της Jaclynn Ashly*
Σε όλη του τη ζωή, ο Ibrahim Hassan Muhammad Abu D’ema συχνά πιάνει τον εαυτό του να ονειροπολεί, ν’ αναπολεί τα παιδικά του χρόνια στη Γάζα – τη γραφική μεσογειακή ακτογραμμή, τους ήχους των κυμάτων που σκάνε, τους ηλιόλουστους δρόμους γεμάτους με πολύχρωμα ανθισμένα λουλούδια και τα φρέσκα ψάρια που ψαρεύανε από τη θάλασσα.
Αυτές οι αναμνήσεις παρείχαν κάποια παρηγοριά στον 72χρονο πλέον πρόσφυγα καθώς αναπολούσε τη ζωή του στον υπερπλήρη προσφυγικό καταυλισμό Al-Wehdat στην πρωτεύουσα της Ιορδανίας Αμμάν. Αυτός και η οικογένειά του κατέφυγαν εκεί αφότου το Ισραήλ ανέλαβε τον έλεγχο της Γάζας και της Δυτικής Όχθης, συμπεριλαμβανομένης της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, κατά τη διάρκεια του Τρίτου Αραβο-Ισραηλινού Πολέμου το 1967. Αυτό σηματοδότησε την έναρξη της βίαιης και συνεχιζόμενης στρατιωτικής κατοχής των [παλαιστινιακών] εδαφών από το Ισραήλ.
Η οικογένεια του Abu D’ema βρέθηκε στο Khan Younis, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Γάζας, όταν οι Σιωνιστές πολιτοφύλακες κατά την ίδρυση του Ισραήλ το 1948 τους έδιωξαν από το σπίτι τους στη Γιάφα, που τώρα αποτελεί μέρος της ισραηλινής πόλης Τελ Αβίβ. Αυτή η περίοδος είναι γνωστή ως Nakba, ή «Καταστροφή», κατά την οποία περίπου 750.000 Παλαιστίνιοι εκτοπίστηκαν από τα εδάφη τους πάνω στα οποία ιδρύθηκε το ισραηλινό κράτος.
Παρά το γεγονός ότι έχασε τα πάντα, η οικογένεια του Abu D’ema έφτιαξε ένα νέο σπίτι στη Γάζα, η οποία τότε βρισκόταν υπό τον έλεγχο της Αιγύπτου. Έμειναν στο νέο σπίτι τους για περίπου δύο δεκαετίες, προτού εκτοπιστούν για άλλη μια φορά, από το Ισραήλ.
«Η Γάζα ήταν πολύ όμορφη», αφηγείται ο D’ema, καθισμένος σε ένα κατάστημα κοντά στο σπίτι του στο Αμμάν, όπου ζει ακόμα. Ήταν δεκαπέντε χρονών όταν έφυγε από τον παράκτιο θύλακα. «Ήταν ένα κομμάτι του παραδείσου. Η ζωή ήταν πολύ ωραία και νιώθαμε πολύ ικανοποιημένοι. Θα μέναμε εκεί για πάντα, αν μπορούσαμε.»
Τους τελευταίους τρεις μήνες, ο Abu D’ema παρακολουθεί με τρόμο τον τόπο της παιδικής του ηλικίας να μετατρέπεται σε ερείπια. Οι άνευ προηγουμένου βομβαρδισμοί και η χερσαία εισβολή του Ισραήλ στη Λωρίδα της Γάζας -μια από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές στον κόσμο- έχει σκοτώσει μέχρι στιγμής [αρχές Φεβρουαρίου 2024] περισσότερους από είκοσι επτά χιλιάδες Παλαιστίνιους, οι περισσότεροι εκ των οποίων είναι γυναικόπαιδα.
Η επίθεση του Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου 2023 ήταν απάντηση σε ένα περίπλοκο και απροσδόκητο χτύπημα που συντονίστηκε από τη Χαμάς, η οποία κυβερνά τη Λωρίδα της Γάζας [από το 2007]. Η επίθεση στο νότιο Ισραήλ είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο εκατοντάδων και τη σύλληψη περισσότερων από 240 Ισραηλινών και ορισμένων ξένων.
Έκτοτε, το βόρειο τμήμα της Γάζας έχει ισοπεδωθεί από το Ισραήλ που εντείνει τις επιχειρήσεις του στην κεντρική και νότια Γάζα – εξαλείφοντας ολόκληρες γειτονιές στο πέρασμά του.
«Αυτό που κάνει το Ισραήλ στη Γάζα είναι πολύ – πολύ χειρότερο από οποιαδήποτε προηγούμενη εμπειρία», λέει ο Abu D’ema. Το Ισραήλ έχει σκοτώσει τουλάχιστον πέντε από τα ξαδέρφια του μετά τις 7 Οκτωβρίου. «Είναι ακόμη δύσκολο να συγκρίνω τις εμπειρίες μου του 1967 με ό,τι συμβαίνει στη Γάζα σήμερα».
«Όμως, ό,τι κι αν γίνει, η παλαιστινιακή αντίσταση δεν θα πεθάνει ποτέ και δεν θα σταματήσουμε ποτέ μέχρι να επιστρέψουμε στη γη μας», προσθέτει. «Όσο μένει ένας Παλαιστίνιος ζωντανός, θα συνεχίζουμε να πολεμάμε».
Η εξάλειψη της αρχαίας κληρονομιάς της Γάζας
Οι εικόνες που μεταδίδονται απεικονίζουν ισοπεδωμένες γειτονιές και απελπισμένους Παλαιστίνιους να συνωστίζονται σε πάνινες σκηνές για καταφύγιο. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι η Γάζα ήταν κάποτε ένα ακμάζον κέντρο πολιτισμού και εμπορίου – πολύ πριν δημιουργηθεί το Ισραήλ.
Επί δεκαετίες, «το Ισραήλ προβάλει μια εικόνα της Γάζας ως τόπου φτώχειας και εξαθλίωσης – όπου κανείς δεν θέλει να μένει και κατοικείται από έναν λαό που κανείς δεν τον θέλει», εξηγεί ο Ehab Bseiso, Παλαιστίνιος ακαδημαϊκός και αντιπρόεδρος του Πανεπιστημίου Dar al-Kalima της Βηθλεέμ.
«Είναι μια σκόπιμη στρατηγική να ζωγραφίζουμε τη Γάζα ως μια έρημο κι ένα μέρος που πρέπει να εκπολιτιστεί. Ωστόσο [αυτή η εικόνα] αγνοεί το γεγονός ότι η Γάζα ήταν η πατρίδα ακμαίων πολιτισμών πολύ πριν από τη Νάκμπα [του 1948]».
