Mετάφραση Σάββας Στρούμπος
Mέρος τρίτο
Οι αντιπολιτευόμενες τάσεις της «Αριστεράς» (κατά κύριο λόγο ομάδες διανοούμενων και αγροτών), στη σφαίρα χτισίματος του στρατού, προσπάθησαν να βρουν μια γενικευμένη θεωρητική φόρμουλα να υπηρετεί τους σκοπούς τους: Ο συγκεντρωτικός στρατός υποτίθεται ότι ήταν ο στρατός ενός ιμπεριαλιστικού κράτους. Η επανάσταση θα έπρεπε, αν ήθελε να είναι συνεπής προς την ίδια της τη φύση, να εγκαταλείψει για τα καλά, όχι μόνο τον πόλεμο των θέσεων[2], αλλά και τον συγκεντρωτικό στρατό. Η επανάσταση θα ήταν εξολοκλήρου βασισμένη στην κινητικότητα, σε τολμηρά απρόσμενα χτυπήματα και σε ελιγμούς. Η μαχητική της δύναμη θα ήταν μικρές, ανεξάρτητες μονάδες, χωρίς να είναι ενωμένες σε κανενός είδους βάση, αποτελούμενες από κάθε είδους όπλα, στηριζόμενες στη συμπάθεια του πληθυσμού, κινούμενες ελεύθερα στα μετόπισθεν του εχθρού κ.λπ. Με λίγα λόγια, η τακτική της επανάστασης θα έπρεπε να είναι η τακτική του ανταρτοπόλεμου. Η σοβαρή εμπειρία του εμφύλιου πολέμου πολύ σύντομα διέψευσε αυτές τις προκαταλήψεις. Τα πλεονεκτήματα του συγκεντρωποιημένου οργανισμού και της στρατηγικής έναντι του τοπικού αυτοσχεδιασμού και της ομοσπονδοποίησης των δυνάμεων, αποκαλύφθηκαν τόσο γρήγορα και ζωντανά, που σήμερα, οι βασικές αρχές χτισίματος του Κόκκινου Στρατού να μη χωρούν καμία αμφιβολία.
Πολύ σημαντικό ρόλο στη δημιουργία του διοικητικού μηχανισμού για τον Στρατό έπαιξε ο θεσμός των κομισάριων. Επιλέχθηκαν ειδικά από επαναστάτες εργάτες, Κομμουνιστές και ως ένα βαθμό, την πρώτη περίοδο, και από αριστερούς Εσέρους (ως τον Ιούλιο του 1918). Από αυτή την άποψη, ο ρόλος του διοικητή διχοτομήθηκε. Στα χέρια των διοικητικών δόθηκε η ευθύνη αποκλειστικά και μόνο της στρατιωτικής ηγεσίας. Η πολιτική και εκπαιδευτική δουλειά συγκεντρώθηκε στα χέρια του κομισάριου. Αλλά το πιο βασικό ήταν ότι ο κομισάριος αποτελούσε τον άμεσο εκπρόσωπο της Σοβιετικής εξουσίας στον Στρατό. Το καθήκον του ήταν, χωρίς να παρεμβαίνει στο καθαρά στρατιωτικό έργο του διοικητή, και χωρίς με κανέναν τρόπο, να υποβαθμίζει το κύρος του ως διοικητή, να δημιουργεί τις προϋποθέσεις, ώστε αυτό το κύρος να μην χρησιμοποιείται ενάντια στα συμφέροντα της επανάστασης. Η εργατική τάξη έδωσε τους καλύτερους γιούς της στην εκπλήρωση αυτού του σκοπού. Εκατοντάδες και χιλιάδες από αυτούς έπεσαν στα πόστα τους ως κομισάριοι. Στη συνέχεια, όχι μικρός αριθμός διοικητών αναδείχθηκε από τις τάξεις των κομισάριων.
