του Χόρχε Αλταμίρα

Συγκρινόμενες με το “maleconazo1Η εξέγερση του Αυγούστου του 1994 ήταν μία διαμαρτυρία κατά της κυβερνητικής πολιτικής στην Κούβα. Σημειώθηκε στις 5 Αυγούστου 1994. Τότε, ο Φιντέλ Κάστρο πήγε και συνομίλησε με τους διαδηλωτές – Σ.τ.Μ.” που έλαβε χώρα τον Αύγουστο του 1994, οι εκδηλώσεις διαμαρτυρίας που πραγματοποιήθηκαν στις 11 Ιουλίου σε πολυάριθμες Κουβανικές πόλεις, μεταξύ των οποίων και στην Αβάνα, διαφέρουν σε θεμελιώδη σημεία.

Το “maleconazo” έλαβε χώρα κατά τη λεγόμενη “ειδική περίοδο”, κατά την οποία η Κούβα βρέθηκε οικονομικά περιθωριοποιημένη λόγω της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης και της άμεσης μεταβίβασης της κυβέρνησης της Ρωσίας και των υπολοίπων δημοκρατιών σε φιλοκαπιταλιστικές κλίκες. Υπό την πολιτική καθοδήγηση του Φιντέλ Κάστρο, τότε, η Κουβανική κυβέρνηση ξεκίνησε να συζητά με τον Μπιλ Κλίντον σχετικά με τη νομιμοποίηση του δολαρίου και το ενδεχόμενο μιας διεθνούς συμφωνίας. Μόλις είχε αρχίσει να υλοποιείται το σχέδιο για τις αποκλειστικές οικονομικές ζώνες για την εγκατάσταση του διεθνούς κεφαλαίου, που αργότερα θα ευημερούσε σε κάποιο βαθμό, καθώς και οι συμφωνίες για την εξερεύνηση πετρελαίου στην Καραϊβική Θάλασσα που μόλις είχαν αρχίσει να αναπτύσσονται. Από τους πρώτους που πρωτοστάτησαν στον τομέα αυτό ήταν τα βραζιλιάνικα κεφάλαια -Odebrecht, Petrobras- υπό την καθοδήγηση του Λούλα ντα Σίλβα.

Αντιθέτως, τα τεκταινόμενα τούτων των ημερών εξελίχθηκαν μέσα στο πλαίσιο ενός οριστικού ανοίγματος προς το διεθνές κεφάλαιο και μίας γενικευμένης ιδιωτικοποίησης των οικονομικών δραστηριοτήτων. Οι Financial Times (7/2/21) το εξέφρασαν, τέσσερις μήνες πριν, με τους εξής όρους: “Η κυβέρνηση σκοπεύει επίσης να διακόψει τις επιδοτήσεις σε ορισμένες κρατικές εταιρείες, ακόμα και εάν αυτό τις οδηγήσει στη χρεοκοπία”. Οι συγκεκριμένες αντικυβερνητικές διαδηλώσεις λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο της μετάβασης προς τις καθορισμένες καπιταλιστικές σχέσεις, που επιχειρεί να ενστερνιστεί από τις εξελίξεις στην Κίνα και ειδικότερα στο Βιετνάμ.

“Μόνο κατά τους τελευταίους μήνες”, έγραφαν οι Financial Times τον περασμένο Φεβρουάριο, “οι ιδιωτικές επιχειρήσεις έχουν αποκτήσει πρόσβαση σε αγορές χονδρικής και άδεια για εισαγωγές και εξαγωγές, παρόλο που θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν κρατικές εταιρείες και να συνεργαστούν με ξένα κεφάλαια. Από καιρό υπήρχε υπόσχεση για ένα νόμο που θα μπορούσε να τους εξασφαλίσει εταιρικό καθεστώς και να τις εξομοιώσει με άλλους οικονομικούς παράγοντες από άποψη δικαιωμάτων αλλά δεν έχει ακόμα υλοποιηθεί”. Τον Μάιο, η ίδια εφημερίδα επεσήμανε πως “ο κατάλογος των επιτρεπόμενων ιδιωτικών επιχειρήσεων έχει διευρυνθεί σημαντικά” (2/5/2021).

