Η βία κατά των γυναικών ως ταξικός πόλεμος στην εποχή της καπιταλιστικής παρακμής

του Άρη Μαραβά

Στο παγκόσμιο ημερολόγιο, η 25η Νοέμβρη δεν είναι «γιορτή ευαισθητοποίησης». Είναι μια ημερομηνία ποτισμένη με αίμα: εκείνη των αδερφών Μιραμπάλ, τριών επαναστατριών που βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν το 1960 στη Δομινικανή Δημοκρατία, με εντολή του δικτάτορα Τρουχίγιο, επειδή τόλμησαν να οργανώσουν τον λαό ενάντια στο καθεστώς. Χρόνια αργότερα, τα λατινοαμερικάνικα γυναικεία κινήματα έκαναν τη μέρα αυτή διεθνές σημείο αναφοράς· το 1999 ο ΟΗΕ την αναγνώρισε επίσημα.

Αν πάρουμε στα σοβαρά αυτήν την αφετηρία, η 25η Νοέμβρη δεν είναι απλώς μέρα «κατά της έμφυλης βίας». Είναι μέρα που δένει τη βία κατά των γυναικών με τη δικτατορία, τον ιμπεριαλισμό, τον ταξικό πόλεμο. Μας θυμίζει πως το σώμα της γυναίκας γίνεται πεδίο μάχης κάθε φορά που η άρχουσα τάξη νιώθει το έδαφος να τρίζει κάτω από τα πόδια της.

Σήμερα ζούμε την παρατεταμένη σήψη του καπιταλισμού: επαναλαμβανόμενες κρίσεις, ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι, κλιματική κατάρρευση, μαζική μετανάστευση, μνημόνια και «προσαρμογές». Μέσα σε αυτό το τοπίο, κάθε μορφή βίας πολλαπλασιάζεται. Αν η βία κατά των γυναικών ιδωθεί απλώς ως «βία των αντρών κατά των γυναικών», σαν ψυχολογικό ή «πολιτισμικό» πρόβλημα, τότε κοιτάμε τον καπνό και όχι τη φωτιά. Η βία κατά των γυναικών δεν είναι ατύχημα· είναι δομικό χαρακτηριστικό της ταξικής κοινωνίας σε κρίση – οξυμένο από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, τον φασιστικό εκφυλισμό των θεσμών και τη διάλυση της κοινωνικής ζωής υπό το κεφάλαιο.

Είναι ο τρόπος με τον οποίο εκτονώνεται, πάνω στα πιο ευάλωτα σώματα, η βία που το σύστημα συσσωρεύει καθημερινά στους χώρους δουλειάς, στις ουρές της ανεργίας, στα εκκαθαριστικά της εφορίας και στα χαρτιά των πλειστηριασμών. Όταν ο εργάτης, ο άνεργος, ο μικρομεσαίος συντρίβεται από την τράπεζα, το αφεντικό, το κράτος, δεν έχει πού να στραφεί συλλογικά – του έχουν μάθει να σκύβει το κεφάλι μπροστά στους «ισχυρούς» και να σηκώνει χέρι μόνο απέναντι σε όποιον θεωρεί πιο αδύναμο: τη γυναίκα, το παιδί, τον μετανάστη. Η πατριαρχία γίνεται έτσι βαλβίδα εκτόνωσης της ταξικής καταπίεσης – και ταυτόχρονα φραγμός στη δυνατότητα κοινής εξέγερσης των καταπιεσμένων.

Οι αριθμοί που κατηγορούν ένα σύστημα

Οι στατιστικές από μόνες τους είναι κατηγορητήριο. Σε παγκόσμιο επίπεδο, σχεδόν 1 στις 3 γυναίκες έχει υποστεί σωματική ή/και σεξουαλική βία από σύντροφο ή σεξουαλική βία από τρίτο άτομο στη διάρκεια της ζωής της. Το 2023, η πιο ακραία μορφή αυτής της βίας –η γυναικοκτονία– στοίχισε τη ζωή σε πάνω από 51.000 γυναίκες και κορίτσια, κυρίως από χέρια συντρόφων και άλλων μελών της οικογένειας. Πίσω από κάθε αριθμό κρύβεται ένα όνομα, μια ιστορία, μια ζωή που κόπηκε βίαια για να συνεχίσει ανενόχλητη η «κανονικότητα» ενός συστήματος που θεωρεί τις γυναίκες αναλώσιμες.

