του Γιάννη Αγγέλη
Ο πληθωρισμός έχει αποκτήσει πλέον κεντρικό ρόλο στην καθημερινή ζωή. Tο σύστημα, μέσω των Κεντρικών Τραπεζών, “δηλώνει” έτοιμο να τον αντιμετωπίσει με αύξηση των επιτοκίων και μείωση της διαθέσιμης ρευστότητας (κεφαλαίων) στην οικονομία, όσο “πόνο”, δηλαδή πείνα και ανεργία και αν χρειασθεί να προκαλέσει.
Αφήνοντας στην άκρη τις αποδεδειγμένες λάθος μέχρι σήμερα θέσεις των Κεντρικών Τραπεζών που μέχρι το φθινόπωρο του 2021 επέμεναν ότι ο πληθωρισμός είναι “προσωρινός” ή στη συνέχεια ότι η “κορύφωσή” ήταν στο τέλος της φετινής άνοιξης, είναι χρήσιμο να επισημάνουμε τις βασικές τάσεις του και την προέλευσή τους προκειμένου να σκιαγραφηθούν οι εκτιμήσεις για την επόμενη περίοδο.
Παρατίθενται δύο διαγράμματα χρήσιμα για το “διάβασμα” και την “εικονογράφηση” των επισημάνσεων αυτών.
Διάγραμμα ισοτιμίας Ευρώ – Δολαρίου από το 2007 μέχρι σήμερα
Εξέλιξη τιμών φυσικού αερίου από τον Ιανουάριο του 2021 μέχρι σήμερα.
Το ένα αφορά την διαχρονική συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ με το δολάριο από το 2007. Το διάγραμμα αυτό αποδεικνύει την σχεδόν σταθερή διολίσθηση του ευρώ έναντι του δολαρίου, δηλαδή την σιωπηρή εισαγωγή πληθωριστικών πιέσεων μέχρι σήμερα.
Το δεύτερο αφορά στο διάγραμμα των τιμών του φυσικού αερίου που σκιαγραφεί με καθαρό τρόπο την δραματική πληθωριστική πίεση μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, αλλά επιβεβαιώνει επίσης ότι αυτή η τάση είχε αρχίσει να αποκτά δυναμική πολύ πριν από τον Φεβρουάριο του 2022.
Με αυτά τα δεδομένα μπορούμε να δούμε ότι στο επίπεδο της προσφοράς στην οικονομική δραστηριότητα, με τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας να αυξάνονται και τις γεωπολιτικές εντάσεις να προκαλούν ανησυχητικές προοπτικές για το ορατό μέλλον με την Κίνα, κάθε άλλο παρά οι αλυσίδες τροφοδοσίας μπορεί να θεωρηθεί ότι αποκαθίστανται. Το αντίθετο συμβαίνει, παρά την υπέρβαση πολλών προβλημάτων που είχε προκαλέσει η πανδημία. Τα ορυκτά καύσιμα συνεχίζουν να είναι ακριβότερα και δυσκολότερο να εξασφαλισθούν, ειδικά για την Ευρώπη, με την Γερμανία και την Ιταλία να είναι αυτή την στιγμή ακραία παραδείγματα. Ήδη τόσο στη Γερμανία και την Αυστρία, όσο και στις Σκανδιναβικές χώρες (εκτός Νορβηγίας) πυκνώνουν οι προειδοποιήσεις για το ενδεχόμενο μιας ευρωπαϊκής “στιγμής Lehman” με αχίλλειο πτέρνα τους ενεργειακούς Ομίλους και τις τράπεζες.
Πέραν του ενεργειακού τομέα στα βασικά τρόφιμα, αν και οι τιμές έπεσαν μετά την συμφωνία «εξόδου» των σιτηρών από την Ουκρανία, η κατάσταση κάθε άλλο παρά έχει αποκατασταθεί. Αφ’ ενός το ακριβότερο δολάριο και αφ’ ετέρου το γεγονός ότι είχαν φτάσει στα ύψη οι τιμές τους πριν ξεσπάσει ο πόλεμος έχουν συνθέσει ένα εκρηκτικό περιβάλλον που επιδεινώνεται τώρα από τις ζημιές λόγω της ξηρασίας (κλιματική αλλαγή) και τα πανάκριβα λιπάσματα ειδικά σε ΗΠΑ και Ευρώπη. Έχει δημιουργηθεί ένα περιβάλλον που ήδη έχει διαμορφώσει τις χειρότερες συνθήκες παραγωγής για τον επόμενο χρόνο, πέρα από τα άμεσα προβλήματα.
Και όλα αυτά σε συνθήκες που οι τιμές βασικών εμπορευμάτων παραμένουν υψηλές και οι τιμές παραγωγού στην πλειονότητα των περιπτώσεων ενώ συνεχίζουν να αυξάνονται λόγω των ενεργειακών τιμών, δεν έχουν ακόμα ξεδιπλωθεί στην πλήρη έκτασή τους στην κατανάλωση.
