ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑΣ Μέρος Β'

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑΣ Μέρος Δεύτερο
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΟΥ ΜΑΧΜΟΥΤ ΑΠΟ ΤΟ ΧΑΛΕΠΙ ΤΗΣ ΣΥΡΙΑΣ

(Eξιστορήσεις από την καθημερινότητα των εγκλωβισμένων προσφύγων από το προσωπικό ημερολόγιο μιας αλληλέγγυας).

Ο Μαχμούτ, 39 ετών, γεννήθηκε στο Χαλέπι της Συρίας, και είναι Παλαιστίνιος πρόσφυγας τρίτης γενιάς. Πέρασε στην Ελλάδα, στη Χίο, στις 20 Μαρτίου 2016 και εγκλωβίστηκε μαζί με άλλους στην αρχή στην ΒΙΑΛ και μετά από λίγο καιρό στη Σούδα.

Ο παππούς του γεννήθηκε στην Μπερσεβά της Παλαιστίνης (σήμερα τμήμα του Ισραήλ) και αναγκάστηκε να φύγει μετά το 1948 για την Τζενίν της Παλαιστίνης που τότε ήταν τμήμα της Ιορδανίας. Μετά τον πόλεμο των 6 ημερών, το 1967, έφυγε μαζί με τον πατέρα του Μαχμούτ για τη Συρία. Η Τζενίν στις μέρες μας είναι τμήμα της Δυτικής Όχθης.
Η οικογένειά του λοιπόν είχε ήδη πάρει τον δρόμο της προσφυγιάς δύο φορές πριν τον τωρινό πόλεμο.

Σημειώνουμε ότι ο ίδιος και η οικογένειά του ήταν “stateless”, δηλαδή «ανιθαγενής» καθώς το Συριακό κράτος, όπως και όλα τα «αδερφά» αραβικά κράτη, δεν απέδιδε υπηκοότητα Σύρου πολίτη, ή έστω διπλή υπηκοότητα στον μεγάλο Παλαιστινιακό προσφυγικό πληθυσμό. Επισήμως ο λόγος που αυτό γίνονταν ήταν για λόγους «μη αναγνώρισης των τετελεσμένων της ίδρυσης του κράτους του Ισραήλ». Στην πράξη αυτό οδηγούσε σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας με πολλά προβλήματα στην καθημερινότητά τους, και μια νέα γκετοποίηση που οδηγούσε και σε ρατσιστική αντιμετώπιση.

Ο Μαχμούτ μεγάλωσε σε ένα οικογενειακό περιβάλλον με κοσμικές πολιτικές παραδόσεις καθώς ο πατέρας ήταν αριστερός αγωνιστής και δραστηριοποιούνταν μέσα στις τάξεις των αριστερών οργανώσεων της PLO στη Συρία. Στη μεγάλη εξέγερση των φανατικών Ισλαμιστών της Μουσουλμανικής Αδελφότητας μάλιστα μεταξύ 1979-1982 ο πατέρας του δολοφονήθηκε έξω από το σπίτι του, από αγνώστους, κατά πάσα πιθανότητα από σαλαφιστές.
Ο Μαχμούτ μεγάλωσε με αυτές τις μνήμες, αλλά ταυτόχρονα ήθελε και να χαράξει έναν δικό του δρόμο και να ζήσει την ζωή του όσο το δυνατόν πιο ευχάριστα. Σπούδασε Αγγλική φιλολογία και ταυτόχρονα στον ελεύθερο χρόνο του έκανε μαθήματα latin χορού, μένοντας έξω από την οργανωμένη πολιτική ζωή των Παλαιστινιακών κοινοτήτων.
Κατάφερε να βρει μια δουλειά στο πανεπιστήμιο του Χαλεπίου στην έδρα Αγγλικής φιλολογίας, αλλά καθώς είναι Παλαιστίνιος δεν μπορούσε να διδάξει και έτσι εργάζονταν ως διοικητικό/βοηθητικό προσωπικό.
Παντρεύτηκε μάλιστα και έκανε και δύο κόρες με την σύζυγο του, αλλά σύντομα βρέθηκε σε διάσταση μαζί της, καθώς εκείνη κατάγεται από μια συντηρητική και βαθιά θρησκευόμενη οικογένεια και αρκετά παρεμβατική καθώς δεν ενέκρινε το life style του.

