Παρουσίαση του βιβλίου της Μαρίας Φαφαλιού στη Λοκομοτίβα
Μια σημαντική βραδυά, ζεστή, παρά το ψύχος της ημέρας, ζήσαμε στη Λοκομοτίβα, την Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου, στην παρουσίαση του βιβλίου της Μαρίας Φαφαλιού Κορίτσια στο Περιθώριο, που κυκλοφόρησε πριν μερικές εβδομάδες από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
Στην κατάμεστη Λοκομοτίβα, μίλησαν η Κατερίνα Μάτσα, πρώην επιστημονική υπεύθυνη του 18Άνω, ο Γιώργος Μόσχος, νομικός και πρώην Συνήγορος του Παιδιού και η συγγραφέας.
Μετά τις ομιλίες έγιναν πολλές και σημαντικές παρεμβάσεις.

Η Κατερίνα Μάτσα είπε ότι η κοινωνική κριτική που διαπερνά τις σελίδες του βιβλίου διατρέχει τις δεκαετίες από τον 19ο, τον 20ό αιώνα μέχρι τις μέρες μας, δείχνοντας γιατί εξακολουθεί να υπάρχει ο θεσμός των ιδρυμάτων, γιατί εν έτει 2023 υπάρχουν αυτά τα ιδρύματα, που επιπλέον είναι πιο κοστοβόρα από τα κοινοτικά ιδρύματα. Ο θεσμός πρωτολειτούργησε μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα καθιερώνεται ο όρος άσυλο.
Στο βιβλίο περιγράφεται το Αναμορφωτήριο Θηλέων Παπάγου στο οποίο όταν έκλεισε βρέθηκαν σκορπισμένα αρχεία των κοριτσιών. Το βιβλίο ασκεί κοινωνική κριτική μέσα από την παράθεση δημοσιευμάτων στο τύπο, μελέτες, μαρτυρίες, γράμματα κοριτσιών, επίσημες εκθέσεις, εκθέσεις επιμελητών ανηλίκων. Ο θεσμός του επιμελητή ανηλίκων δημιουργήθηκε το 1954, αλλά από τη δεκαετία του 1920 το πρόβλημα είχε μεγεθυνθεί από την έλευση των προσφύγων και των προσφυγόπουλων της Μικρασιατικής Καταστροφής. Στο βιβλίο περιγράφεται ο “θεσμός” των “δουλικών”, των μικρών υπηρετριών στα σπίτια των εύπορων τάξεων, η εκμετάλλευση, η κακοποίηση, συχνά η σεξουαλική κακοποίηση μικρών κοριτσιών, που στο τέλος τα πέταγαν στο δρόμο για να καταλήξουν στα πορνεία, με πιο εφιαλτικό το τρομερό “σιδέρωμα” της Σπυριδούλας από τα αφεντικά της μετά από καταγγελία για κάποια κλοπή με εξιλασθήριο θύμα τη 12χρονη υπηρέτρια… Το σιδέρωμα με το καυτό σίδερο της Σπυριδούλας απεικονίζει τις εφιαλτικές συνθήκες διαβίωσής της και της αβίωτης ζωής της πλειοψηφίας των κοριτσιών–υπηρετριών.
Στο βιβλίο περιγράφονται τα βάσανα των ανθρώπων με κορυφαίο σημείο τη μοίρα αυτών των κοριτσιών.
Ενδεικτικά, ένα απόσπασμα, από ένα γράμμα-κραυγή ανήλικων Τροφίμων Αναμορφωτηρίου:
Σφαλιστή η σιδερένια πόρτα. Ένα πολύ μικρό παραθυράκι έχει μόνο, που όταν χτυπήσεις το κουδούνι, θ’ ανοίξει και θ’ αντικρίσεις τα μάτια εκείνου που θα ‘ρθει στο άκουσμα του ήχου. Ψηλοί μαντρότοιχοι που περικλείουν το κτίριο του Αναμορφωτηρίου Παπάγου. Γύρω γύρω χωματόδρομος, πεταμένα άδεια πακέτα από τσιγάρα, συνταγές από φάρμακα, τελειωμένα καλλυντικά.
Μαρία Φαφαλιού, Κορίτσια στο Περιθώριο, σελ. 245 κ.ε.
Απομόνωση. Αυτό το συναίσθημα το αισθάνεται αμέσως οποιοσδήποτε πλησιάσει εκεί.