Το Anthedon, που ήταν το πρώτο λιμάνι της Γάζας, είναι χιλιάδων ετών και ένα από τα παλαιότερα λιμάνια της Μεσογείου. Η Γάζα ήταν επίσης ένας από τους πρώτους τόπους του Χριστιανισμού στην Παλαιστίνη. Η εκκλησία του Αγίου Πορφυρίου, η ελληνορθόδοξη εκκλησία στην Παλιά Πόλη της Γάζας, λέγεται ότι είναι η τρίτη παλαιότερη εκκλησία στον κόσμο.
Τοποθετημένη ως πύλη μεταξύ του Λεβάντε και της Αφρικής, η Γάζα ήταν ένα περιφερειακό κέντρο εμπορίου για αιώνες. Πριν από 1.500 χρόνια, ο Χασίμ, προπάππους του προφήτη Μωάμεθ, λέγεται ότι ταξίδεψε στη Γάζα με ένα εμπορικό καραβάνι από την αραβική πόλη Μέκκα. Αρρώστησε, πέθανε και το σώμα του θάφτηκε στη Γάζα. Ο τάφος του πιστεύεται ότι βρίσκεται κάτω από το τζαμί Sayed al-Hashim στην Παλιά Πόλη, το οποίο χτίστηκε τον 12ο αιώνα και έχει πάρει το όνομά του προς τιμήν του.
«Αυτό μας λέει από κοινωνική και πολιτιστική άποψη ότι η Γάζα ήταν ένα κέντρο που προσέλκυε ανθρώπους σε όλη τη διαδρομή από την Αραβία για συναλλαγές και εμπόριο με όλο τον κόσμο», λέει ο Bseiso, ο οποίος κατάγεται από τη Γάζα.
Τους τελευταίους μήνες, το Ισραήλ έχει καταστρέψει ή προκαλέσει ζημιές σε σχεδόν διακόσιους ιστορικούς και πολιτιστικούς χώρους στη Γάζα, συμπεριλαμβανομένου του Anthedon, της εκκλησίας του Αγίου Πορφυρίου και του τζαμιού Sayed al-Hashim.
Η αρχαία ιστορία της Γάζας, που εκτείνεται σε βάθος χιλιάδων χρόνων, σταδιακά εξελίχθηκε σε «νεωτερικότητα και κοσμοπολιτισμό», λέει ο Bseiso. Το Αγγλικανικό Νοσοκομείο χτίστηκε το 1906 και εντυπωσιακά ξενοδοχεία κατασκευάστηκαν κατά μήκος της παραλίας της Γάζας – όλα αυτά έχουν πλέον εξαλειφθεί από τις αεροπορικές επιδρομές.
Το 1948, η ίδρυση του νέου κράτους του Ισραήλ είχε ως αποτέλεσμα τον εκτοπισμό περίπου του 80% των Παλαιστινίων που ζούσαν στην περιοχή. Ο πληθυσμός της Γάζας ξαφνικά εκτινάχθηκε, σχεδόν τριπλασιάστηκε μέσα σε μία νύχτα, καθώς περισσότεροι από 200 χιλιάδες πρόσφυγες κατέφυγαν στον μικρό αυτό θύλακα.
Σύμφωνα με τον Bseiso, πολλοί από αυτούς τους πρόσφυγες εκδιώχθηκαν από χωριά που βρίσκονταν στην περιοχή που τώρα ονομάζεται [από το Ισραήλ] «Φάκελος Γάζας [Gaza Envelope διαφημίζεται στους τουριστικούς οδηγούς του Ισραήλ – Σ.τ.Μ.]». Αυτή η περιοχή περιλαμβάνει εκτάσεις κατοικημένες από Ισραηλινούς στο νότιο τμήμα του Ισραήλ που βρίσκονται σε απόσταση 4,3 μιλίων [6,9 Km] από τη Λωρίδα της Γάζας.
Άλλοι πρόσφυγες έφτασαν από το Isdud, ένα παραθαλάσσιο χωριό στα βορειοανατολικά της Γάζας, το οποίο οι σιωνιστικές πολιτοφυλακές κατέστρεψαν εν μέρει κατά τη διάρκεια της Νάκμπα, και το al-Majdal, μια παλαιστινιακή πόλη που ερημώθηκε από τους Μουσουλμάνους και Χριστιανούς κατοίκους της. Καθώς οι Εβραίοι έποικοι εγκαταστάθηκαν αντικαθιστώντας τους Παλαιστίνιους, το al-Majdal μετονομάστηκε σε Ashkelon.
Μερικοί, όπως η οικογένεια του Abu D’ema, ταξίδεψαν περίπου σαράντα μίλια [64 χλμ] από τη Γιάφα κουβαλώντας μόνο τα ρούχα τους στην πλάτη τους. Κατασκευάστηκαν καταυλισμοί προσφύγων και, καθώς οι προσωρινές σκηνές μετατράπηκαν σε μικρά σπίτια χτισμένα με τσιμεντόλιθους, ο θυμός βάθαινε. Σήμερα, περίπου το 80% του πληθυσμού της Γάζας είναι πρόσφυγες ή απόγονοι εκείνων που εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους το 1948.
Παρά τις δυσκολίες της φιλοξενίας μιας μαζικής εισροής προσφύγων, η Γάζα δεν έχασε την ομορφιά της. Τα λουλούδια, τα πορτοκάλια και οι φράουλές της κέρδισαν παγκόσμια αναγνώριση και ήταν ιδιαίτερα περιζήτητα. Οι αγρότες της Γάζας χαρακτήριζαν με περηφάνια τις φράουλες του θύλακα “κόκκινο χρυσό” λόγω των εξαγωγών τους που εγγυόνταν μια σταθερή ροή μετρητών. Η Γάζα ήταν επίσης κάποτε ένας από τους κορυφαίους εξαγωγείς λουλουδιών στον κόσμο.
«Αυτό το μέρος ήταν όμορφο», λέει ο Bseiso. «Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι η Γάζα δεν είναι η εικόνα που προβάλλει το Ισραήλ. Δεν ήταν τόπος δυστυχίας, φτώχειας και απογοήτευσης. Ήταν ένα πολύ πλούσιο μέρος – γεμάτο πολιτισμό, χαρά και ευημερία. Και αυτό συνεχίστηκε μέχρι το 1967, όταν οι Ισραηλινοί κατέλαβαν ολόκληρη τη Γάζα».
Ο πόλεμος του 1967
Το 1967, ο Omar Mahmoud Draz, 73 ετών σήμερα, έδινε απολυτήριες εξετάσεις στο σχολείο του όταν άρχισαν να πέφτουν βόμβες από τον ουρανό. Ο τότε 17χρονος άφησε αμέσως τα πράγματά του και έτρεξε στο σπίτι της οικογένειάς του στο Khan Younis.
