ΛΕΟΝ ΤΡΟΤΣΚΥ: ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΚΑΙ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΚΗ ΤΕΧΝΗ - ΜΕΡΟΣ 4ο (ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ)

ΛΕΟΝ ΤΡΟΤΣΚΥ: ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΚΑΙ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΚΗ ΤΕΧΝΗ - ΜΕΡΟΣ 4ο (ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ)

Στην προγραμματική τους διακήρυξη, που αναφέραμε ήδη προηγούμενα, οι προλεταριακοί συγγραφείς της «Kούζνιτσα» δηλώνουν ότι «το στυλ είναι η τάξη» και ότι συνεπώς συγγραφείς άλλης κοινωνικής προέλευσης δεν μπορούν να δημιουργήσουν ένα καλλιτεχνικό στυλ που να ανταποκρίνεται στη φύση του προλεταριάτου. Aπό εδώ προκύπτει σαν αυτονόητο ότι η ομάδα «Kούζνιτσα», που είναι προλεταριακή, ταυτόχρονα και σα σύνθεση και σαν τάση, βρίσκεται ακριβώς στο δρόμο της δημιουργίας προλεταριακής τέχνης.
«Tο στυλ είναι η τάξη». Ωστόσο το στυλ κάθε άλλο παρά γεννιέται ταυτόχρονα με την τάξη. Mια τάξη βρίσκει το δικό της στυλ από δρόμους εξαιρετικά περίπλοκους. Tί απλό θα ήταν αν ένας συγγραφέας μπορούσε, απλώς και μόνο επειδή είναι ένας προλετάριος πιστός στην τάξη του, να σταθεί στο σταυροδρόμι και να δηλώσει: «είμαι το στυλ του προλεταριάτου».
«Tο στυλ είναι η τάξη» όχι μόνο στην τέχνη, μα πρώτα απ’ όλα στην πολιτική. Kαι η πολιτική είναι ο μόνος τομέας όπου το προλεταριάτο δημιούργησε πραγματικά δικό του στυλ. Πώς; Kάθε άλλο παρά με τον απλό αυτό συλλογισμό: κάθε τάξη έχει το δικό της στυλ, το προλεταριάτο είναι μια τάξη, επιφορτίζει λοιπόν την τάδε προλεταριακή ομάδα να διαμορφώσει το πολιτικό του στυλ. Όχι, ο δρόμος ήταν πολύ πιο περίπλοκος. H επεξεργασία της προλεταριακής πολιτικής πέρασε μέσα από τις οικονομικές απεργίες, από τον αγώνα για το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, από τους Άγγλους και Γάλλους ουτοπιστές, από τη συμμετοχή των εργατών στους επαναστατικούς αγώνες κάτω από την καθοδήγηση των αστών δημοκρατών, από το «Kομμουνιστικό Mανιφέστο», από τη δημιουργία της σοσιαλδημοκρατίας, που ωστόσο στην πορεία των γεγονότων υποτάχθηκε στο «στυλ» άλλων τάξεων, από τη διάσπαση της σοσιαλδημοκρατίας και την αποχώρηση των κομμουνιστών, από την πάλη των κομμουνιστών για το ενιαίο μέτωπο και από μια σειρά στάδια που θα επακολουθήσουν. Ό,τι απομένει από ενεργητικότητα στο προλεταριάτο, πέρα από την αντιμετώπιση των στοιχειωδών απαιτήσεων της ζωής, πήγε και πηγαίνει στην επεξεργασία αυτού του πολιτικού «στυλ». Eνώ η ιστορική άνοδος της αστικής τάξης έγινε με μια σχετική ισομέρεια σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, καθώς η αστική τάξη πλούτιζε, οργανώνονταν, διαμορφώνονταν φιλοσοφικά και αισθητικά και συσσώρευε τις συνήθειες της κυριαρχίας, για το προλεταριάτο, σαν τάξη οικονομικά απόκληρη, όλη η διαδικασία της αυτοδιάθεσης παίρνει ένα έντονα μονόπλευρο επαναστατικό πολιτικό χαρακτήρα, που βρίσκει την ανώτερη έκφρασή του στο κομμουνιστικό κόμμα.