Σκύβοντας να δεις από τις χαραμάδες της πόρτας, βλέπεις λίγο το προαύλιο του Αναμορφωτηρίου. Φρεσκοβαμμένο, καθαρό. Αλλά άδειο, καταθλιπτικό. Δεν υπάρχει κανείς. Και μέσα στην απέραντη σιωπή που επικρατεί και πλανιέται πάνω απ’ τις πλάκες του, κάποια φωνή από μέσα. Τσιριχτή, δυνατή, ίσως όχι ακριβώς φωνή, κάτι σαν ουρλιαχτό που να ‘ρχεται από τον άλλο κόσμο κι ανατριχιάζεις.
Και πάλι σιωπή.
Ακούγονται βήματα. Απ’ το ανοιγματάκι ξεπροβάλλουν τα μάτια ενός άντρα. Κοιτάζει καχύποπτα και λέει κοφτά: “Απαγορεύεται να μπείτε. Μόνο με άδεια του Υπουργείου Δικαιοσύνης”…
Και πώς περνούν τις μέρες τους όμως μέσα οι κοπέλες; Τι αισθάνονται, τι νοιώθουν;
“Με τις μάντρες, παθαίνουμε όλες ασφυξία, μελαγχολία και νομίζουμε ότι είμαστε κρατούμενες. Ενώ είμαστε παιδιά που έχουμε οικογενειακά προβλήματα και πιστεύουμε ότι δεν λύνονται με το να βρισκόμαστε εδώ μέσα. Ζητάμε τη βοήθεια όλων, αλλά εκείνοι το μόνο που κάνουν είναι να μας ρίχνουν μια κλωτσιά και να μας ρίχνουν χαμηλότερα. Ζητάμε λίγη ελευθερία γιατί και εμείς είμαστε παιδιά σαν όλα τα άλλα. Τώρα στο ίδρυμα είμαστε 10 παιδιά και ζητάμε μια λύση στα προβλήματά μας. Αυτή η λύση έχει χαθεί! Αλά εμείς την ψάχνουμε απεγνωσμένα. Αυτό που θέλουμε από σας είναι να δώσετε στον έξω κόσμο να καταλάβει ότι δεν είμαστε ανήθικες όπως μας αποκαλούν, αλλά είμαστε παιδιά που για κάποιο λόγο έχουμε προβλήματα επικοινωνίας με τους δικούς μας…”
Τα ιδρύματα καταργήθηκαν το 2003 με σκοπό να δημιουργηθούν μικρές μονάδες μέριμνας που όμως ποτέ δεν έγιναν. Εντυπωσιακό στοιχείο που παρατίθεται, είναι ότι από τα παιδιά που μέσα στις φυλακές παρακολούθησαν το σχολείο, μόνο το 3% υποτροπίασε!
Τα ιδρύματα, έτσι όπως λειτουργούν, όχι μόνο δεν αντιμετωπίζουν το πρόβλημα, αλλά καλλιεργούν/ωθούν στην παραβατικότητα. Η “ιδρυματοποίηση” είναι που πρέπει να αποφευχθεί. Στην κοινωνία, όπως φαίνεται από διάφορα περιστατικά υπάρχει αντίσταση, με κινήματα αποϊδρυματοποίησης και αποασυλοποίησης.

Ο Γιώργος Μόσχος, ξεκίνησε λέγοντας ότι η απάντηση στο πρόβλημα είναι κινηματική, πολιτική και με αίσθημα αλληλεγγύης. Αυτό συνάγεται από την αναδρομή δύο αιώνων που κάνει το βιβλίο, προβληματιζόμενοι γύρω από τις εξελίξεις που έλαβαν χώρα σ’ αυτή τη διάρκεια.
Τον περασμένο αιώνα, είπε ο ομιλητής, τα παιδιά ήταν ιδιοκτησία των γονέων και υπήρχε και το ζήτημα της ταξικότητας. Υπάρχει και το έμφυλο ζήτημα, το πώς τα κορίτσια θυματοποιούνται πολλαπλά και βεβαίως μέσα στην ιδρυματική περίθαλψη.
Η τακτική, τότε, ήταν να πηγαίνουν τα παιδιά στα ιδρύματα με αίτημα των γονέων. Αναμορφωτήρια περιέθαλπαν παιδιά με “ηθικό κίνδυνο”, αλλά ουσιαστικά, ήθελαν να ελέγξουν και να πειθαρχήσουν τα παιδιά της εργατικής τάξης.
