
Mέρος 2ο
Η απότομη στροφή: από την απάθεια προς μια ανεπαρκώς προετοιμασμένη εξέγερση.
Η έκκληση της Τρίτης Διεθνούς στις 23 Ιουνίου για την αποκατάσταση της συμμαχίας εργατών και αγροτών παρόλο που κινείται γενικά στη σωστή κατεύθυνση δεν καταλήγει ακόμη σε επεξεργασία μιας συγκεκριμένης τακτικής. Η εσπευσμένη παρέμβαση της Κομιντέρν μετά το πραξικόπημα Τσανκόφ και η σκληρή εσωκομματική αντιπαράθεση στις γραμμές της αλλά και στο εσωτερικό τού ΚΚ Βουλγαρίας, θα οδηγήσει σε ένα νέο λάθος αυτή την φορά σε αντίθετη κατεύθυνση και με δική της ευθύνη.
Αυτό που μεσολαβεί και αλλάζει δραστικά το κέντρο βάρους μέσα στην ίδια την Κομιντέρν είναι η πολιτική μετατόπιση που αρχίζει να συμβαίνει μέσα στο Μπολσεβίκικο κόμμα με αποφασιστικό σημείο καμπής το καλοκαίρι του 1923. Το αρχικά ενιαίο μπλοκ Στάλιν – Ζηνόβιεφ – Κάμενεφ – Μπουχάριν αρχίζει να εκτοπίζει τον Τρότσκι και τα άλλα στελέχη, που λίγες βδομάδες αργότερα θα κάνουν την εμφάνισή τους ως Αριστερή Αντιπολίτευση. Μέσα στη Διεθνή αρχίζει ο παραγκωνισμός του Ράντεκ. Ο Ζηνόβιεφ με τον Μπουχάριν αρχίζουν να παίζουν ακόμη μεγαλύτερο ρόλο. Δέσμιοι μιας σχηματικής και γραμμικής αντίληψης για τον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται η ταξική πάλη, και η επαναστατική εξέγερση ιδιαίτερα, σύντομα θα δώσουν το πρώτο τραγικό δείγμα γραφής στη Βουλγαρία.
Ο Μπουχάριν είναι γνωστό πως από παλιά είχε επεξεργαστεί την θεωρία της «Διαρκούς επίθεσης», δηλαδή μια μηχανιστική και στρατιωτική αντίληψη της επανάστασης. Αυτή η αντίληψη, συγχέει την επανάσταση ως μια ευρύτερη πάλη ζωντανών κοινωνικών δυνάμεων, με την ιδιαίτερη στιγμή της εξέγερσης που είναι μια συγκεκριμένη πρακτική ενός πρωτοπόρου και πειθαρχημένου τμήματος της εργατικής τάξης που απαιτεί συγκεκριμένα τεχνικά, στρατιωτικά και οργανωτικά μέτρα. Ο Μπουχάριν θεωρεί πως μια μικρή επαναστατική πρωτοπορία διαρκώς προσανατολισμένη επιθετικά μέσα στα πλαίσια μια ευρύτερης εποχής επαναστατικών προοπτικών, μπορεί με τη διαρκή επιθετική δράση της, να βρει τη κατάλληλη ρωγμή για να καταλάβει την εξουσία.
Αυτή η άποψη ωστόσο δεν λαμβάνει υπόψη της την παλίρροια και την ύφεση των συνθηκών που αλλάζουν απότομα μέσα σε επαναστατικές συνθήκες και ιδιαίτερα την διάθεση των μαζών. Μέσα σε ένα γενικότερο ιστορικό πλαίσιο κρίσης, κοινωνικής και πολιτικής αποσταθεροποίησης του συστήματος –που υπάρχει στην Ευρώπη από το 1917 μέχρι και εκείνες τις μέρες– οι απότομες αλλαγές από χώρα σε χώρα μεταβάλλουν τις ιδιαίτερες συνθήκες τους συνεχώς. Αυτό γίνεται κατά τέτοιον τρόπο που μπορεί «μικρά επαναστατικά παράθυρα» που δίνουν ευκαιρίες άμεσης δράσης για την κατάληψη της εξουσίας, να παρουσιαστούν ξαφνικά και μέσα σε λίγες μέρες να χαθούν και να μετατραπούν στο αντίθετό τους. Η επιμονή σε μια «Διαρκή επίθεση» μπορεί να αποδειχθεί καταστροφική. Η πρώτη εφαρμογή της νέας Μπουχαρινικής και Ζηνοβιεφικής τακτικής θα επιβληθεί στη Βουλγαρία με τραγικές συνέπειες.