Όταν ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος και ειδικά όταν αυτός μεταφέρθηκε μέσα στις συνοικίες του Χαλεπίου, το μεν σπίτι του, του αδερφού του και της μητέρας του, βρέθηκε στην ελεγχόμενη από τους τζιχαντιστές της Αλ Νούσρα περιοχή, το δε πανεπιστήμιο, η εργασία του, βρέθηκε στα χέρια των δυνάμεων του Άσσαντ. Για ένα μεγάλο διάστημα που ο πόλεμος ήταν ακόμη «χαμηλής έντασης», μπορούσε να διασχίζει με το ποδήλατό του, τα οδοφράγματα για να πάει από την μία περιοχή στην άλλη. Στους μεν, έπρεπε να πει ότι «διαφωνεί με τον χασάπη Άσσαντ και τους αποστάτες αλεβίτες» και στους δε, έπρεπε να πει ότι «οι ισλαμιστές σαλαφιστές είναι καθάρματα και μας κρατάνε ομήρους».
Αλλά ακόμη διατηρούσε μια ισορροπία που του επέτρεπε να επιβιώνει. Αυτά άλλαξαν όμως σιγά-σιγά.

Πρώτα, οι τζιχαντιστές ήρθαν στο σπίτι της χήρας μητέρας του και της ζήτησαν να τους παραδώσει την μεγάλη βιβλιοθήκη του πατέρα, με βιβλία του Μαρξ, του Λένιν, του Τσε, του Αραφάτ κ.λπ. για να τα κάψουν δημόσια σε πλατεία της γειτονιάς μαζί με άλλα βιβλία «αθεϊστικής προπαγάνδας του Σατανά».
Εκείνη ζήτησε περιθώριο για να παραδώσουν τα βιβλία οι γιοί της, ο Μαχμούτ και ο αδερφός του. Αυτοί, πήγαν και έσκαψαν έναν βαθύ λάκκο σε τοποθεσία που μόνο εκείνοι ξέρουν και έθαψαν σε ένα μπαούλο, όλα τα πολύτιμα βιβλία μαζί με άλλα κειμήλια του πατέρα τους. Κατόπιν, παρέδωσαν στους τζιχαντιστές μόνο κάτι βιβλία μαγειρικής και χορού ξεγελώντας τους. Παράλληλα φυγάδευσαν την μητέρα μακριά από την γειτονιά σε άλλη πόλη, ασφαλή. Η μητέρα είναι πλέον ασφαλής, και το ίδιο και τα βιβλία που κάποια στιγμή θα ξεθαφτούν και θα ξαναγυρίσουν σε κάποιο ράφι βιβλιοθήκης.

Κατόπιν, μια μέρα που ο Μαχμούτ γύριζε από την δουλειά, υποχρεώθηκε από τους τζιχαντιστές, να παρακολουθήσει μαζί με όλη την γειτονιά έναν δημόσιο αποκεφαλισμό κάποιου «άθεου» που ήταν παλιός συμμαθητής του. Το πλήθος ήταν υποχρεωμένο να κρατιέται χέρι χέρι και οι ηγέτες της ομάδας των τζιχαντιστών τους παρακινούσαν να φωνάζουν διάφορα συνθήματα από την «Τάκβα», ένα είδος θρησκευτικής ομολογίας των φανατικών ισλαμιστών, ενώ παράλληλα τους βιντεοσκοπούσαν.
Αυτό ήταν και η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Αφού βεβαιώθηκε ότι οι κόρες του ήταν ασφαλείς μαζί με την εν διαστάσει σύζυγο, πήρε την απόφαση να φύγει και αυτός πρόσφυγας, ακολουθώντας την μοίρα του πατέρα του και του παππού του.

Είχε την τύχη μέσα στην ατυχία του, ως “stateless” να ανήκει στις λεγόμενες «ιδιαίτερα ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες». Με άριστη γνώση της Αγγλικής και αρκετά κοινωνικός ως χαρακτήρας, θα βοηθηθεί τόσο από εθελοντές, όσο και από εργαζόμενους σε ΜΚΟ αλλά ακόμη και ανθρώπους μέσα από την Ελληνική υπηρεσία ασύλου, έτσι ώστε να καταφέρει να πάρει σύντομα ΑΦΜ, άδεια εργασίας και άσυλο και να βρει δουλειά σε κάποια πολυεθνική ΜΚΟ ως «πολιτιστικός διαμεσολαβητής».
Με αυτή την ιδιότητα τελικά βρέθηκε στην Ισπανία, όπου συνεχίζει να ζει κα να εργάζεται εκεί. Εκεί μάλιστα τελειοποιεί και τις γνώσεις του στους latin χορούς.

Ο ίδιος έλεγε ότι οι δύο μεγάλοι στόχοι της ζωής του είναι, πρώτον να φέρει στην Ευρώπη τις δύο κόρες του όταν μεγαλώσουν και δεύτερον, όταν τελειώσει ο πόλεμος να πάει πίσω και να ξεθάψει τα βιβλία του πατέρα του, του Μαρξ και να τα διαβάσει ως ελάχιστο τρόπο να τιμήσει την μνήμη του.

Χ & Γ