Στην Ελλάδα, μια πρόσφατη πανευρωπαϊκή έρευνα αποτυπώνει ανάγλυφα το μέγεθος της βαρβαρότητας: περίπου 36,5% των γυναικών έχουν βιώσει κάποια μορφή σωματικής ή/και σεξουαλικής βίας στη διάρκεια της ζωής τους, ποσοστό πάνω από τον ήδη τρομακτικό μέσο όρο της ΕΕ. Πάνω από 1 στις 5 (21,7%) έχει υποστεί σωματική ή/και σεξουαλική βία από σύντροφο, ενώ αν προστεθεί και η ψυχολογική βία, σχεδόν 2 στις 5 (41,8%) δηλώνουν θύματα ενδοσυντροφικής κακοποίησης. Σχεδόν 1 στις 4 (24,8%) έχει δεχθεί βίαιη επίθεση εκτός σχέσης –στη δουλειά, στον δρόμο, στο ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον– ενώ στον χώρο εργασίας το 42,6% των γυναικών έχει υποστεί σεξουαλική παρενόχληση, πολύ πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 30,8%. Άλλες μελέτες φωτίζουν ακόμη πιο σκοτεινά δεδομένα: σχεδόν 1 στις 2 γυναίκες 18–74 ετών έχει βιώσει βία από σύντροφο και ανάλογο ποσοστό έχει γνωρίσει σεξουαλική παρενόχληση στη δουλειά.

Στο ποινικό επίπεδο, ακόμη και τα επίσημα στοιχεία της αστυνομίας δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνειών: το 2022, το 74% των καταγεγραμμένων θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας ήταν γυναίκες· οι γυναίκες αποτελούσαν το 93% των θυμάτων δολοφονίας από σύντροφο και τα 2/3 των θυμάτων ανθρωποκτονίας από άλλο μέλος της οικογένειας· συνολικά ήταν το 38% των θυμάτων ανθρωποκτονίας (45 από τις 117 υποθέσεις). Κι όμως, η γυναικοκτονία δεν αναγνωρίζεται ως ξεχωριστό έγκλημα. Φεμινιστικές οργανώσεις και ερευνητικά κέντρα υπολογίζουν ότι πάνω από 200 γυναίκες δολοφονήθηκαν στην Ελλάδα την περίοδο 2010–2023, σχεδόν μία τον μήνα, κυρίως μέσα στο σπίτι, από συντρόφους ή συγγενείς.

Στα Δυτικά Βαλκάνια, η εικόνα είναι εξίσου εφιαλτική: κάθε δεύτερη γυναίκα που δολοφονείται πέφτει νεκρή από τον σύζυγο ή σύντροφο στο κοινό τους σπίτι, πάνω από το 60% των γυναικοκτονιών γίνεται σε πόλεις, μόλις το 24% των θυμάτων είχε καταγγείλει προηγούμενη βία, ενώ περίπου 1 στις 3 δολοφονείται με όπλο – κληρονομιά πολέμων, μαφίας και οπλισμένου πατριαρχικού «ανδρισμού». Για το 2023, η Υπηρεσία του ΟΗΕ για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα καταγράφει τη Βόρεια Μακεδονία με την υψηλότερη αναλογία ανθρωποκτονιών γυναικών στην περιοχή, ακολουθούμενη από την Αλβανία, με τις περισσότερες δολοφονίες να διαπράττονται από οικεία πρόσωπα.

Μέσα σε αυτό το ζοφερό πλαίσιο, η Ελλάδα έχει επικυρώσει τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, έχει ιδρύσει τμήματα ενδοοικογενειακής βίας σε δεκάδες αστυνομικά τμήματα, έχουν λειτουργήσει συμβουλευτικά κέντρα και καταφύγια, χιλιάδες γυναίκες έχουν καλέσει τη γραμμή SOS. Οι αριθμοί αυτοί συνυπάρχουν με «εθνικά σχέδια δράσης», σποτάκια και καμπάνιες. Κι όμως, οι γυναικοκτονίες συνεχίζονται, η κακοποίηση δεν υποχωρεί. Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι ότι λείπουν οι νόμοι ή οι δράσεις ευαισθητοποίησης· είναι ότι περισσεύει ο ίδιος ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και εξουσίας που τους αδειάζει από περιεχόμενο, μετατρέποντας την «προστασία» σε διαχείριση της βίας αντί για κατάργησή της.