«Δεν το περιμέναμε», λέει ο Draz. «Φύγαμε από το σπίτι μας με λίγο φαγητό και νερό και κρυφτήκαμε κοντά στη θάλασσα. Για μέρες, ο ουρανός έγινε το σκέπασμά μας και το χώμα ήταν το στρώμα μας».
Τα χρόνια μετά την ίδρυση του Ισραήλ χαρακτηρίστηκαν από περιφερειακές εντάσεις στη Μέση Ανατολή. Συχνές συγκρούσεις σημειώθηκαν κατά μήκος των μονομερώς κηρυγμένων συνόρων του Ισραήλ με τη Συρία και την Ιορδανία. Χιλιάδες Παλαιστίνιοι πρόσφυγες, σε αναζήτηση συγγενών ή στην προσπάθεια να επιστρέψουν στα σπίτια τους και να ανακτήσουν τα χαμένα υπάρχοντά τους, επιχείρησαν να περάσουν στο Ισραήλ, με αποτέλεσμα οι ισραηλινές δυνάμεις να πυροβολούν θανάσιμα πολλούς από αυτούς.
Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1950 και του 1960, οι παλαιστινιακές ένοπλες ομάδες αντίστασης αύξησαν τις επιθέσεις τους εναντίον του Ισραήλ, ενώ το Ισραήλ συνέχισε να πραγματοποιεί κατά διαστήματα σφαγές σε παλαιστινιακά χωριά. Οι εδαφικές διαμάχες κλιμακώθηκαν, ιδιαίτερα μεταξύ Συρίας και Ισραήλ, που προέκυψαν από διαφωνίες σχετικά με τη χρήση του Ιορδάνη Ποταμού και τις ισραηλινές καλλιέργειες κατά μήκος των συνόρων.
Στις 5 Ιουνίου 1967, ο πρόεδρος της Αιγύπτου Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ κινητοποίησε τις χερσαίες δυνάμεις του στη Χερσόνησο του Σινά ως απάντηση στις ισραηλινές απειλές προς τη Συρία. Το Ισραήλ απάντησε με αιφνιδιαστική επίθεση κατά των δυνάμεων της Αιγύπτου και κατάφερε να καταστρέψει σχεδόν εξ ολοκλήρου την αεροπορία της. Η Ιορδανία και η Συρία ενεπλάκησαν σύντομα στον πόλεμο.
Σε διάστημα έξι ημερών, το Ισραήλ κατάφερε να συντρίψει τις αραβικές δυνάμεις, απωθώντας τες και καταλαμβάνοντας τα εναπομείναντα παλαιστινιακά εδάφη της ελεγχόμενης από την Ιορδανία Δυτικής Όχθης, συμπεριλαμβανομένης της Ανατολικής Ιερουσαλήμ και της Λωρίδας της Γάζας την οποία έλεγχε η Αίγυπτος. Το Ισραήλ κατέλαβε επίσης τα συριακά υψώματα του Γκολάν και την αιγυπτιακή Χερσόνησο του Σινά, η οποία αργότερα, το 1982, επιστράφηκε στην Αίγυπτο.
Η σαρωτική στρατιωτική ήττα των αραβικών στρατών από το Ισραήλ και η κατάληψη της υπόλοιπης ιστορικής Παλαιστίνης έχει μείνει γνωστή ως «Naksa», που σημαίνει «οπισθοδρόμηση» ή «ήττα». Περίπου άλλες 300 χιλιάδες Παλαιστίνιοι εκτοπίστηκαν ή εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους. Από αυτούς, τουλάχιστον 130.000 Παλαιστίνιοι έγιναν πρόσφυγες για δεύτερη φορά.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, το Ισραήλ βομβάρδισε τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό της Πόλης της Γάζας, διακόπτοντας τη σύνδεση της περιοχής με την Αίγυπτο. Επιπλέον, το αεροδρόμιο της Γάζας καταστράφηκε. Ανακατασκευάστηκε το 1998, για να καταστραφεί ξανά δύο χρόνια αργότερα κατά τη δεύτερη παλαιστινιακή Ιντιφάντα, το 2001. Οι εύφορες γεωργικές εκτάσεις της Γάζας μετατράπηκαν σε βάσεις και στρατόπεδα του Ισραηλινού στρατού.
«Δεν είχαν έλεος», λέει ο Draz, ενθυμούμενος τους Ισραηλινούς στρατιώτες που εμφανίστηκαν στους δρόμους του Khan Younis. «Όποιον βρίσκανε μπροστά τους σκότωναν. Δεν έκαναν διάκριση μεταξύ ηλικιωμένων, γυναικών ή παιδιών. Αν κινιόσουν, σε σκότωναν».
Την τελευταία μέρα του πολέμου του 1967, ο Draz έπιασε φευγαλέα από απόσταση ιρακινές σημαίες να κυματίζουν πάνω στα τανκς που μπήκαν στο Χαν Γιουνίς. Για μια στιγμή ένιωσε ανακούφιση και αγαλλίαση. Το Ιράκ είχε στείλει περίπου 25.000 χιλιάδες στρατιώτες για να υποστηρίξουν τις αραβικές δυνάμεις εναντίον του Ισραήλ. Ο Draz πίστευε ότι οι σημαίες ήταν σημάδι ότι η αραβική συμμαχία είχε κερδίσει.
«Αλλά οι Ισραηλινοί έπαιζαν παιχνίδι μαζί μας», είπε ο Draz. «Ήθελαν απλώς να μας ταπεινώσουν θρέφοντας τις ελπίδες μας για να μπορέσουν να μας συντρίψουν». Ένας Ισραηλινός στρατιώτης φώναξε από ένα μεγάφωνο, αφηγείται ο Ντραζ, διατάζοντας όποιον ήθελε να επιστρέψει στο σπίτι του να πλησιάσει με υψωμένη λευκή σημαία.
Σε ένα παρόμοιο ταξίδι που έκαναν πρόσφατα εκατοντάδες χιλιάδες στη Γάζα, περπατώντας για ώρες προς τη νότια Γάζα με υψωμένες λευκές σημαίες και τα έγγραφα της ταυτότητάς τους, ο Draz και η οικογένειά του μάζεψαν βιαστικά λευκά ρούχα -όπως φουλάρια- και ξεκίνησαν την πορεία.
