Από τη μια, όπως εύστοχα τόνιζε η προκήρυξη του Ε.Ε.Κ., που κυκλοφόρησε στις τριήμερες απεργιακές κινητοποιήσεις (6, 7 και 8 Μάη) η κυβέρνηση πραγματικά σαν τον κλέφτη έφερε στη Βουλή, και τελικά ψήφισε το αντιασφαλιστικό νομοσχέδιο.
Από την άλλη μια 48ωρη απεργία, από τη μεριά των παραδομένων συνδικαλιστών γραφειοκρατών, υπονομευμένη από τη δίμηνη αναμονή της κατάθεσης του νομοσχεδίου.
Και στο τέλος, και πάλι το αποτέλεσμα, συσσωρευμένη οργή και αγανάκτηση, που ένα τμήμα της, εκφράστηκε για άλλη μια φορά στους δρόμους, κυρίως την Κυριακή 8 Μάη, αλλά ακόμα περισσότερο μέσα στους χώρους δουλειάς, στις γειτονιές και όπου στενάζει η εργατική τάξη, οι εργαζόμενοι και τα χτυπημένα από την κυβέρνηση λαϊκά στρώματα.
Η κυβέρνηση ψήφισε χωρίς απώλειες το αντιασφαλιστικό νομοσχέδιο. Μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία αποσπασμένη από τις κοινωνικές ανάγκες και αγωνίες, με την αυτοϊκανοποίηση της ομόφωνης ψήφισης του νομοσχεδίου, στην πραγματικότητα για άλλη μια φορά βγαίνει τραυματισμένη, τόσο σε ό,τι αφορά τις εντός του ΣΥΡΙΖΑ εξελίξεις (αποχωρήσεις της ομάδας των Εκθεμάτων από την Αυγή), όσο και πολύ περισσότερο με τη διευρυμένη οργή του λαού. Μια κυβέρνηση που ακόμα δεν έχει εφαρμόσει κανένα από τα βασικά της νομοσχέδια. Που είναι δεσμευμένη για τέσσερα ακόμα κρίσιμα νομοσχέδια, για τα «κόκκινα δάνεια», για τις εργασιακές σχέσεις, το υπερταμείο ιδιωτικοποιήσεων, και το κυρίως φορολογικό, μια που αυτό που παρουσιάστηκε στο Eurogroup της 9 Μάη, ήταν απλά ένας πρόλογος. Σε μια Ε.Ε. – κινούμενη άμμο, χωρίς πολιτικό προσωπικό που να αποτελεί επαρκή εφεδρεία, σε απέλπιδες προσπάθειες διεύρυνσης του κυβερνητικού σχήματος, με Σημιτικά ρετάλια.
Ο λαός έχει αντιληφθεί πολύ καλά τις ψεύτικες κόκκινες γραμμές της υποταγής και ευθυγράμμισης με τους τοκογλύφους δανειστές. Και για αυτόν το λόγο, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, φρόντισε την Κυριακή 8 Μάη, να θωρακίσει αλά Σαμαρά την Αθήνα από τον ενοχλητικό λαό που συγκεντρώθηκε στο Σύνταγμα. Και σε μια απόδειξη του φόβου της, κατά τη διάρκεια επισοδείων ρουτίνας προχώρησε σε ρίψεις χειροβομβίδων κρότου λάμψης και δακρυγόνων κατ’ ευθείαν πάνω στους διαδηλωτές (με αποτέλεσμα να τραυματιστεί η Σόφη Παπαδόγιαννη, μέλος του Π.Γ. της ΛΑΕ) με στόχο τη διάλυση της συγκέντρωσης.
Με αυτά τα δεδομένα, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, εδώ και δύο μήνες, επιχειρούσε να νανουρίσει την οργή του λαού, με την υπόσχεση μιας απεργίας όταν κατατεθεί το αντιασφαλιστικό νομοσχέδιο. Στην ίδια γραμμή και το ΠΑΜΕ. Χωρίς να διαμορφώνεται κανένα κλίμα αναμέτρησης με την κυβέρνηση. Χωρίς να εμφανίζεται κανένα σχέδιο μάχης για το πώς πρέπει να κινηθεί το εργατικό κίνημα μετά τις 8 Μάη. Ο φόβος της κυβέρνησης, με την κατάθεση του νομοσχεδίου προς ψήφιση το δεύτερο Σαββατοκύριακο του Πάσχα, «εξυπηρέτησε» τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, με το να θέσει μια απεργία, που θα της έδινε τη δυνατότητα να εκτεθεί όσο γίνεται λιγότερο. Η γύμνια τους όμως, η χρεοκοπία του εργοδοτικού γραφειοκρατικού συνδικαλισμού δεν κρύβεται. Απεργία την Παρασκευή 6 Μάη χωρίς απεργιακή συγκέντρωση για τη ΓΣΕΕ, καμιά κινητοποίηση στις 7 Μάη, απεργιακή πρωτομαγιάτικη βόλτα την Κυριακή 8 Μάη, με το δεδομένο πως τα αφεντικά στο εμπόριο θα επιχειρούσαν να ανοίξουν τα μαγαζιά τους σε ό,τι αφορά τη ΓΣΕΕ, καμιά πρωτομαγιάτική εκδήλωση για την ΑΔΕΔΥ, η οποία έβαλε κατευθείαν συγκέντρωση την Κυριακή το απόγευμα.
Αξίζει να σημειωθεί, πως ακόμα και δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς την Κυριακή το πρωί, επέλεξαν να πορευθούν μακριά από την κόντρα για μια Κυριακή χωρίς δουλειά, ιδιαίτερα σε μια «πρωτομαγιάτική» Κυριακή (ΣΕΚ, ΟΚΔΕ κ.ά.) όπως και οι δυνάμεις της ΛΑΕ. Το ίδιο επέλεξε και το ΠΑΜΕ, νωρίτερα το πρωί της Κυριακής, με τη δική του γιορτή μπροστά από τη Βουλή.
Παρόλα αυτά, και με τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν πολλοί εργαζόμενοι να απεργήσουν, τον τόνο έδωσαν τα μέσα μαζικής μεταφοράς, ένα σημαντικό τμήμα του δημόσιου τομέα, ενώ οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα έδωσαν κυρίως τη μάχη για «Κυριακή αργία». Ενώ η συγκέντρωση ενάντια στην ψήφιση του νομοσχεδίου ήταν η πιο μαζική, με το ερώτημα που κυριαρχούσε να είναι «μετά τι;». Με όλους αυτούς τους δυσμενείς όρους, όπου ήταν δυνατό, εκφραζόταν η αγανάκτηση και η διάθεση των εργαζομένων να αντιπαρατεθούν στα μέτρα. Αυτή είναι και η σημαντικότερη παρακαταθήκη για τις μάχες που έρχονται.
Το Ε.Ε.Κ. έδωσε τη μάχη της απεργίας. Συγκεντρώθηκε και πορεύτηκε με την Πρωτοβουλία Πρωτοβάθμιων Σωματείων για το Συντονισμό την Παρασκευή το πρωί, σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας έξω από τη Βουλή το Σάββατο 7 Μάη, όπου είχαμε ανάμεσα στα πολιτικά και συνδικαλιστικά μπλοκ, και τη συγκινητική παρουσία των προσφύγων από την κατάληψη του CITY PLAZA. Μπήκε σε θέση μάχης την Κυριακή το πρωί, μαζί με τις δυνάμεις της Πρωτοβουλίας, το ΣΥΒΧΑ, το σχήμα της Ορθοστασία στο εμπόριο, αναρχικές συλλογικότητες και κινήσεις γειτονιάς.
Το απεργιακό τριήμερο της 6, 7 και 8 Μάη, η τέταρτη απεργιακή κινητοποίηση από το Σεπτέμβρη και μετά, απέδειξε πως οι εργαζόμενοι αναζητούν το πώς θα δοθεί η μάχη για να πετάξουμε τα μνημόνια, τους διαχειριστές τους και το αστικό πολιτικό προσωπικό. Και αυτή η αναζήτηση τονίζει ακόμα περισσότερο το ιστορικό αίτημα για την αναγκαία ηγεσία μέσα στο εργατικό κίνημα που θα καθοδηγήσει και θα οργανώσει αυτά τα καθήκοντα. Για μια γενική πολιτική απεργία διαρκείας, που θα ενοποιεί και θα υπερβαίνει τις όποιες επιμέρους εργατικές διεκδικήσεις, θέτοντας το ζήτημα της ανεξαρτησίας της εργατικής τάξης από το κράτος, τα κόμματά του και τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, για την οργάνωση της δικής της εξουσίας, με όχημα το αναγκαίο Μεταβατικό Πρόγραμμα της εποχής μας.
Ν. Πελεκούδας