Στις εβδομάδες που ακολουθούν μετά το πραξικόπημα, ο Ζηνόβιεφ και ένα μεγάλο μέρος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς -εμφανώς επηρεασμένοι από την αντίληψη του Μπουχάριν- εκτιμούν πως το Βουλγάρικο κόμμα, όχι μόνο πρέπει να μπει στην μάχη, αλλά πρέπει να ρισκάρει σχετικά σύντομα μια γενικευμένη ένοπλη εξέγερση για να προλάβει την σταθεροποίηση του νέου στρατιωτικού καθεστώτος και να θέσει θέμα άμεσης κατάληψης της εξουσίας. Το σφάλμα αυτή την φορά, προέρχεται από την σχηματική αντίληψη της οργάνωσης μιας εξέγερσης, από τα πάνω προς τα κάτω, χωρίς την επούλωση των πολιτικών πληγών που έχουν ανοίξει στο μεταξύ στις σχέσεις μεταξύ εργατών και αγροτών και χωρίς επαρκή χρόνο πολιτικής προετοιμασίας από μεριάς του κόμματος.

Υπό την ηγεσία του Ζηνόβιεφ και αυτή τη φορά με βοηθούς τους Κολάροφ και Δημητρόφ, που αλλάζουν θεαματικά την άποψή τους κατά 180 μοίρες μέσα σε λίγες εβδομάδες, η Κομιντέρν θα επιβάλλει στο κόμμα την άμεση προετοιμασία ένοπλης εξέγερσης για το φθινόπωρο, τη στιγμή που αρκετά στελέχη του έχουν ήδη δολοφονηθεί, συλληφθεί ή καταφύγει στο εξωτερικό. Την ίδια στιγμή, οι αγρότες, δυνητικοί σύμμαχοί του, έχουν σπάσει σε μεγάλο βαθμό τις όποιες σχέσεις τους με το κόμμα, απογοητευμένοι από την απάθειά του κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος που προηγήθηκε και ανέτρεψε τη κυβέρνηση Σταμπολίσκι. Στην κρίσιμη συνεδρίαση της ΚΕ του Βουλγάρικου ΚΚ στις 5 – 7 Αυγούστου 1923, αυτή τη νέα γραμμή θα την εισηγηθεί μετά την αποφυλάκισή του ο Κολάροφ προσωπικά. Αυτή η απόφαση θα περάσει κατά πλειοψηφία με μεγάλη αντίσταση από πολλά ηγετικά στελέχη που ακόμη δεν έχουν συνέλθει από τον αιφνιδιασμό τού πραξικοπήματος και την εσωκομματική κρίση.
Αυτή η εξέγερση που είχε προγραμματιστεί για τα τέλη Οκτωβρίου θα υπονομευθεί από νέες μαζικές συλλήψεις των κεντρικών κομματικών στελεχών και το κλείσιμο των γραφείων και των εφημερίδων στις μεγάλες πόλεις καθώς φαίνεται πως η Βουλγαρική πραξικοπηματική κυβέρνηση πληροφορείται την απειλή που αντιμετωπίζει και κινείται προληπτικά. Έτσι, στις 12 Σεπτεμβρίου, θα συλληφθούν από την αστυνομία πάνω από 2.000 στελέχη του κόμματος, ανάμεσα τους ο γραμματέας Κρίστο Καμπάκτσιεφ και ο επικεφαλής της στρατιωτικής επιτροπής Κόστα Γιάνκοφ. Δηλαδή ο πολιτικός υπεύθυνος και ο στρατιωτικός ηγέτης της εξέγερσης.