Με αυτόν τον στρατηγικό ορίζοντα, η κυβέρνηση υλοποίησε την νομισματική ενοποίηση των κουβανικών πέσος που κυκλοφορούσαν (το μετατρέψιμο πέσος και το απλό πέσος) μέσω μιας υποτίμησης κατά 2.400% έναντι του δολαρίου. Ωστόσο, η συναλλαγματική ισοτιμία υποτιμήθηκε ακόμη περισσότερο από τα 25 πέσος που αναμενόταν – πήγε από το 1 προς 1, στα 50 και 70 πέσος ανά δολάριο. Ο πληθωρισμός που προέκυψε ήταν τεράστιος. Η υποτίμηση έπληξε τα ακίνητα, ιδιαίτερα στην Αβάνα, στην οποία αυξήθηκαν οι αγοραπωλησίες κατοικιών, με φυγή δολαρίων από τις πωλήσεις προς το εξωτερικό. Ωστόσο, η νομισματική ενοποίηση δεν έχει επιτευχθεί σε καμία περίπτωση, όπως αποδεικνύεται άλλωστε από το γεγονός ότι συνεχίζουν να υφίστανται τα Ειδικά Καταστήματα, στα οποία οι απλοί Κουβανοί δεν έχουν πρόσβαση και όπου διατίθενται ξένα αγαθά σε ξένα νομίσματα. Ο υπ’ αριθμόν ένα στόχος οποιασδήποτε υποτίμησης είναι η ενοποίηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας και, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, η απελευθέρωσή της, ώστε να δημιουργηθεί ένα ενιαίο σύστημα εγχώριων τιμών. Κάτι τέτοιο δεν επιτεύχθηκε, παρόλο το τεράστιο οικονομικό κόστος της υποτίμησης. Τα Ειδικά Καταστήματα υπήρξαν, σε αρκετές περιπτώσεις, ένας από τους στόχους των επιθέσεων των διαδηλωτών, διότι αντιπροσωπεύουν το σύστημα της ανισότητας και των προνομίων που επικρατεί στην Κούβα επί σχεδόν τριάντα ολόκληρα έτη. Η κυβέρνηση απέφυγε να προβεί σε συναλλαγματική απελευθέρωση, ακόμη και περιορισμένη, για τον εύλογο φόβο της πυροδότησης υπερπληθωρισμού. Οι Financial Times προειδοποιούσαν τον Φεβρουάριο πως ο πληθωρισμός “προκάλεσε δημόσιες διαμαρτυρίες, παρά τις μεγάλες αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις”.

Αυτή η εξέγερση υποβόσκει ήδη από καιρό. Ο Τζον Κάβουλιτς, Πρόεδρος του Οικονομικού και Εμπορικού Συμβουλίου ΗΠΑ-Κούβας, δήλωσε ότι ο Μπάιντεν πρέπει “…να πιστέψει ότι η κυβέρνηση Ντίαζ-Κανέλ αντιμετωπίζει με σοβαρότητα το ζήτημα της αναδιάρθρωσης της οικονομίας. Το αποδεικνύει κανείς μόνο υπομένοντας (ή αντέχοντας, X.A.) στους πόνους του μετασχηματισμού”. Αυτή η δήλωση αποτελεί ένα κάλεσμα για την καθυπόταξη της λαϊκής εξέγερσης, όχι για την “υπεράσπιση της Επανάστασης”, μα για το οριστικό τέλος της.

Με το ξέσπασμα της πανδημίας επιδεινώθηκε αισθητά και το οικονομικό περιβάλλον, αφού διεκόπη η ροή ξένου συναλλάγματος προερχόμενου από την τουριστική κίνηση. Επιδεινώθηκε επίσης και η κατάσταση της υγείας. Πρωτίστως, αποκάλυψε τη βαθιά κρίση του κοινωνικού συστήματος. Κατά τον πρώτο ενάμιση χρόνο της πανδημίας, κατά προσέγγιση, ο αριθμός των μολυσμένων από τον ιό και των θανάτων υπήρξε σχετικά χαμηλός, αυτό όμως άλλαξε απότομα. Η πανδημία φανέρωσε την ελλιπή υλοποίηση του προϋπολογισμού στον τομέα της υγείας, του φαρμάκου και της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Αυτό είχε ως συνέπεια εκτεταμένη έλλειψη ιατρικών σκευασμάτων για πάσης φύσεως παθήσεις. Αφετέρου, αυξήθηκαν κατακόρυφα και οι επιδοτήσεις για επενδύσεις στον τουριστικό τομέα – την κυριότερη πηγή ξένου συναλλάγματος της Κούβας. Το κλείσιμο της χώρας προς τον τουρισμό άρθηκε τον προηγούμενο μήνα, τη στιγμή που ακριβώς διαδίδονταν τα νέα σχετικά με τις νέες μεταλλάξεις, ιδιαίτερα όσον αφορά τη Δέλτα. Η επιδημιολογική καμπύλη σημείωσε απότομη άνοδο. Όπως και ο Λαρέτα ή ο Κίκιλοφ [υπουργοί της περονικής αργεντίνικης κυβέρνησης], αλλά και όλες οι κυβερνήσεις του πλανήτη, έτσι και η κυβέρνηση της Κούβας άνοιξε τις πύλες της χώρας στην είσοδο τουριστών, με κίνητρο πάντα το συνάλλαγμα, την κυρίαρχη δηλαδή επιχειρηματική δραστηριότητα του Νησιού.

