Τράβηξε από τις 4 Μάη η κυβέρνηση την «περόνη» της κοινωνικής «χειροβομβίδας» με την έναρξη του σταδιακού ανοίγματος των επιχειρήσεων οι οποίες έκλεισαν μετά τα μέσα Μάρτη για υγειονομικούς λόγους.
Και αυτό γιατί τροποποιείται προς το χειρότερο -για την εργατική τάξη- το «καθεστώς» που διέπει τις συμβάσεις εργασίας του προσωπικού των επιχειρήσεων που ανοίγουν, αλλά και των επιχειρήσεων οι οποίες δεν έκλεισαν με κρατική εντολή αν και ανήκουν σε πληττόμενο, λόγω κορονοϊού, κλάδο της οικονομίας.
Συγκεκριμένα, από τη στιγμή που ανοίγει μια επιχείρηση, θα μπορεί να κρατήσει σε αναστολή έως το 60% του προσωπικού που είχε σε αναστολή μέχρι πρότινος.
Το άλλο τουλάχιστον 40% του προσωπικού που είχε σε αναστολή μέχρι πρότινος πρέπει να το επαναφέρει σε δουλειά.
Όσοι εργαζόμενοι παραμείνουν σε αναστολή, θα αποζημιωθούν από το κράτος για όσες μέρες διαρκέσει αυτή η κατάσταση. Ωστόσο, ορισμένοι παραμένοντες σε αναστολή εργαζόμενοι θα λάβουν το Μάη ακόμα και αποζημίωση για 15 μέρες, επειδή η αποζημίωση των 800 ευρώ την οποία έλαβαν αφορούσε διάστημα 45 ημερών, δηλαδή από τα μέσα Μαρτίου έως και τις 30 Απριλίου. Κάποιοι, όμως, εργαζόμενοι βγήκαν σε αναστολή από την 1η Απριλίου.
Συνεπώς, σύμφωνα με την κυβέρνηση ήταν «κερδισμένοι» καθώς αντί να λάβουν αποζημίωση για 30 μέρες (1 έως 30 Απριλίου) ύψους 534 ευρώ, έλαβαν 800 ευρώ.
Τα υπερβάλλοντα 234 ευρώ τα οποία έλαβαν θα τους τα κόψει το κράτος από την αποζημίωση την οποία θα ελάμβαναν στο διάστημα μεταξύ 1ης και 15ης Μάη.
Έτσι, οι εν λόγω εργαζόμενοι αν μείνουν σε αναστολή και το β΄ δεκαπενθήμερο του Μάη θα λάβουν αποζημίωση μόλις 234 ευρώ!
Όσον αφορά εκείνους τους εργαζομένους (τουλάχιστον το 40%), οι οποίοι θα επανέλθουν στη δουλειά, θα πρέπει να αμειφθούν από τους εργοδότες τους.
Ωστόσο, το κράτος δεν απαγορεύει σ’ αυτούς να αλλάξουν τον τύπο της σύμβασής τους (π.χ. να μετατρέψουν μία σύμβαση πλήρους απασχόλησης σε σύμβαση μερικής ή εκ περιτροπής εργασίας).
Τη μόνη υποχρέωση την οποία έχει ο εργοδότης ο οποίος εντάχθηκε στο πλαίσιο στήριξης, δηλαδή της αποζημίωσης των εργαζομένων του, της αναστολής των ασφαλιστικών, φορολογικών υποχρεώσεων κ.λπ., είναι να μην απολύσει κανέναν εργαζόμενο από την επιχείρηση 45 μέρες μετά τη λήξη αυτής της στήριξης.
Με άλλα λόγια, από αυτό το μήνα, οι εργαζόμενοι των πληττομένων επιχειρήσεων μπαίνουν και επισήμως σε μία κατάσταση στην οποία θα υπάρχουν 2 ταχύτητες. Στην πρώτη ταχύτητα ανήκει το 40% το οποίο θα επανέλθει στη δουλειά υπό πιθανότατα χειρότερους όρους, από πλευράς συμβάσεων. Στη δεύτερη ταχύτητα θα ανήκει το 60% το οποίο θα παραμείνει στην «εφεδρεία», μένοντας, όμως, παράλληλα απλήρωτο ακόμα και για το μισό μήνα.
Δεδομένου ότι κοντά στο 1 εκατομμύριο μισθωτοί, οι οποίοι μπήκαν σε αναστολή τον περασμένο μήνα, σταδιακά, καθώς θα ανοίγει –εκτός υγειονομικού δυσάρεστου απροόπτου– ο ένας μετά τον άλλο κλάδο της οικονομίας, θα χωρισθούν σε έως 600.000 που θα παραμείνουν σε αναστολή και τουλάχιστον 400.000 που θα «επανέλθουν» στη δουλειά.
Η διάσπαση αυτή των εργαζομένων με απόλυτη ευθύνη της κυβέρνησης αναμένεται να δημιουργήσει εντάσεις σε επίπεδο κάθε επιχείρησης όχι μόνο μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, αλλά και μεταξύ των ίδιων των εργαζομένων της ίδιας της επιχείρησης.
Αν όμως η επερχόμενη ένταση μεταξύ εργοδοτών – εργαζομένων μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης, η επερχόμενη ένταση στο εσωτερικό του κοινωνικού μπλοκ των εργαζομένων μπορεί να παίξει διαλυτικό ρόλο στις αντιστάσεις τους απέναντι τόσο στους εργοδότες όσο και το κράτος τους.
Έτσι ο κυβερνητικός μηχανισμός «στήριξης» των καπιταλιστικών επιχειρήσεων και (υποτίθεται) των εργαζομένων τους, προχωρά στη διάσπαση των εργαζομένων αλλά και την παραπέρα φτωχοποίηση τους.