Το σύστημα των αναμορφωτηρίων ήταν σύστημα κοινωνικού αποκλεισμού και στιγματισμού, όσο καλές προθέσεις κι αν είχαν κάποιοι δάσκαλοι. Φτιάξαμε μια ομάδα το 1992, την ΑΡΣΙΣ, με όραμα να αλλάξουν τα πράγματα, όμως δεν άλλαξαν…
Τα ιδρύματα έκλεισαν το 1997 κυρίως γιατί δεν συνέφεραν οικονομικά. Χρειάζεται ένας διαφορετικός τρόπος διαχείρισης και ενδυνάμωσης των παιδιών. Το βιβλίο Κορίτσια στο Περιθώριο χρειάζεται να το δούμε ως ερέθισμα για αφύπνιση συνειδήσεων. Δυστυχώς, η κοινωνία φέρει τα ίδια τραύματα και τις ίδιες ατυχείς προσεγγίσεις με τις αρχές. Το βιβλίο μάς προτρέπει να μπούμε και να παλέψουμε…
Η συγγραφέας του βιβλίου, κοινωνική ψυχολόγος, Μαρία Φαφαλιού (που είχε την καλοσύνη να μας παραχωρήσει το κείμενο της ομιλίας της) είπε τα παρακάτω:
Παρουσίαση «Κορίτσια στο Περιθώριο»
(Locomotiva, 10.2.2023)

Θα ήθελα να ευχαριστήσω τους ομιλητές, την Κατερίνα και τον Γιώργο -που με τίμησε προλογίζοντας το βιβλίο- που τους θαυμάζω και τους αγαπώ. Επίσης, το Δίκτυο Αλληλεγγύης Κοινωνικών Ιατρείων για την πρόσκληση, τον Θόδωρο Κουτσουμπό για την όλη διοργάνωση, τη Λοκομοτίβα για τη ζεστή όπως πάντα φιλοξενία, και βέβαια, εσάς που είσαστε εδώ απόψε.
Ίσως αναρωτιέστε πώς προέκυψε αυτό το βιβλίο, όπως και όλα εξάλλου τα βιβλία μου που καταπιάνονται με ιστορίες ο δ ύ ν η ς, από πρώτο χέρι. Συχνά αναρωτιέμαι και εγώ! Την απάντηση, ίσως, τη δίνει εν μέρει ο Όσκαρ Ουάιλντ: «Η πλάνη μου», λέει «ήταν ότι καθόμουν στο ηλιόλουστο κομμάτι του κήπου και απέφευγα τη σκοτεινή και σκιερή πλευρά του». Μ’ αυτό το «σκιερό» κομμάτι θέλησα κι εγώ να έρθω πιο κοντά, σε μια προσπάθεια, ελπίζω, να προκύψει κάτι χρήσιμο: Τόσο για μένα, σαν μια γνωριμία με τον εαυτό μου και -όσο μπορώ- με τον Άλλον. Αλλά και χρήσιμο για τους γύρω, δημιουργώντας έναν «δίαυλο επικοινωνίας», και δίνοντας «φωνή» σε ανθρώπους που αλλιώς ίσως δεν θα ακούγονταν.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να κάνω μια παρένθεση. Μιλούσα κάποτε με έναν ψυχικά ασθενή και του έλεγα αυτά τα «περί φωνής». Με κοίταξε με πικρία και μου είπε: «Δεν αρκεί η φωνή. Χρειάζονται και αυτιά, για να ακούνε». Κλείνει η παρένθεση.
Θα συνεχίσω την ομιλία μου, ξεκινώντας κάπως ανορθόδοξα: θα σας μιλήσω για τα παιδικά μου χρόνια! Λοιπόν: Μεγάλωσα σε μια οικογένεια με αγάπη. Είχαμε την υγειά μας. Δεν γνώρισα πολέμους, διωγμούς, καταστροφές (όπως ο τραγικός σεισμός απέναντι). Δεν γνώρισα οικονομικές στερήσεις. Δούλευα όποτε είχα ελεύθερο καιρό στο κατάστημα του πατέρα μου, απλά για την εμπειρία και για πρόσθετο χαρτζιλίκι. Πήγαινα σχολείο και είχα δασκάλους που με ενέπνεαν, που με ενθάρρυναν και που αντιμετώπιζαν τα όποια ατοπήματά μου με κατανόηση. Με λίγα λόγια μεγάλωσα με α σ φ ά λ ε ι α. Ελπίζω, λίγο-πολύ, και οι περισσότεροι εδώ μέσα.