Αυτό απέδειξε πως η απόδοση κάθε κακού στην κυκλοφορία του ιού είναι προδήλως αυθαίρετη, εφόσον το σημερινό καθεστώς προάγει δραστηριότητες τις οποίες θεωρεί απαραίτητες, δίχως να υπολογίζει τις επιπτώσεις αυτού του “ανοίγματος” στην εν λόγω κυκλοφορία.

Αυτή η πανδημία επανέφερε και πάλι στο προσκήνιο το ζήτημα του τουρισμού, τον οποίο [η κυβέρνηση] υπερασπίζεται ως πηγή συναλλάγματος και οικονομικών πόρων. Ωστόσο, αυτός ο ίδιος τουρισμός αποτελεί ταυτόχρονα μια ισχυρή εκτροπή και τροχοπέδη στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Τίποτε δεν δείχνει ότι έχει ενισχύσει την εκβιομηχάνιση της Κούβας. Αφενός, έχει δημιουργήσει τρομερή εξάρτηση από τα εισαγόμενα προϊόντα διατροφής, που διακινούνται λόγω ακριβώς του τουρισμού, αφετέρου επιβράδυνε την ανάπτυξη της κουβανέζικης γεωργίας. Η γεωργία, παρότι έχει μερικώς ιδιωτικοποιηθεί, υπόκειται σε αυστηρό έλεγχο από το κράτος, το οποίο τους πωλεί τα εφόδια και αγοράζει το σύνολο της παραγωγής. Είναι ένας τομέας που, αντί να ευνοείται με κίνητρα, υφίσταται έντονη λιτότητα.

Αποτελεί ολόκληρο θέμα υπό συζήτηση το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις της Κούβας έχουν ευνοήσει τη συσσώρευση κεφαλαίου διαμέσου της σύνδεσης με το διεθνές κεφάλαιο σε βάρος της αγροτικής μικροαστικής τάξης ή ακόμη και της μεσαίας αστικής τάξης. Ο παρασιτικός όμως χαρακτήρας αυτής της επιλογής είναι αναμφισβήτητος. Η προσφυγή στην τουριστική βιομηχανία για να χρηματοδοτηθεί η αντιμετώπιση της πανδημίας, δεν είναι απλώς αντίφαση εν τοις όροις, είναι καρπός στρατηγικών αποφάσεων που πάρθηκαν πολύ πριν από την εμφάνιση του κορωνοϊού και που παραπέμπουν σε μια καπιταλιστική παλινόρθωση με δικά της χαρακτηριστικά – sui generis.

Οι διαμαρτυρίες κατά των πολύ παρατεταμένων διακοπών ρεύματος, της έλλειψης φαρμάκων, των μεγάλων ουρών για την αγορά ποικίλων προϊόντων, έχουν αναγκαστικά πολιτικό χαρακτήρα. Οι επιθέσεις εναντίον των πολυκαταστημάτων όπου γίνεται αγορά μόνο με δολάρια αποτελούν έκφραση της επίγνωσης του ταξικού χαρακτήρα της κρίσης. Οι διαμαρτυρίες επιρρίπτουν ευθύνες στην κυβέρνηση για το σύνολο των αναφερόμενων καταστροφών, χωρίς να παραγνωρίζουν καθόλου το γεγονός ότι η Κούβα είναι το θύμα ενός μακροχρόνιου εγκληματικού εμπάργκο.

Αυτό που επίσης γνωρίζουν είναι ότι το εμπάργκο δεν έχει επηρεάσει το βιοτικό επίπεδο της κυβερνώσας γραφειοκρατίας και των οικογενειών τους, καθώς και την όρεξη να γίνουν ιδιοκτήτες ή οι διαχειριστές των ιδιοκτησιών αυτών. Όμως, η γραφειοκρατία αυτή επέλεξε να “πολεμήσει” κατά του εμπάργκο με μεθόδους που αρμόζουν σε μία καπιταλιστική παλινόρθωση, υπό τον έλεγχό της, ή μέσω μιας μακρόχρονης εκεχειρίας με το διεθνές κεφάλαιο.

Κάτω από τις συνθήκες του εμπάργκο σημειώθηκε και σημειώνεται μία ολοένα και ταχύτερη κοινωνική διαφοροποίηση. Κάθε συλλογική διαμαρτυρία γίνεται, στο υποκειμενικό επίπεδο, πολιτική, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, για όσους πρωταγωνιστούν, πόσο μάλλον για την ίδια την κυβέρνηση, που αμέσως αντιλαμβάνεται την αμφισβήτηση της κυριαρχίας της.