Ήδη από την πολύ αρχή, ξεκινήσαμε τη δημιουργία διχτύου στρατιωτικών εκπαιδευτικών σχολών. Αρχικά, η κίνηση αυτή αντανακλούσε την αδυναμία μας στη στρατιωτική οργάνωση. Μικρές περίοδοι εκπαίδευσης που διαρκούσαν μόλις μερικούς μήνες, δημιουργούσαν στην καλύτερη περίπτωση, όχι διοικητές, αλλά απλούς στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού. Ωστόσο, μιας και οι περισσότεροι που πήγαιναν στο μέτωπο εκείνη την περίοδο, ήταν άνθρωποι που κρατούσαν όπλο για πρώτη φορά στη ζωή τους, οι στρατιώτες του Kόκκινου Στρατού που είχαν περάσει τετράμηνη εκπαίδευση, συχνά αναλάμβαναν τη διοίκηση όχι μονάχα μονάδων, αλλά διμοιριών και λόχων. Επίμονα στρατολογήσαμε πρώην αξιωματικούς του Τσαρικού στρατού. Ωστόσο, πρέπει να πούμε, ότι αντλήσαμε έναν σημαντικό αριθμό αυτών από τους καλύτερους τομείς στο χωριό και την πόλη. Ήταν κυρίως μορφωμένοι γιοί αγροτικών οικογενειών κουλάκων. Την ίδια στιγμή, η εχθρότητά τους προς τους «άντρες με τις χρυσές επωμίδες», δηλαδή τους ανώτερους αξιωματικούς και διανοούμενους, με την ευγενική καταγωγή, ήταν πάντα ένα βασικό τους χαρακτηριστικό. Από εκεί προκύπτει και ο διαχωρισμός που προέκυψε σε αυτή την κατηγορία ανδρών: από τη μία μας έδωσαν εξαιρετικούς διοικητές και επικεφαλής του στρατού, με το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα να είναι ο Μπουτιόνι και από την άλλη παρείχαν πολλούς διοικητές σε αντεπαναστατικές εξεγέρσεις και στους Λευκούς.
Η δημιουργία ενός σώματος επαναστατών διοικητών είναι ένα από τα πιο δύσκολα καθήκοντα. Και παρ’ όλο που η ανώτερη ηγεσία του Κόκκινου Στρατού έχει επιλεχθεί σύμφωνα με αυτό το πνεύμα μέσα στα τρία, τέσσερα χρόνια ύπαρξής του, δεν μπορούμε να πούμε ότι έχουμε τα ίδια αποτελέσματα και για τις χαμηλότερες βαθμίδες του διοικητικού προσωπικού, ακόμα και σήμερα. Οι βασικές μας προσπάθειες αυτή τη στιγμή κατευθύνονται στο να παρέχουμε στον στρατό διοικητές τμημάτων, απολύτως ικανούς να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους με υπευθυνότητα. Μπορούμε να είμαστε περήφανοι για τη δουλειά που κάνουμε και τις επιτυχίες που σημειώνουμε στη στρατιωτική εκπαίδευση. Η εκπαίδευση και η επιμόρφωση των Κόκκινων διοικητών βελτιώνεται με σταθερά βήματα.
Είναι ευρέως γνωστός ο ρόλος που παίζει η προπαγάνδα στον Κόκκινο Στρατό. Η πολιτική δουλειά που προηγήθηκε σε κάθε βήμα προς τα μπρος που σημειώσαμε, στη στρατιωτική σφαίρα όπως και αλλού, μας οδήγησε στην ανάγκη να δημιουργήσουμε έναν εκτενή πολιτικό μηχανισμό για τον Στρατό. Τα πιο σημαντικά όργανα γι’ αυτή τη δουλειά, όπως ήδη αναφέραμε, είναι οι κομισάριοι. Ωστόσο, ο αστικός τύπος της Ευρώπης, επίμονα παρερμηνεύει το ζήτημα όταν παρουσιάζει την προπαγάνδα ως μια διαβολική εφεύρεση των Μπολσεβίκων. Η προπαγάνδα παίζει τεράστιο ρόλο στους στρατούς όλου του κόσμου. Ο πολιτικός μηχανισμός της αστικής προπαγάνδας είναι πολύ πιο δυνατός και πλούσιος τεχνικά από τον δικό μας. Η υπεροχή της δικής μας προπαγάνδας βρίσκεται στο περιεχόμενό της. Η προπαγάνδα μας, κατά κανόνα, ένωσε τον Κόκκινο Στρατό, ενώ διασπούσε τις δυνάμεις του εχθρού, όχι μέσω κάποιων ειδικών τεχνικών μεθόδων ή διαδικασιών, αλλά από την ίδια την Κομμουνιστική ιδέα, που αποτελούσε το περιεχόμενο της προπαγάνδας. Αποκαλύπτουμε αυτό το στρατιωτικό μας μυστικό, χωρίς να φοβόμαστε τη λογοκλοπία από τους εχθρούς μας.
