100 χρόνια από το βιβλίο του Λένιν “Ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού”
ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ, ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΗΜΕΡΑ[1]
του Σάββα Μιχαήλ
Εκατό χρόνια πριν, μια ιστορική αλληλουχία ιμπεριαλισμού, πολέμου και επανάστασης κορυφώθηκε στο μέγα Συμβάν της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης του 1917 στην τσαρική Ρωσία.
Την παραμονή της εκατονταετηρίδας αυτού το πρωτοφανούς ρήγματος στην παγκόσμια ιστορία, η ανθρωπότητα βλέπει τον υπαρκτό ιμπεριαλισμό και τους πολέμους να επανέρχονται δραματικά, από τις αρχές του 21ου αιώνα μέχρι σήμερα. Το κρίσιμο ερώτημα παραμένει κι αφορά τον “τρίτο όρο” της ιστορικής αλληλουχίας: θα συναντήσουν οι εν εξελίξει τραγωδίες του ιμπεριαλισμού και του πολέμου τη λυτρωτική στιγμή μιας επαναστατικής κάθαρσης;
A
Τρεις Ερινύες
Παρεμβαίνοντας στις οξύτατες διαμάχες για το Δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου του 2016 στη Βρετανία για τις προοπτικές ενός “Brexit” από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ο Βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον, επικαλούμενος τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία τη δεκαετία του 1990, καθώς και τις σκοτεινές μνήμες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ύψωσε το φάντασμα του κινδύνου μιας νέας πολεμικής ανάφλεξης στην ευρωπαϊκή ήπειρο.[2]
Οι προειδοποιήσεις του βρήκαν σύντομα την ηχώ τους στις δηλώσεις δύο ανώτερων πρώην συμβούλων ασφαλείας Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων Προέδρων των ΗΠΑ, των Στήβεν Χάντλεϊ και Τομ Ντόνιλον.[3] Ένας Μεγάλος Πόλεμος που θα καταπιεί την Ευρώπη και τον κόσμο δεν θεωρείται πλέον από τις άρχουσες αστικές ελίτ της Δύσης, από τους πρωθυπουργούς και τους ειδικούς σε θέματα ασφάλειάς τους, ως μια μνήμη του μακρινού παρελθόντος ή σαν ένα παράλογο σενάριο μιας δυστοπικής πολιτικής φαντασίας.
Ο Ντέιβιντ Κάμερον τόνισε ιδιαίτερα τρεις απειλές που περιτριγυρίζουν την Ευρώπη το 2016, σαν εκδικητικές Ερινύες: την αντιπαράθεση μεταξύ Ρωσίας και Δύσης για την Ουκρανία· την απειλή από το Ισλαμικό Κράτος· την προσφυγική κρίση.
Είναι προφανής, βέβαια, ο δημαγωγικός και υποκριτικός χαρακτήρας μιας τέτοιας δήλωσης.
Καλύπτει σκόπιμα το ρόλο της “φιλειρηνικής” ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της Βρετανίας, στο διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας ή στους καταστροφικούς πολέμους στο Ιράκ, το Αφγανιστάν και τη Συρία, που γέννησαν και το τέρας του Φρανκενστάιν, το “Ισλαμικό Κράτος” (ή ISIS)· ή τον ρόλο τους στη λεγόμενη “προσφυγική κρίση”, στην ακατάπαυστη ροή των θυμάτων της Δύσης, που καταδικάζονται από την ίδια “ανθρωπιστική” ΕΕ να πνιγούν στη Μεσόγειο ή να εγκλειστούν σε καταυλισμούς ή να επαναπροωθηθούν στις τουρκικές φυλακές ή/και στις κατεστραμμένες τους πατρίδες.
Παρ’ όλα αυτά, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ο ηγέτης του βρετανικού ιμπεριαλισμού, χρησιμοποιώντας το ως επιχείρημα για τους δικούς του βραχυπρόθεσμους σκοπούς, κατέφυγε στην επισήμανση της επικαιρότητας ενός διεθνούς κινδύνου πολέμου στην ευρωπαϊκή ήπειρο, επτά δεκαετίες μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Αξίζει να σημειωθεί επίσης, η έμφαση που δίνεται σε τρεις παράγοντες που οδηγούν στις σημαντικές αντιπαραθέσεις σε διεθνή κλίμακα: πρώτον, στη σύγκρουση μεταξύ της Δύσης (δηλαδή των ΗΠΑ, της ΕΕ και του ΝΑΤΟ) με τη Ρωσία· δεύτερο, το ΙΣΙΣ και τελευταίο αλλά όχι έσχατο, το γιγάντιο κύμα των προσφύγων από τις κατεστραμμένες από τον πόλεμο και από την πείνα ζώνες της Μέσης Ανατολής, της Ασίας και της Αφρικής, που προσπαθούν να επιβιώσουν φτάνοντας στην απαγορευμένη Γη, την Ευρώπη.
1. Η πρώτη Ερινύα έρχεται από την Ανατολή της Ευρώπης. Ονομάζεται παραπλανητικά, “η αντιπαράθεση Ρωσίας /Δύσης”. Περιλαμβάνει όχι μόνο το δράμα της Ουκρανίας και των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, αλλά και την ανάπτυξη των στρατιωτικών δυνάμεων του ΝΑΤΟ, βάσεων και πυραυλικών συστημάτων από τη Βαλτική Θάλασσα, την Πολωνία και την Ουκρανία μέχρι τα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο, με τη ρωσική απάντηση να έρχεται από την άλλη πλευρά των συνόρων. Ακόμη και τις μέρες που ο Κάμερον έκανε τις πολεμικές του προειδοποιήσεις, στάλθηκαν περισσότερες “ενισχύσεις” του Βρετανικού Ναυτικού στη Βαλτική Θάλασσα και ιδρύθηκε ένα νέο Bρετανό-νατοϊκό κέντρο πληροφοριών στο Ηνωμένο Βασίλειο, για να παρακολουθεί τις εξελίξεις στην Ευρώπη και την Αφρική.
Γίνεται σαφές σε όλους ότι οι θερινές ημέρες ευφορίας του άδοξου “τέλους του ψυχρού Πολέμου” έχουν περάσει προ πολλού και ένας νέος ψυχρός χειμώνας εντεινόμενων πιέσεων έχει έρθει για να μείνει. Ένας Μετά-Μετά-Ψυχρός Πόλεμος βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Είναι πολύ επικίνδυνος και εντεινόμενος. Όμως, από ιστορική, πολιτική και ιδεολογική άποψη, δεν είναι και δεν θα μπορούσε να είναι μια επανάληψη του παλιού Ψυχρού Πολέμου. Καμία δαιμονοποίηση του Πούτιν ή καταγγελίες για “επανερχόμενο ρωσικό ιμπεριαλιστικό επεκτατισμό” δε μπορούν να πετύχουν το σκοπό τους ή να έχουν την ίδια ιδεολογική επίδραση ως μέθοδοι πολιτικού ελέγχου πάνω στους ανθρώπους, όπως είχαν στο παρελθόν, μετά το 1917 ή κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, όταν οι άρχουσες τάξεις ύψωναν τις σημαίες του αντικομμουνισμού και του αντισοβιετισμού.
Μετά την έκρηξη της παγκόσμιας κρίσης το 2007, οι αντιπαλότητες και οι στρατιωτικές εντάσεις αναπτύχθηκαν στη Δύση (ΗΠΑ, ΕΕ και Ιαπωνία), όχι μόνο με την Ρωσία στην Ευρώπη, αλλά επίσης και με την Κίνα στην Ασία. Η ανάδειξή της σε “δεύτερη παγκόσμια οικονομική δύναμη” και ο ανταγωνισμός με την Ιαπωνία, άλλες χώρες της Ανατολικής Ασίας και πάνω απ’ όλα, με τις ΗΠΑ, προκάλεσε ένα νέο κύμα Σινοφοβίας, όπως δείχνουν η (αποτυχημένη) “στροφή προς την Ασία” που διακήρυξε ο Ομπάμα, η αναγέννηση του ιαπωνικού μιλιταρισμού, η περικύκλωση της Κίνας από αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις και στόλο, καθώς και τα εμπορικά σχέδια για μια Συμφωνία Εταιρικής Σχέσης του Ειρηνικού (Trans-Pacific Trade Partnership) υπό αμερικανική ηγεμονία, στοχεύοντας κυρίως εναντίον της Κίνας.[4]
Η Κίνα, από το καλοκαίρι του 2015 και μετά, δείχνει όλο και περισσότερα σημάδια μιας αυξανόμενης διαρθρωτικής κρίσης, με την υβριδική μεταβατική οικονομία της να είναι υπερφορτωμένη από το χρέος και την πλεονάζουσα υπερπαραγωγή. Μετατρέπεται γρήγορα από σταθεροποιητικό σε αποσταθεροποιητικό παράγοντα στην παγκόσμια οικονομία, μια πραγματική ωρολογιακή βόμβα. Ταυτόχρονα όλες οι ξένες οικονομικές, πολιτικές και στρατιωτικές πιέσεις (κυρίως στη Νότια Θάλασσα της Κίνας) πάνω στον ασιατικό γίγαντα, αναπτύσσονται επικίνδυνα, πυροδοτώντας και τον κινέζικο εθνικισμό.
Πίσω από όλες αυτές τις εξελίξεις, βρίσκεται η αποτυχία της “διαδικασίας μετάβασης στην οικονομία της αγοράς”, τα εσωτερικά και εξωτερικά εμπόδια που φράζουν το δρόμο σε μια πλήρη απορρόφηση του πρώην σοβιετικού χώρου και της Κίνας σε έναν παρηκμασμένο παγκόσμιο καπιταλισμό που αντιμετωπίζει σήμερα μια άνευ προηγουμένου ιστορική κρίση.