Η Βουλγαρική κομματική ηγεσία, θεωρούσε πως αρκούσε μια μαζική, στρατιωτικού τύπου εξέγερση. Αυτή όμως, μετατράπηκε σε φιάσκο. Και αυτό διότι, εκ των πραγμάτων ενέπλεκε χιλιάδες ανθρώπους, σπάζοντας έτσι τις αρχές της συνωμοτικότητας χωρίς όμως να έχει πετύχει το κόμμα να πάρει με το μέρος του την κρίσιμη μάζα υποστηρικτών στους εργάτες και στους αγρότες που έχουν παγώσει από την πραξικοπηματική καταστολή που προηγήθηκε.
Επιπλέον οι Βούλγαροι κομμουνιστές, ως αποτέλεσμα του σχηματικού τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνονταν τα πράγματα, θα κάνουν κατά την διάρκεια των γεγονότων που ακολουθούν και μια σειρά σφάλματα στρατιωτικού χαρακτήρα που θα δώσουν την χαριστική βολή στις όποιες προοπτικές νίκης. Έτσι, η εξέγερση, με ελλιπή πολιτική προετοιμασία, ξεσπάει πρόωρα μερικές βδομάδες νωρίτερα του αναμενόμενου και παρά τον αρχικό σχεδιασμό· αντί στα μεγάλα αστικά κέντρα θα αρχίσει από την ύπαιθρο, σε απομονωμένα χωριά και μικρές πόλεις στις 14 Σεπτεμβρίου 1923. Θα κάνει δηλαδή τόσο θόρυβο, όσο για να ακυρώσει ακόμη και το στοιχείο του αιφνιδιασμού και χωρίς να μπορεί να πετύχει κάποια σημαντική επιτυχία σε κρίσιμες πόλεις ή περιοχές που αποτελούν τα σημαντικά κλειδιά στο όλο εγχείρημα.

Φαίνεται πως αυτό το πρόωρο ξέσπασμα, πριν δοθεί δηλαδή το κεντρικό παράγγελμα, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά προϊόν ανυπομονησίας όσων τοπικών στελεχών είχαν δυσαρεστηθεί από την ολιγωρία του Ιουνίου και ήθελαν να προλάβουν μια συντριβή μετά το άκουσμα των συλλήψεων στη Σόφια. Δηλαδή, πέρα από την γενικά λαθεμένη κατεύθυνση που δίνει η ΕΕ της Διεθνούς, το ίδιο το κόμμα είναι «έτοιμο» όχι μόνο να την υιοθετήσει, αλλά να κάνει με την σειρά του, δικά του τραγικά λάθη. Η μαξιμαλιστική «Μπλανκιστική» γραμμή του Σεπτεμβρίου του 1923 ήταν το αντίτιμο –αλλά όχι το αντίδοτο– της απάθειας που προηγήθηκε τον Ιούνιο του ίδιου έτους.
Στο ξέσπασμα της εξέγερσης στην περιφέρεια, το κόμμα θα κινηθεί σπασμωδικά και χωρίς αποφασιστικότητα, μη γνωρίζοντας μέσα στη σύγχυση, αν πρέπει να ρίξει όλες τις δυνάμεις στην μάχη με μιας ή όχι και έτσι θα χαθεί επιπλέον πολύτιμος χρόνος. Η εξέγερση, για μια εβδομάδα θα έχει μισο-αυθόρμητο χαρακτήρα χωρίς κεντρική πολιτική και στρατιωτική καθοδήγηση και θα στηριχτεί στον ηρωισμό και την αυτοθυσία τοπικών κομμουνιστικών επιτροπών μαζί με μεμονωμένους αναρχικούς και αγροτικούς πυρήνες που το πλαισιώνουν, καθώς η ηγεσία τού κόμματος διστάζει να κινηθεί. Όταν τελικά το αποφασίζει, καλώντας σε γενικευμένη εξέγερση στις μεγάλες πόλεις για τις 22 Σεπτεμβρίου, μια βδομάδα δηλαδή αργότερα, ήδη η ακροδεξιά κυβέρνηση έχει καταφέρει να ελέγξει όλα τα περιφερειακά μέτωπα σε σημαντικό βαθμό και είναι συνεπώς σε θέση να συγκεντρώσει τις δυνάμεις της αντεπανάστασης στα σημεία που επιθυμεί χτυπώντας με όλη τη δύναμή της.