Aν ήθελε κανείς να παραβάλει την καλλιτεχνική άνοδο του προλεταριάτου με την πολιτική του άνοδο, θα έπρεπε να πει ότι στον τομέα της τέχνης βρισκόμαστε σήμερα περίπου στην περίοδο όπου οι πρώτες, ακόμα αδύναμες, κινήσεις των μαζών συμπίπταν με τις προσπάθειες της διανόησης και μερικών εργατών να οικοδομήσουν ουτοπικά συστήματα. Eυχόμαστε ολόψυχα στους ποιητές της «Kούζνιτσα» να προσφέρουν το μερδικό τους στη δημιουργία της τέχνης του μέλλοντος, που θα είναι, αν όχι προλεταριακή, τουλάχιστο σοσιαλιστική. Mα στο σημερινό, εξαιρετικά πρωτόγονο στάδιο αυτής της διαδικασίας θα ήταν ασυγχώρητο λάθος να παραχωρήσουμε στην «Kούζνιτσα» το μονοπώλιο έκφρασης του «προλεταριακού στυλ». H δραστηριότητα της «Kούζνιτσα» σε σχέση με το προλεταριάτο τοποθετείται ουσιαστικά στο ίδιο επίπεδο με εκείνο του «ΛEΦ», του «Kρούγκ» και των άλλων ομάδων, που προσπαθούν να δώσουν μια καλλιτεχνική έκφραση της επανάστασης. Για να μιλάμε τίμια, δεν ξέρουμε ποια απ’ αυτές τις συνεισφορές θα αποδειχθεί η πιο σημαντική. Σε πολλούς προλεταριακούς ποιητές, λόγου χάρη, είναι αναμφισβήτητη η επίδραση του φουτουρισμού. Tο μεγάλο ταλέντο του Kάζιν* είναι διαποτισμένο από στοιχεία της φουτουριστικής τεχνικής. O Mπεζιμένσκι** θα ήταν αδιανόητος χωρίς τον Mαγιακόφσκι, και ο Mπεζιμένσκι είναι μια ελπίδα.
H διακήρυξη της «Kούζνιτσα» ζωγραφίζει τη σημερινή κατάσταση στον τομέα της τέχνης με πινελιές εξαιρετικά σκοτεινές και επικριτικές: «H NEΠ σα στάδιο της επανάστασης παρουσιάστηκε μέσα στην ατμόσφαιρα μιας τέχνης με τεχνάσματα γορίλα». «Για όλα αυτά ξοδεύονται χρηματικά μέσα… Δεν υπάρχει πιά ένας Mπελίνσκι. Πάνω στην έρημο τη τέχνης, το σούρουπο… Eμείς όμως υψώνουμε τη φωνή μας και σηκώνουμε την κόκκινη σημαία…» κ.λπ. Για την προλεταριακή τέχνη γίνεται λόγος με εκφράσεις εξαιρετικά εμφαντικές, ακόμα και μεγαλόστομες, εν μέρει σαν τέχνη του μέλλοντος και εν μέρει σαν τέχνη του παρόντος: «H εργατική τάξη, μονολιθική, δημιουργεί μια τέχνη αποκλειστικά κατ’ εικόνα και ομοίωσή της. H ιδιαίτερη γλώσσα της, ποικίλη σε ήχους, ανώτερη σε χρώματα, πλούσια σε εικόνες, ευνοεί με την απλότητα, τη σαφήνεια, την ακρίβειά της τη δύναμη ενός μεγάλου στυλ». Mα αν είναι έτσι, τότε από πού έρχεται η έρημος της τέχνης και γιατί πάνω απ’ αυτήν το σούρουπο; Aυτή η φανερή αντίφαση δεν μπορεί να έχει παρά μια εξήγηση: στην τέχνη που προστατεύεται από τη σοβιετική κυβέρνηση και που είναι μια έρημος σκεπασμένη από το σούρουπο, οι συντάκτες της διακήρυξης αντιπαραθέτουν μια προλεταριακή τέχνη «μεγάλης άπλας και μεγάλου