Κράτος, οικογένεια και «νόμιμο μονοπώλιο» της βίας

Σε κάθε ταξική κοινωνία, το κράτος συγκεντρώνει το «νόμιμο μονοπώλιο» της βίας: στρατός, αστυνομία, φυλακές, δικαστήρια. Σε «κανονικές» περιόδους, αυτό το μονοπώλιο τυλίγεται με τον μανδύα της δημοκρατίας, των εκλογών, της «ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης». Στις περιόδους κρίσης, πολέμου, φασιστικής σκλήρυνσης, η μάσκα πέφτει: η καταστολή γίνεται απροκάλυπτη, η ατιμωρησία της έμφυλης και ρατσιστικής βίας θεσμοποιείται, η γυναικοκτονία αντιμετωπίζεται ως «έγκλημα πάθους» και όχι ως πολιτικό σύμπτωμα.

Το ίδιο κράτος που υπογράφει συμβάσεις ισότητας, κόβει δαπάνες για κοινωνικές δομές, υποχρηματοδοτεί ξενώνες, συμβουλευτικά κέντρα και δημόσια υγεία, στέλνει ΜΑΤ σε απεργούς και φοιτητές, κρατάει γυναίκες και παιδιά σε άθλια hotspots. Το μονοπώλιο της βίας δεν ασκείται «ουδέτερα»: υπάρχει ανοχή και συγκάλυψη για τον επιχειρηματία–σύζυγο, τον «γνωστό» επώνυμο, τον ένοπλο μπάτσο· υπάρχει καταστολή, ποινικοποίηση και εξευτελισμός για τη μετανάστρια, την προλετάρια, την εργάτρια του σεξ, τη φτωχή που τολμά να αντισταθεί.

Η οικογένεια, που προβάλλεται ως «ιερή μονάδα» της κοινωνίας, είναι στην πραγματικότητα ο χώρος όπου συμπυκνώνονται όλες οι αντιφάσεις: εκεί επιστρέφει ο εργάτης εξουθενωμένος, ο άνεργος ταπεινωμένος, ο νέος χωρίς προοπτική. Εκεί ζητείται από τη γυναίκα να είναι ταυτόχρονα μάνα, σύντροφος, ψυχολόγος, νοσοκόμα, καθαρίστρια, χωρίς μισθό και χωρίς αναγνώριση. Όταν αυτή η ασφυκτική συνθήκη σπάει, το σύστημα βλέπει «οικογενειακό καβγά» – μέχρι να καταλήξει σε μια ακόμη γυναικοκτονία.

Ο «φεμινισμός των πολιτικών» και τα όριά του

Τις τελευταίες δεκαετίες στήθηκε ολόκληρη βιομηχανία ευρωπαϊκών προγραμμάτων, ΜΚΟ και «δημόσιων πολιτικών». Κερδήθηκαν καθόλου αμελητέες κατακτήσεις: νομική αναγνώριση της ενδοοικογενειακής βίας, τηλεφωνικές γραμμές SOS, συμβουλευτικά κέντρα, ξενώνες. Δημιουργήθηκαν χώροι όπου γυναίκες μπορούν να μιλήσουν και να βρουν στήριξη, όροι όπως «γυναικοκτονία», «συναίνεση» και «κακοποιητική σχέση» μπήκαν στο λεξιλόγιό μας.

