Η ιατρική χρήση της κάνναβης

Πολύς θόρυβος γίνεται αυτή την εποχή για την ιατρική χρήση της κάνναβης, εν όψει της θεσμικής κατοχύρωσής της από την κυβέρνηση Σύριζα – Ανελ.

Σε ένα πρώτο επίπεδο θα μπορούσε να πει κανείς ότι μπορεί να γίνει, εφόσον υπάρχουν αυστηρές προδιαγραφές, έγκυρα επιστημονικά δεδομένα για συγκεκριμένες παθήσεις και η θεραπεία γίνεται στα πλαίσια του Δημόσιου συστήματος Υγείας και όχι σε ιδιωτικά κέντρα. Όμως, σε ένα δεύτερο επίπεδο οφείλουμε να επισημάνουμε τον κίνδυνο να δημιουργήσει μια παράνομη “μαύρη” αγορά που θα λειτουργεί μέσα στα νοσοκομεία  παράλληλα με την νόμιμη χορήγηση.

Γιατί υπάρχει το βάσιμο ενδεχόμενο δημιουργίας νέων κέντρων κερδοσκοπίας πάνω στον ανθρώπινο πόνο, νέων κυκλωμάτων παράνομης συναλλαγής και διαφθοράς μέσα σ’ ένα ΕΣΥ,  που ήδη ταλανίζεται από τη διαφθορά.

Γνωστό προηγούμενο η μεθαδόνη, που κυκλοφορεί στη “μαύρη” αγορά, ενώ υποτίθεται, χορηγείται μόνο από τα κέντρα υποκαταστάτων του ΟΚΑΝΑ.

Επιπλέον, σε ένα τρίτο επίπεδο, οφείλουμε να προβληματιστούμε για το ενδεχόμενο η νομοθέτηση της ιατρικής χρήσης να είναι το “όχημα” νομιμοποίησης της κάνναβης γενικά, προωθώντας μ’ αυτόν τον τρόπο την επιχείρηση νομιμοποίησης των ψυχοδραστικών ουσιών που υποστηρίζουν σθεναρά οι κύκλοι του Τζώρτζ Σόρος και του Economist, κατά τις επιταγές της παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς.

Σε μια εποχή βαθειάς κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος που καταστρέφει τις ζωές όλων και ιδιαίτερα των νέων, που δεν μπορούν να βρουν δουλειά και νόημα στη ζωή τους, που καταδικάζονται να επιβιώνουν σε συνθήκες φτώχειας και διαρκούς ματαίωσης κάθε προσδοκίας, οι κυρίαρχες ελίτ προωθούν τη χρήση ψυχοδραστικών ουσιών, για να εκτονώσουν την ογκούμενη κοινωνική δυσφορία, να την κατευνάσουν ή να τη στρέψουν προς άλλες κατευθύνσεις σε ένα ατομικό σύμπαν μακριά από τους κοινωνικούς αγώνες και τις συλλογικές διεκδικήσεις. Η νομιμοποίηση της κάνναβης μπορεί να είναι το πρώτο βήμα.

Μέσα σε συνθήκες όπου οι δυνάμεις της βιοεξουσίας επιχειρούν με κάθε τρόπο και κάθε στιγμή να πνίξουν κάθε ανάσα ελευθερίας, οι υπέρμαχοι της αποποινικοποίησης της κάνναβης έρχονται να υποστηρίξουν ότι είναι “η κάνναβη που μπορεί να προσφέρει ένα νέο, απελευθερωτικό πρόταγμα για τον άνθρωπο και το περιβάλλον” (“Εφημερίδα των Συντακτών” 5-5-2017 Ι. Σωτήρχου).