Τουναντίον, η αν-ασφάλεια σηματοδοτεί τη ζωή των «Κοριτσιών στο Περιθώριο», του βιβλίου που παρουσιάζουμε σήμερα. Αν-ασφάλεια, και απουσία στοιχειωδών ανθρώπινων αναγκών. Απουσία. ΚΑΙ από το εγγύς περιβάλλον αλλά ΚΑΙ, πολύ συχνά, από την επίσημη Πολιτεία.
«Κάθε απουσία μας πληγώνει», είχε γράψει ο Μάνος Χατζιδάκις, «κι εδώ η μια απουσία προστίθεται στην άλλη κι όλες μαζί φτιάχνουν έναν όγκο αβάσταχτο που μας οδηγεί σε έναν ολότελα προσωπικό θάνατο».
Όλα τα κορίτσια του βιβλίου σημαδεύτηκαν από τις κακουχίες. Πολλά, στην πορεία της ζωής τους, ευτυχώς, άντεξαν. Κάποια άλλα, όμως, σημαδεύτηκαν α ν ε π α ν ό ρ θ ω τ α.
Ας ακούσουμε κάποιες μαρτυρίες:
Η μητέρα μου ήτανε… απών. Όταν λέμε απών, απών. Το σπίτι μπορεί να ήταν αχούρι, δεν υπάρχει χειρότερο. Και δεν πηγαίναμε σχολείο καθόλου. Η μαμά μου και ο μπαμπάς μου δεν τα πηγαίνανε καλά. Βασικά ο μπαμπάς όσο ήταν με τη μαμά ήταν άγριος. Θυμάμαι είχα φάει αρκετές φορές ξύλο. Είχαμε πολλούς καυγάδες. Συνέχεια χωρίζανε και τα ξαναφιάχνανε. Εγώ ήμουνα 10 χρόνων και είχα και τη μικρή μου αδερφή που ήταν 5-6 μηνών. Μας άφησε μόνους στο σπίτι, χειμώνα, είχαμε σόμπα αλλά δεν είχε ζέστη, δεν είχαμε φαΐ, η γιαγιά μου έλειπε. Η μαμά μου μπορεί μια βδομάδα σερί να ερχόταν και ξανά έφευγε. Ξεκίνησε να έρχεται ο κοινωνικός λειτουργός στο σπίτι, γιατί δεν πηγαίναμε σχολείο. Ευτυχώς που δεν μεγάλωσα μαζί της και μπήκα στο ίδρυμα. Ευτυχώς. Εγώ τη μάνα μου δεν τη λέω μάνα. Δεν μπορώ, δεν μου βγαίνει.
Άλλη μαρτυρία:
Με λένε Γεωργία Χαρωνά και γεννήθηκα στο Αθαμάνιο Άρτας το 1921. Ήμασταν πέντε αδέρφια. Η ζωή ήταν πολύ δύσκολη, η δουλειά σκληρή και το ψωμί δεν έβγαινε εύκολα. Μέναμε νηστικοί. Η μάνα μου δυστυχώς πέθανε πολύ νέα, 29 χρονών. Εγώ τότε πρέπει να ήμουν 5-6 χρονών. Στο σχολείο πήγα μέχρι την πρώτη δημοτικού. Δεν με άφηνε ο πατέρας μου να πάω επειδή είχαμε δυο γελάδες και έπρεπε να τις φυλάω. Εκείνη την εποχή, επειδή ήταν δύσκολα τα χρόνια, θυμάμαι ότι ο δάσκαλος είπε στον πατέρα μου να πάω στην Άρτα για δουλειά [σε σπίτι, «υπηρέτρια»]. Πρωί ξεκινήσαμε εγώ και ο πατέρας μου να έρθουμε στην Άρτα με τα πόδια. Εγώ ήμουν ξυπόλυτη, χωρίς παπούτσια… δεν είχαμε. Κι ο πατέρας μου στον δρόμο πολύ στενοχωριόταν. Συνέχεια μού ‘λεγε: “Αχ, σ’ άφησα ξυπόλυτη!” Δυο μέρες κάναμε να φτάσουμε. Τότε που ήρθα, ήμουν μικρή, γύρω στα 11.
