Με συγχρονισμό σχεδόν χειρουργικό, ανάμεσα στο κέρδος και τη στρατοκρατική λογική, η φινλανδική κυβέρνηση αποφάσισε να αποχωρήσει -με βήμα σταθερό, και πιθανότατα ήδη ναρκοθετημένο- από τη Συνθήκη της Οτάβα, που απαγορεύει τη χρήση ναρκών κατά προσωπικού. Η απόφαση, ανακοινωμένη με την επισημότητα που αρμόζει σε μια τελετή επανένταξης στον Ψυχρό Πόλεμο, φέρει το ένδυμα της γεωπολιτικής “ανάγκης”. Μα κάτω απ’ το ύφασμα, διακρίνεται το σκληρό πρόσωπο του καπιταλισμού που ετοιμάζει το σώμα του για πόλεμο, σπρώχνοντας την εργατική «του» τάξη προς τη σιωπή, την υπακοή και -όταν έλθει το πλήρωμα του χρόνου- στα χαρακώματα.
Η επίσημη πρόφαση είναι τόσο παλιά όσο και οι αυτοκρατορίες: «ασφάλεια έναντι της Ανατολής». Η Ρωσία, το διαχρονικό σκιάχτρο που δικαιολογεί τα πάντα -από τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ μέχρι την ακρίβεια στα… αυγά- γίνεται τώρα η αφορμή για την επαναφορά του θανάτου σε μηχανική μορφή, στους δασικούς όγκους της Ανατολικής Φινλανδίας. Οι νάρκες επανεισάγονται με αποφασιστικότητα που θα ζήλευε κάθε παλιά υπόσχεση ουδετερότητας και αφοπλισμού που κάποτε κοσμούσε την «ηθική ανωτερότητα» του σκανδιναβικού μοντέλου.

Υπουργός Άμυνας της Φινλανδίας
Το σχέδιο είναι ξεκάθαρο: στρατιωτικές δαπάνες στο 3% του ΑΕΠ έως το 2029, εκσυγχρονισμός του Στρατού Ξηράς και νέες ευκαιρίες για συμβόλαια με ιδιωτικές εταιρείες “άμυνας”, δηλαδή ετοιμασιών πολέμου. Την ίδια ώρα, οι πραγματικοί μισθοί βυθίζονται, τα ενοίκια ανεβαίνουν, και η εργατική τάξη παρακολουθεί το μέλλον της να θαμπώνει κάτω από στρώματα εκρηκτικών και κούφιων εθνικών αφηγήσεων.
Η Φινλανδία, κάποτε πρότυπο κράτους πρόνοιας, μετατρέπεται με βήμα ταχύ σε ένα ακόμα γρανάζι της Νατοϊκής πολεμικής μηχανής. Με τους βαλτικούς της γείτονες (Πολωνία, Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία) να έχουν ήδη εγκαταλείψει τη Συνθήκη από τον Μάρτιο, η Φινλανδία εισέρχεται στην κούρσα εξοπλισμών χωρίς ίχνος αμηχανίας. Στο παιχνίδι του περιφερειακού καπιταλισμού, ο πιο επικερδής δρόμος προς την «ανταγωνιστικότητα» είναι η πλήρης στρατιωτικοποίηση.
Ο υπουργός Άμυνας, Άντι Χάκκανεν, δήλωσε ότι οι νάρκες είναι «αποτελεσματικό όπλο σε περίπτωση χερσαίας εισβολής». Αυτό που δεν λέγεται -αλλά γνωρίζει καλά το κεφάλαιο- είναι ότι πρόκειται και για μια εξαιρετική επένδυση: κρατούν για δεκαετίες, δεν χρειάζονται σύνταξη, ούτε απεργούν, και διασφαλίζουν μακροπρόθεσμα συμβόλαια. Ενώ οι φοιτητές χάνουν υποτροφίες και τα δημόσια νοσοκομεία καταργούν κλίνες, οι κατασκευαστές τού θανάτου ανοίγουν σαμπάνιες στις αίθουσες διαγωνισμών.
Η διαλεκτική της εποχής δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας: το κεφάλαιο σε κρίση αναζητά διέξοδο στον πόλεμο. Η ανασυγκρότηση του ιμπεριαλιστικού χάρτη της Ανατολικής Ευρώπης απαιτεί εσωτερική πειθαρχία, εξωτερική επιθετικότητα και μια υπάκουη εργατική τάξη. Οι νάρκες δεν είναι μόνο στρατιωτικά εργαλεία· είναι θαμμένα σύμβολα αυτής της στρατηγικής: κρυφές, απρόσωπες, έτοιμες να εκραγούν κάτω από το λάθος κορμί.
Δεν προκαλεί έκπληξη, λοιπόν, που οι ανθρωπιστικές οργανώσεις καταδίκασαν την απόφαση. Η Διεθνής Αμνηστία τη χαρακτήρισε ως «ανησυχητικό βήμα προς τα πίσω». Η Διεθνής Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού υπενθύμισε πως οι νάρκες συνεχίζουν να σκοτώνουν για χρόνια μετά τη λήξη των συγκρούσεων. Όμως αυτές οι φωνές -όπως και εκείνες των απεργών ή των προσφύγων που περνούν σύνορα- δεν έχουν θέση στον ψυχρό λογαριασμό του μερίσματος.

Η Νορβηγία -ίσως περισσότερο από ευγένεια παρά από αντίσταση- πήρε αποστάσεις με μια δόση διπλωματικής αμηχανίας. «Λυπούμαστε για αυτή την απόφαση», δήλωσε ο υπουργός Εξωτερικών της. Μα το αληθινό δράμα δεν είναι ότι η Φινλανδία αποσύρει την υπογραφή της από τη Συνθήκη. Είναι ότι υπογράφει -με χειρουργική ακρίβεια- ένα νέο συμβόλαιο: με τον πολεμικό καπιταλισμό, καμουφλαρισμένο ως «εθνική άμυνα».
Γιατί στο τέλος, οι νάρκες δεν διακρίνουν μεταξύ στρατιώτη, παιδιού ή πρόσφυγα. Το κεφάλαιο όμως διακρίνει τέλεια ποιος δίνει τις εντολές – και ποιος τις πατάει.