«Φοβηθήκαμε πολύ», λέει, κουνώντας αργά το κεφάλι του. «Νιώσαμε ότι θα μας σκότωναν ανά πάσα στιγμή». Όπως ο Abu D’ema, η οικογένεια του Draz φοβήθηκε για τη ζωή της και κατέφυγε στην Ιορδανία. Κατέληξαν στον ίδιο προσφυγικό καταυλισμό, Al-Wehdat, στο Αμμάν.
Ομάδες για τα Δικαιώματα έχουν τεκμηριώσει στο παρελθόν τις δολοφονίες από το Ισραήλ, άοπλων αμάχων που είχαν υψώσει λευκές σημαίες, συμπεριλαμβανομένης της πιο πρόσφατης κλιμάκωσης [με την εισβολή του ισραηλινού στρατού στη Γάζα]. Μια Παλαιστίνια γυναίκα πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε στη Γάζα από Ισραηλινό ελεύθερο σκοπευτή ενώ κρατούσε το χέρι του μικρού εγγονού της που κυμάτιζε μια λευκή σημαία και περπατούσε σε μια διαδρομή εκκένωσης που το Ισραήλ είχε κηρύξει ασφαλή. Ισραηλινοί στρατιώτες πυροβόλησαν επίσης και σκότωσαν τρεις Ισραηλινούς ομήρους που ήταν χωρίς πουκάμισο, ούρλιαζαν στα εβραϊκά και ομοίως ύψωναν λευκές σημαίες.
Μετά τη στρατιωτική του νίκη το 1967, το Ισραήλ επέβαλε έναν «πολύ άγριο στρατιωτικό κανόνα» στους Παλαιστίνιους στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα. «Σχεδιάστηκε για να σπάσει το πνεύμα των κατοίκων της Γάζας και των προσφύγων που έγιναν κάτοικοι της Γάζας», λέει ο Bseiso.
Τα πλήθη των προσφύγων στη Γάζα -των οποίων η οργή για τον εκτοπισμό τους συνέχισε να περνά από τη μια γενιά στην άλλη- μετέτρεψαν τον μικρό θύλακα σε «φάρο του παλαιστινιακού εθνικισμού», προσθέτει ο Bseiso.
Δύο δεκαετίες αφότου το Ισραήλ κατέλαβε τη Δυτική Όχθη και τη Γάζα, η πρώτη Παλαιστινιακή Ιντιφάντα εξερράγη στον προσφυγικό καταυλισμό Jabalia στη βόρεια Γάζα. Η Jabalia είναι ένας από τους μεγαλύτερους προσφυγικούς καταυλισμούς στα παλαιστινιακά εδάφη και ένα από τα πιο πυκνοκατοικημένα μέρη στον κόσμο. Στην τελευταία του επίθεση, το Ισραήλ κατέστρεψε τεράστιες εκτάσεις της Jabalia, σφυροκοπώντας τον καταυλισμό με αεροπορικές επιδρομές και σκοτώνοντας εκατοντάδες.
Στις 8 Δεκεμβρίου 1987, ένα ισραηλινό στρατιωτικό όχημα έπεσε σε σειρά αυτοκινήτων που μετέφεραν Παλαιστίνιους εργάτες από τις εργασίες τους στο Ισραήλ πίσω στη Λωρίδα της Γάζας, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 4 Παλαιστίνιοι άνδρες, τρεις από τους οποίους ήταν από τον προσφυγικό καταυλισμό Jabalia. Το περιστατικό οι Παλαιστίνιοι το εξέλαβαν ως σκόπιμο. Μέσα σε λίγες ώρες, αυθόρμητες διαδηλώσεις και πράξεις ανυπακοής εξαπλώθηκαν από την Jabalia στην υπόλοιπη Λωρίδα της Γάζας, στη Δυτική Όχθη και στο Ισραήλ.
Μέλη της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO), με ηγέτη τον Γιασέρ Αραφάτ -ηγέτη και ιδρυτή της οργάνωσης Φατάχ, ο οποίος ζούσε εξόριστος στην Τύνιδα εκείνη την εποχή- θα διαμόρφωναν την πολιτική τροχιά της εξέγερσης για τα επόμενα χρόνια. Στο αποκορύφωμα, η PLO αναγνώρισε το κράτος του Ισραήλ το 1993 και υπέγραψε τις Συμφωνίες του Όσλο, οι οποίες εξακολουθούν να βρίσκονται στο επίκεντρο της οργής πολλών Παλαιστινίων.
Η πρώτη Ιντιφάντα, ωστόσο, γέννησε επίσης τη Χαμάς, αραβικό ακρωνύμιο του Harakat al-Muqawama al-Islamiyya, ή Ισλαμικό Κίνημα Αντίστασης. Και ήταν οι ψεύτικες υποσχέσεις και οι αποτυχίες των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων που θα έδιναν σ’ αυτήν την ομάδα τη δύναμή της.
Ιστορία της Χαμάς
Το όνομα «Χαμάς» υιοθετήθηκε επίσημα τον Ιανουάριο του 1988, λίγες εβδομάδες μετά την έναρξη της πρώτης Ιντιφάντα. Αλλά η ομάδα είχε αναπτύξει την κοινωνική και θρησκευτική της επιρροή για δεκαετίες ως Παλαιστινιακή Μουσουλμανική Αδελφότητα.
«[Η αδελφότητα] λειτούργησε ως κοινωνικό και θρησκευτικό κίνημα, χτίζοντας δίκτυα σε τζαμιά, κοινωνικές λέσχες, και σε διάφορες άλλες πτυχές της [παλαιστινιακής] ζωής», μαζί με την καθιέρωση εκπαιδευτικών και ιατρικών προγραμμάτων, εξηγεί ο Khaled Hroub, καθηγητής Μεσανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Κατάρ και συγγραφέας του βιβλίου Hamas: Political Thought and Practice. «Αλλά απέφυγαν οποιαδήποτε στρατιωτική αντίσταση στην ισραηλινή κατοχή», σχολιάζει.
Στην πραγματικότητα, το 1976 το Ισραήλ έδωσε έγκριση για την ίδρυση της Ισλαμικής Ένωσης, η οποία θα λειτουργούσε ως οργάνωση ομπρέλα για την παροχή νομικής και διοικητικής κάλυψης για την αδελφότητα. Η αίτηση άδειας υποβλήθηκε από τον Σεΐχη Ahmad Yassin, έναν παραπληγικό άνδρα και πρόσφυγα του 1948 από την al-Jura, κοντά στο σημερινό Aσκελόν. Ο Γιασίν υπηρέτησε ως ιδρυτής και πνευματικός ηγέτης της Χαμάς μέχρι τη δολοφονία του από το Ισραήλ το 2004.