Η τεχνική του Κόκκινου Στρατού αντανακλάται και αντανακλά τη γενική οικονομική κατάσταση της χώρας μας. Την πρώτη περίοδο της επανάστασης είχαμε στη διάθεσή μας την υλική κληρονομιά του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Με τον τρόπο της, ήταν τεράστια, αλλά τελείως χαοτική. Σε κάποια πράγματα υπήρχε πληθώρα, σε κάποια άλλα μεγάλη έλλειψη και πέρα από αυτό, κι εμείς οι ίδιοι, δεν ξέραμε τι ακριβώς διαθέτουμε. Οι επικεφαλής των διοικήσεων, που δημιουργούνταν σε εθελοντική βάση αρχικά, έκρυβαν με πολύ επιδέξιο τρόπο τα ελάχιστα που γνώριζαν. Η «κατά τόπους εξουσία» ήταν στα χέρια οποιουδήποτε τύχαινε να βρίσκεται σε μια συγκεκριμένη περιοχή. Οι επαναστάτες επικεφαλής των αντάρτικων ομάδων, έπαιρναν προμήθειες από οπουδήποτε και από οποιονδήποτε βρισκόταν στον δρόμο τους. Οι αρχές των σιδηροδρόμων, με πονηρία οδηγούσαν βαγόνια γεμάτα πυρομαχικά σε άλλους προορισμούς από τους προκαθορισμένους. Έτσι λοιπόν, η πρώτη περίοδος ήταν περίοδος τρομακτικής δαπάνης των αποθεμάτων που ήταν διαθέσιμα από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Μεμονωμένες στρατιωτικές μονάδες, κυρίως συντάγματα, κουβαλούσαν μαζί τους εξοπλισμένα οχήματα, ακόμα και αεροπλάνα, ενώ δεν είχαν καν ξιφολόγχες για τα τουφέκια τους, και συχνά είχαν και έλλειψη από σφαίρες. Η πολεμική βιομηχανία είχε σταματήσει την παραγωγή ήδη από το τέλος του 1917. Μονάχα στα 1919, όταν οι παλιές προμήθειες έφτασαν στα όρια της εξάντλησης, ξεκίνησε η εργασία επανεκκίνησης της παραγωγής όπλων. Το 1920, ολόκληρη σχεδόν η βιομηχανία δούλευε για τις ανάγκες του πολέμου. Δεν είχαμε καθόλου αποθέματα. Κάθε τουφέκι, κάθε φυσίγγιο, κάθε ζευγάρι άρβυλα, αποστέλλονταν από τη μηχανή που το παρήγαγε, στο μέτωπο. Υπήρχαν περίοδοι –που διαρκούσαν ακόμα και ολόκληρες εβδομάδες– όπου το απόθεμα φυσιγγίων του κάθε στρατιώτη είχε τη σημασία του και όταν υπήρχε καθυστέρηση στην άφιξη ειδικού τρένου με πυρομαχικά, αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να υποχωρούν ολόκληρες μεραρχίες για δεκάδες βέρστια[3] στο μέτωπο.
Παρά το γεγονός ότι η διαρκής εξέλιξη του εμφυλίου πολέμου οδηγούσε στην κατάρρευση της οικονομίας, ο ανεφοδιασμός του στρατού – από τη μία, χάριν στις οδηγίες που είχαν δοθεί στις δυνάμεις της βιομηχανίας, και από την άλλη χάριν στον αυξανόμενο βαθμό οργάνωσης της ίδιας της πολεμικής βιομηχανίας – έγινε, και συνεχίζει να γίνεται, αυτό ακριβώς που χρειάζεται να είναι.