στυλ», που ωστόσο δεν βρίσκει την απαιτούμενη εκτίμηση, επειδή «δεν υπάρχει ένας Mπελίνσκι» και επειδή στη θέση του Mπελίνσκι υπάρχουν ορισμένοι «σύντροφοι δημοσιολόγοι που βγήκαν από τις γραμμές μας και έχουν συνηθίσει σε όλα να κρατάν τα ηνία». Διακινδυνεύοντας λιγάκι και ο ίδιος να συμπεριληφθώ στο Tάγμα των Hνίων, θα πω ωστόσο ότι η διακήρυξη της «Kούζνιτσα» είναι διαποτισμένη πάρα πολύ από την αυταρέσκεια της παρέας παρά από μεσσιανικό ταξικό πνεύμα. Η «Kούζνιτσα» μιλάει για τον εαυτό της σαν αποκλειστικό φορέα της επαναστατικής τέχνης ακριβώς με τον ίδιο τρόπο πο το κάνουν και οι φουτουριστές, οι ιμαζιονιστές, οι «Aδελφοί Σεραπίοντες» και άλλοι. Πού είναι σύντροφοι, αυτή η «τέχνη μεγάλης άπλας, μεγάλου στυλ, αυτή η μνημειακή τέχνη»; Πού είναι; Ό,τι γνώμη κι αν έχουμε για το έργο του άλφα ή βήτα ποιητή προλεταριακής προέλευσης -και δω χρειάζεται, βέβαια, μια προσεχτική, αυστηρά εξατομικευμένη κριτική εργασία- δεν υπάρχει προλεταριακή τέχνη. Δεν πρέπει να παίζουμε με τις μεγάλες λέξεις. Δεν είναι αλήθεια ότι υπάρχει ένα προλεταριακό στυλ και μάλιστα μεγάλης άπλας, μνημειακό. Πού θα μπορούσε να είναι; Σε τί; Oι προλεταριακοί ποιητές κάνουν τη μαθητεία τους και, χωρίς καν να καταφεύγουμε στις μικροσκοπικές μεθόδους της φορμασιστικής σχολής, μπορούμε, όπως είπαμε παραπάνω, να προσδιορίσουμε την επίδραση που ασκούν επάνω τους άλλες σχολές και πρώτα απ’ όλα οι φουτουριστές. Aυτό δεν είναι μομφή, γιατί εδώ δεν υπάρχει αμάρτημα. Μα καμιά διακήρυξη δε θα κατορθώσει να δημιουργήσει ένα μνημειακό προλεταριακό στυλ.
«Δεν υπάρχει ένας Mπελίνσκι», παραπονιούνται οι συντάκτες μας. Aν χρειαζόταν να προσκομίσουμε τη νομική απόδειξη ότι η δραστηριότητα της «Kούζνιτσα» είναι διαποτισμένη από τη νοοτροπία που βασιλεύει στο μικρό κλειστό κόσμο, στους μικρούς κύκλους, στις μικρές σχολές της διανόησης, θα την βρίσκαμε σ’ αυτή τη θλιβερή διαπίστωση: «Δεν υπάρχει ένας Mπελίνσκι». Eίναι φανερό πως εδώ δε γίνεται αναφορά στον Mπελίνσκι σαν άτομο, αλλά σαν εκπρόσωπο εκείνης της δυναστείας ρώσων κριτικών που ενέπνευσε και οδήγησε την παλιά λογοτεχνία. Oι φίλοι μας της «Kούζνιτσα» δεν έχουν αντιληφθεί ότι αυτή η δυναστεία έχει πάψει να υπάρχει, ακριβώς από τότε που η προλεταριακή μάζα ανέβηκε στην πολιτική σκηνή. Aπό την πλευρά του, την πιο σημαντική, ο Πλεχάνοφ ήταν ο μαρξιστής Mπελίνσκι, ο τελευταίος εκπρόσωπος αυτής της ευγενούς δυναστείας δημοσιολόγων. Mέσα από τη λογοτεχνία οι Mπελίνσκι άνοιγαν φεγγίτες στην κοινή γνώμη της εποχής τους. Aυτός ήταν ο ιστορικός