Όμως την ίδια στιγμή που πολλαπλασιάζονται δομές και προγράμματα, η κλίμακα της βίας δεν μειώνεται. Οι επίσημες έρευνες καταγράφουν κρίση εμπιστοσύνης: πολλές γυναίκες θεωρούν ότι οι νόμοι «προστασίας» είναι λίγο ή καθόλου αποτελεσματικοί. Και πώς να είναι, όταν οι αστυνομίες κλείνουν το μάτι στους κακοποιητές, οι εισαγγελείς καθυστερούν ή αρχειοθετούν, οι δικαστές τιμωρούν τις γυναίκες που «τόλμησαν να φύγουν», οι δομές που στήθηκαν με προγράμματα στενάζουν από υποστελέχωση και κλείνουν όταν τελειώσει η χρηματοδότηση;

Ο φιλελεύθερος φεμινισμός βλέπει το αστικό κράτος ως ουδέτερο εργαλείο που μπορεί, με αρκετό λόμπινγκ, να γίνει πιο «συμπεριληπτικό». Η επαναστατική παράδοση το βλέπει όπως πραγματικά είναι: οργανωμένη εξουσία της άρχουσας τάξης. Οι πολιτικές που αντιμετωπίζουν την «έμφυλη βία» ξεκομμένη από τη φτώχεια, τον πόλεμο, τον ρατσισμό και την καπιταλιστική εκμετάλλευση, καταλήγουν αναγκαστικά σε τεχνοκρατική διαχείριση της μιζέριας. Σώζουν κάποιες, αφήνουν πολλές, δεν αγγίζουν τις δομές. Όσο ο αγώνας ενάντια στην έμφυλη βία δεν ξαναδένει οργανικά με τον αγώνα ενάντια στην τάξη που κυβερνά, οι «δημόσιες πολιτικές» θα παραμένουν κάτι ανάμεσα σε χανζαπλάστ και άλλοθι.

Μια μέρα από τη ζωή της Μαρίας

Για να μη μείνουμε στην αφαίρεση, ας φανταστούμε μια μέρα από τη ζωή της Μαρίας – μιας γυναίκας που θα μπορούσε να ζει σε λαϊκή γειτονιά της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης ή σε βαλκανική μεγαλούπολη.

Η Μαρία είναι 34 χρονών. Ζει σε ένα μικρό διαμέρισμα με τα δύο της παιδιά και τον άντρα της, που εδώ και μήνες είναι άνεργος. Δούλευε σε εργολαβική εταιρεία καθαρισμού – απολύθηκε όταν ζήτησε σύμβαση.

Στις 5:30 το πρωί σηκώνεται. Ετοιμάζει πρωινό, ξυπνά τα παιδιά, βάζει πλυντήριο, καθαρίζει. Στις 8:00 παίρνει δύο λεωφορεία για μια αποθήκη logistics στα Οινόφυτα, όπου δουλεύει μέσω γραφείου ενοικιαζόμενης εργασίας. Το ωρομίσθιο είναι εξευτελιστικό, οι ώρες ατέλειωτες. Ο προϊστάμενος κάνει «αστεία» για τις καμπύλες της, «τυχαία» αγγίγματα – κι εκείνη ξέρει πως, αν αντιδράσει, υπάρχουν δεκάδες άνεργες στη σειρά για τη θέση.

Στο διάλειμμα τρώει βιαστικά ένα τοστ και κοιτάζει το κινητό της: ειδοποιήσεις από την τράπεζα, από τη ΔΕΗ, από το σχολείο. Κανένα καλό νέο. Το βράδυ γυρίζει εξαντλημένη. Την περιμένουν λογαριασμοί, ενοίκιο που έχει ανέβει, παιδιά που χρειάζονται βοήθεια και τρυφερότητα. Ο άντρας της γυρίζει από τα καφενεία, κουβαλώντας την ταπείνωση του άνεργου σε μια κοινωνία που του έχει μάθει ότι «ο άντρας φέρνει τα λεφτά στο σπίτι». Μια κουβέντα για τα ψώνια ή τα χρέη γίνεται σπινθήρας: φωνές, προσβολές, σπρωξίματα, ξύλο. Τα παιδιά κλειδώνονται στο δωμάτιο, μαθαίνοντας από νωρίς ότι ο φόβος είναι κομμάτι του οικογενειακού δείπνου.

Η Μαρία σκέφτεται να καλέσει την αστυνομία. Θυμάται όμως τη γειτόνισσα: οι αστυνομικοί ήρθαν, είπαν «οικογενειακή υπόθεση είναι, λύστε τα μεταξύ σας» και έφυγαν. Ξέρει ότι οι ξενώνες είναι γεμάτοι, ότι αν λείψει θα χάσει τη δουλειά της, ότι δεν έχει πού να πάει με δύο παιδιά. Νιώθει εγκλωβισμένη – όχι μόνο σε τέσσερις τοίχους, αλλά μέσα σε μια ταξική και έμφυλη αρχιτεκτονική που την έχει τοποθετήσει με την πλάτη στον τοίχο.