Ειδική θέση στην ανάπτυξη του Κόκκινου Στρατού κατέχει η δημιουργία του ιππικού. Χωρίς να χρειάζεται να επιχειρηματολογήσουμε για τον ρόλο που θα παίζει το ιππικό σε μελλοντικούς πολέμους, μπορούμε να πούμε ότι στο παρελθόν, οι καθυστερημένες χώρες διέθεταν το καλύτερο ιππικό: Ρωσία, Πολωνία, Ουγγαρία και, ακόμα νωρίτερα, η Σουηδία. Για το ιππικό είναι αναγκαίες οι στέπες, μεγάλα ανοιχτά διαστήματα. Σε μας, όπως ήταν φυσικό, αναπτύχθηκε στο Κουμπάν και στο Ντον και όχι στην Πετρούπολη και τη Μόσχα. Στον αμερικανικό εμφύλιο, το πλεονέκτημα του ιππικού ανήκε εξολοκλήρου στους νότιους, κατόχους φυτειών. Μονάχα στο δεύτερο μισό του πολέμου κατάφεραν οι Βόρειοι να κατακτήσουν αυτό το όπλο. Ήταν το ίδιο με εμάς. Η αντεπανάσταση εδραιώθηκε στη μεθόριο και προσπαθούσε, πιέζοντας από εκεί προς τα μέσα, να μας πιέσει όλο και περισσότερο προς το κέντρο, στην περιοχή γύρω από τη Μόσχα. Το σημαντικότερο όπλο που κατείχαν ο Ντενίκιν και ο Βράνγκελ ήταν οι Κοζάκοι και γενικά, το ιππικό. Συχνά, οι τολμηρές τους επιδρομές, την πρώτη περίοδο, μας δημιουργούσαν πολύ μεγάλες δυσκολίες. Ωστόσο, αυτό το πλεονέκτημα που κατείχε η αντεπανάσταση –πλεονέκτημα που προέκυπτε από την καθυστέρηση της χώρας- αποδείχτηκε ότι ανήκε και στην επανάσταση, από τη στιγμή που αντιληφθήκαμε τη σημασία του ιππικού σε έναν εμφύλιο πόλεμο ελιγμών και θέσαμε στον εαυτό μας το καθήκον δημιουργίας μιας τέτοιας δύναμης ανεξαρτήτως του όποιου κόστους. Το σύνθημα του Κόκκινου Στρατού το 1919 ήταν: «Προλετάριοι στα άλογα!». Λίγους μήνες μετά, το ιππικό μας μπορούσε να συγκριθεί επάξια με αυτό του εχθρού και, αμέσως μετά, να διαθέτει το προβάδισμα των κινήσεων μια για πάντα.
Η ενότητα και η αυτοπεποίθηση του Στρατού σταδιακά αυξάνονταν. Την πρώτη περίοδο, όχι μόνο οι αγρότες, αλλά και οι εργάτες ήταν απρόθυμοι να καταταγούν στο Στρατό. Μονάχα ένα πολύ μικρό στρώμα αφοσιωμένων προλεταρίων μπήκε συνειδητά στη διαδικασία δημιουργίας ένοπλων δυνάμεων της Σοβιετικής Δημοκρατίας. Κι αυτό ήταν το στρώμα που έφερε το βάρος της δουλειάς την πρώτη και πιο δύσκολη περίοδο. Η διάθεση της αγροτιάς ταλαντεύονταν ασταμάτητα. Ολόκληρα συντάγματα που αποτελούνταν από αγρότες -η αλήθεια είναι πως στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν αρκετά απροετοίμαστα και πολιτικά και τεχνικά- την πρώτη περίοδο παραδίνονταν, μερικές φορές και χωρίς μάχη, και αργότερα, όταν οι Λευκοί τους στρατολογούσαν, πέρναγαν και πάλι με το μέρος μας. Μερικές φορές, οι μάζες των αγροτών προσπάθησαν να δείξουν την ανεξαρτησία τους και εγκατέλειψαν τόσο τους Λευκούς, όσο και τους Κόκκινους, καταφεύγοντας