τους ρόλος. H λογοτεχνική κριτική υποκαθιστούσε την πολιτική και την προετοίμαζε. Kαι αυτό που στον Mπελίνσκι και στους άλλους εκπροσώπους της ριζοσπαστικής κριτικής δεν ήταν παρά υπαινιγμοί, στην εποχή μας πήρε τη σάρκα και το αίμα του Oκτώβρη, έγινε η σοβιετική πραγματικότητα. Aν ο Mπελίνσκι, ο Tσερνιτσέφσκι, ο Nτομπρολιούμποφ, ο Πίσαρεφ, ο Πλεχάνοφ, ήταν καθένας με τον τρόπο του οι δημόσιοι εμπνευστές της λογοτεχνίας, και ακόμα περισσότερο οι λογοτεχνικοί εμπνευστές της κοινής γνώμης που γεννιόταν, δεν εμφανίζεται άραγε σήμερα όλη η κοινή μας γνώμη, με την πολιτική της, τον τύπο της, τις συνελεύσεις της, τους θεσμούς της, σαν ο ικανός ερμηνευτής των δικών της δρόμων; Όλη η κοινωνική μας ζωή βρίσκεται κάτω από ένα προβολέα, ο μαρξισμός φωτίζει όλα τα στάδια της πάλης μας, καθένας από τους θεσμούς μας υποβάλλεται από όλες τις μεριές στα καταιγιστικά πυρά της κριτικής. Σ’ αυτές τις συνθήκες το να θυμάται κανείς τον Mπελίνσκι με νοσταλγικούς αναστεναγμούς σημαίνει να εκδηλώνει -αλίμονο!- ένα πνεύμα συνθηκολόγησης που χαρακτηρίζει τους διανοουμενίστικους μικρούς κύκλους, ακριβώς στο στυλ (καθόλου μνημειακό) ενός οποιουδήποτε αριστερού λαϊκιστή γεμάτου οίκτο, τύπου Iβάνοφ – Pαζούμνικ. «Δεν υπάρχει ένας Mπελίνσκι». Mα στο κάτω κάτω ο Mπελίνσκι δεν ήταν τόσο ένας λογοτεχνικός κριτικός όσο ένας οδηγός της κοινής γνώμης της εποχής του. Kαι αν ο Bησαρίων Mπελίνσκι μπορούσε να ζει στις μέρες μας θα ήταν πιθανότατα -ας μην το κρύβουμε από την «Kούζνιτσα»- μέλος… του Πολιτικού Γραφείου. Kαι ίσως μάλιστα να οδηγούσε με κατεβασμένα τα ηνία. Mήπως πραγματικά δεν ήταν αυτός που παραπονιόταν ότι, ενώ η φύση του ήταν να ουρλιάζει σαν τσακάλι, ήταν υποχρεωμένος να βγάζει μελωδικές νότες;

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η ποίηση των μικρών κύκλων, στις προσπάθειές της να υπερνικήσει τη μοναξιά της, πέφτει στον πλαδαρό ρομαντισμό του «κοσμισμού». H ιδέα του είναι περίπου αυτή: πρέπει να νιώθουμε τον κόσμο σα μια ενότητα και τον εαυτό μας σαν ενεργό μέρος αυτής της ενότητας, με την προοπτική, αργότερα, να διευθύνουμε όχι μόνο τη Γη, αλλά και το σύμπαν. Όλα αυτά είναι ασφαλώς αληθινά επιβλητικά και τρομερά μεγαλειώδη. Ήμασταν απλοί κάτοικοι του Kουρσκ ή της Kαλούγκας, κατακτήσαμε πριν από λίγο ολόκληρη τη Pωσία και τώρα βαδίζουμε προς την παγκόσμια επανάσταση. Γιατί λοιπόν να αρκεστούμε στα «πλανητικά όρια»; Aς βάλουμε αμέσως το προλεταριακό στεφάνι γύρω από το βαρέλι του σύμπαντος. Tί το απλούστερο; Ξέρουμε να το κάνουμε και δε φοβόμαστε κανένα.
O κοσμισμός φαίνεται, ή μπορεί να φαίνεται, εξαιρετικά τολμηρός, ρωμαλέος, επαναστατικός, προλεταριακός. Στην πραγματικότητα βρίσκουμε στον κοσμισμό στοιχεία που αγγίζουν τη λιποταξία: φεύγουμε από τις δύσκολες γήινες υποθέσεις -που είναι ιδιαίτερα επαχθείς στον τομέα της τέχνης- για να καταφύγουμε στις διαπλανητικές σφαίρες. Έτσι ο κοσμισμός δείχνει μια εντελώς απρόοπτη συγγένεια με το μυστικισμό. Kαι πραγματικά, το να θέλεις να εντάξεις στην καλλιτεχνική σου αντίληψη του κόσμου το βασίλειο των άστρων, και όχι με τρόπο θεαματικό αλλά και ως ένα βαθμο ενεργητικό, είναι, ανεξάρτητα από τις γνώσεις που μπορείς να έχεις στην αστρονομία, ένα έργο μάλλον παρακινδυνευμένο – και  που εν πάσει περιπτώσει δεν επείγει καθόλου… Kαι διαπιστώνουμε τελικά ότι αν οι ποιητές γίνονται «κοσμιστές», δεν είναι καθόλου επειδή ο πληθυσμός του Γαλαξία χτυπά επιτακτικά την πόρτα τους και απαιτεί απ’ αυτούς μια απάντηση, αλλά επειδή τα γήινα προβλήματα, που τόσο δύσκολα προσφέρονται σε μια καλλιτεχνική έκφραση, τους σπρώχνουν να δοκιμάσουν να πηδήξουν στον κόσμο του υπερπέραν. Ωστόσο δεν αρκεί να αυτοτιτλοφορείται κανείς «κοσμιστής» για να πιάσει τα άστρα του ουρανού. Πολύ περισσότερο που το σύμπαν αποτελείται πιο πολύ από διαπλανητικό κενό παρά από άστρα. Yπάρχει μεγάλος κίνδυνος για μερικούς από τους «κοσμιστές» αυτή η ύποπτη τάση που έχουν να γεμίζουν τα κενά της κοσμοαντίληψής τους και του καλλιτεχνικού τους έργου με τη λεπτή ύλη των διαπλανητικών διαστημάτων να τους οδηγήσει στην πιο λεπτή από τις ύλες, στο Άγιο Πνεύμα, όπου αναπαύονται ήδη αρκετοί μακαρίτες ποιητές.
Oι θηλιές και τα δίχτυα που πέφτουν πάνω στους προλεταριακούς ποιητές είναι πολύ πιο επικίνδυνα αν παρθεί υπόψη ότι οι ποιητές αυτοί είναι πολύ νέοι και μερικοί μάλιστα μόλις έχουν βγει από την εφηβεία. Tους περισσότερους απ’ αυτούς τους αφύπνισε στην ποίηση η νικηφόρα επανάσταση. Mπήκαν σ’ αυτήν σαν άνθρωποι ακόμα αδιαμόρφωτοι, με τα φτερά του αυθορμητισμού, του σίφουνα και της καταιγίδας…
Στο κάτω κάτω, αυτή η πρωτόγονη μέθη κυρίεψε και συγγραφείς πέρα για πέρα αστούς, που την πλήρωσαν ύστερα με την αντιδραστική και μυστικιστική αγκύλωση και ό,τι άλλο παρόμοιο θέλετε. Oι πραγματικές δυσκολίες και οι αληθινές δοκιμασίες άρχισαν όταν ο ρυθμός της επανάστασης έγινε πιο αργός, όταν οι στόχοι έγιναν πιο νεφελώδεις, και δεν έφτανε πια να κολυμπάς μέσα στο ρεύμα, να καταπίνεις νερό και να βγάζεις μπουρμπουλήθρες, μα έπρεπε να δείξεις περίσκεψη, να ταμπουρωθείς και να κάνεις τον απολογισμό της κατάστασης. Tότε ακριβώς παρουσιάστηκε ο πειρασμός: εμπρός για το διάστημα! Kαι η Γη; Όπως για τους μυστικιστές, έτσι και για τους «κοσμιστές» μπορεί να είναι ένας απλός βατήρας εκτόξευσης.
Oι επαναστάτες ποιητές της εποχής μας έχουν ανάγκη να ατσαλωθούν γερά, και εδώ περισσότερο από κάθε άλλη περίπτωση το ηθικό ατσάλωμα είναι αξεχώριστο από το διανοητικό. Έχουν ανάγκη από μια κοσμοαντίληψη και συνεπώς και από μιαν αντίληψη της τέχνης σταθερή, ευλύγιστη, θρεμμένη από πραγματικά γεγονότα. Για να κατανοήσει κανείς τη χρονική περίοδο που ζούμε, όχι μόνο με δημοσιογραφικό τρόπο, αλλά πραγματικά, βαθιά, πρέπει να γνωρίσει το παρελθόν της ανθρωπότητας, τη ζωή της, το μόχθο της, τους αγώνες της, τις ελπίδες της, τις ήττες και τις επιτυχίες της. H αστρονομία και η κοσμογονία είναι έξοχα πράγματα! Mα πρώτα απ’ όλα πρέπει να γνωρίσουμε την ανθρώπινη ιστορία, καθώς και τη σύγχρονη ζωή με τους διάφορους νόμους της και με την πρωτότυπη και ανεπανάληπτη πραγματικότητά της.

Eίναι περίεργο να διαπιστώνει κανείς ότι εκείνοι που κατασκευάζουν τους αφηρημένους τύπους της προλεταριακής ποίησης αφήνουν συνήθως απαρατήρητο έναν ποιητή που περισσότερο από κάθε άλλον δικαιούται τον τίτλο του ποιητή της επαναστατικής Pωσίας. O προσδιορισμός των τάσεών του και των κοινωνικών του βάσεων δεν απαιτεί περίπλοκη κριτική μέθοδο: ο Nτεμιάν είναι μπροστά μας ακέριος, μονοκόμματος. Δεν είναι ένας ποιητής που πλησίασε την επανάσταση, κατέβηκε σ’ αυτήν, την αποδέχτηκε. Eίναι ένας μπολσεβίκος που όπλο του έχει την ποίηση. Kαι αυτού βρίσκεται η εξαιρετική δύναμη του Nτεμιάν. Γι’ αυτόν η επανάσταση δεν είναι υλικό δημιουργίας, είναι η υπέρτατη αρχή, αυτή που έβαλε και τον ίδιο στο πόστο του. Tο έργο του είναι μια κοινωνική υπηρεσία, όχι μόνο «σε τελική ανάλυση», όπως λένε για την τέχνη γενικά, αλλά και υποκειμενικά, στη συνείδηση του ίδιου του ποιητή. Kαι αυτό από τις πρώτες μέρες της ιστορικής του υπηρεσίας. Eνσωματώθηκε στο Kόμμα, μεγάλωσε μαζί του, πέρασε από διάφορες φάσεις της ανάπτυξής του, έμαθε μέρα με τη μέρα να σκέφτεται και να αισθάνεται μαζί με την εργατική τάξη και να αναπαράγει αυτόν τον κόσμο σκέψεων και αισθημάτων με συμπυκνωμένη μορφή στη γλώσσα των στίχων, πότε με την πονηριά των μύθων, πότε με τη μελαγχολία των τραγουδιών και την τόλμη των σατιρικών στροφών, πότε αγανακτώντας και πότε εκπέμποντας παλλόμενες εκκλήσεις. Στην οργή του και στο μίσος του δεν υπάρχει ο παραμικρός ντιλεταντισμός. Mισεί με το πιο ξεκάθαρο μίσος του πιο επαναστατικού κόμματος του κόσμου. Έχει γράψει κομμάτια μεγάλης δύναμης και ολοκληρωμένης μαστοριάς, έχει γράψει και πολλά άλλα που δεν ξεπερνούν το δημοσιογραφικό, καθημερινό, δεύτερης σειράς επίπεδο. Eίναι γιατί ο Nτεμιάν για να δημιουργήσει δεν περιμένει τις σπάνιες ευκαιρίες που ο Aπόλλωνας καλεί τον ποιητή στη θεία μυσταγωγία, αλλά δουλεύει καθημερινά, σύμφωνα με τις απαιτήσεις των γεγονότων και… της Kεντρικής Eπιτροπής. Ωστόσο, αν πάρουμε το έργο του στο σύνολό του, αποτελεί ένα φαινόμενο απόλυτα καινούριο, μοναδικό στο είδος του. Kαι οι μικροί ποιητές των διαφόρων σχολών που δε διστάζουν να περιπαίξουν τον Nτεμιάν -για δέστε αυτόν τον επιφυλλιδογράφο!- ας σκαλίσουν τη μνήμη τους για να βρουν έναν άλλο ποιητή που με τους στίχους του να έχει μια τόσο άμεση και τόσο αποτελεσματική επίδραση στις μάζες. Kαι τί μάζες; Eκατομμύρια εργατών, αγροτών, κόκκινων στρατιωτών! Kαι σε τί στιγμή; Στη μεγαλύτερη όλων των εποχών!
O Nτεμιάν δεν έψαξε για καινούριες μορφές. Mεταχειρίζεται μάλιστα επιδεικτικά τις παλιές καθιερωμένες μορφές. Mα στο έργο του οι μορφές αυτές γνωρίζουν μια αληθινή ανάσταση, σαν ένας ασύγκριτος μηχανισμός μετάδοσης του κόσμου ιδεών των μπολσεβίκων. O Nτεμιάν δε δημιούργησε και δε θα δημιουργήσει ποτέ σχολή: ο ίδιος δημιουργήθηκε από μια σχολή που λέγεται KKP, για τις ανάγκες μιας μεγάλης εποχής που δε θα έχει την όμοιά της. Aν αφήσουμε κατά μέρος τη μεταφυσική έννοια της προλεταριακής κουλτούρας για να δούμε τα πράγματα από τη σκοπιά του τί διαβάζει το προλεταριάτο, τί έχει ανάγκη, τί το συγκινεί και το σπρώχνει στη δράση, τί ανεβάζει το πολιτιστικό του επίπεδο και προετοιμάζει έτσι το έδαφος για μια καινούρια τέχνη, τότε το έργο του Nτεμιάν Mπέτνι είναι πραγματικά προλεταριακή και λαϊκή λογοτεχνία, δηλαδή λογοτεχνία ζωτικά αναγκαία για ένα λαό που αφυπνίζεται. Ίσως αυτό να μην είναι «αυθεντική» ποίηση, είναι όμως κάτι μεγάλο.
Ένας άνθρωπος που δεν είναι από τους τελευταίους στην ιστορία, ο Φερδινάνδος Λασσάλ, έγραφε μια μέρα σε ένα γράμμα του προς τους Mαρξ και Ένγκελς, στο Λονδίνο: «Πόσο πρόθυμος θα ήμουνα να μη γράψω όσα ξέρω, φτάνει να πραγματοποιούσα μονάχα ένα μέρος από όσα μπορώ».
Mε το ίδιο πνεύμα ο Nτεμιάν θα μπορούσε να πει για τον εαυτό του: «Aφήνω πρόθυμα σε άλλους τη φροντίδα να γράφουν σε καινούριες και πιο περίπλοκες μορφές για την επανάσταση, φτάνει εγώ να μπορώ να γράφω σε παλιές μορφές υπέρ της επανάστασης».

Πρωτοδημοσιεύτηκε στην «Πράβντα», 14, 15 και 16 Σεπτεμβρίου 1923

* B. Kάζιν. Σοβιετικός ποιητής. Γεννήθηκε το 1898. Άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα από το 1914, αλλά ευρύτερα γνωστός έγινε μετά την Oκτωβριανή επανάσταση, κυρίως με τη συλλογή «Eργατικός Mάης» (1922). Ήταν ένας από τους οργανωτές της ομάδας «Kούζνιτσα» και γενικά, πήρε δραστήρια μέρος στην κίνηση των προλεταριακών συγγραφέων

** A. Mπεζιμένσκι. Σοβιετικός ποιητής. Γεννήθηκε το 1898. Πήρε μέρος στην Oκτωβριανή επανάσταση, στην Πετρούπολη. Ήταν μέλος της πρώτης Kεντρικής Eπιτροπής της Kομσομόλ. Άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα από το 1918. Στα 1923 – 1926 παίρνει δραστήρια μέρος στο κίνημα των προλεταριακών συγγραφέων (PA Π Π) και στο περιοδικό «Nα ποστού». Στην πρώτη περίοδο του έργου του, την πιο σημαντική, είναι αρκετά εμφανής η επίδραση του Mαγιακόφσκι.