Κάθε στιγμή της μέρας της είναι δεμένη με τα μεγάλα νήματα: την υποτίμηση της γυναικείας εργασίας στις καθαριότητες, στις αποθήκες, στον επισιτισμό· τις ιδιωτικοποιήσεις στην υγεία που κάνουν κάθε γιατρό πολυτέλεια· τις μνημονιακές «μεταρρυθμίσεις» που έκαναν τη σταθερή δουλειά όνειρο· την πατριαρχική ιδεολογία που φορτώνει στις γυναίκες την ευθύνη για την «ενότητα της οικογένειας»· τις μάτσο φαντασιώσεις που τρέφονται από την κουλτούρα της βίας, της αστυνομίας, του στρατού.

Η Μαρία δεν χρειάζεται κηρύγματα για «τοξικούς άντρες» ούτε συνταγές αυτοβοήθειας που της ζητούν να «θέσει όρια» μέσα σε ένα πλαίσιο χωρίς υλική διέξοδο. Χρειάζεται ό,τι είχαν οι αδερφές Μιραμπάλ: οργάνωση, συντρόφισσες και συντρόφους, δομές που μετατρέπουν την ατομική απόγνωση σε συλλογικό αγώνα. Να ξέρει ότι η διπλανή της στην αποθήκη, η ταμίας στο σούπερ μάρκετ, η δασκάλα του παιδιού, η μετανάστρια στο διπλανό διαμέρισμα κουβαλούν παρόμοια τραύματα και οργές – και ότι, αν ενωθούν, μπορούν να στρέψουν αυτή την οργή όχι η μία απέναντι στην άλλη ή στον εαυτό της, αλλά απέναντι σε αυτούς που πραγματικά τους κλέβουν τη ζωή.

Διαλεκτική καταπίεσης και πάλης

Η καταπίεση της γυναίκας δεν είναι «αιώνια μοίρα» ούτε απλό «πολιτισμικό κατάλοιπο». Συνδέεται ιστορικά με την εμφάνιση των ταξικών κοινωνιών, με τη διάσπαση της κοινότητας σε εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους, με την ατομική ιδιοκτησία και το κράτος. Στον καπιταλισμό παίρνει οξυμένες μορφές, γιατί το σύστημα χρειάζεται ταυτόχρονα την εργασία των γυναικών και την υποταγή τους.

Η απλήρωτη εργασία της γυναίκας στο σπίτι –μαγείρεμα, καθάρισμα, φροντίδα παιδιών, ηλικιωμένων, αρρώστων– δεν εμφανίζεται ποτέ σε μισθοδοσίες, ούτε στον κρατικό προϋπολογισμό, ούτε στο ΑΕΠ. Κι όμως, χωρίς αυτή την αόρατη εργασία οι εργαζόμενοι δεν θα μπορούσαν να παρουσιαστούν την επόμενη μέρα στη δουλειά. Το κεφάλαιο μεταφέρει έτσι ένα τεράστιο κόστος στις πλάτες των γυναικών. Όσο λιγότερο επενδύει το κράτος σε δημόσιες δομές (παιδικούς σταθμούς, φροντίδα ηλικιωμένων, δημόσια υγεία, κοινωνικές υπηρεσίες), τόσο περισσότερο φορτίο πέφτει στα σπίτια και τόσο βαθύτερα ριζώνει ο «παραδοσιακός» ρόλος.

Ταυτόχρονα, η μαζική είσοδος των γυναικών στη μισθωτή εργασία –συνήθως στις πιο κακοπληρωμένες, επισφαλείς θέσεις– γεννά νέες μορφές εκμετάλλευσης αλλά και νέες δυνατότητες συλλογικής δράσης. Γυναίκες στον τουρισμό, στην καθαριότητα, στα call centers, στο εμπόριο, στη φροντίδα, υφίστανται χαμηλούς μισθούς, ελαστικά ωράρια, παρενόχληση, σεξιστική ιεραρχία. Την ίδια στιγμή, βρίσκονται μαζί με άλλες, συζητούν, οργανώνονται, απεργούν. Η «διπλή καταπίεση» στο σπίτι και στη δουλειά μπορεί να μετατραπεί σε συλλογική δύναμη.

