ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑΣ // Μέρος Έκτο : Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΝΟΥΡ ΑΠΟ ΤΟ ΧΑΛΕΠΙ ΤΗΣ ΣΥΡΙΑΣ

 

(εξιστορήσεις από την καθημερινότητα των εγκλωβισμένων προσφύγων από το προσωπικό ημερολόγιο μιας αλληλέγγυας).

Η Νουρ ήταν μια ψιλόλιγνη κοπέλα από το Χαλέπι της Συρίας, γύρω στην ηλικία των 30 ετών. Σε αντίθεση με την μεγάλη πλειοψηφία των Σύρων προσφύγων που είναι σουνίτες μουσουλμάνοι ή Κουρδικής εθνικής καταγωγής και έφυγαν από την χώρα τους γιατί είχαν να αντιμετωπίσουν την διπλή καταστολή από την μια μεριά του καθεστώτος Άσαντ και από την άλλη μεριά την ωμή βία του ISIS και των άλλων μικρότερων τζιχαντιστικών ομάδων, η Νουρ δεν ανήκει σε καμιά από τις δύο ομάδες.

Είναι μια αλεβίτισα, από την κυρίαρχη δηλαδή μειονότητα της Συρίας, την κοσμική, από την οποία προέρχεται και ο Άσαντ και ενός μεγάλου κομματιού από την ελίτ του καθεστώτος του Συριακού Μπάαθ. Η Νουρ όπως και η μεγάλη πλειοφηφία των αλεβιτισών γυναικών δεν φοράει μαντίλα, και αντίθετα έχει πολύ κοσμικά χαρακτηριστικά στην εμφάνιση και στο ντύσιμό της. Ντύνεται με απλά t shirt και τζιν παντελόνια, και βάφεται διακριτικά.

Η ίδια, μάλιστα μας έλεγε ότι αν και κατάγεται από το Χαλέπι εργάζονταν επί χρόνια στην Λατάκεια σε σχετικά ευκατάστατη γειτονιά σε μαγαζί ρούχων γυναικείας μόδας ως πωλήτρια και είχε την ευκαιρία να συναναστραφεί με ένα ιδιαίτερα κοσμικό περιβάλλον πελατισσών που λίγο ως πολύ άνηκαν είτε στην αλεβίτικη ελίτ είτε στις χριστιανικές μειονότητες της χώρας.

Η παραθαλάσσια πόλη της Λατάκειας στη βόρεια Συρία είναι το πιο σημαντικό της λιμάνι και η βασική πόλη της αλεβίτικης κοσμικής μειονότητας. Έμεινε σε μεγάλο βαθμό ανεπηρέαστη από τον πόλεμο εξαιτίας του σχετικά συμπαγούς αλεβίτικου πληθυσμού της και μάλιστα σε ορισμένες οργανωμένες παραλίες της πόλης, καταγράφονται σε όλη την διάρκεια της εμπόλεμης περιόδου ακόμη και αφίξεις τουριστών που ανήκουν είτε στην ελίτ της χώρας, είτε σε λίγους ξένους Ρώσους, Τούρκους ή και Λιβανέζους πολίτες, καθώς οι τουριστικές της υποδομές είναι διάσημες από παλιά. Μάλιστα στη δεκαετία του ‘80 είχε διοργανώσει και τους Μεσογειακούς αγώνες με μια γιγάντια επιχείρηση δημοσίων επενδύσεων από το καθεστώς του πατρός Άσαντ που εκσυγχρόνισε συνολικά τις υποδομές της πόλης.

Ο πόλεμος δεν την άγγιξε καθόλου και η έντονη ρωσική παρουσία εξαιτίας της μεγάλης ναυτικής βάσης ελλιμενισμού του ρωσικού στόλου λειτούργησε αποτρεπτικά σε οποιαδήποτε τζιχαντιστική επιβουλή, σε συνδυασμό με τον τοπικό πληθυσμό που είναι κατά μεγάλη πλειοψηφία φιλικά προσκείμενος στον Άσαντ.

Ωστόσο, η Νουρ αποφάσισε να φύγει από την Λατάκια και να πάει πίσω στο εμπόλεμο Χαλέπι.  Όπως η ίδια εκμυστηρεύτηκε στην Χ. ο λόγος ήταν η αναζήτηση της αγάπης της. Η οποία όμως δεν είναι συνηθισμένη για τα Συριακά δεδομένα. Η αγάπη της Νουρ ήταν μια άλλη γυναίκα, η Αϊσέ. Παντρεμένη, από σουνίτικη συντηρητική οικογένεια η Αϊσέ, αλλά σε διάσταση με τον σύζυγό της, ζούσε επίσης στην Λατάκεια όταν γνωρίστηκε με την Νουρ.