Μήπως, όμως, αυτή ακριβώς η αναγωγή του “απελευθερωτικού προτάγματος” στην αλλαγή του νομικού καθεστώτος χρήσης μιας ψυχοδραστικής ουσίας δεν εξυπηρετεί παρά μόνο τις ανάγκες της ίδιας της βιοεξουσίας;

Έχει κανείς το δικαίωμα να κάνει μια τόσο τερατώδη διαστρέβλωση της ουσίας του απελευθερωτικού προτάγματος, που ήταν πάντα η απελευθέρωση του ανθρώπου από τα δεσμά της ταξικής σκλαβιάς;

Μήπως η “απελευθέρωση” για την οποία γίνεται λόγος αφορά το “δικαίωμα” της φυγής και της παραίτησης, το δικαίωμα χρήσης μιας ουσίας που βοηθά να μην αισθάνεσαι τη δυστυχία σου, “δραπετεύοντας” προσωρινά, όσο διαρκεί η επήρεια της χρήσης, από την πραγματικότητα της κρίσης σε ένα ατομικό σύμπαν ευφορίας, αδράνειας, παθητικής θέασης του κόσμου;

Είναι φανερό ότι η περίφημη “απελευθέρωση” αφορά την παραίτηση από την ανάγκη να αγωνισθεί ο καθένας ατομικά και συλλογικά, με ακέραιες τις αισθήσεις του, διεκδικώντας τις ελευθερίες που καταστέλλονται μέσα σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης, μνημονιακής λιτότητας και επισφάλειας.

Το “ταξίδι” στον κόσμο των ουσιών που φαντάζει και προβάλλεται ως διέξοδος από την κόλαση της καθημερινότητας αποτελεί στην πραγματικότητα ένα πολύ επικίνδυνο ταξίδι που μπορεί να οδηγήσει σε μια άλλη κόλαση, αυτήν της τρέλας.

Γιατί, τα πορίσματα σοβαρών επιστημονικών ερευνών έχουν δείξει ότι η συστηματική, χρόνια χρήση κάνναβης, ιδιαίτερα στην ηλικία της εφηβείας, δημιουργεί στα ευάλωτα άτομα -όλο και περισσότερο ευάλωτα όσο βαθαίνει η κρίση-  κινδύνους εμφάνισης ψυχιατρικών προβλημάτων, από διαταραχές συμπεριφοράς μέχρι ψυχωτικές εκδηλώσεις. Δημιουργεί, επίσης, κινδύνους εισαγωγής στον κόσμο των ουσιών και εγκατάστασης της εξάρτησης σαν τρόπο ζωής.

Δεν αναφερόμαστε στις θεωρίες της “κλιμάκωσης” από τα “μαλακά” στα “σκληρά” ναρκωτικά, αλλά στο γεγονός ότι όταν η χρήση γίνει σε κάποια κρίσιμη στιγμή της ζωής μπορεί να φανεί σ’ αυτά τα άτομα ως “λύση” στα προβλήματα που βιώνουν, ωθώντας έτσι στη διαρκή επανάληψή της και στην εγκατάσταση της εξάρτησης που εκτοπίζει από τη ζωή τους ό,τι υπήρχε μέχρι τότε, ενδιαφέροντα, ασχολίες, σχέσεις. Γιατί όταν εγκατασταθεί η εξάρτηση, η χρήση παύει να είναι ευχαρίστηση και γίνεται αδυσώπητη, τυραννική ανάγκη.

Η διαδικασία της εξάρτησης είναι μια διαδικασία αποδόμησης της προσωπικότητας και όλης της ανθρώπινης υπόστασης που βυθίζει στον πόνο και την απόγνωση τόσο το εξαρτημένο άτομο, όσο και τους δικούς του.

Απ’ αυτήν την άποψη, έχουμε κάθε λόγο να θεωρούμε τη “μεταρρύθμιση” της νομιμοποίησης της ιατρικής χρήσης της κάνναβης ως ένα μέτρο που εντάσσεται στο σύνολο των μνημονιακών μεταρρυθμίσεων που μας βρίσκουν αντίθετους.

Αναμφίβολα, τασσόμαστε στο πλευρό των ασθενών που πάσχουν από τις ασθένειες που θεωρείται ότι ανακουφίζει η κάνναβη, σεβόμαστε τον πόνο τους και διεκδικούμε μαζί τους την καλύτερη δυνατή αντιμετώπιση του προβλήματος τους. Σεβόμαστε όμως και τον πόνο των χιλιάδων οικογενειών που βλέπουν τα παιδιά τους να χάνονται στην κόλαση της εξάρτησης και δίνουμε μαζί τους τον κοινό αγώνα για την ανθρώπινη χειραφέτηση σπάζοντας τα δεσμά της εξάρτησης και κάθε είδους δεσμά.

 

Κατερίνα Μάτσα