Κάθε κατάκτηση των γυναικείων κινημάτων –δικαίωμα στο διαζύγιο, στην άμβλωση, νομική κατοχύρωση της ισότητας, νόμοι για παρενόχληση και κακοποίηση– ανοίγει πραγματικό χώρο ελευθερίας, αλλά παραμένει διαρκώς υπό επίθεση. Η άμβλωση συνυπάρχει με ιδιωτικοποιημένη υγεία και τεράστιες λίστες αναμονής, η «ίση αμοιβή» ως νόμος συνυπάρχει με άτυπες διακρίσεις, οι νόμοι συνυπάρχουν με μια αστυνομία που αποθαρρύνει καταγγελίες και δικαστήρια που «κατανοούν» τον δράστη. Οι κατακτήσεις είναι πεδίο αγώνα, όχι τελική λύση.

Βαλκάνια: πατριαρχία, πόλεμοι, φτώχεια

Την τελευταία δεκαετία, είδαμε στα Βαλκάνια μαζικές διαδηλώσεις ενάντια σε γυναικοκτονίες: στη Βοσνία, τη Σερβία, τη Βόρεια Μακεδονία χιλιάδες –κυρίως γυναίκες αλλά όχι μόνο– φώναξαν ότι «η πατριαρχία σκοτώνει», κατήγγειλαν την αστυνομική αδιαφορία, την κυβερνητική υποκρισία, τα ΜΜΕ που κάνουν τη δολοφονία θέαμα. Στην Ελλάδα, κάθε νέα γυναικοκτονία, κάθε περίπτωση βιασμού, trafficking, ενδοοικογενειακής βίας γεννά συγκεντρώσεις με το σύνθημα «Καμία λιγότερη». Πίσω από κάθε όνομα –Ελένη, Γαρυφαλλιά, Καρολάιν, Κυριακή, Άρτεμις, τόσες άλλες– απλώνεται ένα δίκτυο σχέσεων: εργοδότες, αστυνομικοί, δικαστές, πολιτικοί, «σεβάσμιοι» θεσμοί, που είτε αδιαφορούν είτε προστατεύουν τους θύτες.

Αυτές οι εκρήξεις οργής ξεσπούν σε κοινωνίες διαλυμένες από πολέμους, ιδιωτικοποιήσεις, φτώχεια, μετανάστευση. Στη Βοσνία, στη Σερβία, στη Βόρεια Μακεδονία, στην Αλβανία, αλλά και στην Ελλάδα, η «ομαλότητα» σημαίνει ανεργία, μισθούς πείνας, νέους που φεύγουν, χωριά και γειτονιές που αδειάζουν. Σε σπίτια όπου η βία είναι «φυσιολογική», όπου το κράτος εμφανίζεται μόνο ως καταστολή, όπου Εκκλησία και εθνικιστικά κόμματα κηρύσσουν ότι «η θέση της γυναίκας είναι στο σπίτι» – την ώρα που το σπίτι γίνεται φυλακή. Η πατριαρχία στα Βαλκάνια είναι δεμένη με τις νεοφιλελεύθερες «μεταρρυθμίσεις», τα εθνικιστικά καθεστώτα, την επιρροή της Εκκλησίας, την επιβολή ΕΕ και ΝΑΤΟ, που μετατρέπουν την περιοχή σε φθηνή ζώνη εργασίας και φράχτη για πρόσφυγες.

Η γυναικοκτονία, η βία στα σπίτια, η σεξουαλική εκμετάλλευση δεν είναι «παρεκτροπές» από μια υποτιθέμενη «ομαλή» καπιταλιστική λειτουργία. Είναι ακραίες, αλλά δομικά συνδεδεμένες εκφράσεις ενός συστήματος που στηρίζεται στη βία, στην ανισότητα, στον έλεγχο των σωμάτων και των ζωών των από κάτω.