Η αδελφότητα υιοθέτησε μια μακροπρόθεσμη στρατηγική αντίστασης, κυρίως επικεντρωμένη στη Γάζα. Έδωσαν έμφαση στην ενστάλαξη εθνικών και θρησκευτικών αρχών στους Παλαιστίνιους νέους και στην προετοιμασία τους για μελλοντική αντιπαράθεση με την ισραηλινή κατοχή. Σύμφωνα με τον Hroub, «η θέση τους ήταν ότι δεν είμαστε σε κατάσταση να πολεμήσουμε το Ισραήλ, επειδή το Ισραήλ είναι πολύ δυνατό και έχει αποκτήσει ένα ισχυρό στρατιωτικό οπλοστάσιο και είμαστε το πιο αδύναμο μέρος, επομένως πρέπει να προετοιμαστούμε κατάλληλα για τη μάχη».
«Ακολούθησαν αυτή τη στρατηγική σχεδόν ευλαβικά, για πολλά χρόνια – σε σημείο που πολλές παλαιστινιακές ομάδες να τους κατηγορούν ότι σιωπηρά ή έμμεσα συνεργάζονταν με την ισραηλινή κατοχή», συνεχίζει ο Hroub. Ωστόσο, λίγο πριν ξεσπάσει η πρώτη Ιντιφάντα, προέκυψε μια «πολύ έντονη» εσωτερική συζήτηση μεταξύ των μελών της Χαμάς. Πολλά μέλη υποστήριξαν ότι είχαν προετοιμαστεί επαρκώς επί αρκετές δεκαετίες και ότι ήταν πλέον καιρός να πάρουν τα όπλα και να αντιμετωπίσουν άμεσα το Ισραήλ.
Η έκρηξη της πρώτης Ιντιφάντα παρείχε στα μέλη μια έγκαιρη ευκαιρία να μεταπηδήσουν από τη μη αντιπαράθεση στην ένοπλη αντίσταση. Στο ξεκίνημα της εξέγερσης, η ομάδα μετασχηματίστηκε και αναδιαρθρώθηκε σε μια νέα μορφή, δίνοντας γέννηση στη Χαμάς.
«Αλλά αυτό είναι ένα κίνημα που δεν ξεκίνησε από το μηδέν», εξηγεί ο Hroub. «Άλλαξαν το όνομα και τη στρατηγική, αλλά τα δίκτυα, τα ιδρύματα, τα μέλη και ό,τι ήταν σε εξέλιξη για γενιές, είχαν πλέον αναπτυχθεί στο πεδίο της αντίστασης. Και αυτός είναι ο λόγος που ξεκίνησαν πολύ δυνατά από την πρώτη μέρα».
Η άνοδος της Χαμάς στην πολιτική σκηνή συνέβη την ίδια στιγμή που η PLO άλλαξε τη στρατηγική της από την ένοπλη αντίσταση στις ειρηνευτικές συνομιλίες. «Αφού βίωσαν τον ένοπλο αγώνα για πολλά χρόνια κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι πρέπει να ακούσουμε τις ειρηνευτικές πρωτοβουλίες που παρουσιάζονται», σχολιάζει ο Hroub την αλλαγή της στρατηγικής της PLO.
Λίγο μετά τη δημοσίευση του καταστατικού της Χαμάς το 1988, που υπογράμμιζε την άρνησή της να αναγνωρίσει το Ισραήλ και την υποστήριξη στο αδιαίρετο του εδάφους της ιστορικής Παλαιστίνης, ο Αραφάτ με μια ομιλία του στο Αλγέρι, κήρυξε το ανεξάρτητο κράτος της Παλαιστίνης. Επικαλέστηκε διεθνή ψηφίσματα που κατέδειξαν την προθυμία της PLO να δεχτεί ένα κράτος στη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας, με πρωτεύουσα την Ανατολική Ιερουσαλήμ. Η Χαμάς ερμήνευσε αυτή την κίνηση ως την αποδοχή της ήττας της PLO και την παράδοσή της στο Ισραήλ.
«Έχετε αυτό το κρίσιμο σημείο όπου υπάρχουν δύο καμπύλες που κινούνται σε αντίθετες κατευθύνσεις – η PLO που κινείται από την αντίσταση στις ειρηνευτικές συνομιλίες και η Χαμάς που κινείται από τη στρατηγική της μη σύγκρουσης με το Ισραήλ στην αντίσταση», εξηγεί ο Hroub. «Υπάρχει ένα κόμμα στην παλαιστινιακή σκηνή που βγαίνει από την ιδεολογία της [ένοπλης – Σ.τ.Μ.] αντίστασης και ένα άλλο μπαίνει σε αυτήν».
Η γλώσσα αντίστασης της Χαμάς δεν θα μπορούσε να έχει αποκλίνει περισσότερο από την ήπια στάση της PLO. Από την αρχή, η ομάδα διακήρυξε τη δέσμευσή της για «τζιχάντ» στη μάχη της για την απελευθέρωση όλης της ιστορικής Παλαιστίνης.
«Η Χαμάς αναδείχθηκε για να αρθρώσει έναν εναλλακτικό δρόμο για την απελευθέρωση», γράφει ο Tareq Baconi, πρόεδρος του γραφείου της Al-Shabaka1Δίκτυο Παλαιστινιακής Πολιτικής, στο Hamas Contained: The Rise and Pacification of Palestinian Resistance. «Η τζιχάντ ορίστηκε όχι ως τακτική αλλά μάλλον ως μια ολιστική στρατηγική γύρω από την οποία θα μπορούσε να συσπειρωθεί η παλαιστινιακή κοινότητα».
«Το να κάνεις Τζιχάντ [Ιερό Πόλεμο] κατανοήθηκε ως τρόπος ύπαρξης, ύπαρξης σε κατάσταση πολέμου ή υποστήριξης μιας πολεμικής αντιπαράθεσης με τον εχθρό», δηλώνει ο Baconi. «Η Τζιχάντ δεν περιοριζόταν στον ένοπλο αγώνα, αν και αποτελούσε ένα κεντρικό στοιχείο της αποστολής της Χαμάς. Ακόμη και απουσία στρατιωτικών επιχειρήσεων, η πρόκληση τζιχάντ έδινε μια αίσθηση ταυτότητας και σκοπού που επιβεβαίωνε την απόρριψη των Παλαιστινίων στον ισραηλινό έλεγχο». Ήδη από τη δεκαετία του 1990, η Χαμάς είχε αυξήσει τη δημοτικότητά της και είχε τοποθετηθεί ως ισχυρός παίκτης στα παλαιστινιακά εδάφη.