Κι άλλη μαρτυρία:
1920: Προχθές, την παραμονήν της Πρωτοχρονιάς, τα μπουντρούμια της αστυνομίας εδέχθησαν μέσα εις μολυσμένην ατμόσφαιραν την μικρή δουλίτσαν (υπηρέτρια). Έρημον εντελώς. Πήρε τα μάτια της και έφυγε από του αφεντικού της το σπίτι. Την έδερναν αλύπητα. Την έδερνε ο αφέντης, την εξυλοκόπη η κυρία, τα παιδιά. Όλοι την έδερναν.
Το 1944 (θυμάται η Μάγδα) πέφτω πάνω σ’ ένα μπλόκο της ελληνικής Ασφάλειας. Και τότε είπαν αυτοί, που με ξέρανε πια, να με κλείσουν στο αναμορφωτήριο. Ήμουν πολύ γερή και μπασμένη στη ζωή, είχα γνωρίσει και την καλή και την κακή της όψη. Ήμουν πια δεκαπέντε χρονών, άρχιζα και μέστωνα.
Κατευθείαν με βάλανε στην απομόνωση. Έτσι ήταν ο κανονισμός. Μόλις πρωτόμπαινε ένα παιδί στο αναμορφωτήριο, απομόνωση, ιατρική εξέταση, κολπική έρευνα. Εγώ παρ’ ότι «αλητάκι» ήμουνα πολύ ευγενική, δεν έβριζα καθόλου, ακόμη και τώρα δεν βρίζω.
Εκεί μέσα όμως τα πράγματα ήταν αλλιώς. Οι κοπέλες βρίζανε. Εκείνο δεν ήταν αναμορφωτήριο, δεν γινόταν εκεί καμιά αναμόρφωση αλλά παραμόρφωση. Εγώ δεν άντεχα εκεί μέσα, με πείραζαν τα κιγκλιδώματα. Παντού είχε σίδερα, στα παράθυρα, στις πόρτες. Ένιωθα σαν να είμαι στη φυλακή.
Ήμουν επιμελήτρια ανηλίκων τη δεκαετία του ’60 (μου είπε η κυρία Γ., που δεν θέλησε να μπει το επώνυμό της στο βιβλίο). Είχα μια περίπτωση, ένα κορίτσι 14-15 ετών που το είχε βιάσει επανειλημμένα ο πατέρας του. Αυτό και την αδελφή του. Η μητέρα είχε κάποια διανοητική καθυστέρηση. Ο πατέρας τις φοβέριζε και έτσι εκείνες δεν έλεγαν τίποτα, μέχρι που η μικρή έμεινε έγκυος και ο δικαστής με διόρισε εμένα ως επιμελήτρια ανηλίκων. Η υπόθεση εκδικάστηκε στη Λιβαδειά για να είναι μακριά και με φοβέρισε εμένα [ο πατέρας] ότι θα έρθει να με σκοτώσει με το φορτηγό, μου έδειχνε το μηλίγγι του και μου έλεγε: “Όπου σε βρω, θα σε σκοτώσω”.
Το πήρα το κορίτσι στο σπίτι μου για μια βδομάδα και μετά το έστειλα σε ένα μοναστήρι για να κρυφτεί και να μεγαλώσει. Έχασα την επαφή μαζί της.
Μερικές δεκαετίες αργότερα, η μαρτυρία μιας 15χρονης:
Από μικρή έμενα με τη μητέρα μου στο Περιστέρι. Πριν από δυόμιση χρόνια γνώρισε έναν κύριο και μετακομίσαμε σ’ ένα σπίτι στον Ασπρόπυργο. Ο σύντροφος της μητέρας μου φερόταν πολύ άσχημα σε εμένα, ήταν αυθάδης μαζί μου, τον άκουγα να κάνει πράξη με τη μητέρα μου, την έπιανε σε διάφορα μέρη μπροστά μου, δεν φερόταν φυσιολογικά. Η μητέρα μου δεν αντιδρούσε.