Φυλακές, σύνορα, όπλα: ο διευρυμένος χάρτης της βίας

Η βία κατά των γυναικών δεν τελειώνει στο σπίτι. Συνεχίζεται στα σύνορα, όπου οι πρόσφυγες βιάζονται, επαναπροωθούνται, πνίγονται σε προαναγγελθέντα ναυάγια. Συνεχίζεται στις φυλακές, όπου ο γυναικείος πληθυσμός αυξάνεται πολύ γρηγορότερα από τον αντρικό, καθώς ποινικοποιούνται «εγκλήματα φτώχειας»: μικροκλοπές, χρέη, χρήση ουσιών, πράξεις επιβίωσης. Οι γυναίκες γίνονται «πρώτη ύλη» ενός σωφρονιστικού–βιομηχανικού συμπλέγματος που ζει από την ποινικοποίηση της φτώχειας.

Συνεχίζεται στους δρόμους των βαλκανικών πόλεων, όπου η κληρονομιά των πολέμων του ‘90, των μαφιών και των εμπόρων όπλων έχει αφήσει άφθονα όπλα στα χέρια ιδιωτών. Οι σφαγές που συγκλόνισαν σχετικά πρόσφατα το Μαυροβούνιο, με τις ίδιες τις αρχές να παραδέχονται ότι τα παράνομα όπλα υπονομεύουν κάθε προστασία του πληθυσμού, δεν είναι ανωμαλίες· είναι η σκοτεινή πλευρά μιας εποχής που εξόπλισε άντρες για να πολεμήσουν και τους εγκατέλειψε με τα όπλα στα χέρια και την ήττα στο μυαλό.

Μέσα σε αυτό το τοπίο, οι γυναίκες δεν είναι μόνο θύματα· συχνά ποινικοποιούνται επειδή επέζησαν, επειδή αντέδρασαν, επειδή αρνήθηκαν τον ρόλο της «υπάκουης νοικοκυράς». Η γυναίκα που αμύνεται απέναντι στον κακοποιητή της κατηγορείται για «υπέρμετρη άμυνα», η μετανάστρια που καταγγέλλει βιασμό κινδυνεύει με απέλαση, η εργάτρια του σεξ που μιλά για εκμετάλλευση συλλαμβάνεται. Η πατριαρχία δεν αρκείται να πληγώνει· θέλει να τιμωρεί τις ανυπάκουες.

Αν μιλάμε σοβαρά για «εξάλειψη της βίας», το ερώτημα δεν είναι μόνο πόσα καταφύγια θα ανοίξουν, αλλά και πόσες φυλακές θα κλείσουν, πόσα όπλα θα αποσυρθούν, πόσα χρήματα θα φύγουν από εξοπλιστικά και θα πάνε σε δομές φροντίδας, στέγασης, υγείας. Και, πιο βαθιά, πότε θα τελειώσει η μισθωτή σκλαβιά που γεννά αυτή τη βία σαν σκιά της.

Για τη σοσιαλιστική μαζική οργάνωση της εργαζόμενης γυναίκας

Τα συμπεράσματα είναι σκληρά, αλλά απελευθερωτικά. Η βία κατά των γυναικών δεν μπορεί να ξεριζωθεί μέσα στον καπιταλισμό: σε μια κοινωνία οργανωμένη πάνω στην εκμετάλλευση, η βία ενάντια στους πιο ευάλωτους είναι εργαλείο πειθάρχησης. Ταυτόχρονα, δεν μπορούμε να αναβάλουμε τον αγώνα «για μετά την επανάσταση». Ο τρόπος που παλεύουμε σήμερα –στους δρόμους, στη δουλειά, στις γειτονιές, στα σχολεία– προετοιμάζει ή υπονομεύει τις αυριανές δυνατότητες.

Χρειαζόμαστε ανεξάρτητες μαζικές οργανώσεις εργαζόμενων γυναικών – όχι παραρτήματα ΜΚΟ, αλλά ζωντανά κύτταρα αγώνα μέσα στα σωματεία, στους χώρους δουλειάς, στις σχολές και στις γειτονιές. Χρειαζόμαστε επαναστατικά εργατικά κόμματα που να βλέπουν τον αγώνα των γυναικών όχι ως «δευτερεύον», αλλά ως κομβικό πεδίο της ταξικής πάλης. Χρειαζόμαστε διεθνιστικό συντονισμό, γιατί η εργάτρια στην Αθήνα, η μετανάστρια στα Βαλκάνια, η φοιτήτρια στην Πόλη, η αγρότισσα στη Λατινική Αμερική έχουν κοινό αντίπαλο: το παγκόσμιο κεφάλαιο και τα κράτη του.