Η μετάβαση βρίσκεται σε κρίση και σε ορισμένες περιπτώσεις σε αδιέξοδο: η καπιταλιστική ανάπτυξη των “πρώην σοσιαλιστικών χωρών” βασίζεται κυρίως στον κανιβαλισμό της προηγούμενης κοινωνικής βάσης από τις τοπικές ελίτ που συνδέονται και εξαρτώνται από το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και όχι σε μια αναπαραγωγή της κεφαλαιακής σχέσης πάνω στη δική της βάση. Ένας τοπικός εξαρτημένος καπιταλισμός, σε συνθήκες αποβιομηχανοποίησης και φυγής κεφαλαίων, είναι εξαιρετικά ευάλωτος στις αλλαγές του διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος. Η άνοδος των δεξιών και ακροδεξιών εθνικιστικών κυβερνήσεων στην Ουγγαρία, την Πολωνία, ή την Σλοβακία, αντανακλά αυτές τις αλλαγές. Οι τοπικές κυβερνώσες ελίτ διχάζονται σε ένα ανοιχτά κομπραδόρικο κομμάτι που συνδέεται άμεσα με την ΕΕ και σε νεκροβίωτες νέες εθνικές αστικές τάξεις σε τροχιά σύγκρουσης με την ΕΕ (αλλά όχι με το ΝΑΤΟ, για παράδειγμα, η Πολωνία), προωθώντας την αντιδραστική ουτοπία ενός πιο ανεξάρτητου εθνικού καπιταλισμού. Αποδεικνύουν, όμως, ξανά και ξανά (για παράδειγμα, η κυβέρνηση Όρμπαν στην Ουγγαρία) την εξάρτησή τους από την ΕΕ, τις τράπεζες και τις επιδοτήσεις τους. Ο εθνικισμός παίζει κυρίως το ρόλο ενός μηχανισμού κοινωνικού ελέγχου πάνω σε έναν εξαθλιωμένο πληθυσμό με αυξανόμενη δυσαρέσκεια.
Κάθε χώρα και περιοχή (Ρωσία, Ουκρανία, Λευκορωσία, Κεντρική-Ανατολική Ευρώπη, Βαλκάνια, Κίνα, Βιετνάμ) έχουν τις δικές τους ιστορικές, κοινωνικές και διαρθρωτικές ιδιαιτερότητες, δίνοντας στη διαδρομή τους, μετά από το 1989-91, έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα. Παρ’ όλα αυτά, όλες τους, μέσω των δικών τους εσωτερικών αντιφάσεων αλληλοσυνδέονται άνισα, αλληλεπιδρώντας και επηρεαζόμενες από την αναταραχή στις παγκόσμιες συνθήκες.
Η τρέχουσα παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, έχοντας ως επίκεντρο τις ΗΠΑ, βύθισε την ΕΕ σε μια ακόμα ανεπίλυτη, αλλά και επιδεινούμενη κρίση υπερχρέωσης, φέρνοντας το τραπεζικό της σύστημα στο χείλος της χρεοκοπίας, με μια οικονομία σε ύφεση και κάτω από αποπληθωριστικές πιέσεις. Η διεύρυνση της ΕΕ προς την Ανατολή μετά το 1989, με επίκεντρο κυρίως τις κερδοσκοπικές ληστρικές πρακτικές του χρηματιστικού κεφαλαίου καταρρέει και μαζί με αυτήν οι εύθραυστες βάσεις της διαδικασίας της καπιταλιστικής παλινόρθωσης. Η Ουκρανία ήταν η πρώτη που υπέστη ενδόρρηξη σε μια κοινωνική “μαύρη τρύπα”, ακόμη και πριν από την αμερικανοκίνητη “αλλαγή καθεστώτος” στο Κίεβο και τον εμφύλιο πόλεμο στο Ντονμπάς.
Η προειδοποίηση που έγινε από τον Λέοντα Τρότσκι το 1929[5] για την πιθανή μορφή μιας καπιταλιστικής παλινόρθωσης στα Σοβιετικά εδάφη επιβεβαιώθηκε. Η κυριαρχία του καπιταλισμού “θα είναι αναπόφευκτα εξαρτημένη και ημι-αποικιακή… [Μια] μετάβαση στο δρόμο του καπιταλισμού δε θα μπορούσε να επιτευχθεί με κανέναν άλλο τρόπο παρά με έναν παρατεταμένο και σκληρό εμφύλιο πόλεμο, συνοδευόμενο από ανοικτή ή συγκαλυμμένη παρέμβαση απ’ έξω.[…] Η μόνη πολιτική μορφή που θα μπορούσε να πάρει μια τέτοια ανατροπή, θα ήταν μια στρατιωτική δικτατορία, μια σύγχρονη ποικιλία Βοναπαρτισμού.”
Εκ των υστέρων, η πρόγνωση επαληθεύεται όχι μόνο από την εισβολή του Χίτλερ στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά ακόμη και τώρα σε γενικές γραμμές: οι λεγόμενοι “υβριδικοί πόλεμοι” που το ΝΑΤΟ θεωρεί στρατηγικό του σχέδιο εναντίον της Ρωσίας στη μετα-ουκρανική κατάσταση κρίσης, μοιάζουν όλο και περισσότερο στους πολέμους του επαναποικισμού του πρώην σοβιετικού χώρου από τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Τα καθεστώτα στην περιοχή, είτε φιλοδυτικά είτε εθνικιστικά, παίρνουν έντονα τα χαρακτηριστικά του βοναπαρτιστικού αυταρχισμού.
2. Όσον αφορά την δεύτερη Ερινύα, στην οποία αναφέρεται ο Κάμερον, το Νταές, ή IΣIΣ ή “Ισλαμικό Κράτος”, πρόκειται για την “δική τους Ερινύα”, προϊόν των δικών τους αποφάσεων, ο δηλητηριώδης καρπός των άμεσων ιμπεριαλιστικών πολεμικών επεμβάσεων στο Αφγανιστάν, το Ιράκ, και στη συνέχεια, στη Συρία και τη Λιβύη, καθώς επίσης, εμμέσως, των πολέμων δι’ αντιπροσώπου με την οικονομική-στρατιωτική βοήθεια των τοπικών ολιγαρχιών και δικτατόρων, ιδιαίτερα στη Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και την Τουρκία.
Το πρώτο κύμα αυτών των πολέμων στις αρχές του 21ου αιώνα ήρθε από τον Μπους τον Νέοτερο μέσω της νεοσυντηρητικής αυταπάτης ενός “μονοπολικού κόσμου” και ενός “Νέου Αμερικανικού Αιώνα” μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Ολόκληρο το παρανοϊκό αυτό σχέδιο οδήγησε σε μια τρομερή καταστροφή, με εκατομμύρια αθώα θύματα, αλλά χωρίς να πετύχει τους στρατηγικούς της στόχους. Το Ιράκ έγινε ένα “διαλυμένο κράτος” (failed state) κάτω από μια ανύπαρκτη “κυβέρνηση” Σιιτών ανδρεικέλων της Ουάσιγκτον και της Τεχεράνης, ενώ οι σφαγές εναντίον του Σουνιτικού πληθυσμού και η διάλυση του Στρατού του Μπααθικού κόμματος, παρείχαν σε μια διάσπαση της Αλ Κάιντα τα πολύτιμα στρατιωτικά στελέχη, όπλα και τεχνογνωσία για τις εκπληκτικές πρώτες επιτυχίες, τον Ιούνιο του 2014, του νεοσύστατου “Ισλαμικού Χαλιφάτου”, εξαπλωνόμενου από το Ιράκ και την Συρία έως την Αφρική.
Πρέπει να κατανοηθεί μια σημαντική πτυχή, για να έρθουν στο φως οι παγκόσμιες ρίζες αυτού του βάρβαρου φαινομένου. Η σφαγές των αμάχων στο Παρίσι και στις Βρυξέλλες το 2015 και το 2016 έγιναν από τους αποκαλούμενους “τζιχαντιστές”, που ήταν όμως Γάλλοι και Βέλγοι πολίτες, προερχόμενοι από τη νεολαία των πιο περιθωριοποιημένων, εξαθλιωμένων και καταπιεσμένων τμημάτων του πληθυσμού στις μουσουλμανικές κοινότητες της Δύσης. Όχι μόνο το αποικιακό παρελθόν, αλλά η κοινωνική καταστροφή σήμερα μέσα σε αυτόν τον “Τέταρτο Κόσμο” εντός της Ευρωπαϊκής Μητρόπολης, γίνεται το πιο γόνιμο έδαφος για τη στρατολόγηση μιας νέας γενιάς απελπισμένων μηδενιστών μεταμφιεσμένων σε “ισλαμιστές”. Η Δύση όχι μόνο εισάγει, αλλά πάνω απ’ όλα εξάγει τρομοκράτες στη Μέση Ανατολή.
Το δεύτερο κύμα των πολέμων και των στρατιωτικών επεμβάσεων από τους Γάλλους, Βρετανούς και Αμερικάνους ιμπεριαλιστές στη Συρία, τη Λιβύη, την Υεμένη, το Μπαχρέιν κ.λπ., επικουρούμενων από την Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και την Τουρκία, προσπάθησε να ελέγξει και να καταστρέψει την επαναστατική διαδικασία που ξεκίνησε στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική με τη λεγόμενη “Αραβική Άνοιξη” – στην πραγματικότητα τις λαϊκές επαναστάσεις εναντίον των φίλο-ιμπεριαλιστικών δικτατοριών στην Τυνησία και την Αίγυπτο το 2011. Η ίδια η Συρία είχε ένα βραχύβιο δημοκρατικό κίνημα για λίγους μήνες, το 2011, που κατεστάλη βίαια από το καθεστώς Άσαντ. Ο εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε, χρησιμοποιήθηκε ως πόλεμος δι’ αντιπροσώπου από τις περιφερειακές ολιγαρχίες και τον ιμπεριαλισμό, όχι για να φέρει τη “δημοκρατία” -ή μία “συριακή επανάσταση”, όπως ορισμένα τμήματα της διεθνούς αριστεράς κακώς ισχυρίστηκαν- αλλά για να εγκαταστήσουν τη δική τους τυρανία και να συντρίψουν κάθε επαναστατική δυναμική.
Αυτό το δεύτερο κύμα πολέμων σταμάτησε προσωρινά το επαναστατικό κίνημα με τα πλέον βάρβαρα μέσα σφαγής ολόκληρων πληθυσμών, μεταξύ άλλων με το βίαιο αντεπαναστατικό στρατιωτικό πραξικόπημα στην Αίγυπτο το 2013, και την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του στρατηγού αλ Σίσι. Αλλά απέτυχε να επιβάλει έναν εκ νέου πλήρη ιμπεριαλιστικό έλεγχο στην περιοχή. Αντιθέτως, κατέστρεψε εντελώς μια σειρά από Κράτη και κρατικά σύνορα, δημιουργώντας αυτό που ο Αλαίν Μπαντιού έχει αποκαλέσει “zonage”[6] : κατακερματισμό σε υπο-κρατικές ζώνες χωρίς κανέναν έλεγχο από το κράτος, που τις λυμαίνονται ένοπλες συμμορίες με οικονομικές και στρατιωτικές διασυνδέσεις με τα διαφορετικά αντίπαλα κέντρα ιμπεριαλιστικής εξουσίας, τους τοπικούς οπλαρχηγούς των φυλών, τις ολιγαρχίες, τα αντιδραστικά καθεστώτα της περιοχής – και την παγκόσμια αγορά. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα στα “διαλυμένα κράτη” της Λιβύης και της Συρίας, ή του Μάλι, της Σομαλίας και τμημάτων της Νιγηρίας και του Κονγκό.
Αναμφίβολα, όσον αφορά τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, η παλαιά ιμπεριαλιστική τάξη της συμφωνίας Σάικς-Πικό του 1916, η οποία είχε χαράξει τεχνητά σύνορα στον πρώην χώρο της διαλυμένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σύμφωνα με τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα της Βρετανίας και της Γαλλίας κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, έχει οριστικά και αμετάκλητα καταρρεύσει. Και την ίδια στιγμή, καμία νέα ιμπεριαλιστική τάξη πραγμάτων δεν έχει καθιερωθεί ακόμα ή είναι στον ορίζοντα για το εγγύς μέλλον. Μια νέα συμφωνία θα μπορούσε να επέλθει μόνο σε μια περίοδο έντονων ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, βίαιης αντιπαράθεσης με όλες τις τοπικές αντιστάσεις, πάνω απ’ όλα με τις επαναστατικές εξεγέρσεις των καταπιεσμένων λαών, εργατών και των αστικών και αγροτικών φτωχών μαζών της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής.
3. Αυτό που ο Κάμερον και όλοι οι Ευρωπαίοι ηγέτες θεωρούν ως “Τρίτη Ερινύα” που απειλεί την καπιταλιστική σε κρίση Ευρώπη με πλήρη αποσταθεροποίηση και διάλυση σύμφωνα με εθνικιστικές γραμμές είναι στην πραγματικότητα η Νέμεσή τους: τα θύματά τους, ένα γιγαντιαίο ασταμάτητο τσουνάμι απελπισμένων προσφύγων -περισσότερο από ένα εκατομμύριο, κυρίως από Συρία και Αφγανιστάν- έφτασαν στην Ευρώπη μέσω της Ελλάδας το 2015. Παρά τα συρματοπλέγματα, τα κλειστά σύνορα, τον αποκλεισμό της “Βαλκανικής οδού”, την περιβόητη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας, τις ναυτικές περιπολίες του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που παρονομάστηκαν “hot spot καταγραφής” και “κέντρα μετεγκατάστασης”, παρά την απανθρωπιά των Ευρωπαϊκών Κρατών και κυβερνήσεων και τις επιθέσεις φασιστικών δυνάμεων κρούσης, οι πρόσφυγες έρχονται ακόμα, οι περισσότεροι τώρα μέσω Λιβύης και Αιγύπτου, ακόμα κι αν συνήθως πνίγονται κατά εκατοντάδες στην θαλάσσια οδό προς την Λαμπεντούζα. Δεν έχουν άλλη εναλλακτική στρατηγική επιβίωσης.
Ο μεγαλύτερος φόβος του Ντέιβιντ Κάμερον και όλων των Ευρωπαίων ηγετών δεν είναι το (μέτριο) οικονομικό κόστος για μια αξιοπρεπή υποδοχή των προσφύγων. Είναι η πιθανότητα αυτό το “νομαδικό προλεταριάτο” προσφύγων να ενωθεί στη δράση με το τοπικό εργατικό κίνημα και τις προλεταριοποιημένες μάζες της -σε ύφεση- Ευρώπης ενάντια στον κοινό εχθρό, την βαθύτερη αιτία των κοινών τους παθών: τον παγκόσμιο καπιταλισμό σε αποσύνθεση που συγκρούεται πια με τα ιστορικά του όρια σε μια Τρίτη Μεγάλη Ύφεση.
Γι’ αυτόν το λόγο είναι εκπληκτικό το παράδειγμα του φτωχοποιημένου ελληνικού λαού που οργάνωσε ένα εντυπωσιακό κίνημα πρακτικής αλληλεγγύης για τους πρόσφυγες, αντιστεκόμενος στις συλλήψεις, την κρατική καταστολή και την ποινικοποίηση της δράσης των αλληλέγγυων ακτιβιστών, πολεμώντας την ξενοφοβία, τον ρατσισμό και τις βίαιες επιθέσεις των Ναζί της “Χρυσής Αυγής”, οι οποίοι βρίσκονται πάντα υπό την προστασία της ασυνομίας ( μιας κυβέρνησης, υποτίθεται, της “ριζοσπαστικής Αριστεράς”!!)
Αυτή η αναπάντεχη, αυθεντικά διεθνιστική αλληλεγγύη από τους ντόπιους φτωχότερους των φτωχών προς τους ερχόμενους φτωχότατους των φτωχών, πέρα από εθνικά σύνορα και εθνικές-θρησκευτικές προκαταλήψεις, δημιουργεί φόβο στις ίδιες κυρίαρχες τάξεις της ΕΕ που καταδίκασαν τον Ελληνικό λαό σε μόνιμη εξαθλίωση.
Στην Ελλάδα το χάος της Μέσης Ανατολής συναντάται, συγχωνεύεται και αλληλοδιεισδύει με την ταλανιζομένη από την κρίση Ευρώπη. Αφού η ελληνική χρεοκοπία και οι μαζικές κινητοποιήσεις έχουν συγκλονίσει όχι μόνο την ΕΕ και την Ευρωζώνη, αλλά και τον κόσμο ολόκληρο, τώρα αυτή η ισχυρή συναδέλφωση των απόκληρων της Γης στην Ελλάδα, με όλες τις εκρηκτικές της δυνατότητες, φανερώνει το τί επέρχεται. Στην Ευρώπη δεν αναδύονται μόνο κίνδυνοι πολέμου· εισερχόμαστε επίσης σε ένα νέο, εκρηκτικότερο διεθνές στάδιο ιστορικών συγκρούσεων, όπου τα ζητήματα ταξικής εξουσίας και κοινωνικής χειραφέτησης τίθενται εκ νέου.
Εκτός από τις εξελίξεις στην Ελλάδα, αυτό το νέο στάδιο ριζοσπαστικοποίησης διαλαλείται πλέον κι από τον περίφημο “Γαλατικό πετεινό” – από τις Γενικές Απεργίες και λαϊκές κινητοποιήσεις στη Γαλλία ενάντια στον Εργασιακό Νόμο, από το κίνημα Nuit Debout στην κατειλημμένη Πλατεία Δημοκρατίας στο Παρίσι και τις άλλες πλατείες στις γαλλικές πόλεις, αναβιώνοντας τις επαναστατικές παραδόσεις του Μάη του 1968!
Ο Κάμερον μπόρεσε να δει και επιφανειακά να κατονομάσει τους τρεις “κινδύνους, τους προερχομένους από την Ρωσία, τον ΙΣΙΣ και την προσφυγική κρίση”, εγείροντας την απειλή Ευρωπαϊκού πολέμου εάν ένα Brexit λειτουργήσει σαν καθοριστικός παράγοντας για την αποσύνθεση της ΕΕ. Μιλάει για πόλεμο, αποφεύγει, όμως, όπως ο διάβολος το λιβάνι, να μιλήσει όχι μόνο για τον ιμπεριαλισμό και τον ρόλο του αλλά προπαντός για τον πραγματικό, βαθιά κρυμμένο φόβο του που φέρει το όνομα Επανάσταση.
Β
Ο Ιμπεριαλισμός ως Εποχή
Η αστική αφήγηση του “τέλους της Ιστορίας” έχει εγκαταλειφθεί από καιρό, ακόμα και από τον εφευρέτη αυτής της σαχλής ψευδοεγελιανής ανοησίας του 1989, τον Φράνσις Φουκουγιάμα. Αποδείχθηκε ότι ήταν όχι απλώς πλάνη, αλλά Ύβρις, για την οποία ο παγκόσμιος καπιταλισμός πληρώνει υψηλό τίμημα με την χείριστη δομική συστημική κρίση της Ιστορίας του. Στην πραγματικότητα, η ανθρωπότητα διασχίζει τώρα την τρικυμισμένη θάλασσα του τέλους αυτού του κάλπικου “τέλους της Ιστορίας”.
Η θριαμβολογική αφήγηση του Φουκουγιάμα, αποδεκτή από την απόλυτη πλειοψηφία όπου γης μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, εξέφρασε την πρώιμη αυταπάτη μιας “τελικής και πλήρους νίκης του φιλελεύθερου καπιταλισμού”, την έναρξη μιας “εποχής αιώνιας ειρήνης” κάτω από την συνθήκη της παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου, και το “τέλος του κομμουνισμού” πάνω απ’ όλα. Αυτός ο τελευταίος ισχυρισμός, ο οποίος συνοψίζει τους υπόλοιπους, σήμαινε ότι ο ιστορικός κύκλος των παγκόσμιων επαναστατικών μεταμορφώσεων που άνοιξε από την Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση του 1917 έχει κλείσει αμετάκλητα. Αυτό είναι το ρεφραίν της συντριπτικής πλειοψηφίας και των αστών φιλελεύθερων αλλά και των απογοητευμένων αριστερών.
Η “εποχή πολέμων και επαναστάσεων”, ο ιμπεριαλισμός ως το “ανώτατο και τελικό στάδιο του καπιταλισμού” σύμφωνα με τον Λένιν, θα πρέπει να θεωρηθεί μια εφιαλτική εσφαλμένη αντίληψη που ανήκει στο μουσείο των απαρχαιωμένων κομμουνιστικών λειψάνων. Το ευαγγέλιο του καπιταλισμού κήρυττε: Όχι πια επαναστάσεις! Από την άλλη, οι βάρβαροι πόλεμοι στην πρώην Γιουγκοσλαβία, τα αναδυόμενα εθνικιστικά μίση, οι νατοϊκοί ιμπεριαλιστικοί “ανθρωπιστικοί” βομβαρδισμοί, ήταν προφανώς απλώς “παράπλευρες απώλειες” της εισόδου της νέας μετά-ιστορικής εποχής.
Αλλά αρκετά νωρίς στον 21ο αιώνα ο αστικός εφησυχασμός άρχισε να διαλύεται πολύ πιο γρήγορα από τον πεσιμισμό στην Αριστερά. Η πολιτική ατμόσφαιρα άλλαξε ριζικά από την ανανέωση των αντικαπιταλιστικών αγώνων, τις μαζικές κινητοποιήσεις νεολαίας ενάντια στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση από το Σιάτλ μέχρι την Γένοβα, το “Αργεντινάσο” και άλλες επαναστατικές εξεγέρσεις στη Λατινική Αμερική, όπως επίσης το σοκ της 11ης Σεπτεμβρίου, η έναρξη του ιμπεριαλιστικού τρομοκρατικού “πολέμου εναντίον του τρόμου” από την κυβέρνηση Μπους του νεότερου εναντίον του Αφγανιστάν και ύστερα του Ιράκ, και τις πολύ μαζικές αλλά εφήμερες αντιπολεμικές διαδηλώσεις στα μητροπολιτικά κέντρα.
Η ορμητική πορεία προς τον πόλεμο, με αλλεπάλληλους καταστροφικούς “πολέμους κατά της τρομοκρατίας” για “αλλαγή καθεστώτος” και “δημοκρατία” στην Κεντρική Ασία και Μέση Ανατολή -σε συνδυασμό με την εισαγωγή αντιδημοκρατικών “νόμων έκτακτης ανάγκης” και την αναγγελία ενός “Κράτους σε κατάσταση εξαίρεσης” ως κανόνα στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες- αναβίωσε τον διάλογο για τον ιμπεριαλισμό. Μέχρι τώρα είχε επισκιαστεί από αόριστες γενικότητες περί “παγκοσμιοποίησης” την δεκαετία του ’90. Ανανέωσε επίσης το ενδιαφέρον και την κριτική μελέτη των κλασικών συζητήσεων περί ιμπεριαλισμού μεταξύ των Χόμπσον, Χίλφερντινγκ, Λένιν, Τρότσκυ, Λούξεμπουργκ και Μπουχάριν στις αρχές του 20ού αιώνα.
Οι νέες συζητησεις περί του σύγχρονου ιμπεριαλισμού παρουσιάζονται σε μια σειρά έργων θεωρητικών της Αριστεράς, όπως οι Αντόνιο Νέγκρι και Μάικλ Χάρντ,[7] Ντέιβιντ Χάρβυ,[8] Έλλεν Μάικσινς Γουντ,[9] Ρόμπερτ Μπρέννερ,[10] Άλεξ Καλλίνικος,[11] και πολλοί άλλοι.[12]
Είναι ένα εντυπωσιακό, πλούσιο σε ιδέες, αντιφατικό και ενδιαφέρον σώμα σκέψης που πρέπει απαρίτητα να ληφθεί υπόψη προς κριτική θεώρηση. Όχι μόνο για να διερευνηθεί η φύση και ο ρόλος του ιμπεριαλισμού και του πολέμου σήμερα, αλλά επίσης, πάνω απ’ όλα, για να προσδιοριστεί ορθά η δυναμική της τρέχουσας παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, στην περίοδο μετά την κατάρρευση της Λήμαν Μπράδερς το 2008, συμπεριλαμβανομένης της διάδρασή της με την ιμπεριαλιστική πορεία προς τον πόλεμο.
Για μια ιστορική υλιστική προσέγγιση της δυναμικής της παγκόσμιας κρίσης του καπιταλισμού, είναι καθοριστικής σημασίας η κατανόηση της ιστορικής φύσης της παρούσας εποχής καπιταλιστικής ανάπτυξης όπου εξελίσσεται αυτή η κρίση.
“… ο καπιταλισμός έγινε καπιταλιστικός ιμπεριαλισμός μόνο σε ένα συγκεκριμένο και πολύ υψηλό στάδιο της ανάπτυξής του, όταν συγκεκριμένα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του άρχισαν να μετατρέπονται στα αντίθετά τους, όταν τα χαρακτηριστικά της εποχής της μετάβασης από τον καπιταλισμό σε ένα ανώτερο κοινωνικό και οικονομικό σύστημα είχαν πάρει μορφή και είχαν φανερωθεί σε όλα τα επίπεδα [η υπογράμμιση δική μας]. Οικονομικά, το κύριο σε αυτήν την διαδικασία είναι ο εξοβελισμός του καπιταλιστικού ελεύθερου ανταγωνισμού από το καπιταλιστικό μονοπώλιο. […] Ταυτόχρονα τα μονοπώλια που αναπτύχθηκαν από τον ελεύθερο ανταγωνισμό δεν εξάλειψαν τον τελευταίο, αλλά υπάρχουν δίπλα και πάνω από αυτόν, και εξ αυτού εγείρουν έναν αριθμό πολύ ισχυρών και έντονων ανταγωνισμών, προστριβών και συγκρούσεων. Το μονοπώλιο είναι η μετάβαση από τον καπιταλισμό σε ένα ανώτερο σύστημα”.[13]
Αυτό ήταν το κομβικό σημείο στη θεωρητική ανάλυση και τα πολιτικά συμπεράσματα του Λένιν, το κέντρο της ανάπτυξης της επαναστατικής στρατηγικής του για να μετατρέψει τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο σε κοινωνική επανάσταση – η στρατηγική που οδήγησε στη νίκη την Οκτωβριανή Επανάσταση το 1917. Το κέντρο αυτό είναι επίσης η βάση της ασυμβίβαστης κριτικής του προς τις άλλες θεωρητικές προσεγγίσεις και τις πολιτικές τους επιπτώσεις.
Κάνει έντονη κριτική στον “υπερ-ιμπεριαλισμό” και τον ρεφορμισμό του Κάουτσκυ, αλλά ακόμα και στον Χίλφερντινγκ, του οποίου η επιρροή είναι ιδιαίτερα σημαντική για την λενινιστική θεωρία του ιμπεριαλισμού, επειδή αγνοεί όχι μόνο “τέτοια σημαντικά χαρακτηριστικά του ιμπεριαλισμού, όπως ο διαμοιρασμός του κόσμου και η πάλη για το ξαναμοίρασμά του”, αλλά και “τον παρασιτισμό και την παρακμή του καπιταλισμού”[14] (η έμφαση δική μας).
Για τον Λένιν ο ιμπεριαλισμός δεν είναι απλώς μια πολιτική επεκτατισμού αλλά ένα ιστορικό στάδιο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, το ανώτατο και τελευταίο, όπου κυριαρχεί το χρηματιστικό κεφάλαιο, χαρακτηρίζεται από μονοπωλιακές τάσεις, από εντεινόμενους ανταγωνισμούς των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, από παρασιτισμό και παρακμή – δηλαδή, είναι η εποχή της καπιταλιστικής παρακμής, μια μεταβατική εποχή η οποία οδηγεί, όχι γραμμικά ούτε τελεολογικά, μέσα από σπασμούς και ζιγκ-ζαγκ, πολέμους και επαναστάσεις, προς τον παγκόσμιο κομμουνισμό.
Στους πρόσφατους διαλόγους περί του ιμπεριαλισμού στις αρχές του 21ου αιώνα, τα περισσότερα έργα, συμπεριλαμβανομένων και των προαναφερθέντων, παρά τις διαφορές τους, παρ’ ότι τα περισσότερα αναγνωρίζουν το χρέος τους ή/και αποδίδουν τιμές στο έργο του Λένιν, συμμερίζονται ένα κοινό χαρακτηριστικό και μια κοινή σταθερή θέση: απορρίπτουν ακριβώς τον ιστορικό χαρακτηρισμό του Λένιν για τη φύση του ιμπεριαλισμού ως εποχή καπιταλιστικής παρακμής.
Ο Γιάννης Μηλιός απορρίπτει εξ αρχής την έννοια ενός παρηκμάζοντος καπιταλισμού ως ένα λάθος που κορυφώθηκε και παγιώθηκε από την Σοβιετική Σταλινική Vulgata.[15]
Ο Άλεξ Καλλίνικος κάνει κριτική στις λενινιστικές έννοιες του μονοπωλίου και του παρασιτισμού ακριβώς ως εκφράσεις της ιστορικής παρακμής, οι οποίες δήθεν διαψεύστηκαν από τις μεταγενέστερες εξελίξεις του 20ο αιώνα.[16]
Για τον ίδιο λόγο ο Χάρβεϋ επίσης επιστρέφει στην προσέγγιση του 1912 της Ρόζας Λούξεμπουργκ και δίνει στην πρωταρχική συσσώρευση ένα υπεριστορικό περιεχόμενο μέσα στα πλαίσια της δικής του έννοιας της “συσσώρευσης δια της απαλλοτρίωσης”.[17]
Για τον Μαρξ όμως η πρωταρχική συσσώρευση έχει μια συγκεκριμένη, ιστορικά προσδιορισμένη σημασία. Αντιπροσωπεύει ολόκληρη την περίοδο συγκέντρωσης των προϋποθέσεων, των όρων δυνατότητας για την γέννηση της κεφαλαιακής σχέσης από την μήτρα των προκαπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών. Είναι μια διττή διαδικασία βίαιου διαχωρισμού των άμεσων παραγωγών από τους όρους παραγωγής και ιδιωτικού σφετερισμού αυτών των όρων από τις κυρίαρχες τάξεις, οι οποίες αποσπούν το πλεόνασμα με την αναγκαία κοινωνική μορφή της υπεραξίας.
Η πρωταρχική συσσώρευση δεν είναι η Αιώνια Επιστροφή του Ιδίου μέσα από την αιώνια επαναλαμβανόμενη απορρόφηση του “Άλλου” από το επεκτεινόμενο κεφάλαιο, όπως το παρουσιάζει ο Χάρβεϋ.
Βεβαίως, η σύλληψη από τον Μαρξ της ιστορικής-διαλεκτικής διαδικασίας του γίγνεσθαι της κεφαλαιακής σχέσης δεν έχει καμία σχέση με την εντελώς ιδεαλιστική, μονόπλευρη, απολυτοποίηση της ενδεχομενικότητας στον “υλισμό της συνάντησης” ή “αλεατορικό υλισμό” του όψιμου Λουί Αλτουσσέρ (ενός διανοητή που παρ’ ότι επικρίνεται από τον Καλλίνικος, έχει ασκήσει, όπως ο ίδιος παραδέχεται, ισχυρή επιρροή πάνω του).
Η κριτική του Καλλίνικος στις κλασικές θεωρίες του ιμπεριαλισμού, συμπεριλαμβανομένου του Λένιν, τονίζει τρεις κύριες “αδυναμίες”:
- μια αδυναμία μεθόδου, η οποία φανερώνεται στο χάσμα μεταξύ των “αφηρημένων” τάσεων που αναλύει ο Μαρξ στο Κεφάλαιο και των “συγκεκριμένων” ιστορικών εξελίξεων του ιμπεριαλισμού στην περίοδο που αναπτύχθηκαν αυτές οι θεωρίες,
- την αναίρεση αυτών των θεωριών από τις μεταγενέστερες εξελίξεις στον 20ο αιώνα, και,
- τον περιορισμό, ειδικά της λενινιστικής θεωρίας της κυριαρχίας του χρηματιστικού κεφαλαίου στον ιμπεριαλισμό και, από αυτήν την οπτική, της θεωρίας του Χίλφερντινγκ, στο γερμανικό “μοντέλο” συγχώνευσης τραπεζικού και βιομηχανικού κεφαλαίο για τη διαμόρφωση του χρηματιστικού κεφαλαίου.
Η διαλεκτική υλιστική μέθοδος του Μαρξ στο Κεφάλαιο είναι όντως καθοριστική για την ανάλυση του σύγχρονου καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού. Αντίθετα με την κριτική του Καλλίνικος, η ανάλυση του Λένιν συνέλαβε το καινούριο στον ιμπεριαλισμό ακριβώς χάρη στην αναζωογονητική ανανέωση της μαρξιστικής μεθόδου στο Κεφάλαιο από τη νέα, αδογμάτιστη μελέτη του της διαλεκτικής και της φιλοσοφίας το 1914, στην έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, κι η οποία καταγράφηκε στα περίφημα Φιλοσοφικά Τετράδια,[18] σπάζοντας από την “ορθοδοξία” του “Μαρξισμού” της Δεύτερης Διεθνούς.
Η μαρξιστική μέθοδος ανόδου από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο στο Κεφάλαιο, που πρώτη φορά συνοψίστηκε στα Grundrisse, δεν μπορεί να περιοριστεί στην “εισαγωγή νέων προσδιορισμών”, οι οποίοι “προσθέτουν επιπλέον περιεχόμενο στη θεωρία” “θέτοντας” μια έννοια και ύστερα μια νέα έννοια που εμπλουτίζει το περιεχόμενο, κ.ο.κ., όπως ισχυρίζεται ο Καλλίνικος, παραπέμποντας επιδοκιμαστικά στον Αλτουσέρ.[19] Όμως, στην διαλεκτική των εννοιών όχι μόνο ο Χέγκελ αλλά και ο Μαρξ επίσης (ο δεύτερος χωρίς ιδεαλιστική τελεολογία) μελετούν την ανάπτυξη, όξυνση και πιθανή επίλυση της αντίφασης εντός της προγενέστερης εννοιακής στιγμής της διαδικασίας της νόησης. Για αυτόν το λόγο, ο Μαρξ, στο Κεφάλαιο, ξεκινά από την “εμπορευματική μορφή του προϊόντος της εργασίας – ή την αξιακή μορφή του εμπορεύματος” ως “την οικονομική πυρηνική μορφή”.[20]
Η διαλεκτική διαδικασία της νόησης δεν μπορεί και δεν πρέπει να περιοριστεί σε μια προσθήκη όλο και περισσοτέρων “συγκεκριμένων” προσδιορισμών που γεμίζουν ένα γενικό, αφηρημένο πλαίσιο. Αυτό το “συγκεκριμένο” είναι που αποκάλεσε ο Μαρξ “φανταστικό συγκεκριμένο”, ένα εμπειρικό γεγονός το οποίο προστιθέμενο σε άλλα γεγονότα με έναν φαινομενικά λογικό τρόπο δίνει μια φτωχότερη ή πλουσιότερη εικόνα της εμφάνισης ενός αντικειμένου, χωρίς να συλλαμβάνει τις κινητήριες αντιφάσεις του, την κίνησή του, την ζωή του.
Με αυτόν τον τρόπο, ένας εκλεκτικός εμπειριστής που διαβάζει για τις εξελίξεις στον 20ο αιώνα που ακολούθησαν τον θάνατο του Λένιν, ειδικά στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, θα μπορούσε να τις θεωρήσει σαν “αναιρέσεις” της λενινιστικής ανάλυσης του ιμπεριαλισμού ως εποχής της καπιταλιστικής παρακμής.
Χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και Κρίση
Τώρα, όσον αφορά την τρίτη επίκριση. Πράγματι, η γερμανική περίπτωση προβάλλεται από τον Χίλφερντινγκ, και, κατά συνέπεια, και στο έργο του Λένιν ως κατεξοχήν μορφή εμφάνισης της κυριαρχίας του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Αυτό, όμως, εκλαμβάνεται ως μια “απεικόνιση” των πιο ανεπτυγμένων τάσεων του κεφαλαίου εν γένει, στο ιμπεριαλιστικό στάδιο. Υπάρχει μια αναλογία εδώ με την Αγγλία ως τον “κλασικό” καπιταλισμό που χρησιμοποιήθηκε από τον Μαρξ όχι για να γράψει ένα έργο για τον αγγλικό καπιταλισμό αλλά ως “απεικόνιση”, όπως ο ίδιος εξηγεί, της γενικής θεωρίας του στο Κεφάλαιο.
Η έννοια του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου γίνεται κατανοητή καταρχήν ως μια διαλεκτική έννοια. Ο Χίλφερντινγκ μιλάει, με χεγκελιανούς όρους, για το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο ως “άρνηση της άρνησης”, η οποία αναιρεί το τραπεζικό κεφάλαιο που αναιρεί το τοκογλυφικό κεφάλαιο.[21] Από την εσωτερική διαλεκτική των αντιφάσεων του, το κεφάλαιο, σύμφωνα με τον Χίλφερντινγκ, γίνεται αφηρημένο κεφάλαιο, “κεφάλαιο στην πιο αφηρημένη έκφρασή του”,[22] κάνοντας αφαίρεση της υλικής βάσης της παραγωγής του, ανυψούμενο πάνω από αυτήν, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, και έτσι κυριαρχώντας πάνω στην επέκταση και συσσώρευσή του σε παγκόσμια κλίμακα.
Ο Λένιν, με βάση τον Χίλφερντινγκ, αναπτύσσει περαιτέρω την έννοια της κυριαρχίας του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, ως διαλεκτικής ενότητας αντιφατικών τάσεων, του μονοπωλίου και του ανταγωνισμού, που οδηγεί στη στασιμότητα, τον παρασιτισμό, και τη φθορά, εκδηλώσεις μιας ιστορικά παρακμάζουσας λειτουργίας της καπιταλιστικής παραγωγής.[23]
Στην ίδια γραμμή σκέψης, για τον Τρότσκι, επίσης, ο “ιμπεριαλισμός είναι η κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου[…]. Στη δομή τους, οι τράπεζες εκφράζουν σε συμπυκνωμένη μορφή το σύνολο της δομής του σύγχρονου κεφαλαίου: συνδυάζουν μονοπωλιακές τάσεις με τάσεις αναρχίας”.[24]
Αυτή η διαλεκτική προσέγγιση προχωρά, στις νέες ιστορικές συνθήκες και σε ένα άλλο επίπεδο αφαίρεσης, την ανάλυση του Μαρξ για την κυριαρχία της αξιακής μορφής, σαν “δικτατορίας αφαιρέσεων”.[25] Επιπλέον, παρέχει μια σημαντική ανάπτυξη της μαρξιστικής ανάλυσης της πίστης και του πλασματικού κεφαλαίου στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου – τόσο επίκαιρη και απαραίτητη για την κατανόηση της τρέχουσας παγκόσμιας κρίσης.
Είναι αδύνατο να κατανοήσουμε τις κινητήριες εσωτερικές αντιθέσεις του ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού μένοντας στις αλληλεπιδράσεις των εξωτερικών σχέσεων, μιας “καπιταλιστικής και εδαφικής λογικής της εξουσίας” (Χάρβεϋ) ή μιας “διασταύρωσης των καπιταλιστικών οικονομικών και γεωπολιτικών ανταγωνισμών” (Καλλίνικος), με εμπειρικό-εκλεκτικό τρόπο.
Σπάζοντας από μια αγγλοσαξονική εμπειριστική παράδοση, και ακολουθώντας τη γραμμή του Λένιν της διαλεκτικής ανάλυσης, ο Χιλέλ Τίκτιν έκανε μια σημαντική συμβολή προς την κατεύθυνση μιας μαρξιστικής επανεξέτασης των σχέσεων μεταξύ χρηματιστικού κεφαλαίου, της μεταβατικής εποχής, και της καπιταλιστικής κρίσης.[26]
Χωρίς την υλιστική ιστορική διαλεκτική στην ανάλυση του ιμπεριαλισμού, έχει χαθεί όχι μόνο η κοσμοϊστορική διάσταση αλλά και η ιδιαιτερότητα της τρέχουσας παγκόσμιας κρίσης. Δεν είναι ούτε άλλη μια περιοδική κρίση του καπιταλισμού, ούτε μια επανάληψη των προηγούμενων Μεγάλων Υφέσεων αλλά μια ενδόρρηξη της γιγαντιαίας παγκοσμιοποίησης του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου που ακολούθησε την κατάρρευση της μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο συμφωνίας του Μπρέττον-Γουντς, την κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου και τις διεθνείς πολιτικές αναταραχές στα τέλη ’60 – αρχές ’70. Η στροφή προς τη χρηματοπιστωτική παγκοσμιοποίηση ήταν τόσο μια αντικειμενική εξέλιξη της κρίσης, καθώς και μια στρατηγική, η οποία ξεκίνησε στα αγγλοαμερικανικά κέντρα του ιμπεριαλισμού, για την αντιμετώπιση και την εκ νέου επιβολή ελέγχου σε ένα εξεγερμένο και ριζοσπαστικοποιημένο διεθνές εργατικό κίνημα.
Η κατάρρευση, το 2007, σηματοδότησε την αποτυχία αυτής της στρατηγικής. Πρόκειται για ένα ορόσημο στην ιστορία του καπιταλισμού. Οι δύο βασικές οικονομικές στρατηγικές που αναπτύχθηκαν από τις κύριες τάσεις της αστικής οικονομικής “επιστήμης” του 20ού αιώνα για να βρεθεί μια διέξοδος από την καπιταλιστική παρακμή, κρίση και τις επαναστατικές αναταραχές, δηλαδή ο κεϋνσιανισμός και ο νεο-φιλελευθερισμός, σε όλες τις παραλλαγές και συνδυασμούς τους, τελικά απέτυχαν, η πρώτη στις αρχές της δεκαετίας του 1970, η δεύτερη το 2007. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο μετά την πανωλεθρία της Lehman Brothers, ο καπιταλισμός βρίσκεται σε ένα στρατηγικό αδιέξοδο και προσπαθεί μόνο να προσαρμοστεί πραγματιστικά στις αυξανόμενες πιέσεις, να αναβάλει τη διάλυσή του με βραχυπρόθεσμες πολιτικές. Η παρακμή έχει την αμείλικτη λογική της.
Το κεφάλαιο συγκρούεται βίαια με τα ίδια τα εσωτερικά του όρια. Η σημερινή παγκόσμια κρίση εκδηλώνει την απαραίτητη κίνηση μιας Aufhebung: υπερβαίνει, τερματίζει, και ταυτόχρονα διατηρεί τα περιεχόμενα όλων των προηγούμενων παγκόσμιων κρίσεων του καπιταλισμού, την Μακρά Ύφεση στα τέλη του 19ου αιώνα και την Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930.
Εκφράζει ιστορικά μια κρίση της ίδιας της αξιακής μορφής, ως ρυθμιστικής αρχής της παραγωγής και της ανταλλαγής.
Όλες οι παγκοσμιοποιημένες αντιφάσεις του συστήματος του κεφαλαίου εξερράγησαν, με αποτέλεσμα το 2008 να καταρρεύσει το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα για να ακολουθήσει μια μεγάλη οικονομική κάμψη [Great Recession], στην πραγματικότητα μια Μεγάλη Ύφεση [Depression]. Οκτώ χρόνια αργότερα, δεν διαφαίνεται διέξοδος στον ορίζοντα, παρά τα “μη συμβατικά μέσα” ποσοτικής χαλάρωσης, τα “πακέτα στήριξης” και τώρα τα “αρνητικά επιτόκια”, όπου τρισεκατομμύρια ρευστού διοχετεύτηκαν από τις κεντρικές κυβερνήσεις και τις κεντρικές τράπεζες μετά το 2008. Αντίθετα, από το 2015 και μετά υπάρχει μια συσσώρευση απειλητικών ενδείξεων, από την Κίνα και τις BRICS, στην Ευρώπη, την Ιαπωνία και τις ΗΠΑ, για μια νέα επιδείνωση της κρίσης, ενδεχομένως ακόμη πιο καταστροφική.
Παρακμή και πόλεμος
Πόλεμος πάντων πατήρ, ο Πόλεμος είναι ο πατέρας όλων δήλωνε ο Ηράκλειτος στο περίφημο απόσπασμα 53. Αυτό που ο αρχαίος διαλεκτικός στοχαστής δείχνει είναι ότι η αντίφαση, η σύγκρουση μεταξύ αλληλοαποκλειόμενων αντιθέτων στην ενότητα και την αλληλεξάρτησή τους, είναι ο τρόπος ύπαρξης και κίνησης των πάντων, σχηματίζουν και μετασχηματίζουν έναν κόσμο.
Ερμηνεύοντας το απόσπασμα 52, το 1935, ο Μάρτιν Χάϊντεγγερ θεωρεί ότι με το τέλος του Πολέμου ο κόσμος δεν εξαφανίζεται, αλλά μπαίνει σε παρακμή.[27] Με αυτούς τους όρους, ο Γερμανός φιλόσοφος εξηγεί αυτό που αποκαλεί “Παρακμή της Δύσης”, ακριβέστερα της Ευρώπης και τον ιστορικό ρόλο που πρέπει να παίξει μια “αναγεννημένη” Γερμανία.
Αλλά η παρακμή δεν είναι η εξαφάνιση του Πολέμου, η εξαφάνιση της αντίφασης, χωρίς την οποία ο κόσμος δεν μπορεί να υπάρξει, και καταρρέει στο τίποτα. Η παρακμή δεν είναι η εξαφάνιση, αλλά η επιδείνωση όλων των εσωτερικών αντιφάσεων που κινούν μια μετάβαση, αναζητώντας μια λύση, ένα ξεπέρασμα, μια εναντιοδρομία και μια εναντιοτροπία (Ηράκλειτος), μια συγκρουσιακή αλληλοδιείσδυση, που οδηγεί είτε σε ένα επαναστατικό μετασχηματισμό των δύο αντιθέτων ή στην “αμοιβαία τους καταστροφή”. (Μαρξ[28])
Η παρακμή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι, σε τελευταία ανάλυση, η παρακμή της αξιακής μορφής ως ρυθμιστικής αρχής της παραγωγής και ανταλλαγής στην παγκόσμια οικονομία, η ιστορική εξάντλησή της. Οδηγείται από την όξυνση όλων των αντιφάσεων του καπιταλισμού, κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών, (μεταξύ της κοινωνικής παραγωγής και της ιδιωτικής ιδιοποίησης, μεταξύ του παγκόσμιου χαρακτήρα των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων και του συστήματος του έθνους-κράτους, μεταξύ του μονοπωλίου και του ανταγωνισμού, μεταξύ των καταπιεστικών και καταπιεσμένων εθνών κ.λπ.), καθώς η λογική αυτών των αντιφάσεων έχει φθάσει στα όριά της σε παγκόσμια κλίμακα. Όλες οι αντιφάσεις αναπτύσσονται με έναν μη-γραμμικό τρόπο, συσχετίζονται εσωτερικά και αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, συγκρούονται περιοδικά με τα όρια του κεφαλαίου, ασφυκτιώντας μέσα στις κυρίαρχες καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, απαιτώντας ένα ξεπέρασμα σε μια άλλη, ανώτερη μορφή κοινωνικής ζωής.