Τέλος, μια αποφασισμένη αποστολή από την Μόσχα, 120 επίλεκτων, ετοιμοπόλεμων στρατιωτικών, κομμουνιστών Βουλγάρικης καταγωγής, με εμπειρία από τη θητεία τους στον Κόκκινο Στρατό, θα οργανωθεί πολύ αργά αυτή τη φορά με ολιγωρία της ίδιας της Κομιντέρν, και δεν θα προλάβει να φτάσει ποτέ στην χώρα. Φαίνεται πως η Εκτελεστική Επιτροπή της Κομιντέρν που πίεζε για την εξέγερση αλλά την περίμενε για τα μέσα με τέλη Οκτωβρίου αιφνιδιάστηκε και αυτή από το πρόωρο και χαοτικό ξέσπασμά της.
Στις 21 Σεπτεμβρίου και ενώ μαίνονταν ακόμη οι μάχες σε περιφερειακό επίπεδο και η ΚΕ του ΚΚ Βουλγαρίας δεν είχε ακόμη ενεργοποιήσει τον κύριο όγκο των ένοπλων δυνάμεων του κόμματος, η Εκτελεστική Επιτροπή της Κομμουνιστικής Διεθνούς θα δημοσιεύσει τη παρακάτω δημόσια ανακοίνωση. Σύμφωνα με αυτήν, επιχειρεί να αποστασιοποιηθεί από τα γεγονότα απαντώντας στις κατηγορίες της κυβέρνησης Τσανκόφ. Απαντάει, πως ήταν εκείνη, που με τη σκληρή καταστολή της, υποκίνησε την αρχικά αυθόρμητη εξέγερση στις 14 Σεπτεμβρίου, αμέσως μετά το κύμα συλλήψεων στις 12 του μήνα.
Μέχρι τις 29 Σεπτεμβρίου όσοι επαναστάτες δεν εξοντώθηκαν ή δεν συνελήφθησαν, πολεμώντας απεγνωσμένα, πέρασαν τα σύνορα και ζήτησαν προσωρινά άσυλο στην Γιουγκοσλαβία.
Γ. Χλ.
Δήλωση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς για τις ενέργειες του Τσανκόφ ενάντια στο Βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα, Σεπτέμβριος 1923,

[Δημοσιεύθηκε στο Inprekorr, iii, 149, σελ. 1285, 21 Σεπτεμβρίου 1923]
Τα γεγονότα στην Βουλγαρία εξελίσσονται ακριβώς όπως τα είχε προβλέψει η Κομιντέρν με την ανακοίνωσή της, την επόμενη της «Λευκής» ανταρσίας στις 9 [8] Ιουνίου. Η στάση αναμονής που εσφαλμένα υιοθετήθηκε από το Βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα, χρησιμοποιήθηκε από τις συμμορίες που έχουν συσπειρωθεί γύρω από τον Τσανκόφ για να σιγουρέψουν έτσι τις θέσεις τους πριν περάσουν στην επίθεση. Στις 12 Σεπτεμβρίου, με το πρόσχημα ότι οι κομμουνιστές σχεδίαζαν δήθεν ένα πραξικόπημα, οι συμμορίες του Τσανκόφ συνέλαβαν χιλιάδες κομμουνιστές, περιλαμβανομένων και σχεδόν όλων των επίσημων ηγετών του κόμματος. Όλες οι κομμουνιστικές εφημερίδες ανέστειλαν την έκδοσή τους και τα σωματεία που είχε υπό τον έλεγχό του το κόμμα καταστράφηκαν.