Ένα μήνα μετά, μου έδωσε μία βαλίτσα με τα ρούχα μου και πήγα στον πατέρα μου. Φως, νερό δεν είχαμε. Μαζί του δεν έμεινα ούτε μήνα. Δεν τον έβλεπα ποτέ και, όποτε τον έβλεπα, ήταν μεθυσμένος. Μου έλεγε ότι αν δεν βρω δουλειά να συντηρώ το σπίτι, θα με κλείσει σε ίδρυμα. Γι’ αυτόν τον λόγο σηκώθηκα και έφυγα και πήγα στον Ασπρόπυργο στη φίλη μου την Ε. Γνώρισα τους φίλους της και μου πρότειναν να δουλεύω και να πηγαίνω με άνδρες. Ήμουν 14 ετών.
Σας θυμίζουν οι ιστορίες αυτές κάτι από τα σημερινά επίκαιρα στην τηλεόραση και τα πρωτοσέλιδα στις εφημερίδες; Όσο «πουλάνε», διότι μόλις πια δεν έχουν πέραση, φεύγουν από τα φώτα της δημοσιότητας και παύουμε να ακούμε γι’ αυτά, λες και τα προβλήματα λυθήκανε…
Συνεχίζω. Η Έλλη, το 1965, γράφει:
Με το έμπα στο Α.Κ.Α.Θ. [Αναμορφωτικό Κατάστημα Ανηλίκων Θηλέων] τό ‘σκασα. Για εβδομάδες. Όταν με γύρισαν πίσω, βρέθηκα στην απομόνωση. Χώρος δύο επί δύο, κάτω από τη στέγη. Με έναν φεγγίτη χωρίς τζάμι, να μπάζει βροχή, κι αέρα και μια πόρτα καγκελόφρακτη να σου κόβει το βλέμμα. Το στρωσίδι κατάχαμα… Κρύωνα συνέχεια!
Συνοψίζει η Ευγενία, που βίωσε το αναμορφωτήριο μερικές δεκαετίες αργότερα:
Συνήθως μπαίνεις σε ηλικία 14-16 χρονών. Υποτίθεται ότι μπαίνεις μέσα για να σου διαμορφώσουνε τον χαρακτήρα σου. Όπως καταλαβαίνετε, κανένας χαρακτήρας δεν μπορεί να διορθωθεί σε ένα χώρο που είσαι γύρω από κάγκελα, γύρω από ανθρωποφύλακες, γύρω από οτιδήποτε που σε δεσμεύει προς τη βία, το μίσος και το θάνατο.
Οι εθελοντές, ελλείψει εν πολλοίς της «επίσημης» Πολιτείας στα ολοπαγή αυτά ιδρύματα, ήταν -και είναι- μια ανάσα. Μαζί όμως και η ανησυχία του αποχωρισμού – ενός ακόμα αποχωρισμού, μιας ακόμα απουσίας. Μας λέει η Σ.Π.:
Όταν, ως τρόφιμος, γνώρισα την εθελοντική ομάδα αισθάνθηκα τη διαφορά. Άλλη ζεστασιά. Τα αισθήματά μου ήταν πολύ θετικά. Μαζί με τη χαρά αυτής της επαφής, υπήρχε όμως ένας βαθύς, ύπουλος πόνος μήπως κάποια στιγμή η σχέση αυτή σταματήσει. “Μήπως, όπως ήρθαν, θα φύγουν;” και αυτό γινόταν εντονότερο όσο δενόμουν περισσότερο με αυτά τα πρόσωπα.
Ανήλικες όμως και στις φυλακές. Θυμάται η Αγγγελική Κουτσουμπού, πολιτική κρατούμενη επί Χούντας:
Υπήρχε θάλαμος ανηλίκων. Τα κορίτσια αυτά είχαν θεωρηθεί ως “βαριές” περιπτώσεις. Η πιο μικρή 15-16 ετών ήταν φυλακή, γιατί ένα βράδυ με άλλα παιδιά είχαν “ανοίξει” ένα περίπτερο και είχαν κλέψει σοκολάτες και μπισκότα.
Θυμάμαι μια άλλη κοπέλα που βίωσε πολύ δύσκολα τη φυλακή. Συχνά ξεσπούσε σε φωνές, βρισιές, μάλωνε με τους ανθρωποφύλακες. Μου είχαν πει, δεν το είδα εγώ, ότι κάποιες φορές είχε σπάσει τα τζάμια και είχε κόψει τα χέρια της (συχνό φαινόμενο).
Κι έπειτα, το πολυπόθητο(;) εξιτήριο. Φεύγοντας από τη φυλακή, όμως, πριν από δέκα περίπου χρόνια, η Κική θυμάται:
Οι συγκρατούμενές μου φώναζαν να μην κοιτάξω πίσω, αλλά εγώ περισσότερο έτρεμα να κοιτάξω μπροστά.