Επίσης, μετατρέπεται πιο πολύ σε μηχανισμό στήριξης των μεγάλων επιχειρήσεων, οι οποίες έχουν τις οικονομικές αντοχές για ανταπεξέλθουν στο νέο τοπίο, αλλά και μπορούν να προσεγγίσουν τους νέους «εφέδρους» της ανεργίας με πολύ χαμηλότερους μισθούς σε σχέση με εκείνους που έπαιρναν προ του κορονοϊού.
Μάλιστα, οι επερχόμενες μέσες αμοιβές στον ιδιωτικό τομέα (και σ’ αυτό θα συντελέσει πολύ και η επερχόμενη αύξηση των ανέργων κατά 200.000, σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις) θα προσεγγίζουν ολοένα και περισσότερο την κρατική αποζημίωση των 534 ευρώ που αφορά τους υπό αναστολή εργαζομένους.
Για όσους δεν… κατάλαβαν το ποσό των 534 ευρώ που έδωσε το κράτος στους εργαζομένους οι συμβάσεις των οποίων τέθηκαν σε αναστολή από τα μέσα Μάρτη και μετά, διαφέρει μόλις κατά 15 ευρώ περίπου σε σχέση με τον εθνικό κατώτατο μισθό των 650 ευρώ, αφού αφαιρεθούν οι εργατικές εισφορές που αντιστοιχούν περίπου στο 15% επ’ αυτού (σ.σ. περίπου 550 ευρώ).
Την ίδια ώρα, η κυβέρνηση αποφάσισε να αναβάλλει για 6 μήνες την όλη διαδικασία για τον επανακαθορισμό του κατώτατου μισθού.
Ο νέος κατώτατος μισθός, αντί να ισχύσει από την 1η Ιουλίου 2020, θα ισχύσει από την 1η Φεβρουαρίου του 2020.
Δεδομένου ότι για τον καθορισμό του ύψους του πρέπει να ληφθεί υπόψη η κατάσταση της οικονομίας, δεν θα πρέπει να… εκπλαγεί κανείς ακόμα και με τη μείωσή του ή στην καλύτερη περίπτωση με μία ακόμα αναβολή του επανακαθορισμού του, δηλαδή με ένα ”πάγωμα” του.
Ωστόσο, είτε το ένα, είτε το άλλο συμβεί, λίγη σημασία θα έχει, καθώς το ίδιο κράτος, μέσω της αποζημίωσης των 534 ευρώ έχει έμμεσα επιβάλλει το νυν κατώτατο και σε εκείνους τους εργαζομένους οι οποίοι δεν αμείβονταν με το ποσό αυτό….
Έτσι για 2η φορά τα τελευταία 10 χρόνια το αστικό κράτος γίνεται ο ρυθμιστής των αμοιβών του ιδιωτικού τομέα.
Τη πρώτη φορά το έκανε το 2012, δηλαδή στο αποκορύφωνα της ελληνικής καπιταλιστικής χρεοκοπίας και των Μνημονίων της, όταν η μνημονιακή «οικουμενική» κυβέρνηση Παπαδήμου αποφάσισε το πάγωμα των «ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων» σε εθνικό επίπεδο και τη μείωση του κατώτατου μισθού κατά 22%.
Στις μέρες μας, το «μετα–μνημονιακό» κράτος υπό την δεξιά κυβέρνηση Μητσοτάκη φέρνει από την πίσω πόρτα, ντε φάκτο, μέσω του μηχανισμού στήριξης των ελληνικών καπιταλιστικών επιχειρήσεων λόγω της κορονο-κρίσης, τον κατώτατο μισθό των 534 -550 ευρώ (καθαρά) και σε εκείνους τους εργαζομένους οι οποίοι αμείβονταν με μισθό υψηλότερο από τον κατώτατο.Και αυτό γιατί το πιο πιθανό σενάριο προβλέπει πως όσοι εργαζόμενοι γυρίσουν στη δουλειά θα βρεθούν αντιμέτωποι με μειώσεις έως και 50% στις αποδοχές τους, έτσι ο μισθός τους από τα 1000 ευρώ που είναι κατά μέσο όρο, σύμφωνα με τα στοιχεία απασχόλησης των ταμείων θα πέσει γύρω στα 500 -600 ευρώ. Η κυβέρνηση εμμέσως έχει παραδεχθεί ένα τέτοιο σενάριο, καθώς έχει ήδη εξαγγείλει άλλο ένα μηχανισμό (μετά και πέρα από εκείνο της στήριξης των επιχειρήσεων ) : Το ”μηχανισμό αναπλήρωσης απωλειών (πχ 50%)| του εργατικού εισοδήματος”. Σύμφωνα με το σχεδιασμό της, το κράτος θα αναλάβει, υπό όρους, να καλύψει μέρος των απωλειών που θα υποστούν οι εργαζόμενοι επιστρέφοντας στη δουλειά. Έτσι, αν πχ ένας εργαζόμενος αντί για 1000 ευρώ προ των μέτρων κατά του κορονοϊού, λάβει σήμερα 500 ευρώ, το κράτος θα του δώσει ένα επιμίσθιο 250 ευρώ. Για πόσο; Το πολύ έως τέλος του τρέχοντος έτους… Μετά, ας κόψει το λαιμό του…
Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση με όχημα τους διάφορους μηχανισμούς επιβάλλει μία βίαιη προς τα κάτω εξίσωση των αμοιβών στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, τέτοια που δεν είχαν ζήσει οι εργαζόμενοι ούτε και το 2012. Παράλληλα, με τον τρόπο αυτό ενισχύεται ο ρυθμιστικός ρόλος του κράτους στο επίπεδο των αμοιβών στον ιδιωτικό τομέα.
Δ. Κ.