Στην «εξίσωση» αυτή δεν έχουν προστεθεί ακόμα οι συνέπειες από την συνάρτηση τιμών – μισθών που μόλις τώρα αρχίζει να παίρνει διαστάσεις. Βλέπε Μ. Βρετανία, Γερμανία, ΗΠΑ κ.λπ.
Οι κεντρικές τράπεζες
Όσο δε για την παρέμβαση των Κεντρικών Τραπεζών με την αύξηση των επιτοκίων, οι συνέπειες θα μπορούσαν να έχουν άμεσα αποτελέσματα αν το πρόβλημα εντοπίζονταν μακροοικονομικά στον τομέα της ζήτησης. Όμως το πρόβλημα παραμένει όπως και την δεκαετία του ‘70 στην προσφορά και την παραγωγή. Και εκεί τα προβλήματα αν και είναι κάπως διαφορετικά από την πρώτη φάση της πανδημίας, δεν έχουν γι’ αυτό μικρότερα και λιγότερο σημαντικά αποτελέσματα – το αντίθετο μάλιστα συμβαίνει.
Αν αφήσουμε στην άκρη αυτά τα «εμπειρικά» στοιχεία που αφορούν στην προσέγγιση της πηγής των πληθωριστικών πιέσεων σήμερα, πρέπει να δούμε και το στοιχείο ιστορικής εμπειρίας.
Αν ρίξει κανείς μία ματιά στη δεκαετία του ‘70 μετά την κατάρρευση του Μπρέττον Γουντς τον Αύγουστο του 1971, πριν δηλαδή από 51 χρόνια, η πληθωριστική έκρηξη δεν ήταν μία ευθεία γραμμή ανοδικής τάσης.
Κατ’ αρχήν η τάση αυτή είχε αρχίσει να γίνεται αισθητή από τα μέσα της δεκαετίας του ‘60, αλλά δεν είναι αυτό το σημείο της επισήμανσης που πρέπει να γίνει εδώ.
Την δεκαετία του ‘70 η τάση του πληθωρισμού έμοιαζε περισσότερο με το διάγραμμα πυρετού με σκαμπανεβάσματα, αλλά σε γενικές γραμμές με ανοδική τάση, που σχετίζονταν με το σύνολο των εξελίξεων, γεωπολιτικών, κοινωνικών αναταραχών, παρεμβάσεων των Κεντρικών Τραπεζών κ.λπ., μέχρι να προχωρήσει η Fed (Πολ Βόλκερ) στην εκρηκτική αύξηση των επιτοκίων η οποία προκάλεσε δύο φάσεις ισοπεδωτικής ύφεσης.
Και πάλι όμως χρειάσθηκαν χρόνια για να αρχίσει ο πληθωρισμός να μην είναι πρόβλημα… και αφού μεσολάβησαν πρωτοφανείς σπασμοί συναλλαγματικής κρίσης και ασφυκτικών πολιτικών λιτότητας στις ισχυρές καπιταλιστικές οικονομίες με την Θάτσερ και την Ρηγκανόμικς. Κυριαρχικό στοιχείο όμως με καθοριστική συμβολή, που μετά το 2007 έχει εμφανής, ήταν η αντιπληθωριστική “απελευθέρωση” των κινεζικών εξαγωγών προς τις δυτικές οικονομίες με τιμές προϊόντων ασύμβατες με τα μέχρι τότε ημερομίσθια των χωρών αυτών…
Υπάρχει όμως και ένα άλλο φαινόμενο που πρέπει να ληφθεί υπόψη στο σημείο αυτό.
Αναμφίβολα οι σπασμωδικές ακραία μεταβαλλόμενες τάσεις του πληθωρισμού αρχικά επιδεινώθηκαν απότομα από την ρήξη των τροφοδοτικών αλυσίδων (πανδημία) και δύο χρόνια μετά με την ενεργειακή κρίση (που επέτεινε ο πόλεμος στην Ουκρανία).
Αλλά αυτό συνέβη σε ένα περιβάλλον που οι τιμές είχαν αρχίσει να αυξάνονται ήδη από τα τέλη του 2019.
Σ’ αυτό το συνολικό πλαίσιο η εκρηκτική άνοδος των τιμών σε βασικά προϊόντα και εμπορεύματα διαπιστώνεται ότι φυσιολογικά έρχεται σε διαφορετικούς χρόνους για καθαρά πρακτικούς λόγους.