Ποιο είναι το μέλλον μιας πρώην τροφίμου σε ίδρυμα, ή μιας πρώην κρατούμενης;
Τα κάθε λογής ιδρύματα υποτίθεται ότι είναι χώροι προστασίας και εκπαίδευσης με στόχο την ε π α ν έ ν τ α ξ η. Ενώ εδώ, όπως βλέπουμε, έχουμε το οξύμωρο: Επανένταξη μέσα από τον ε γ κ λ ε ι σ μ ό!
Θα ήθελα, τελειώνοντας, να αναφερθώ σε κάποια στοιχεία (κάποια από τα οποία ίσως ήδη ακούσαμε) αλλά ας τα ακούσουμε ξανά:
Τα Ιδρύματα Αγωγής Θηλέων (τα πρώην αναμορφωτήρια) έχουν κλείσει από το 1997. Θα τα υποκαθιστούσαν οι Μονάδες Μέριμνας Ανηλίκων και Νέων που περιλάμβαναν και πρόληψη, με μικρούς ξενώνες στέγες εφήβων οικογενειακού τύπου, με παιδαγωγικό ή και θεραπευτικό χαρακτήρα. Το Σχέδιο Νόμου αυτό, που ξεκίνησε το 1984, έπειτα από 40 χρόνια είναι ακόμα στα χαρτιά! Έτσι, ακόμα και σήμερα, κάποιες από τις παραβατικές ανήλικες ή νεαρές ενήλικες κρατούνται μέσα στη φυλακή μαζί με τις ενήλικες.
Όσο για τα «εν κινδύνω» κορίτσια, εκείνα που δεν τους επιτρέπεται να μένουν στο σπίτι τους, αυτά φιλοξενούνται σε διάφορες εναλλακτικές δομές κλειστής προστασίας (Τα στοιχεία που σας δίνω βασίζονται στην έρευνα της ΜΚΟ «Ρίζες» το 2014. Δεν γνωρίζω αν έχει γίνει κάποια αντίστοιχη έρευνα από κρατικό φορέα, παλιότερα ή και πιο πρόσφατα, πάντως φοβούμαι ότι τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει και πολύ). Λοιπόν, διαβάζω: «Σε 85 ιδρύματα προστασίας για αγόρια και κορίτσια, το 2014, βρίσκονται δυόμιση χιλιάδες παιδιά, το ⅓ των οποίων είναι παιδιά με αναπηρίες. Λιγότερα από τα μισά ιδρύματα είναι δημόσια (μόλις το 37%), τα περισσότερα είναι ιδιωτικής πρωτοβουλίας ή ΜΚΟ. Ας υπάρχουν, έστω ΚΑΙ ιδιωτικά, λέω εγώ, όμως ας ελέγχονται τουλάχιστον από το Κράτος. Μέσος όρος 44 κλίνες ανά ίδρυμα (ενώ βάσει της διεθνούς βιβλιογραφίας θα έπρεπε να είναι μικρά σπίτια με 6-8 παιδιά). Οι νέοι ενήλικες όταν εγκαταλείπουν την ιδρυματική φροντίδα, συχνά δεν έχουν υποστηρικτικό πλαίσιο και αναγκάζονται να στηριχτούν σε ίδιες δυνάμεις που δεν είναι πάντα οι καλύτερες, ή στην τοπική τους κοινότητα προκειμένου να αντλήσουν έστω και κάποια βασική φροντίδα. (Ας μην ξεχνάμε και το στίγμα, βέβαια). Πολλά από αυτά τα παιδιά, εξαιτίας αυτής της έλλειψης, είναι εύκολα θύματα. Είναι πιθανόν, να ξεκινήσουν την κατανάλωση αλκοόλ, ναρκωτικών, να εμπλακούν σε εγκληματικές ενέργειες ή σε πορνεία».
Τι άλλο να πω… Τα σχόλια περιττεύουν… Ας προσπαθήσουμε τουλάχιστον. ΟΛΟΙ και ΟΛΕΣ. Έστω και λίγο. Όσο μπορούμε… Όπως μπορούμε… Μας αφορά.
Ευχαριστώ.
Φωτογραφίες: Θόδωρος Κουτσουμπός