Η Ιστορία μάς έχει δείξει μια πρώτη προοπτική: η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, που ξεκίνησε ουσιαστικά με την απεργία των εργατριών κλωστοϋφαντουργίας στην Πέτρογκραντ, ήταν η πρώτη στιγμή όπου ένα εργατικό καθεστώς επιχείρησε να σπάσει ριζικά την πατριαρχική νομοθεσία: νομιμοποίηση διαζυγίου και άμβλωσης, εξίσωση «νόμιμων» και «νόθων» παιδιών, προσπάθεια κοινωνικοποίησης πλευρών της οικιακής εργασίας. Οι κατακτήσεις αυτές αναιρέθηκαν από τη σταλινική αντεπανάσταση και την καπιταλιστική παλινόρθωση, αλλά άφησαν ίχνος: όταν η εργατική τάξη πήρε την εξουσία, ο ορίζοντας της γυναικείας απελευθέρωσης άνοιξε πολύ πέρα από κάθε φιλελεύθερη «μεταρρύθμιση».

Από το μνημόσυνο στη μάχη

Στις 25 Νοέμβρη, κυβερνήσεις, ΜΜΕ, εταιρείες «φωτίζουν» κτίρια, γεμίζουν τα social media με σλόγκαν, καλούν «να σπάσει η σιωπή». Αυτά μπορεί να δώσουν σε ορισμένες γυναίκες κουράγιο να μιλήσουν. Δεν αλλάζουν όμως την τάξη πραγμάτων που τις σπρώχνει καθημερινά στον φόβο και στην ανασφάλεια.

Οι αδερφές Μιραμπάλ δεν θυσιάστηκαν για να υπάρξει λίγο καλύτερη «δημόσια πολιτική» ή ένα ακόμη λογότυπο. Δολοφονήθηκαν επειδή τόλμησαν να οργανώσουν την εργατική τάξη και τις γυναίκες σε ανοιχτά επαναστατική κατεύθυνση ενάντια σε μια αιματηρή δικτατορία, στηριγμένη από τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό και την τοπική αστική τάξη. Δεν ζήτησαν απλώς «σεβασμό»· διεκδίκησαν ανατροπή.

Να τιμήσουμε τη μνήμη τους –και τη μνήμη των εκατοντάδων γυναικών που δολοφονήθηκαν στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια– σημαίνει να δούμε τη βία κατά των γυναικών ως συμπύκνωση της συνολικής βίας της ταξικής εξουσίας. Σημαίνει να καταλάβουμε ότι ο αγώνας ενάντια στην έμφυλη βία είναι αξεχώριστος από τον αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, στον φασισμό και τα καθεστώτα «έκτακτης ανάγκης», στην εκμετάλλευση της μισθωτής δουλειάς, στον ρατσισμό και την πατριαρχία.

Μπροστά σ’ έναν κόσμο γεμάτο ολοένα σκληρότερες βιαιότητες -πολέμους που βαφτίζονται «ειρηνευτικές αποστολές», βιασμούς που χρησιμοποιούνται ως όπλο, φασιστικά μορφώματα που πατούν στην απόγνωση, έναν θεσμικό φεμινισμό που εξαντλείται σε ανέξοδες μεταρρυθμίσεις– το σύνθημα που στέκει στο ύψος της ιστορικής στιγμής είναι:

Για τη σοσιαλιστική μαζική οργάνωση της εργαζόμενης γυναίκας – για την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού που γεννά τη βία.

Για να μη θρηνούμε «άλλη μία» κάθε μήνα στην Ελλάδα, «άλλη μία» στα Βαλκάνια, «άλλη μία» κάθε δέκα λεπτά στον κόσμο, αλλά να ανοίξουμε –μέσα στον αγώνα– τις πόρτες ενός άλλου πολιτισμού, όπου η ζωή της γυναίκας δεν θα είναι στατιστικό δεδομένο, αλλά κοινό κτήμα μιας ελεύθερης, αταξικής ανθρωπότητας που έσπασε, επιτέλους, τον κύκλο του αίματος.