Η κριτική στο Ισραήλ απαγορεύεται στη Γερμανία στο Φεστιβάλ Σύγχρονης Μουσικής Ντοναουέσινγκεν

Στις 15 Αυγούστου, ο συνθέτης Βίλαντ Χόμπαν, κατάγγειλε την απαγόρευση της παρουσίασης του έργου του «Rules of Engagement» ΙΙΙ [Κανόνες Συμπλοκής ΙΙΙ], στο προσεχές Μουσικό Φεστιβάλ Ντοναουέσινγκεν της Γερμανίας. Ο λόγος της απαγόρευσης είναι ότι ο συνθέτης θίγει το ζήτημα της πολιτικής του Ισραήλ στην Παλαιστίνη.
Το Φεστιβάλ Ντοναουέσινγκεν, που πραγματοποιείται κάθε χρόνο τον Οκτώβρη, είναι διάσημο και υψηλότατου κύρους στο χώρο της σύγχρονης μουσικής, καθώς είναι το πρώτο που ιδρύθηκε στον κόσμο (1913), με σκοπό την προβολή του έργου των συνθετών της εποχής. Διέκοψε την λειτουργία του την περίοδο 1931-1949, με το χιτλερικό καθεστώς να απαγορεύει και να διώκει τους συνθέτες της σύγχρονης μουσικής, με τους γνωστούς όρους «κουλτουρο-μπολσεβικισμό» και «εκφυλισμένη τέχνη». Με την επαναλειτουργία του μεταπολεμικά, κορυφαίοι συνθέτες, μαέστροι και σολίστες της μουσικής του 20ου αιώνα, παρουσίασαν τα έργα τους εκεί.
Τι συνέβη όμως τον Ιούλιο-Αύγουστο του 2018 εν όψει της φετινής διοργάνωσης; Σε επικοινωνία του με τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Ντοναουέσινγκεν Μπγιόρν Γκοτστάιν, ο συνθέτης Βίλαντ Χόμπαν, πρότεινε την παρουσίαση του τρίτου μέρους του μουσικού Κύκλου «Rules of Engagement» [Κανόνες Συμπλοκής], έχοντας ήδη παρουσιάσει σε προηγούμενες συναυλίες στη Γερμανία, το πρώτο και το δεύτερο κομμάτι του εν λόγω κύκλου.
Το πρώτο μέρος του κύκλου, είναι το 9λεπτο έργο Rules of Engagement I: Hora’ot Pticha Be’esh (2014) [1] για σταθερά ηχητικά μέσα. Στο συγκεκριμένο έργο, μέσα σε ένα μουσικό κόσμο που αποτελείται από ηχογραφημένους ήχους εγχόρδων και κρουστών, έχει ενσωματωθεί ηχητικό υλικό που αναφέρεται στην επίθεση του Ισραήλ στην Γάζα, τον Δεκέμβρη του 2008 και Ιανουάριο του 2009, όπου ακούγεται η φωνή Ισραηλινού στρατιώτη που συμμετείχε στην επιχείρηση, να αφηγείται σοκαρισμένος τις διαταγές που τους δίνονταν, όπου ξεκάθαρα τους έλεγαν μεταξύ άλλων: «ο εχθρός είναι παντού» και «όποτε κάτι φανεί ύποπτο πυροβολείς». Στο έργο επίσης ακούγονται θρηνητικές κραυγές Παλαιστίνιων.
Στο δεύτερο μέρος του έργου με τον τίτλο Rules of Engagement II: Al-Shifa (Κανόνες Συμπλοκής II: Αλ-Σίφα (2014) [2] ο συνθέτης μέσα σε ένα νέο μουσικό συμβάν που χαρακτηρίζεται από τους ήχους των εγχόρδων και τα μικροτονικά τους διαστήματα –σε αναφορά στους τρόπους της Αραβικής μουσικής- επανατοποθετεί τις κραυγές των Παλαιστίνιων καθώς και αποσπάσματα Παλαιστινιακής μουσικής, σε έναν πρωτοποριακό διάλογο του «δυτικο-ευρωπαϊκού» με τον «Αραβικό» μουσικό πολιτισμό, αναδεικνύοντας με έναν συγκινησιακά έντονο τρόπο, το φορτίο της καταστροφής που προκαλείται από το σιωνιστικό κράτος του Ισραήλ στην περιοχή.
Στην πρόταση του συνθέτη στα μέσα Ιουλίου για το ανέβασμα του νέου, τρίτου έργου του κύκλου, η απάντηση του διευθυντή του Φεστιβάλ ήταν ότι «ποτέ δεν θα ανεχτεί κριτική στο Ισραήλ στο Φεστιβάλ και θα εμπόδιζε οποιοδήποτε κομμάτι στο πρόγραμμα που θα προωθούσε τέτοια κριτική». Και ενώ στην αρχή ο διευθυντής αρκέστηκε σε μια «προσωπική δήλωση», στις 16 Αυγούστου αναρτήθηκε «επίσημη δήλωσή του» ως «ατόμου και ως καλλιτεχνικού διευθυντή του Φεστιβάλ» στην οποία έλεγε:
«Το Φεστιβάλ Ντοναουέσινγκεν είναι μέρος της Γερμανικής πολιτιστικής ζωής. Λόγω της ιστορίας της, η Γερμανία έχει μια ιδιαίτερα ευθύνη στο Ισραήλ. Λόγω αυτής της ιστορίας, ο φανερός αντι-Σημιτισμός φαίνεται ως ‘αποτροπιαστικός’ για την πλειονότητα της κοινωνίας. Για αυτό τον λόγο, ο αντι-Σημιτισμός συχνά προωθείται διαμέσου της κριτικής στο Ισραήλ. Ο σχετιζόμενος με το Ισραήλ αντι-Σημιτισμός είναι τελευταία η πιο συχνή μορφή αντι-Σημιτισμού – ακόμα και στην Γερμανία. Για αυτό ακριβώς θα το θεωρούσα σαν ένα μοιραίο σημάδι αν μόνο το Ισραήλ ήταν το υποκείμενο μιας μαζικής κριτικής σε ένα μουσικό έργο στο Ντοναουέσινγκεν. Ακόμα περισσότερο, ο συνθέτης είναι γνωστός ότι υποστηρίζει καλέσματα που καλούν (sic) για το πολιτιστικό μποϋκοτάζ του Ισραήλ και έχει απονομιμοποιήσει το έθνος του Ισραήλ ως ένα κράτος-απαρτχάιντ. Τέτοιες θέσεις είναι απαράδεκτες για μένα και για το Südwestrundfunk (τον ραδιοφωνικό σταθμό που παρουσιάζει το Φεστιβάλ – Σ.τ.Μ). Δεν επιθυμώ να δώσω ώθηση στον αντι-Σημιτισμό με οποιοδήποτε τρόπο».
Να σημειωθεί ότι τον ίδιο περίπου καιρό, το καλοκαίρι του 2018, στο φεστιβάλ Ruhrtriennale στο Ρουρ της Γερμανίας, όπου παρουσιάζονται διάφορα έργα καλλιτεχνών, μουσική ποπ, τζαζ, και ορχηστρική μουσική, υπήρξε παρόμοιο ζήτημα λογοκρισίας. Η καλλιτεχνική διευθύντριά του, αρχικά απαγόρευσε το χιπ-χοπ τρίο συγκρότημα Young Fathers που παίζει για το κίνημα BDP (Μποϋκοτάζ, Στέρηση, Κύρωση, προς το Ισραήλ) να εμφανιστεί. Στη συνέχεια η διευθύντρια ανακάλεσε την απόφασή της αλλά πλέον το συγκρότημα «εθελοντικά» ματαίωσε την συναυλία του.
Στην περίπτωση του Βίλαντ Χόμπαν, έχουμε για πρώτη φορά μεταπολεμικά, τον αποκλεισμό μιας σύνθεσης από το πρόγραμμα του Φεστιβάλ, λόγω ανεπιθύμητου στους κρατούντες πολιτικού μηνύματος και ακόμα χειρότερα, όπως φαίνεται από το παραπάνω γράμμα του διευθυντή, μη αποδεκτής πολιτικής στάσης του συνθέτη του. Η κριτική που ασκεί ο Χόμπαν στο Ισραήλ γίνεται από τα αριστερά και όχι από την άθλια σκοπιά του αντισημιτισμού. Από την άλλη πλευρά, σχολιάζοντας το παραπάνω απόσπασμα κειμένου του καλλιτεχνικού διευθυντή, βλέπουμε ότι ξεκινά με την φράση «γερμανική πολιτιστική ζωή», που παραπέμπει στην «γερμανικότητα» των ναζιστών, των σημερινών τους εκπροσώπων και κάθε μορφής εθνικιστών, ενάντια στον διεθνιστικό ορίζοντα της σύγχρονης μουσικής ακόμα και της παράδοσης του ίδιου του Φεστιβάλ.
Η απόφαση να αποκλειστεί από το Φεστιβάλ οποιαδήποτε κριτική φωνή στο Ισραήλ, είναι ένα δείγμα της συνενοχής και συνεργασίας του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού στην καταπίεση που ασκείται από το Ισραήλ. Όπως επισημαίνει ο Σάββας Μιχαήλ, η απαγόρευση εκδηλώνει μια «ακραία αντιδραστική ωμότητα ενάντια στην τέχνη, την ελευθερία της έκφρασης και της πάλης για την απελευθέρωση – σε αυτήν την περίπτωση του Παλαιστινιακού λαού αλλά περιλαμβάνοντας όλη την εκμεταλλευόμενη, καταπιεσμένη και αποκλεισμένη ανθρωπότητα». Καταπίεση που όσο κλιμακώνεται ωθεί τους καλλιτέχνες να αντιταχθούν με την τέχνη τους, ενώ τα φαινόμενα λογοκρισίας -συμπτώματα της κρίσης των καπιταλιστικών καθεστώτων της αποσυντιθέμενης Ε.Ε- πολλαπλασιάζονται.
Ο Βίλαντ Χόμπαν είναι συνθέτης και μεταφραστής σαράντα χρονών, έχει εβραϊκή καταγωγή, γεννήθηκε στην Αγγλία και ζει στη Γερμανία. Το 2017 πήρε μέρος στον κύκλο εκδηλώσεων που διοργάνωσε η Πρωτοβουλία «Το 2017 για το 1917» ερχόμενος στην Αθήνα για την εναρκτήρια συναυλία των εκδηλώσεων ενός μήνα για τα 100 χρόνια της Οκτωβριανής Επανάστασης στο πρώην ΕΑΤ-ΕΣΑ, στην πρώτη εν Ελλάδι παρουσίαση του έργου του «Όταν το λαχανητό ΑΡΧΙΖΕΙ» που ερμηνεύτηκε από τον πιανίστα Παύλο Αντωνιάδη. Στην καταγγελία της λογοκρισίας, γράφει ότι «δεν είναι ζήτημα κάποιου ιδιαίτερου πρότζεκτ ή ενός ιδιαίτερου ατόμου, γιατί τα λόγια του Γκοτστάιν συνιστούν μια απόλυτη απαγόρευση που ισχύει σε οποιονδήποτε και όλους τους συνθέτες που ίσως ενδιαφέρονταν να θέσουν αυτό το ζήτημα» [3].
Το κείμενο της καταγγελίας του Βίλαντ Χόμπαν τελειώνει λέγοντας «Εγώ και οι σύντροφοί μου στη λίστα πιστεύουμε ότι (η απαγόρευση) δεν μπορεί να γίνει ανεκτή. Πιστεύουμε ότι η τέχνη πρέπει να είναι ένα φόρουμ για ελεύθερη ανταλλαγή ιδεών και απορρίπτουμε κάθε μορφή λογοκρισίας». Έχει τις υπογραφές 180 ανθρώπων από όλο τον κόσμο, ανάμεσα στους οποίους είναι ο Νόαμ Τσόμσκι από τις ΗΠΑ, ο σύντροφος Σάββας Μιχαήλ από την Ελλάδα, η Ίρις Χέφετς, ψυχαναλύτρια και συγγραφέας, επικεφαλής της Εβραϊκής Φωνής για την Ειρήνη από την Γερμανία, ο Βιντιανάντ Ναντζούντιαχ βιολόγος από την Ινδία, ο Μόζες Ζούκερμαν, ιστορικός, ο Μαρκ Έστριν νοβελίστας και ακτιβιστής, η Ντάφνα Μπάραμ, κωμικός και διευθύντρια της Ισραηλινής Επιτροπής ενάντια στις κατεδαφίσεις και πολλοί ακόμα σημαντικοί μουσικοί, καλλιτέχνες, επιστήμονες, συγγραφείς και ακτιβιστές από την Ευρώπη και διεθνώς [4].
Ερνέστος Αγγελής
Σημειώσεις
[1] Στο https://wielandhoban.wordpress.com
[2] ό.π.
[3]Λογοκρισία στο Ντοναουέσινγκεν, στο https://wielandhoban.wordpress.com
[4] ό.π.