στα δάση για να δημιουργήσουν τις «Πράσινες» μονάδες. Αλλά ο κατακερματισμός και η πολιτική ανικανότητα αυτών των ομάδων, τις καταδίκασε στην ήττα. Έτσι λοιπόν, στα μέτωπα του εμφυλίου πολέμου, η σχέση μεταξύ των βασικών τάξεων της επανάστασης, βρήκε την πιο ζωντανή της έκφραση: οι αγροτικές μάζες, την υποταγή των οποίων επιδίωκε η αντεπανάσταση των γαιοκτημόνων -αστών- διανοούμενων, μαζί με αυτή της εργατικής τάξης, πήγαιναν από τη μια μεριά στην άλλη, ώσπου στο τέλος, έδωσαν την υποστήριξή τους στην εργατική τάξη. Στις πιο καθυστερημένες επαρχίες, όπως στο Κουρσκ και το Βορονέζ, όπου οι αριθμοί αυτών που απέφευγαν να καταταγούν, ανέρχονταν σε πολλές χιλιάδες, η άφιξη των Λευκών στα σύνορα αυτών των επαρχιών, δημιουργούσε μια αποφασιστική αλλαγή στάσης και ωθούσε τις μάζες στις τάξεις του Κόκκινου Στρατού. Ο αγρότης υποστήριξε τον εργάτη ενάντια στον γαιοκτήμονα και τον καπιταλιστή. Σε αυτό το κοινωνικό γεγονός βρίσκεται και η βασική αιτία των νικών μας.
Ο Κόκκινος Στρατός δημιουργήθηκε μέσα στη φωτιά και, κατά συνέπεια, χωρίς να υπάρχει πάντα κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο και συνήθως μέσα από αυτοσχεδιασμούς. Ο μηχανισμός του ήταν εξαιρετικά δυσκίνητος και σε πολλές περιπτώσεις αδέξιος. Χρησιμοποιήσαμε κάθε δυνατότητα για να συσφίξουμε, να απλοποιήσουμε και να καθαρίσουμε τον στρατιωτικό μας οργανισμό. Ως προς αυτόν τον στόχο, έχουμε σημειώσει αναμφισβήτητη πρόοδο τα τελευταία δύο χρόνια. Στην περίοδο του πολέμου με τον Βράνγκελ και με την Πολωνία, το 1920, ο Κόκκινος Στρατός είχε στις τάξεις του περισσότερους από πέντε εκατομμύρια άντρες. Σήμερα[4], μαζί με το ναυτικό, περιλαμβάνει γύρω στο ενάμισι εκατομμύριο άντρες και εξακολουθεί να μικραίνει ο αριθμός. Αυτή η μείωση εξελισσόταν και συνεχίζει να εξελίσσεται με πιο αργό ρυθμό από ότι θα θέλαμε, γιατί πηγαίνει ταυτόχρονα με τη διαδικασία βελτιστοποίησης της ποιότητας. Η βελτίωση των δυνάμεων στα μετόπισθεν είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη από τις μάχιμες μονάδες, ωστόσο, ο στρατός δεν είναι πιο αδύναμος, αλλά πιο δυνατός. Η ικανότητά του για ανάπτυξη, σε ενδεχόμενο πολέμου, αυξάνεται σταθερά. Η πίστη του στον σκοπό της κοινωνικής επανάστασης είναι αναμφίβολη.
Μόσχα,
21 Μαΐου 1922
[1]
Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στο ετήσιο περιοδικό της Κομιντέρν, τον Μάιο του 1922. Eίχε ήδη κυκλοφορήσει στην εφημερίδα της Διεύθυνσης των Στρατιωτικών Σχολών.
[2]
Μορφή πολέμου που διεξάγεται κατά μήκος μόνιμων και οχυρωμένων γραμμών.
[3]
Το ένα βέρστι είναι 1067 μέτρα.
[4]
Το κείμενο γράφτηκε τον Μάιο του 1922.