Η οικογένεια της Αϊσέ από την μεριά της αναγκάστηκε να φύγει από την Αλεβίτικη Λατάκεια για το Σουνιτικό Χαλέπι από το οποίο κατάγονταν. Η Νουρ την ακολούθησε πάνω στην αναπουμπούλα του πολέμου. Όμως ήταν αδύνατον ακόμη και για την κοσμική Αλεβίτικη οικογένεια της Νουρ να εγκρίνει μια τέτοια σχέση και μάλιστα με μια Σουνίτισα γυναίκα! Έτσι αποκήρυξε την Νουρ και την έδιωξε.

Όταν η Νουρ βρέθηκε στο Χαλέπι αναζητώντας την Αϊσέ έμαθε ότι λόγω του πολέμου, αυτή είχε φύγει για το εξωτερικό. Έτσι αποφάσισε να την αναζητήσει και εκεί. Αλλά έπεσε πάνω στο κλείσιμο των συνόρων και εγκλωβίστηκε στην Χίο. Εκεί αντιμετώπισε τον ρατσισμό από τους άλλους πρόσφυγες, ως γυναίκα που ταξίδευε μάλιστα μόνη, ως λεσβία πράγμα αδιανόητο να εκδηλώνεται δημόσια στη Συριακή κοινωνία, και ως Αλεβίτισα που κυκλοφορούσε δημόσια χωρίς μαντίλα.

Δεχόταν καθημερινά απειλές μέσα στον καταυλισμό και για να επιβιώσει ζήτησε την παρέα και την βοήθεια Παλαιστινίων και Κούρδων με προοδευτική πολιτική συγκρότηση. Με την δική τους βοήθεια, ήρθε σε επαφή και προώθησε το αίτημα ασύλου της με δικηγόρο όπου και -η αλήθεια να λέγεται- αντιμετωπίστηκε με σχετικά ταχείες διαδικασίες από την Υπηρεσία Ασύλου ως «ιδιαίτερα ευάλωτη ομάδα» αφού κινδύνευε άμεσα η σωματική της ακεραιότητα.

Πράγματι, στις αρχές Ιουνίου 2016, η Νουρ πήρε άσυλο και προωθήθηκε στην Αθήνα όπου και θα της δίνονταν ταξιδιωτικά έγγραφα. Ωστόσο όταν έφτασε με χαρά και λαχτάρα εκεί, έμαθε ότι η Γερμανία στην οποία είχε αιτηθεί μετεγκατάσταση από το πρόγραμμα των «ευάλωτων ομάδων» την είχε απορρίψει και αντίθετα η μόνη χώρα που είχε δεχτεί να την φιλοξενήσει ήταν η μακρινή Φινλανδία!! Και μάλιστα έπρεπε να πάρει άμεσα μια απόφαση take it or leave it και είτε να φύγει μετά από έναν μήνα, είτε να ρισκάρει ένα παράνομο και επίφοβο ταξίδι στο Βερολίνο με αμφίβολο αποτέλεσμα, είτε να εγκλωβιστεί στην Ελλάδα επ’ αόριστο.

Την μέρα που πήρε στα χέρια της την απορριπτική απόφαση της Γερμανίας, κάθισε στα σκαλοπάτια της υπηρεσίας ασύλου στην Κατεχάκη και έκλαιγε με τα πράγματα της στο σακίδιό της.

«Δεν θα ξαναδώ την Αϊσέ», είπε με δάκρυα απόγνωσης στον Γ. που ήταν μαζί της. Κάποιοι φίλοι μεσολάβησαν και της βρήκαν ένα προσωρινό κατάλυμα σε μια κατάληψη στέγης προσφύγων μέχρι να αποφασίσει τι θα κάνει.

Εκεί άρχισε σιγά σιγά να συνειδητοποιεί τι πρέπει να κάνει. Τελικά μια μέρα χαιρέτησε τους συγκάτοικους στην κατάληψη, και τον Γ. με την Χ. και ανακοίνωσε ότι θα έφευγε για το Ελσίνκι της Φινλανδίας. Από τότε η Νουρ, μένει εκεί.

Η Αϊσέ συνεχίζει να μένει στο Βερολίνο της Γερμανίας.

Μιλάνε μόνο με skype μεταξύ τους. Ταυτόχρονα η Νουρ στέλνει σε γιορτές και επετείους, τις ευχές και στην Χ., στον Γ. και στους Παλαιστίνιους και Κούρδους φίλους που την βοήθησαν σε αυτό το ταξίδι.

Νουρ, σημαίνει «φως» στα αραβικά….

Χ. και Γ.