Η ψεύτικη υπόσχεση του Όσλο
Παρά το γεγονός ότι ο Αραφάτ παραχώρησε το 78% των παλαιστινιακών εδαφών που χάθηκαν το 1948, η υπογραφή των Συμφωνιών του Όσλο το 1993 έδωσε ελπίδα σε πολλούς Παλαιστίνιους που είχαν κουραστεί να ζουν κάτω από μια παρατεταμένη στρατιωτική κατοχή. Σύμφωνα με τον Hroub, η δημοτικότητα της Χαμάς μειώθηκε εκείνη τη στιγμή.
Μετά από χρόνια εξορίας, σε ορισμένους Παλαιστίνιους, όπως ο Αραφάτ, επετράπη [από το Ισραήλ] να επιστρέψουν στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη. Η Παλαιστινιακή Αρχή (PA) ιδρύθηκε το 1994 ως προσωρινή διοικητική αρχή που θα μπορούσε να κυβερνήσει τμήματα της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας για μια μεταβατική περίοδο πέντε ετών. Μετά από αυτήν την περίοδο, υποσχέθηκαν στους Παλαιστίνιους το δικό τους κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος στα σύνορα του 1967.
Πέρασαν όμως πέντε χρόνια χωρίς την εμφάνιση παλαιστινιακού κράτους. Αντίθετα, οι ισραηλινοί εποικισμοί, που θεωρούνται παράνομοι σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, επεκτάθηκαν στο παλαιστινιακό έδαφος, με τον αριθμό των εποίκων να διπλασιάζεται από 200 χιλιάδες σε 400 χιλιάδες στα χρόνια μεταξύ 1993 και 2000. Η στρατιωτική κατοχή της Παλαιστίνης από το Ισραήλ βάθαινε χρόνο με το χρόνο και το Τζαμί Al Aqsa, ο τρίτος ιερότερος τόπος του Ισλάμ, που είχαν υποσχεθεί στους Παλαιστίνιους ως μέρος της μελλοντικής πρωτεύουσάς τους [της Ανατολικής Ιερουσαλήμ], φαινόταν όλο και πιο απρόσιτο.
Εξ αρχής, η Χαμάς ήταν πεπεισμένη ότι το Όσλο, όπως κι όλες οι ειρηνευτικές συνομιλίες τής Παλαιστίνης με το Ισραήλ, θα αποτύγχαναν. Η Χαμάς προετοιμάστηκε να γίνει το ισχυρό κανάλι υποδοχής των απογοητεύσεων που αναπόφευκτα θα αυξάνονταν καθώς οι αποτυχίες γίνονταν όλο και πιο εμφανείς.
Το 1991, η Χαμάς ενοποίησε τους μέχρι τότε αποκεντρωμένους στρατιωτικούς πυρήνες της σε μια ενιαία ένοπλη πτέρυγα, δίνοντάς της το όνομα Izz ad-Din al-Qassam. Ο Al-Qassam, ένας Σύρος μαχητής, υποστήριξε το τζιχάντ και συμμετείχε σε ένοπλη αντίσταση στην ιστορική Παλαιστίνη στη δεκαετία του 1930 κατά των ευρωπαϊκών δυνάμεων, των σιωνιστικών δυνάμεων και των εισερχομένων Εβραίων εποίκων. Η Χαμάς τον θεωρεί ως τον ιδεολογικό πρόγονο του κινήματος.
Όπως και η PLO πριν από αυτήν, η Χαμάς ξεκίνησε τις στρατιωτικές της επιχειρήσεις στοχεύοντας θέσεις του ισραηλινού στρατού και κοινότητες εποίκων πυροδοτώντας παγιδευμένα με εκρηκτικά αυτοκίνητα στη Λωρίδα της Γάζας και στη Δυτική Όχθη. Στις 6 Απριλίου 1994, σαράντα μία μέρες αφότου ο Baruch Goldstein -ένας Εβραίος έποικος γεννημένος στις ΗΠΑ- πυροβόλησε και σκότωσε 29 Παλαιστίνιους στο τέμενος Ibrahimi στη Χεβρώνα, η Χαμάς πραγματοποίησε την πρώτη βομβιστική επίθεση αυτοκτονίας στο Ισραήλ, επεκτείνοντας τις επιθέσεις της με στόχο αμάχους στο Ισραήλ.
Μετά από χρόνια υπομονής μιας αδιέξοδης ειρηνευτικής διαδικασίας, η αρχική ελπίδα γύρω από το Όσλο διαλύθηκε σε δυσαρέσκεια. Οι πολιτικές του Ισραήλ συνέχισαν να υποβαθμίζουν την παλαιστινιακή ζωή, ενώ τα παλαιστινιακά εδάφη κατακερματίζονταν όλο και περισσότερο, απομονώνοντας τη μια περιοχή από την άλλη με την συνεχή επέκταση των ισραηλινών οικισμών.
Το 2000, ο Αριέλ Σαρόν, ο ηγέτης του αντιπολιτευόμενου [τότε] κόμματος Λικούντ, ο οποίος αργότερα, το 2001, έγινε πρωθυπουργός του Ισραήλ, επισκέφτηκε προκλητικά το συγκρότημα του τζαμιού Αλ Άκσα. Ο τόπος είναι πολύ σημαντικός τόσο για το Ισλάμ όσο και για τον Ιουδαϊσμό. Η επίσκεψη του Σαρόν πυροδότησε τη δεύτερη Ιντιφάντα, που οι Παλαιστίνιοι την αναφέρουν και ως Ιντιφάντα Αλ Άκσα.
Οι πρώτες εβδομάδες της εξέγερσης, που ξεκίνησε στην Ιερουσαλήμ και εξαπλώθηκε γρήγορα στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα, σημαδεύτηκαν από μαζικές διαδηλώσεις που περιλάμβαναν πολιτική ανυπακοή και πετροπόλεμο. Το Ισραήλ απάντησε με υπέρμετρη βία. Μέσα στον πρώτο μήνα, το Ισραήλ έριξε 1,3 εκατομμύρια σφαίρες, κατά μέσο όρο σαράντα χιλιάδες σφαίρες την ημέρα, κατά των διαδηλωτών.
Στρατιωτικές εισβολές με ελικόπτερα και τανκς κατέκλυσαν σύντομα τις πυκνοκατοικημένες παλαιστινιακές περιοχές. Η εξέγερση εξελίχθηκε γρήγορα σε ένοπλη ανταρσία, η οποία περιελάμβανε τη συχνή εμφάνιση βομβιστικών επιθέσεων αυτοκτονίας. Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης, σκοτώθηκαν σχεδόν 5.000 Παλαιστίνιοι και περίπου 1.000 Ισραηλινοί.