Για παράδειγμα η ενεργειακή κρίση και το πρόβλημα της κρίσης στα τρόφιμα, κ.λπ. Αποτέλεσμα αυτού είναι οι κορυφώσεις και οι ενδεχόμενες κάμψεις να είναι η συνέπεια της σύμπτωσης της αύξησης ή της πτώσης σε δύο ή περισσότερους τομείς διαφορετικών βασικών προϊόντων. Έτσι οι φαινομενικές κάμψεις ή ανοδικές τάσεις έχουν να κάνουν με την χρονική «μη σύμπτωση» ή «σύμπτωση» διαφορετικής τάσης των τιμών σε διαφορετικούς τομείς λόγω της διαφορετικής χρονικής στιγμής που συμπαρασύρονται από τις συνέπειες της κρίσης.
Είναι κάτι σαν τον συντονισμό και αποσυντονισμό «κυμάτων» στο κομμάτι της προσφοράς. Τέτοιες «στιγμές» ανόδου και πτώσης είχαμε και στην δεκαετία του ‘70. Για παράδειγμα είχαμε μία κατάσταση που άρχιζε να εκδηλώνεται μια τάση εκτόνωσης για λόγους νομισματικούς παρέμβασης και ερχόταν ο πόλεμος των έξι ημερών στη Μ. Ανατολή και ανέτρεπε την κατάσταση…
Και πολλές άλλες τέτοιες στιγμές συντονισμού και αποσυντονισμού των ανοδικών και πτωτικών τάσεων.
Αυτό εξηγεί σε πολλές περιπτώσεις αυτό που οι περιβόητες αγορές «θέλουν» να παίρνουν κάποιες στιγμές αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού σαν ισχυρή πραγματικότητα… Για παράδειγμα το αποτέλεσμα του απόσβεσης ή συντονισμού στα «κύματα» ανόδου ή εκτόνωσης μεταξύ ενεργειακών προϊόντων και αγροτικής παραγωγής ή ακόμα και της εξέλιξης γεωπολιτικών αναταραχών ή εκτόνωσης, για να μη συνυπολογίσει κανείς τη σχέσης μισθών – τιμών. Μία τέτοια στιγμή “ερμηνεύθηκε” στις αρχές του καλοκαιριού σαν “κορύφωση” της πληθωριστικής πίεσης για να διαψευσθεί στην συνέχεια…
Έχοντας επισημάνει όλα τα προηγούμενα στοιχεία της τρέχουσας συγκυρίας αλλά και της ιστορικής εμπειρίας της δεκαετίας του ‘70, είναι αναγκαίο να δούμε ότι όλα αυτά αποτελούν γεγονότα που εξελίσσονται μέσα σε μια διαδικασία, η οποία με έμμεσο αλλά καθοριστικό τρόπο τα επηρεάζει και σε τελευταία ανάλυση –μέσα από σύνθετες διαμεσολαβήσεις και με σημαντικές ιδιαιτερότητες μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης– τα καθορίζει μεσομακροπρόθεσμα.
Πρόκειται για διαδικασία εξέλιξης στην παραγωγικότητα της εργασίας και κατά συνέπεια της αποδοτικότητας των κεφαλαίων μέσα από την οποία εκδηλώνονται όλες οι άλυτες αντιφάσεις της διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου.
Μια μελέτη σχετικά πρόσφατη της Fed καταγράφει μια συστηματική καθοδική τάση τις τελευταίες δεκαετίες και ειδικά μετά το 2008. Και αυτό αφορά τόσο τις ΗΠΑ όσο και την Ευρώπη ή την Ιαπωνία.
Όλες οι μεγάλες καπιταλιστικές οικονομίες σημειώνουν μια συστηματική επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας, ασφαλώς όχι ισοτονική και με σαφή πλέον τάση αρνητική.
Δεν αναφερόμαστε σε αρνητική παραγωγικότητα, αν και αυτό έχει συμβεί σε ορισμένες φάσεις τα τελευταία δύο χρόνια. Αναφερόμαστε σε επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας σε σημεία που προκαλούν εμπλοκή πλέον στην δυναμική επέκτασης του κεφαλαίου.
Αν παρά την εκρηκτική ανάπτυξη της πληροφορικής και της τεχνητής νοημοσύνης συμβαίνει αυτό – ίσως εν μέρει και εξ αιτίας αυτού – τότε το θέμα του πληθωρισμού σε ένα οικονομικό περιβάλλον όπως το σημερινό, θα μπορούσε να “διαβασθεί”, όχι σαν κάτι από μόνο του, αλλά περισσότερο σαν αποτέλεσμα της εκδήλωσης των αντιφάσεων της κρίσης στην ολότητα της λειτουργικής διαδικασίας επέκτασης του κεφαλαίου.
Κάτι σαν «πυρετό» λόγω μιας… ασθένειας που το σύστημα δεν μπορεί να αποδεχθεί την “φύση” της και η κοινωνία δεν έχει ακόμα ενεργοποιηθεί αυθόρμητα για να του “επιτεθεί”, αλλά ασχολείται προς το παρόν σπασμωδικά με την αντιμετώπιση της συμπτωματολογίας της…