Η κυβέρνηση Τσανκόφ διασπείρει ψευδείς ειδήσεις πως ενοχοποιητική αλληλογραφία με την Μόσχα βρέθηκε στην κατοχή του Καμπάκτσιεφ και άλλων κομματικών αξιωματούχων που συνελήφθησαν, μαζί με γράμματα από αξιωματούχους της Κομιντέρν.
Οι κρατούμενοι ηγέτες ανακηρύχθηκαν όμηροι, που θα εκτελεστούν σε περίπτωση που ξεσπάσει κάποιο επαναστατικό κίνημα.
Η Εκτελεστική Επιτροπή της Κομιντέρν δηλώνει πως όλες οι αναφορές σχετικά με επιστολές και όλα τα συναφή είναι μια κακόβουλη προβοκάτσια.
Η κυβέρνηση Τσανκόφ, που χάνει έδαφος καθημερινά είναι υποχρεωμένη να πάρει αυτό το ολισθηρό μονοπάτι. Είναι καταδικασμένη να καταστραφεί και αυτή η νέα προβοκάτσια ενάντια στους κομμουνιστές το μόνο που θα καταφέρει είναι να επιταχύνει την αποσύνθεσή της.
Η συμμορία του Τσανκόφ ψάχνει μια δικαιολογία για να πάρει μέτρα ενάντια στους ηγέτες του Βουλγαρικού προλεταριάτου.
Ας υπενθυμίσουμε στον Τσανκόφ και σε όλους τους υπουργούς και τους πρόθυμους λακέδες του, ότι θα λογοδοτήσουν ενώπιον των Βούλγαρων εργατών και αγροτών και ενώπιον του διεθνούς προλεταριάτου για όλα τα παραπτώματά τους.
Ο Τσανκόφ, οι υπουργοί του και οι ηγέτες της συμμορίας που υποστηρίζουν το κόμμα του ας λάβουν υπόψη πως θα λογοδοτήσουν στους Βούλγαρους εργάτες, για τις ζωές των ηγετών του Βουλγάρικου προλεταριακού κινήματος. Ούτε μια σταγόνα αίματος που χύθηκε, δεν θα συγχωρεθεί όταν έρθει η μέρα της κάθαρσης.
Η αντίδραση στη Βουλγαρία μπορεί να είναι λυσσασμένη αλλά οι μέρες της είναι μετρημένες. Οι «κίτρινοι» Βούλγαροι σοσιαλδημοκράτες -μερικοί εκ των οποίων προσπαθούν πολύ σκληρά να αποδείξουν πως δεν υπάρχει κανένα όριο που τα κόμματα της Δεύτερης Διεθνούς δεν θα μπορούσαν να παραβιάσουν– μπορεί να σέρνονται τώρα κλαψουρίζοντας ενώπιον των Βούλγαρων φασιστών. Το μόνο που θα καταφέρουν είναι να προκαλέσουν την συμμαχία ανάμεσα στην εργατική τάξη και την αγροτιά, που σε μια χώρα σαν την Βουλγαρία, την στιγμή που θα επιτευχθεί, θα είναι ανίκητη. Οι τακτικές αυτής της εγκληματικής κυβέρνησης θα φέρουν αυτή την συμμαχία γρηγορότερα.
Η Κομιντέρν στέλνει τους αδερφικούς χαιρετισμούς της, στους εργάτες και στους αγρότες της Βουλγαρίας σε αυτή την στιγμή της μεγάλης δοκιμασίας τους. Πρέπει να απαντήσουν στην προβοκατόρικη πολιτική του Τσανκόφ, πυκνώνοντας τις γραμμές τους, οργανώνοντας παράνομες ομάδες σε όλη την χώρα, διεξάγοντας μαζική αγκιτάτσια ανάμεσα σε χιλιάδες και εκατομμύρια εργάτες. Και όταν έρθει η στιγμή να σχηματίσουν μια κυβέρνηση εργατών και αγροτών.
***
Το πρώτο μέρος στο: