του Νίκου Λέκκα
Είδαμε και ακούσαμε. Και στην εποχή μας το να βλέπεις και ν’ ακούς είναι προνόμιο. Όχι να κοιτάς και να πιάνεις ηχητικά κύματα. Να ακούσεις λέξεις και ν’ αφουγκράζεσαι νοήματα, έννοιες, στάσεις και αξίες. Και αυτό δεν έχει να κάνει πάντα με το δογματικό «εξ ημών», αλλά με μια γνώση του κόσμου, βαθιά, σαν τα ουμανιστικά αισθήματα που πρέπει να έχει κάθε άνθρωπος, βαθιά όσο θα έπρεπε να είναι η παιδεία, όσο και η γνώση για το αίσθημα τον άνομων δικών μας παιδιών. Γιατί τώρα που πήξαμε στα αρώματα εξ οίκων, λίγη ιδρωτίλα και λίγο τσαμπουκάς των κοινωνικά αποκλεισμένων προσφέρει ένα φρέαρ προς την εξευγένιση των δικών μας παιδιών, αυτών που πιστεύουμε, των δικών μας ανθρώπων που όσο πάνε και μειώνονται (όχι αποκλειστικά με βιολογικό θάνατο που δεν καταργείται αλλά χωνεύεται αλλά με τον άλλο τον θάνατο, αυτών που αναισθητοποιεί κάθε ανθρωπιά.)
Οι λόγοι πάμπολλοι. Για κάποιους φυσική εξέλιξη αν όχι επιβαλλόμενη, άκρως αναμενόμενη. Και που το Φως το δεξιό και το Αριστερό δεν το συναντήσαμε ποτέ, και σε μεμονωμένες στιγμές τρομάξαμε να το βρούμε, και ακόμα και οι κάποτε δικοί μας έχουν αρχίσει τα περίεργα νταραβέρια κάκιστων συναναστροφών με γαμήλιες δεξιώσεις, gala και κολλητηλίκια με την ψευδώς αποκαλούμενη έννομη τάξη. Μέχρι μπάτσους και δημάρχους έχουν φτάσει. Με ένα βλέμμα σιγουριάς αλλά άκρως κακομοίρικο. Αυτοί οι μέχρι πρότινος ψωριάρηδες.
Αυτοί που δήλωναν αλάνια, της γενιάς μου, που τώρα πια την έχει πάρει ο διάολος. Μέχρι και αμάξι πεντάπορτο έχουν πάρει για οικογενειακό πρεστίζ. Και όσοι αντέχουν και κρατάνε, αντί να τους ραίνουν με ροδοπέταλα ακριβών λουλουδάδικων τους λοιδορούν λες και είναι αυτοί οι κακομοίρηδες και όχι οι ίδιοι.
Ακόμα και στα Εξάρχεια με τις απόψεις ταγάρι και αντισεξισμού, που ο στερημένος άνθρωπος το μόνο που έχει να κάνει είναι να λιγουρεύεται υπογείως αλλά απέξω στυλ Πάνος Τζαβέλας και εκκεντρικότητες Νικόλας Άσιμος. Αλλά οι μακαρίτες τα πλήρωσαν όλα και σε τίποτα στο πληβειακό δεν έλπιζαν. Προσπάθησαν να αλλάξουν τον κόσμο με κάθε τιμιότητα στις προθέσεις και στο διάβα της ζωής. Και καναπέδες με κόκκινα μπαλώματα μιας κάποτε αθωότητας δεν διέθεταν, αυτά για να ξεκουράσεις τις ταξικές σου ανησυχίες. Παραμείναν αθώοι όσο ακριβά και αν το πλήρωσαν. Και ως γενιά αντί να μελετήσουμε το σθένος τους, τους κακοποιούμε. Και τώρα που ανέφερα τη λέξη «Αντί», το περιοδικό με τον ίδιο τίτλο (που δεν είχε τίποτα από γυαλάδα), οι παλιοί το ξεκοκάλιζαν, τώρα οι νέοι στην λέξη αντί έχουν το αντιαπαγορευτικό στο νου, όπως και τον «Πολίτη» που ανάθεμα οι νέοι αν ξέρουν το Χρήστο σε ρόλο Καραϊσκάκη, και τον πολίτη Κέιν. Πόσο μάλλον το σπουδαίο περιοδικό. Ακόμα και τον Ηλία, το μόνο που του αναγνωρίζουν είναι το 9 της Ελευθεροτυπίας. Μόνο από Ρένο στην εκπομπή του στο 5. Πάνω απ΄ όλα οι ιδέες. Που για να σας πω την αλήθεια, το Ερωτοδικείο είχε μεγαλύτερη ουσία. Και η τηλεόραση δεν μπορεί να γίνει σύμφωνα με τη γνώμη των αδερφών Μητρόπουλου, (με τα 4 σκυλιά η κάθε μία) όταν στην χούντα έλεγχαν την ταινιοθήκη. Αξίες και σπουδαίες αλλά με τηλεόραση οι θεές δεν ανακατεύτηκαν. Δεν μπορεί να βλέπουμε τηλεόραση και να νομίζουμε ότι διαβάζουμε την Φιλολογική Πρωτοχρονιά και τη Νέα Εστία. Η τηλεόραση για όσους έχουν, πρέπει να μένει στο ελαφρύ. Δεν είναι για μόρφωση είναι για χαζολόγημα. Κατακόκκινες οι αδερφές (δεν ξέρω αν ζούνε), αξίες αλλά δεν έτριβαν τον Γιουγκοσλαβικό κινηματογράφο στη μούρη του κόσμου, γιατί ήταν σώφρων. Στην οδό Ομήρου έκαναν τις προβολές. Με το κατακόκκινο κοινό που είχε την ανάλογη παιδεία να το εκτιμήσει το θέαμα που ήταν ψυχαγωγία όχι διασκέδαση.
Για το λαό ήταν το Λούνα Παρκ. Που σε ανθρώπους που έβλεπαν το Λούνα Παρκ και τον Άγνωστο Πόλεμο, εγώ προσωπικά χρωστώ ό,τι ήθος, γνώση και σεβασμό απέκτησα στην ζωή μου. Από το «σουτιέν» του Καρβέλα άρχισα ν’ ακούω μουσική. Η «Νόρμα» ήρθε αργότερα. Δεν μετανιώνω για τίποτα. Το δικό μας κόκκινο είναι του λαού, και μας το δίδαξε όχι πάντα κόκκινος λαός, που δεν είχε ιδέα από Marx άλλα καταλάβαινε από καημούς και βάσανα.
Ο δρόμος είναι κυρίως κόκκινος και εκεί παίζεται και το αρχαίο δράμα και η τραγωδία. Που πάντα θα μας αφορά όσο και αν κακοποιείται από καλιαρντές πρωτοπορίες (που ουδεμία σχέση έχουν με την πρωτοπορία) όπως κακοποιήθηκε και ο δρόμος από κατοίκους, περιοίκους και αρχές. Και αυτό το μάτι καρφίτσα έλεος. Που σιγά τις κυρίες που θα μας κρίνουν. Στο δρόμο βρίσκεις τη χαρά, όχι στις κομμώσεις Γιούλη. Και ο ύπνος από την κούραση του δρόμου έρχεται φυσικά για ένα 6ώρο. Χωρίς χάπια και χωρίς να κοιμούνται όρθιοι συνέχεια.
ΥΣ: Το Normizon, ανήκει στην ιστορία, cult και πανάκρίβο όσο το Nebutal.
Κορωπί 17/6/21