Οι καθολικές, άπειρες απαιτήσεις της ζωής γίνονται ασυμβίβαστες με τον ιδιαίτερο, πεπερασμένο, καπιταλιστικό τρόπο ύπαρξης της κοινωνικής ζωής, ένα Lebensweise (τρόπο ζωής – Μαρξ), όπου όλες οι κοινωνικές σχέσεις αναστρέφονται από τον φετιχιστικό χαρακτήρα του εμπορεύματος, του χρήματος, και του κεφαλαίου.
Υπάρχει μια διασύνδεση και αλληλεπίδραση μεταξύ της μακροπρόθεσμης διαδικασίας της παρακμής και των άμεσων κρίσεών της, που αποκτούν στη νέα εποχή μια άλλη μορφή και περιεχόμενο σε σχέση με την προηγούμενη εποχή της αστικής ανόδου. Κρίση και παρακμή διαμεσολαβούν η μια την άλλη. Η προσωρινή λύση μιας κρίσης υπερπροσδιορίζεται από το πεδίο δυνατοτήτων που διαμορφώνονται από την ιστορική εποχή της παρακμής· η παρακμή βαθαίνει, και η τάση του κεφαλαίου προς την αυτοδιάλυσή του εντείνεται από κάθε παγκόσμια κρίση, επαναλαμβανόμενη σε όλο και μεγαλύτερη κλίμακα και με όλο και πιο καταστροφική δύναμη.
Η κρίση, είναι “η πραγματική συγκέντρωση και βίαιη προσαρμογή όλων των αντιφάσεων της αστικής οικονομίας”, όπως είπε ο Μαρξ.[29] Η αστρονομική διαφορά σήμερα μεταξύ παγκοσμιοποιημένου χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, σε όλες τις Πρωτεϊκές μεταμορφώσεις του ως πλασματικό κεφάλαιο, και της υλικής βάσης του στην παραγωγή δίνει στην κρίση γιγαντιαίες διαστάσεις, επαναβεβαιώνοντας βίαια την πρωτοκαθεδρία του παραγωγικού τομέα. Όπως ο Μαρξ και πάλι είπε “Η Κρίση δεν είναι παρά η βίαιη επαναβεβαίωση της ενότητας των φάσεων της διαδικασίας παραγωγής που έχουν γίνει ανεξάρτητες μεταξύ τους”.[30]
Η διαλεκτική της παρακμής και της κρίσης εξηγεί τόσο την πολεμική πορεία προς τη βαρβαρότητα, καθώς και το αντίθετό της, την μετάβαση σε έναν επαναστατικό μετασχηματισμό του κόσμου, το Σοσιαλισμό.
Για να κυριαρχήσει ο ιμπεριαλιστικός πολεμικός προσανατολισμός και να οδηγήσει, τελικά, σε μια παγκόσμια καταστροφή, χρειάζεται πολύ περισσότερες προϋποθέσεις από μια υπεροχή στη στρατιωτική ισχύ και την υψηλή τεχνολογία· χρειάζεται ισχυρός έλεγχος πάνω στις μάζες. Τα δηλητήρια του εθνικισμού και του ρατσισμού χρησιμοποιούνται, ιδιαίτερα καθώς η όξυνση της σύγκρουσης μεταξύ του παγκόσμιου χαρακτήρα των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων και των απαρχαιωμένων φραγμών του αστικού Έθνους-Κράτους δημιουργεί σε όλες τις χώρες εντεινόμενες τάσεις οικονομικού εθνικισμού και πολιτικού σωβινισμού, όλα τα είδη ρατσισμού, αντισημιτισμού, και φασισμού, από το παραλήρημα του Ντόναλντ Τράμπ στις ΗΠΑ και του Βίκτορ Όρμπαν στην Ουγγαρία, στο Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λε Πεν, το UKIP στη Βρετανία, το FPO στην Αυστρία, τα Altrenative für Deutschland και Pegida στην Γερμανία ή τη ναζιστική “Χρυσή Αυγή” στην Ελλάδα.
Οι πολεμοκάπηλοι στις άρχουσες τάξεις χρειάζονται μια αποφασιστική αλλαγή στο συσχετισμό δυνάμεων των κοινωνικών τάξεων για να επιβάλουν τον απαραίτητο κοινωνικό έλεγχο και την πειθαρχία για να προχωρήσουν από εκεί στο μακελειό.
Πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν η συντριπτική ήττα της Γερμανικής εργατικής τάξης και η ήττα της Ισπανικής επανάστασης που προδόθηκαν από την σεχταριστική σταλινική πολιτική της “τρίτης περιόδου” η πρώτη και από τον οπορτουνισμό του “λαϊκού μετώπου” της ταξικής συνεργασίας, η δεύτερη…
Πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο έλεγχος επί των εργατικών τάξεων επιβλήθηκε από την σοσιαλδημοκρατία, την εργατική αριστοκρατία και τις γραφειοκρατίες, τις προσαρμοσμένες στο ιμπεριαλιστικό καπιταλιστικό εθνικό περιβάλλον.
Σήμερα, οι εργατικές γραφειοκρατίες δεν μπορούν να ασκήσουν τον ίδιο αποτελεσματικό έλεγχο όπως και πριν. Η διεθνής σκηνή της πάλης παρέχει κάθε είδους απρόσμενες εκπλήξεις, με κάποιες από αυτές να είναι πολύ δυσάρεστες για τις άρχουσες τάξεις. Το βάθος της κρίσης που παράγει μια κοινωνική και πολιτική ριζοσπαστικοποίηση ταυτόχρονα αφήνει την αστική τάξη, μέχρι στιγμής, χωρίς τα κατάλληλα πολιτικά και οικονομικά μέσα για μια νικηφόρα αναμέτρηση με τις εξαθλιωμένες και εξεγερμένες μάζες.
Το πεπρωμένο της ανθρωπότητας θα κριθεί από τη σύγκρουση γιγαντιαίων κοινωνικών δυνάμεων σε εθνική και πάνω από όλα σε διεθνή κλίμακα.
Γ
“Μεταρρύθμιση” και Επανάσταση, σε Βορρά και Νότο
Οι μεγάλες κλασικές θεωρητικές συζητήσεις για τον ιμπεριαλισμό στις αρχές του 20ου αιώνα οδήγησαν πάντα σε σαφή πολιτικά συμπεράσματα για τα φλέγοντα μεγάλα ιστορικά θέματα, ιδιαίτερα σχετικά με τον πόλεμο, τη μεταρρύθμιση ή την επανάσταση, οριοθετώντας σαφώς, λιγότερο ή περισσότερο, τις διαχωριστικές γραμμές.
Οι περισσότερες από τις σύγχρονες ριζοσπαστικές αριστερές θεωρίες και θεωρητικοί του ιμπεριαλισμού στις αρχές του 21ου αιώνα, αντίθετα, παραμένουν στον ασαφή χώρο του “αντι-καπιταλισμού”, θολώνοντας τη διαχωριστική γραμμή με τον αριστερό ρεφορμισμό, αποφεύγοντας ή ανοιχτά απορρίπτοντας την προοπτική μιας κοινωνικής επανάστασης, σαν κάτι που ανήκει στον περασμένο αιώνα και, σε κάθε περίπτωση, χωρίς καμία επίκαιρη σημασία. Η Επανάσταση υπήρξε το απαγορευμένο Όνομα[31] κατά την άμπωτη των διεθνών επαναστατικών κινημάτων στις δεκαετίες 1980-1990, κατά τη διάρκεια των θερμών ημερών της παγκοσμιοποίησης, και πάνω από όλα, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.
Αυτή είναι η βάση της σιωπηρής ή ανοιχτής συναίνεσης μεταξύ της διεθνούς “ριζοσπαστικής αριστεράς” ότι ο “ιστορικός κύκλος της Οκτωβριανής Επανάστασης έχει κλείσει”.
Σύμφωνα με τις διαφορές στην ανάλυση της παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου ή του ιμπεριαλισμού, το επίκεντρο του αντι-καπιταλιστικού αγώνα βρίσκεται είτε στις μεγάλες ιμπεριαλιστικές χώρες του Βορρά (Καλλίνικος) ή στο Νότο, για μερικούς αποκλειστικά εκεί (Torkil Lauesen και Zak Cope[32]).
Όμως, ένα χαρακτηριστικό της τρέχουσας παγκόσμιας κρίσης είναι ότι συγκλονίζει, σίγουρα σε μια άνιση, αλλά όλο και περισσότερο συνδυασμένη ανάπτυξη, τόσο τον Βορρά όσο και το Νότο, παράγοντας πρωτοφανείς κοινωνικές πολιτικές αναταραχές που ξεπερνάνε τον διαχωρισμό Βορρά/Νότου, από την Ταχρίρ στην Αίγυπτο στην πλατεία Puerta del Sol στην Ισπανία, την πλατεία Συντάγματος στην Ελλάδα, τα κινήματα Occupy στις ΗΠΑ, το Πάρκο Gezi στην Τουρκία και τώρα τις Nuits Debout στην Γαλλία.
Δεύτερον, η τρέχουσα παγκόσμια καπιταλιστική κρίση καταργεί τη δυνατότητα ταξικών συμβιβασμών και σοβαρών και μακροχρόνιων μεταρρυθμίσεων εντός του καπιταλισμού όπως φαίνεται όχι μόνο με την καταστροφή του Κράτους Πρόνοιας στο Βορρά, αλλά και στο Νότο, με την εξάντληση των αριστερών εθνικιστικών-λαϊκιστικών και κεντροαριστερών κυβερνήσεων στη Λατινική Αμερική που για ένα διάστημα ήταν σε θέση να αναδιανείμουν μέρος των εσόδων από τις υψηλές τιμές των εξαγόμενων πρώτων υλών, αλλά χωρίς να προχωρούν σε ρήξη με τις καπιταλιστικές και τις κρατικές δομές και που τώρα, με την εμβάθυνση της παγκόσμιας ύφεσης, καταρρέουν. Υπάρχει επίσης ένα εμβληματικό παράδειγμα της αποτυχίας του ριζοσπαστικού ρεφορμισμού στην ίδια την Ευρώπη: η άδοξη συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 2015, η δεξιά στροφή του Podemos στην Ισπανία, η στήριξη που παρέχει το Bloque d’Esquerda και το Πορτογαλικό Κομμουνιστικό Κόμμα στην φιλο-ΕΕ, υπέρ της λιτότητας, φιλελεύθερη κυβέρνηση του Σοσιαλιστικού Κόμματος στην Πορτογαλία.
Τρίτον, είχαμε πάλι τουλάχιστον μια εμπειρία, τόσο θετική όσο και αρνητική, μιας ανερχόμενης επανάστασης που γοργά επεκτείνονταν διεθνώς: την κοινωνική επανάσταση στην Τυνησία και την Αίγυπτο, το 2011. Η επανάσταση υπέστη οπισθοδρόμηση, ελπίζουμε προσωρινή, λόγω της αντεπίθεσης των αντεπαναστατικών δυνάμεων και του ιμπεριαλισμού, αλλά και λόγω των τρομερών λαθών που έγιναν από μια άπειρη, αμφιταλαντευόμενη και σε σύγχυση επαναστατική αριστερά, χωρίς πολιτική ανεξαρτησία και σαφείς διαχωριστικές γραμμές από τον αστικό φιλελευθερισμό και τον λεγόμενο Νασσερικό εθνικισμό που συνδέεται με τον στρατό. Παρ’ όλα αυτά, η επαναστατική διαδικασία δεν έχει ακυρωθεί επ’ αόριστον. Απεργίες, διαδηλώσεις, καταλήψεις και λαϊκές κινητοποιήσεις έχουν αρχίσει και πάλι να τραντάζουν την ασταθή δικτατορία του αλ Σίσι και την ακόμα πιο εύθραυστη συμμαχία των υπαλλήλων του Μπεν Αλί και των μετριοπαθών ισλαμιστών της κυβέρνησης στην Τύνιδα.
Το κρίσιμο μάθημα που πρέπει να βγει και πάλι είναι η επείγουσα ανάγκη για την επαναστατική οργάνωση σε εθνικό και διεθνές επίπεδο· μια αφοσιωμένη, διαυγής, εκπαιδευμένη στις πιο αντίξοες συνθήκες, επαναστατική ηγεσία, που να συνδέεται με τις μάζες στη χώρα της και με τους επαναστάτες σε όλον τον κόσμο, οπλισμένη με μια μη δογματική επαναστατική θεωρία, με ένα επαρκές πρόγραμμα, στρατηγική και τακτική, με διεθνή ορίζοντα, με βάση τις καλύτερες παραδόσεις της Οκτωβριανής Επανάστασης και όλων των χειραφετητικών εμπειριών της ανθρωπότητας.
Η χαοτική κατάσταση στη Μέση Ανατολή συγχωνεύεται τώρα με μια Ευρωπαϊκή Ένωση, όχι μόνο σε οικονομική στασιμότητα, αλλά και σε γενικευμένη πολιτική αποσταθεροποίηση, που εισέρχεται σε “μια Εποχή αποσύνθεσης”, για να χρησιμοποιήσουμε τον τίτλο ενός άρθρου του Wolfgang Münchau στους Financial Times.[33] Το να περιμένουμε μεταρρυθμίσεις ή “εκδημοκρατισμό” του καταρρέοντος ιμπεριαλιστικού οικοδομήματος είναι μια αντιδραστική ουτοπία.
Καθώς η εκατονταετηρίδα της Οκτωβριανής Επανάστασης του 1917 είναι κοντά, είναι πολύ πιο ρεαλιστικό να περιμένουμε στην Ευρώπη αλλά και διεθνώς, τόσο στο Βορρά όσο και στο Νότο, παρατεταμένους αγώνες και αναταραχές, νε δεξιά και αριστερά ζιγκ-ζαγκ, πολέμους, κρατική καταστολή, εξεγέρσεις – και επαναστάσεις.
Η αυλαία ανοίγει για τη δεύτερη μεγάλη Πράξη του ιστορικού Δράματος που ξεκίνησε με την “έφοδο στον ουρανό”, στην επαναστατική Πετρούπολη με τον ήχο του κανονιού του θωρηκτού Aβρόρα.
Θα είναι η αυγή μιας νέας Ανθρωπότητας.
Μάιος 2016
Μετάφραση ΓΣ, MVH, ΝΑ
[το κείμενο αποτελεί προσυνεδριακό ντοκουμέντο για το 15ο συνέδριο του ΕΕΚ]
[1] Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Συνέδριο του σοσιαλιστικού θεωρητικού περιοδικού “Critique” με θέμα Πόλεμος και Καπιταλισμός, στο Λονδίνο, στις 14 Μαΐου 2016 2016, το πρώτο από δύο Συνέδρια της “Critique” (2016-2017) αφιερωμένα στις διάφορες πτυχές της Ρωσικής Επανάστασης σε ένα παγκόσμιο πλαίσιο. Η αρχική εκδοχή παρουσιάζεται εδώ τροποποιημένη.
[2] Henry Mance, Prime Minister raises spectre of conflict in battle over Brexit, Financial Times, 9 Μαΐου 2016
[3] Geoff Dyer, Brexit could ‘unravel’ EU, warn former US security advisers, Financial Times, 11 Μαΐου 2016
[4] Στην άλλη πλευρά του κόσμου, η Διατλαντική Eμπορική Eπενδυτική Συνεργασία (ΤΤΙΡ) εκδηλώνει επίσης, σε διαφορετική κλίμακα και βαθμό, τις ευρω-αμερικανικές εντάσεις και την προσπάθεια των ΗΠΑ να επιβάλουν τους όρους τους στους Ευρωπαίους αντιπάλους τους, κυρίως στη Γερμανία και τη Γαλλία, καθώς ολόκληρο το σχέδιο της ΕΕ βρίσκεται σε κρίση.
- [5] L.D. Trotsky, Is Parliamentary Democracy likely to Replace the Soviets?, 25 Φεβρουαρίου 1929 στο Writings of Leon Trotsky 1929, Pathfinder Press 1975 σ. 57
[6] Alain Badiou, Notre mal vient de plus loin – Penser les tueries du 13 novembre, Fayard 2016, σ. 28
[7] Antonio Negri and Michael Hardt, Empire, Harvard University Press 2000
[8] David Harvey, The New Imperialism, Oxford University Press 2003
[9] Ellen Meiksins Wood, Empire of Capital, Verso 2003
[10] Robert Brenner, What is and what is not Imperialism?, 2006, Historical Materialism, 14:4 σ. 79-106
[11] Alex Callinicos, Imperialism and Global Political Economy, 2009 Polity, Cambridge
[12] John Milios and Dimitris P. Sotiropoulos Rethinking Imperialism – A Study of Capitalist Rule 2009,Palgrave McMillan, et al.
Για μια κριτική των νέων θεωριών του ιμπεριαλισμού βλ. στο Savas Michael-Matsas, The New-Old Imperialism, Critique, vol. 36, 1, 2008, σ. 45-61
[13] Βλ. V.I. Lenin, Imperialism, the Highest Stage of Capitalism, A Popular Outline, vol. 22 στο Colected Works. Βλ. Chapter VII. Imperialism as a special stage of capitalism στο www.marxists.org/archive/lenin/works/1916/imp-hsc/ch08.htm [πρόσβαση 23/5/2016]
[14] V.I. Lenin, Notebooks on Imperialism, Progress, Collected Works vol. 29
[15] Milios et. Al. ό.π., σ. 23
[16] A. Callinicos ό.π., σ. 42
[17] D. Harvey, ό.π., κ.ε.
[18] V.I. Lenin, Philosophical Notebooks, vol. 38, Progress 1980. Ανάμεσα στην αχανή σχετική φιλολογία, βλ. Lenin Reloaded, Toward a Politics of Truth, eds Sebastien Budgen, Stathis Kouvelakis, και Slavoj Zizek, Duke University Press, 2007. Στον ίδιο τόμο συμπεριλαμβάνεται το Savas Michael-Matsas, Lenin and the Path of Dialectics, σ. 101-119
[19] A. Callinicos, ό.π., σ. 32
[20] Karl Marx, Capital, vol. I, Progress 1986, σ. 19
R. Hilferding, Finance Capital, Routledge & Kegan Paul 1981, σ. 235
ό.π., σ. 21
V.I. Lenin, Imperialism…, ό.π.
L.D. Trotsky, The Death Agony of Capitalism: The Transitional Program of the Fourth International, in Documents of the Fourth International, Pathfinder 1973, p. 191
K. Marx, Grundrisse
Βλ. Hillel Ticktin, Towards a Theory of Finance Capital, in Critique 17, and The Nature of an Epoch in Declining Capitalism, in Critique 26
Martin Heidegger, Introduction à la métaphysique,TEL Gallimard 1987, σ. 72-73
K. Marx -F. Engels, Manifesto of the Communist Party
K. Marx, Theories of Surplus Value, Part II, Progress 1975, σ. 510
ό.π., σ. 509, έμφαση στο πρωτότυπο
Βλ. Savas Michael-Matsas, Utopia of Immanence, Deleuze Studies, Edinburgh University Press 2016
Torkil Lauesen and Zak Cope, Imperialism and the transformation of Values into Prices, monthlyreview.org (2015/07/01/imperialism-and the-transformation -of values-into prices), πρόσβαση στις 5/5/2016
Wolfgang Münchau, Financial Times 3/3/2016