συνδεόμενος με τον αγώνα του παγκόσμιου προλεταριάτου, πάνω στο πεδίο του διεθνισμού μπορεί να αναπτυχθή και να οδηγήσει την προλεταριακή επανάσταση στο θρίαμβό της.
Στον αγώνα της η εργατική τάξη θα χρησιμοποιήση την πείρα όχι μόνο του παγκόσμιου εργατικού κινήματος, αλλά κι’ όλων των άλλων ιστορικών κινημάτων και της Ελληνικής επανάστασης του 1821. Θα βαδίση στο δρόμο της με πλήρη συνείδηση των σκοπών της και των μέσων με τα οποία θα τους πραγματοποιήση. Το επαναστατικό επιτελείο του προλεταριάτου δεν θα χρειασθή να χρησιμοποιήση απέναντι της τάξης του το ψέμμα και την απάτη για να την παρασύρει στον αγώνα.
Ένα μέρος της εργατική τάξης –ακόμα πολύ μικρό– ακολουθεί την γραμμή της Οργάνωσής μας, γραμμή που χάραξαν τα 4 πρώτα συνέδρια της Κομμουνιστικής Διεθνούς και συνεχίζει σήμερα η Διεθνής Αριστερή Αντιπολίτευση, σαν την σωστότερη κομμουνιστική τακτική για την ανατροπή του καπιταλισμού και την λύση των ζωτικών προβλημάτων της εργατικής τάξης από τα Σοβιέτ των Ελλήνων εργατών. Η πείρα των καθημερινών αγώνων και η επαλήθευση μέσα σ’ αυτούς της πολιτικής της οργάνωσής μας θα πείση ολόκληρη την εργατική τάξη της χώρας μας ότι η οργάνωσή μας αποτελεί την μοναδική εγγύηση για την πραγματοποίηση του κομμουνισμού στην χώρα μας. Κάθε προλετάριος σήμερα θυμάται τα λόγια του Τσερνισέφσκυ: «Ας γίνει ό,τι θέλει, τη νίκη όμως το δικό μας στρατόπεδο θα την γιορτάση»!