Το 2002, το Ισραήλ ξεκίνησε την κατασκευή του διαχωριστικού τείχους, μιας επιβλητικής κατασκευής ύψους 8 μέτρων και μήκους πάνω από 700 χιλιομέτρων. Ενώ φαινομενικά κατασκευάστηκε για να απομονώσει το Ισραήλ από τη Δυτική Όχθη και να το προστατεύσει από βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας, το 85% της κατασκευής είναι χτισμένο εντός του παλαιστινιακού εδάφους, σφετεριζόμενοι περισσότερο από το 13% των παλαιστινιακών εδαφών της Δυτικής Όχθης.
Περίπου την ίδια περίοδο, ο Σαρόν δήλωσε την προθυμία του να απεμπλακεί από τις παλαιστινιακές περιοχές, ξεκινώντας με την αποχώρηση 8.000 Εβραίων εποίκων που κατοικούσαν στη Λωρίδα της Γάζας. Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2005, το Ισραήλ είχε διαλύσει τους εποικισμούς του στη Γάζα.
«Πιο σημαντικό από την ασφάλεια ήταν το σχέδιο του Σαρόν να απομακρύνει αυτούς τους Παλαιστίνιους κατοίκους [της Γάζας] από την άμεση δικαιοδοσία του Ισραήλ», γράφει ο Baconi. «Αυτό επέτρεψε στο κράτος [του Ισραήλ] να διατηρήσει τον έλεγχό του στα εδάφη της Δυτικής Όχθης και της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, με τα 2,5 εκατομμύρια μη Εβραίους κατοίκους τους.»
Στραγγαλίζοντας τη Γάζα
Τον Ιανουάριο του 2006, η Χαμάς συμμετείχε στις παλαιστινιακές βουλευτικές εκλογές, οι οποίες θεωρήθηκαν πρότυπο δημοκρατικής διαδικασίας από ξένους παρατηρητές, συμπεριλαμβανομένου του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Τζίμι Κάρτερ. Προς μεγάλη έκπληξη του Ισραήλ, των Ηνωμένων Πολιτειών και του Παλαιστίνιου προέδρου Μαχμούντ Αμπάς, η Χαμάς πέτυχε σαρωτική νίκη, κερδίζοντας 76 από τις 132 έδρες του νομοθετικού σώματος έναντι 43 της Φατάχ.
Μετά τις εκλογές, επιβλήθηκε διεθνής οικονομικός αποκλεισμός κατά της παλαιστινιακής κυβέρνησης και το Ισραήλ επέβαλε αμέσως αυστηρούς περιορισμούς στη διακίνηση αγαθών ή προσώπων μέσα ή έξω από τον παράκτιο θύλακα [της Γάζας]. Οι σχέσεις μεταξύ Χαμάς και Φατάχ επιδεινώθηκαν δραματικά και βίαιες συγκρούσεις ξέσπασαν στους δρόμους της Γάζας.
Σύμφωνα με τον Baconi, η κυβέρνηση Μπους ξεκίνησε ένα μυστικό πρόγραμμα “εκπαίδευσης και εξοπλισμού” για να ενισχύσει τα όπλα και τις δυνατότητες της Φατάχ σε μια πιθανή σύγκρουση με τη Χαμάς. Συστάθηκε επίσης μια μυστική επιτροπή ασφαλείας, η οποία απαρτίζονταν από Ισραηλινούς, μέλη των παλαιστινιακών δυνάμεων ασφαλείας και Αμερικανούς συμβούλους, για να αντιμετωπίσει την πρόκληση ασφαλείας που τους δημιουργούσε η Χαμάς.
Παρά το γεγονός ότι η Χαμάς συμφώνησε σε δύσκολες ιδεολογικές παραχωρήσεις και ακόμη συναίνεσε να εγκαταλείψει τομείς της τοπικής εξουσίας για να άρει τον αποκλεισμό και να τερματίσει την ανομία που κόχλαζε σε έναν εν δυνάμει εμφύλιο πόλεμο, οι συμφωνίες ενότητας που η ομάδα προσπάθησε να σφυρηλατήσει με τον Αμπάς συνέχισαν να αποτυγχάνουν.
Τον Ιούνιο [2006], αρκετούς μήνες μετά τη νίκη της στις εκλογές, η Χαμάς κινητοποίησε όλες τις δυνάμεις της και κινήθηκε για τον πλήρη έλεγχο της Λωρίδας της Γάζας. Διεξάγοντας ωμές πράξεις βίας κατά των αντιπάλων της, η Χαμάς πέτυχε αυτόν τον στόχο μέσα σε λίγες μόνο εβδομάδες.
Και τα πέντε σημεία εισόδου που οδηγούν στη Γάζα έκλεισαν από το Ισραήλ, μαζί με το πέρασμα της Ράφα στα σύνορα με την Αίγυπτο, σφραγίζοντας πλήρως τη Λωρίδα της Γάζας και αποκόπτοντάς την από τη Δυτική Όχθη και τον έξω κόσμο. Το Ισραήλ και η Παλαιστινιακή Αρχή παρακράτησαν επίσης έσοδα που κανονικά θα είχαν ανακατευθυνθεί στα κυβερνητικά τμήματα της Γάζας.
Το Ισραήλ μείωσε στο μισό τις αποστολές καυσίμων και περιόρισε τις εισαγωγές στη Γάζα μόνο σε βασικά τρόφιμα και ιατρικές προμήθειες. Εφαρμόζοντας μια στρατηγική καρότου και μαστίγιου, το Ισραήλ και η διεθνής κοινότητα αγκάλιασαν και ενίσχυσαν την ηγεσία του Αμπάς, ενώ έκαναν τη ζωή των Παλαιστινίων της Γάζας άθλια, ελπίζοντας να υποκινήσουν τη δυσαρέσκεια και να ενθαρρύνουν μια εξέγερση εναντίον της Χαμάς.
Αυτός ο εξοντωτικός αποκλεισμός, με το Ισραήλ να ελέγχει αυστηρά τη Λωρίδα από ξηράς, αέρα και θάλασσα, ήταν «απολύτως ταπεινωτικός», θυμάται ο Bseiso, ο οποίος ζούσε στη Γάζα εκείνη την εποχή. «Η σοκολάτα απαγορεύτηκε. Τα φρούτα απαγορεύτηκαν. Ο κόλιανδρος απαγορεύτηκε. Τα περιοδικά και οι εφημερίδες απαγορεύτηκαν. Τα βιβλία απαγορεύτηκαν».
Η οικονομία της Γάζας καταστράφηκε και η ανεργία εκτινάχθηκε στα ύψη. Το μόνο σωσίβιο του πληθυσμού ήταν οι σήραγγες της Χαμάς που περνούσαν κάτω από το πέρασμα της Ράφα, μέσω των οποίων μπορούσαν να περάσουν λαθραία βασικά είδη διατροφής και προμήθειες, μαζί με όπλα.
