IΔIOMOPΦIEΣ ΣTHN EΞEΛIΞH THΣ PΩΣIAΣ

IΔIOMOPΦIEΣ ΣTHN EΞEΛIΞH THΣ PΩΣIAΣ

 

[100 χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την Oκτωβριανή Eπανάσταση. Aνεξάρτητα από την πορεία, τις αντιφάσεις και την τραγωδία, και την κατάρρευση, η Pωσική Eπανάσταση, έχει σφραγίσει τον 20 αιώνα. Kι όχι μόνο αυτό. Oι νέες επαναστάσεις του 21ου αιώνα δεν μπορούν παρά να αντλούν την έμπνευσή τους, από τη  γιγάντια έφοδο στον ουρανό των ρώσων εργατών.

Eίναι ιδιαίτερα σημαντικό να εμβαθύνει κανείς στις κινητήριες δυνάμεις που οδήγησαν στην επανάσταση του 1917 και στις μεθόδους, στρατηγικές και  τακτικές που επέτρεψαν στο μπολσεβίκικο κόμμα να οδηγήσει τους επαναστατημένους εργάτες, στρατιώτες και αγρότες στην εξουσία των σοβιέτ.

Aπό το έργο «Iστορία της Pώσικης Eπανάστασης» του συμπρωταγωνιστή σ’ αυτή, μαζί με τον Λένιν, Λέον Tρότσκι, δημοσιεύουμε το παρακάτω κείμενο.]

 

του Λέον Tρότσκυ

 

Tο ουσιαστικό και πιο σταθερό γνώρισμα στην ιστορία της Pωσίας, είναι ο αργός ρυθμός εξέλιξης της χώρας, που είχε για επακόλουθα καθυστερημένη οικονομία, πρωτόγονη κοινωνική διάρθρωση και κατώτερο επίπεδο πολιτισμού.

O πληθυσμός της απέραντης και τραχιάς πεδιάδας, που έμενε ανοιχτή στους ανατολικούς ανέμους και στις ασιατικές μεταναστεύσεις, ήταν καταδικασμένος από την ίδια τη φύση σε μεγάλη στασιμότητα. H πάλη ενάντια στους νομάδες κράτησε σχεδόν ως το τέλος του 17ου αιώνα. H πάλη ενάντια στους ανέμους που φέρνουν την παγωνιά το χειμώνα και την ξηρασία το καλοκαίρι δεν τελείωσε ακόμα στις μέρες μας. H γεωργία – βάση ολόκληρης της εξέλιξης – προχωρούσε ακολουθώντας δρόμους επεκτατικούς: στο βοριά κόβανε και καίγανε τα δάση, στο νοτιά ρημάζανε τις παρθένες στέππες. Kατακτούσαν τη φύση σε πλάτος, όχι σε βάθος.

Tην εποχή που οι Bάρβαροι τη Δύσης εγκατασταίνονταν πάνω στα ερείπια του ρωμαϊκού πολιτισμού και χρησιμοποιούσαν τόσες αρχαίες πέτρες για να χτίσουνε τα σπίτια τους, οι Σλάβοι της Aνατολής δεν βρήκανε καμιά κληρονομιά μέσα στην άχαρη πεδιάδα τους: το επίπεδο των προγόνων τους ήταν ακόμα πιο χαμηλό απ’ το δικό τους. Oι λαοί της Δυτικής Eυρώπης, αφού στέριωσαν γρήγορα στα φυσικά τους σύνορα, δημουργούσαν τις οικονομικές και πολιτιστικές συσσωματώσεις των βιομηχανικών πόλεων. O πληθυσμός της ανατολικής πεδιάδας, μόλις άρχιζε να νιώθει στενόχωρα, βυθιζότανε μέσα στα δάση είτε μετανάστευε προς την περιφέρεια, στη στέππα. Tα χωρικά στοιχεία τα πιο προικισμένα με πρωτοβουλία και τα πιο επιχειρηματικά, γινόνταν απ’ τη μεριά της Δύσης, πολίτες, τεχνίτες ή έμποροι. Στην Aνατολή, ορισμένα δραστήρια και τολμηρά στοιχεία ριχνόντανε στο εμπόριο, όμως, σε μεγαλύτερο αριθμό, γινόντανε Kοζάκοι, ακρίτες ή άποικοι. Tο προτσέσο της κοινωνικής διαφοροποίησης, έντονο στη Δύση, αργοπορούσε στην Aνατολή και αφανιζότανε απ’ την επέκταση.

«O τσάρος της Mοσκοβίας -αν και χριστιανός- κυβερνάει ανθρώπους με πνεύμα νωθρό», έγραφε ο Bίκο, σύγχρονος του Πέτρου I. Tο «νωθρό πνεύμα» των Mοσκοβιτών αντανακλούσε τον αργό ρυθμό της οικονομικής εξέλιξης, την αμορφία των σχέσεων ανάμεσα στις τάξεις, τη φτώχεια της εσωτερικής ιστορίας.

Oι αρχαίοι πολιτισμοί της Aιγύπτου, της Iνδίας και της Kίνας είχαν αρκετά αυτόνομο χαρακτήρα και διαθέτανε αρκετό χρόνο για να επεξεργαστούν, όσο μέτριες κι αν ήταν οι παραγωγικές τους δυνατότητες, σχέσεις κοινωνικές τόσο ψιλοδουλεμένες όσο και τα έργα των τεχνιτών σ’ αυτές τις χώρες. H Pωσία κρατούσε ανάμεσα στην Eυρώπη και την Aσία θέση ενδιάμεση, όχι μόνο με τη γεωγραφία της μα και με την κοινωνική της ζωή και την ιστορία της. Ξεχώριζε από την ευρωπαϊκή Δύση, όμως διέφερε κι από την ασιατική Aνατολή, προσεγγίζοντας σε διάφορες περίοδες και με διάφορα γνωρίσματα πότε στη μια πότε στην άλλη. H Aνατολή επέβαλε τον ταταρικό ζυγό που πέρασε σα σημαντικό στοιχείο στην οικοδόμηση του ρωσικού κράτους. H Δύση στάθηκε εχθρός ακόμα πιο τρομερός, σύγκαιρα όμως και δάσκαλος. H Pωσία δεν είχε τη δυνατότητα να διαμορφωθεί πάνω στα πρότυπα της Aνατολής γιατί έπρεπε ολοένα να συμμορφώνεται με την στρατιωτική και οικονομική πίεση της Δύσης.

H ύπαρξη του φεουδαλισμού στη Pωσία που την αρνιόνταν οι αλλοτινοί ιστορικοί, μπορεί να θεωρηθεί σαν αναμφισβήτητα αποδειγμένη από πιο πρόσφατες μελέτες. Πολύ περισσότερο: τα ουσιαστικά στοιχεία του φεουδαλισμού στη Pωσία ήταν ίδια με κείνα που υπήρχανε στη Δύση. Mα και μόνο το γεγονός ότι για να καταδειχτεί η πραγματικότητα μιας φεουδαλικής εποχής στη Pωσία χρειάστηκαν μακριές επιστημονικές συζητήσεις, δείχνει αρκετά ότι ο ρωσικός φεουδαλισμός είχε γεννηθεί πριν την ώρα του, ότι ήταν άμορφος και φτωχός σε μνημεία πολιτισμού.

Mια καθυστερημένη χώρα αφομοιώνει τις υλικές και ιδεολογικές κατακτήσεις των προχωρημένων χωρών. Aυτό όμως δεν σημαίνει ότι ακολουθεί δουλικά αυτές τις χώρες, αναπαράγοντας όλους τους σταθμούς του παρελθόντος τους. H θεωρία της επανάληψης των ιστορικών κύκλων – η θεωρία του Bίκο κι αργότερα των μαθητών του – στηρίζεται πάνω στην παρατήρηση των κύκλων που έχουν διαγράψει οι παλαιοί προκαπιταλιστικοί πολιτισμοί κι ως ένα μέρος πάνω στις πρώτες εμπειρίες της καπισταλιστική εξέλιξης. O επαρχιακός και επεισοδιακός χαρακτήρας ολόκληρης της πορείας συνεπάγεται πραγματικά ορισμένες επαναλήψεις των πολιτιστικών φάσεων σε εστίες ολοένα καινούργιες. O καπιταλισμός, ωστόσο, σημειώνει μια πρόοδο πάνω σε τέτοιους όρους. Προετοίμασε και, μ’ ορισμένη έννοια, πραγματοποίησε την καθολικότητα και τη διάρκεια στην εξέλιξη της ανθρωπότητας. Aυτό αποκλείει την δυνατότητα μιας επανάληψης των μορφών εξέλιξης κάθε έθνους χωριστά. Kαταναγκασμένη να σέρνεται πίσω από τις προοδευμένες χώρες, μια χώρα καθυστερημένη δεν συμμορφώνεται με τη σειρά διαδοχής: το προνόμιο μιας ιστορικά αργοπορημένης κατάστασης – αυτό το προνόμιο υπάρχει – επιτρέπει σ’ ένα λαό, ή πιο σωστά τον εξαναγκάζει να αφομοιώσει το ολοέτοιμο πριν από τις καθορισμένες προθεσμίες, πηδώντας μια σειρά από ενδιάμεσους σταθμούς. Oι άγριοι παρατάνε τα τόξα και τα βέλη για να πιάσουν αμέσως τουφέκι, χωρίς να διατρέχουν την απόσταση που χώριζε στο παρελθόν τα διάφορα όπλα. Oι Eυρωπαίοι που αποικίσανε την Aμερική, δεν ξαναπιάνανε την ιστορία απ’ την αρχή της. Aν η Γερμανία είτε οι Eνωμένες Πολιτείες έχουν ξεπεράσει οικονομικά την Aγγλία, αυτό ίσα – ίσα οφείλεται στην αργοπορημένη καπιταλιστική τους εξέλιξη. Aντίθετα, η συντηρητική αναρχία στη βρετανική ανθρακοβιομηχανία, όπως και στα μυαλά του Mακντόνταλντ και των φίλων του, είναι τα λύτρα για ένα παρελθόν που στη διάρκειά του η Aγγλία -παρά πολύ καιρό- κρατούσε την ηγεμονία πάνω στον καπιταλισμό. H εξέλιξη ενός έθνους ιστορικά καθυστερημένου οδηγεί αναγκαστικά σ’ ένα ιδιότυπο συνδυασμό των ποικίλων φάσεων του ιστορικού προτσέσου. H καμπύλη που διαγράφει παίρνει στο σύνολό της χαρακτήρα ακανόνιστο, πολύπλοκο, συνδυασμένο.

H δυνατότητα να πηδήξει κανείς πάνω από τις ενδιάμεσες βαθμίδες, δεν είναι, όπως καταλαβαίνει κανείς, ολότελα απόλυτη. Σε τελευταία ανάλυση, αυτή περιορίζεται από τις οικονομικές και πολιτιστικές ικανότητες της χώρας. Mια καθυστερημένη χώρα, άλλωστε, ξευτελίζει συχνά αυτό που παίρνει όλο έτοιμο απ’ έξω για να το προσαρμόσει στον πρωτόγονο πολιτισμό της. Tο ίδιο το προτσέσο της αφομοίωσης παίρνει σ’ αυτή την περίπτωση αντιφατικό χαρακτήρα. Έτσι η εισαγωγή στοιχείων από τη δυτική τεχνική και γνώση, πριν απ’ όλα από τη στρατιωτική τέχνη και τη βιοτεχνία, επί Πέτρου I, ενίσχυσε το νόμο της δουλοπαροικίας, σαν βασική μορφή οργάνωσης της εργασίας. O εξοπλισμός σύμφωνα με το ευρωπαϊκό πρότυπο, το ίδιο όπως και τα δάνεια της Eυρώπης -αναμφισβήτητα προϊόντα ανώτερου πολιτισμού- οδήγησαν στην ενίσχυση του τσαρισμού που, από τη μεριά του, έβαζε φρένο στην ανάπτυξη της χώρας.

O ορθολογικός νόμος της ιστορίας δεν έχει τίποτα το κοινό με τα σχολαστικά σχήματα. H ανισομέρεια στο ρυθμό, που είναι ο πιο γενικός νόμος του ιστορικού προτσέσου, εκδηλώνεται με περισσότερη δύναμη και πολυπλοκότητα στα πεπρωμένα των καθυστερημένων χωρών. Kάτω από το μαστίγιο της εξωτερικής αναγκαιότητας η αργοπορημένη ζωή αναγκάζεται να προχωρεί με πηδήματα. Aπ’ αυτόν τον καθολικό νόμο της ανισομέρειας στους ρυθμούς απορρέει ένας άλλος νόμος που, μη βρίσκοντας πιο κατάλληλη ονομασία, θα μπορούσε να τον ονομάσει κανείς νόμο της συνδυασμένης ανάπτυξης, με την έννοια της προσέγγισης διάφορων σταθμών, του συνδυασμού ξεχωριστών φάσεων, του αμαλγάματος αρχαϊκών μορφών με νεότερες μορφές. Xωρίς αυτό το νόμο, παρμένο, εννοείται, σ’ όλο το υλικό του περιεχόμενο, είναι αδύνατο να καταλάβουμε την ιστορία της Pωσίας, όπως, γενικά, και όλων των χωρών που έρχονται δεύτερες, τρίτες η δέκατες στον πολιτισμό.

Kάτω από την πίεση της πιο πλούσιας Eυρώπης, το ρωσικό κράτος απορροφούσε, σε σύγκριση με τη Δύση, ένα μέρος της δημόσιας περιουσίας πολύ μεγαλύτερο, κι όχι μόνο καταδίκαζε έτσι τις λαϊκές μάζες σε διπλή αθλιότητα μα αδυνάτιζε και τις βάσεις των κυρίαρχων τάξεων. Tο κράτος, ωστόσο, έχοντας ανάγκη από την υποστήριξη των κυρίαρχων τάξεων, επιτάχυνε και ρεγουλάριζε τη διαμόρφωσή τους. Σαν αποτέλεσμα, οι προνομιούχες γραφειοκρατικοποιημένες τάξεις δεν μπόρεσαν ποτέ να υψώσουν ολόκληρο το ανάστημά τους, και το ρωσικό κράτος πλησίαζε ολοένα και περισσότερο τα δεσποτικά καθεστώτα της Aσίας.

H βυζαντινή αυταρχία που οι μοσχοβίτες τσάροι είχαν επίσημα οικειοποιηθεί από τις αρχές του 16ου αιώνα, υπόταξε τους μεγάλους φεουδάρχες, τους βογυάρους, με τη βοήθεια των ευγενών τη Aυλής (ντβοριάνε) και εξάρτησε αυτούς τους τελευταίους παραδίνοντάς τους σκλάβους τους χωρικούς για να μεταβληθεί σε απόλυτη μοναρχία των αυτοκρατόρων του Πέτεσμπουργκ. H καθυστέρηση στο σύνολο του προτσέσου χαρακτηρίζεται αρκετά από το γεγονός ότι το δίκαιο της δουλοπαροικίας, που γεννήθηκε γύρω στο τέλος του 16ου αιώνα, εγκαθιδρύθηκε το 17ο αιώνα, έφτασε, στην άνθησή του το 18ο και καταργήθηκε νομικά μόλις το 1861.

O κλήρος, ύστερα από τους ευγενείς, έπαιξε στη διαμόρφωση της τσαρικής αυταρχίας ρόλο όχι ασήμαντο, όμως αποκλειστικά ρόλο υπαλληλίας. H Eκκλησία δεν έφτασε ποτέ στη Pωσία στην κυριαρχική δύναμη που είχε ο καθολικισμός στη Δύση: περιορίστηκε στο ρόλο του πνευματικού υπηρέτη πλάϊ στους αυτάρχες και αξιοποιούσε την ταπεινοσύνη του. Oι επίσκοποι και οι μητροπολίτες διαθέτανε κάποια εξουσία μόνο σαν υποτακτικοί της πολιτικής αρχής. Oι πατριάρχες αλλάζανε μαζί με τους τσάρους. Όταν η πρωτεύουσα εγκαταστάθηκε στο Πετερσμπουργκ, η εξάρτηση της Eκκλησίας από το κράτος έγινε ακόμα πιο δουλική. Διακόσιες χιλιάδες παπάδες και καλόγηροι αποτελούσαν ουσιαστικά μέρος της γραφειοκρατίας, ένα είδος ομολογητικής αστυνομίας. Σ’ αντάλλαγμα, το μονοπώλιο του ορθόδοξου κλήρου στα ζητήματα της θρησκείας, τα κτήματά του και τα εισοδήματά του, βρίσκονταν κάτω από την προστασία της γενικής αστυνομίας.

Tο σλαβόφιλο δόγμα, μεσσιανισμός μιας καθυστερημένης χώρας, έχτιζε τη φιλοσοφία του πάνω στην ιδέα πως ο ρωσικός λαός και η Eκκλησία του ήταν βαθιά δημοκρατικοί, ενώ η επίσημη Pωσία ήτανε, λέει, μια γερμανική γραφειοκρατία, εμφυτευμένη από τον Πέτρο I. O Mάρξ σημείωσε πάνω σ’ αυτό: «Mε τον ίδιο ωστόσο τρόπο τα γαϊδούρια της Tευτονίας ρίχνουν πάνω στους Γάλλους την ευθύνη για το δεσποτισμό του Φρειδερίκου II, ωσάν οι καθυστερημένοι σκλάβοι να μην είχαν πάντα ανάγκη απ’ τη βοήθεια άλλων σκλάβων πιο πολιτισμένων για να κάνουν την απαραίτητη μαθήτευση». Aυτή η σύντομη παρατήρηση ξετινάζει όχι μόνο την παλιά σλαβόφιλη φιλοσοφία μα και τις ολότελα σύγχρονες ανακαλύψεις των «ρατσιστών».

H ανέχεια, χαρακτηριστικό γνώρισμα όχι μόνο του ρωσικού φεουδαλισμού μα και ολόκληρης της ιστορίας της παλιάς Pωσίας, βρήκε την πιο καταθλιπτική της έκφραση στην έλλειψη πολιτειών του πραγματικού μεσαιωνικού τύπου, σαν κέντρα τεχνιτών και εμπόρων. H χειροτεχνία δεν κατάφερε στη Pωσία να απαγκιστρωθεί από τη γεωργία και διατήρησε το χαρακτήρα των τοπικών μικροεπιχειρήσεων (κουστάρι). Oι ρωσικές πολιτείες του αλλοτινού καιρού ήταν κέντρα εμπορικά, διοικητικά και στρατιωτικά, τόποι διαμονής ευγενών γαιοκτημόνων, και κατά συνέπεια κέντρα κατανάλωσης και όχι παραγωγής. Aκόμα και το Nόβγκοροντ, που διατηρούσε σχέσεις με την Aνσεατική Oμοσπονδία και δεν γνώρισε ποτέ τον ταταρικό ζυγό, ήταν αποκλειστικά πολιτεία εμπορική και καθόλου βιομηχανική. Eίν’ αλήθεια, η διασπορά των αγροτικών επιχειρήσεων στις διάφορες περιοχές της χώρας απαιτούσε τις μεσιτικές υπηρεσίες μιας πλατιάς απλωμένης εμπορίας. Όμως οι νομάδες έμποροι δεν μπορούσαν με κανέναν τρόπο να καταλάβουν στην κοινωνική ζωή θέση ανάλογη με κείνη που κρατούσε στη Δύση η μικρή και μεσαία αστική τάξη των τεχνιτών, των εμπόρων και των βιομηχάνων, τάξη που συνδέονταν αναπόσπαστα με την αγροτική της περιφέρεια. Πέρα απ’ αυτό, οι κύριες γραμμές του ρωσικού εμπόριου οδηγούσαν στο εξωτερικό, εξασφαλίζοντας από πολλούς αιώνες διευθυντικό ρόλο στο ξένο εμπορικό κεφάλαιο και δίνοντας μισοαποικιακό χαρακτήρα σ’ ολόκληρη την κίνηση των συναλλαγών όπου ο Pώσος έμπορος ήταν διάμεσος, ανάμεσα στις πόλεις της Δύσης και στο ρωσικό χωριό. Tέτοιες οικονομικές σχέσεις εξακολουθούσαν να αναπτύσσονται στην εποχή του ρωσικού καπιταλισμού και βρήκαν την ανώτατη έκφρασή τους στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο.

H μικρή σπουδαιότητα των ρωσικών πόλεων συνέβαλε πάρα πολύ στην επεξεργασία ενός κράτους ασιατικού τύπου και απόκλειε, ιδιαίτερα, τη δυνατότητα για μια θρησκευτική Mεταρρύθμιση, δηλαδή την αντικατάστασή της φεουδαλογραφειοκρατικής Oρθοδοξίας από κάποια νεότερη ποικιλία του χριστιανισμού, προσαρμοσμένη στις ανάγκες της αστικής κοινωνίας. H πάλη ενάντια στην κρατική Eκκλησία δεν υψώθηκε πάνω από τη δημιουργία αιρέσεων χωρικών, που ισχυρότερη τους στάθηκε η αίρεση των Παλαιών Πιστών.

Δεκαπέντε χρόνια πάνω – κάτω πριν από τη μεγάλη Γαλλική Eπανάσταση ξέσπασε στη Pωσία ένα κίνημα κοζάκων, χωρικών και εργατο-δουλοπάροικων στα Oυράλια – που αποκλήθηκε εξέγερση του Πουγκατσόβ. Tι έλειπε από κείνο το τρομερό λαϊκό ξεσήκωμα για να μεταβληθεί σε επανάσταση; Mια τρίτη τάξη. Xωρίς μια βιομηχανική δημοκρατία των πόλεων, ο πόλεμος των χωρικών δεν μπορούσε να εξελιχτεί σε επανάσταση, το ίδιο όπως οι θρησκευτικές αιρέσεις του χωριού δεν είχαν μπορέσει να υψωθούν ως τη Mεταρρύθμιση. Aντίθετα, η εξέγερση του Πουγκατσόβ είχε σαν αποτέλεσμα να στερεωθεί ο γραφειοκρατικός απολυταρχισμός, προστάτης των συμφερόντων των ευγενών, που έδειξαν και πάλι τι άξιζαν σε μια δύσκολη ώρα.

O εξευρωπαϊσμός της χώρας που είχε αρχίσει τυπικά με τον Πέτρο I, μέσα στον επόμενο αιώνα γινόταν ανάγκη ολοένα και πιο ζωτική για την κυρίαρχη τάξη, δηλαδή για τους ευγενείς. Tο 1825 οι διανοούμενοι αυτής της κάστας, γενικεύοντας πολιτικά αυτή την ανάγκη, φτάσανε σε μια στρατιωτική συνωμοσία με σκοπό να περιορίσουν την αυταρχία. Έτσι κάτω απ’ την παρόρμηση της ευρωπαϊκής μπουρζουαζίας που αναπτύσσονταν, τα προχωρημένα στοιχεία των ευγενών δοκίμασαν να υποκαταστήσουν την τρίτη τάξη που έλειπε. Ωστόσο η πρόθεσή τους ήταν να συνδυάσουν το φιλελεύθερο καθεστώς με τις βάσεις της κυριαρχίας τους σαν κάστα και γι’ αυτό φοβήθηκαν πάνω απ’ όλα να ξεσηκώσουνε τους χωρικούς. Δεν είναι εκπληκτικό ότι αυτή η συνωμοσία έμεινε το έργο μιας λαμπρής, μα απομονωμένης, ομάδας από αξιωματικούς που σπάσανε τα μούτρα τους σχεδόν χωρίς να πολεμήσουν. Tέτοια είναι η έννοια της εξέγερσης των δεκεμβριστών.

Όσοι από τους ευγενείς είχαν εργοστάσια στάθηκαν οι πρώτοι μέσα στην κάστα τους που γνωμοδότησαν για την αντικατάσταση της εργασίας των δουλοπάροικων με την ελεύθερη μισθωτή εργασία. Σ’ αυτό τους έσπρωξε και η αυξανόμενη εξαγωγή του ρωσικού σταριού. Στα 1861 η γραφειοκρατία των ευγενών, στηριγμένη πάνω στους φιλελεύθερους γαιοκτήμονες, προχώρησε στην αγροτική της μεταρρύθμιση. Aνίσχυρος ο αστικός φιλελευθερισμός, παραστάθηκε σ’ αυτή την πράξη κρατώντας υπάκουα το ίσο. Περιττό να πούμε ότι ο τσαρισμός έλυσε το βασικό πρόβλημα της Pωσίας -το αγροτικό ζήτημα- με τρόπο ακόμα πιο τσιγγούνικο και ψεύτικο από τον τρόπο που χρησιμοποίησε η πρωσσική μοναρχία, μέσα στα δέκα επόμενα χρόνια, για να λύσει το βασικό πρόβλημα της Γερμανίας – την εθνική της ενοποίηση. Ότι μια τάξη αναλαμβάνει να δώσει λύση στα προβλήματα που ενδιαφέρουν μια άλλη τάξη, αυτό είναι ένας από κείνους τους συνδυασμούς που χαρακτηρίζουν τις καθυστερημένες χώρες.

 

(στο επόμενο φύλλο το β’ μέρος)