Είναι κάτι εντελώς διαφορετικό το γεγονός πως οι μάζες που διαδηλώνουν δεν διαθέτουν εναλλακτικό πολιτικό πρόγραμμα ούτε οργάνωση που να ενσωματώνει το εν λόγω πρόγραμμα. Το κατά πόσο αυτοί οι περιορισμοί θα τους μετατρέψουν σε μια μάζα ελιγμών μιας αντιδραστικής εναλλακτικής λύσης θα εξαρτηθεί από την πάλη των υφιστάμενων δυνάμεων.

Οι κυριότερες απ’ αυτές, δηλαδή η κυβέρνηση και το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κούβας, είναι φανερά παλινορθωτικές – το έχουν συμπεριλάβει και στο νέο Σύνταγμα. Το άλλο στοιχείο είναι οι Κουβανοί “γκουζάνος” [“σκουλήκια” – οι ακροδεξιοί αυτοεξόριστοι στο Μαϊάμι Κουβανοί], που έχουν μεγάλη επιρροή στην Αμερικανική Γερουσία και στην πολιτική των ΗΠΑ. Με τις αντιφάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, συμπεριλαμβανομένων των βίαιων συγκρούσεων ανάμεσά τους, η γραφειοκρατία από τη μία πλευρά, και οι άμεσοι πράκτορες του ιμπεριαλισμού από την άλλη, αντιπροσωπεύουν τάσεις παλινόρθωσης του καπιταλισμού. Αυτή η κρίση, που επιδεινώνεται από τη γραφειοκρατία, δυναμώνει την πίεση που ασκεί η υποτιθέμενη “ευημερία” της ιμπεριαλιστικής υπερδύναμης πάνω σε ένα νησί που υποφέρει από τις ελλείψεις όλων των ειδών.

Στην Κούβα είναι αναγκαία μια κομμουνιστική αντιπολίτευση, που να εμφανίζεται και να δρα ως τέτοια, βάσει ενός προγράμματος. Στην Κούβα είναι απαραίτητο ένα πρόγραμμα μεταβατικό που θα ασκεί ριζική κριτική κατά της επίσημης πολιτικής και που θα δίνει μια απάντηση στις λαϊκές μάζες για την παρούσα κρίση, με τη δυνατότητα να τις κινητοποιήσει στη βάση των κοινωνικών και πολιτικών αιτημάτων. Μόνον με αυτόν τον τρόπο θα καταστεί δυνατό να διαπιστωθεί έμπρακτα ότι υπάρχει, ανοιχτά ή καλυμμένα, ζωντανή επαναστατική συνείδηση που ανοίγει ένα πεδίο δράσης. Μόνον με αυτόν τον τρόπο οι διαδηλώσεις και οι διαμαρτυρίες στην Κούβα θα καταφέρουν να αποτελέσουν τμήμα των λαϊκών εξεγέρσεων οι οποίες αναπτύσσονται σήμερα στη Λατινική Αμερική.

Εν αντιθέσει με αυτό που συνέβη σχετικά πρόσφατα στη Λευκορωσία, οι κινητοποιήσεις στην Κούβα δεν έχουν φθάσει σε επίπεδο μαζικού κινήματος, ούτε έχουν αναγνωρίσει μια πολιτική ηγεσία, που στην περίπτωση της Λευκορωσίας υποτίθεται ότι έλαβε σχεδόν το 80% των ψήφων σε γενικές εκλογές σαν αποτέλεσμα μιας μεγάλης νοθείας. Το βέβαιο είναι ότι δεν πρόκειται να υπάρξει επιστροφή σε μια τριαντάχρονη ανακωχή όπως μετά το “maleconazo”. Η Λατινική Αμερική βρίσκεται ήδη στις παραμονές μιας μεγάλης διεθνούς κρίσης, λόγω του μπλοκαρίσματος στην αναγνώριση του Πέδρο Καστίγιο ως του εκλεγμένου προέδρου του Περού. Το σύνολο της Λατινικής Αμερικής -ολόκληρος ο πλανήτης- αντιμετωπίζει ένα διεθνές εμπάργκο, κυρίως από την πλευρά των Ηνωμένων Πολιτειών, στο ζήτημα των εισαγωγών που είναι αναγκαίες για την παραγωγή εμβολίων. Σε αυτό το διεθνές σκηνικό πρέπει να ενταχθεί και η κρίση στην Κούβα.

13/07/2021

Υποσημειώσεις[+]