Παρά το γεγονός ότι το Ισραήλ χαλάρωσε ορισμένες πτυχές της πολιορκίας, π.χ. επέτρεψε τις εξαγωγές λουλουδιών και φραουλών από τη Γάζα, η οικονομία τής πολιορκημένης περιοχής συνέχισε να στραγγαλίζεται συστηματικά για 17 χρόνια, κερδίζοντας τη φήμη της μεγαλύτερης υπαίθριας φυλακής στον κόσμο. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το Ισραήλ επιτέθηκε στη Λωρίδα της Γάζας πολλές φορές, σκοτώνοντας χιλιάδες ανθρώπους σε αεροπορικές επιδρομές.
«Υπάρχει μια ολόκληρη γενιά που γεννήθηκε και μεγάλωσε κάτω από / και μέσα στη διαδικασία του Όσλο. Όλες οι αποτυχίες του Όσλο και το βάθεμα της κατοχής έχουν μετατραπεί σε κέρδη για τη Χαμάς». «Οι πολιτικές του Ισραήλ εναντίον των Γάζας περιλάμβαναν πάντα πολύ συστηματική καταστροφή», λέει ο Bseiso. «Όσα μέρη της Γάζας δεν κατέστρεψαν σε έναν γύρο, θα τα κατέστρεφαν στον επόμενο γύρο».
Όμως, χρόνια βασανιστηρίων υπό πολιορκία και αδιάλειπτες στρατιωτικές επιθέσεις δεν απέφεραν το αποτέλεσμα που ήλπιζαν το Ισραήλ και η διεθνής κοινότητα. Αντίθετα, παρείχαν στις Ταξιαρχίες Al Qassam σταθερά νεοσύλλεκτους. Ο Αμπού Ομπέιντα, εκπρόσωπος των Ταξιαρχιών Κασάμ, λέει ότι το 85% των νεοσύλλεκτών τους είναι ορφανά των οποίων οι γονείς σκοτώθηκαν από τον ισραηλινό στρατό σε προηγούμενα επεισόδια βίας.
«Η πολιορκία, οι πόλεμοι και οι επιθέσεις δεν κατόρθωσαν να σπάσουν τη Γάζα, επομένως το επόμενο στάδιο για το Ισραήλ είναι η γενοκτονία», λέει ο Bseiso.
Από τις 7 Οκτωβρίου, το Ισραήλ έχει καταστρέψει το κεντρικό δικαστήριο της Γάζας, το κτίριο του κοινοβουλίου και τα κεντρικά αρχεία. Παρά το γεγονός ότι το Ισραήλ έχει υποσχεθεί επανειλημμένα να «εξολοθρεύσει τη Χαμάς», η δημοτικότητα της οργάνωσης έχει αυξηθεί στη Δυτική Όχθη και σ’ ολόκληρο τον αραβικό κόσμο.
«Έχουμε δει 30 χρόνια της λεγόμενης ειρηνευτικής διαδικασίας, των ειρηνευτικών συνομιλιών και της ειρηνευτικής στρατηγικής», εξηγεί ο Hroub. «Υπάρχει μια ολόκληρη γενιά που γεννήθηκε και μεγάλωσε κάτω από και μέσα στη διαδικασία του Όσλο. Όλες οι αποτυχίες του Όσλο και η εμβάθυνση της κατοχής έχουν μετατραπεί σε κέρδη για τη Χαμάς».
«Η Χαμάς γινόταν όλο και πιο δυνατή μέρα με τη μέρα καθώς το Όσλο, η Παλαιστινιακή Αρχή, η PLO και το Ισραήλ αποτύγχαναν με τους Παλαιστίνιους», συνεχίζει. «Τόσοι πολλοί Παλαιστίνιοι -θρησκευόμενοι και μη- έχουν απογοητευτεί από τα πάντα και βλέπουν τη στρατιωτική αντίσταση ως τη μόνη τους ελπίδα».
Όνειρα της Γάζας
Δεν περνάει μέρα χωρίς ο Draz να σκέφτεται τη Γάζα. Αλλά δεν έχει αναμνήσεις από τις εξεγέρσεις που σάρωσαν τους δρόμους της Γάζας ή την καταστροφική πολιορκία που ανέτρεψε τις ζωές των ανθρώπων. Θυμάται μόνο τη ζωή στη Γάζα πριν το Ισραήλ μετατρέψει την ομορφιά της σε δυστυχία.
«Φυτεύαμε αγγούρια, ντομάτες και τρώγαμε κατευθείαν από τη γη και τα δέντρα – αυτή ήταν η ζωή μας στη Γάζα», λέει ο Draz με ένα ελαφρύ χαμόγελο στο σοβαρό πρόσωπό του. «Αχ και ψάρια! Υπήρχαν τόσα πολλά ψάρια…»
Όταν ο Draz αναλογίζεται τα γεγονότα μετά τις 7 Οκτωβρίου, τα μάτια του γεμίζουν δάκρυα καθώς αναλογίζεται τον καταστροφικό απολογισμό των νεκρών στη Γάζα, που περιλαμβάνει αρκετούς από τους συγγενείς του. Όμως, όπως πολλοί στον αραβικό κόσμο, θεωρεί τις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου ως νόμιμη πράξη αντίστασης. Ονειρεύεται ότι μια μέρα η οικογένειά του μπορεί να επιστρέψει στη Γάζα για να αναπνεύσει ξανά τον υγρό και αλμυρό αέρα της.
«Έχω σαράντα τρία εγγόνια», λέει ο Draz με περηφάνια. «Από τη στιγμή που γεννιούνται φροντίζω να τρέφονται με το γάλα της Παλαιστίνης. Το κλειδί της επιστροφής μας είναι κρεμασμένο έξω από κάθε πόρτα τους».
«Είναι καθήκον μας να μεταδώσουμε τη γνώση για την Παλαιστίνη και την αγάπη μας για τη γη μας στην επόμενη γενιά. Και μια μέρα, αν θέλει ο Θεός, θα έρθει μια γενιά που θα ελευθερώσει την Παλαιστίνη. Και εκείνη την ημέρα όλοι οι πρόσφυγες θα επιστρέψουν επιτέλους στα σπίτια τους».
* Η Jaclynn Ashly είναι ανεξάρτητη δημοσιογράφος με έδρα τις Ηνωμένες Πολιτείες.
To άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Jacobin.
Μετάφραση Θόδωρος Κουτσουμπός
Οι φωτό του Abu D’ema και του Omar Mahmoud Draz, είναι της Jaclynn Ashly.
Υποσημειώσεις