Λούλα Σειρηνίδου (1945-2018)
[Eκατοντάδες κόσμου, νέοι στην πλειοψηφία, συνοδεύσαμε την Λούλα Σειρηνίδου στην τελευταία της κατοικία, στο κοιμητήριο Zωγράφου, την Tετάρτη 21 Φεβρουαρίου. Στην πλαγιά του Yμηττού, σε μια σεμνή πολιτική κηδεία με «της αγάπης αίματα» και τη φωνή του Γρηγόρη Mπιθικώτση, με αντάρτικα και κρητικά τραγούδια αποχαιρετίσαμε την Λούλα.
Η πιο συγκινητική στιγμή της τελετής ήταν όταν τα παιδιά της Λούλας και του Κώστα, η Bάσω και ο Άρης, μίλησαν για τη μητέρα τους. Παρακάτω δημοσιεύουμε τον αποχαιρετισμό της Bάσως Σειρηνίδου.
Θόδωρος Kουτσουμπός]
Η μητέρα μου ήταν ένας ιδιαίτερο άνθρωπος. Είχε την ιδιαιτερότητα εκείνων των ανθρώπων που κατορθώνουν να γίνονται ξεχωριστοί και μοναδικοί, σχεδόν εμβληματικοί, ακριβώς επειδή είναι απλοί, λιτοί και ανθρώπινοι.
Τρεις, κατά τη γνώμη μου, ήταν οι παράγοντες που διαμόρφωσαν αυτή την τόσο ιδιαίτερη ύπαρξη. Ο πρώτος ήταν η καταγωγή της. Στον πυρήνα της ύπαρξής της, από τη στιγμή που γεννήθηκε μέχρι την τελευταία της πνοή, το ξημέρωμα του περασμένου Σαββάτου, η μητέρα μου ήταν μια περήφανη αμπράζω χουμνικιώτισσα, μια ξανθογάλανη μακεδόνα κόρη των σπαρτών και των καπνοχώραφων. Αυτές οι βασικές εμπειρίες της στον κόσμο της φτωχής αγροτιάς των Σερρών, των ανθρώπων με τα αδρά χαρακτηριστικά και τη βαριά ντοπιολαλιά, των μαύρων μανάδων με τα μαύρα φουστάνια που ζώνονταν στη μέση το αλέτρι και με το μωρό στην αγκαλιά όργωναν το χωράφι μετουσιώθηκαν σε χαρακτηριστικές ποιότητες της προσωπικότητάς της. Από τη γνώση της φύσης και το σεβασμό για τη γη και τα γεννήματά της, μέχρι το σεβασμό για τον μόχθο των ανθρώπων, την αντοχή στα δύσκολα, την ανεπιτήδευτη κοινωνικότητα, όπως και μια ιδιαίτερη γήινη αντίληψη του τι σημαίνει τόπος και πατρίδα, τέτοια που της επέτρεψε αυτής μιας γεννημένης Μακεδονίτισσας, να γίνει και περήφανη Κρητικιά.
Όσο, όμως, τη διαμόρφωσε η γη, άλλο τόσο της μίλησε η ιστορία. Γεννημένη το 1945 σε οικογένεια ανταρτών και μακρονησιωτών, γνώρισε από τις πρώτες στιγμές της ζωής της τη βία, την τρομοκρατία και τον διωγμό. Μωρό ακόμα είδε το σπίτι της να καίγεται από τις δεξιές παρακρατικές συμμορίες. Μέχρι και τις τελευταίες στιγμές της ζωής της, τις νύχτες της τις στοίχειωναν οι χοντρές ξανθές πλεξούδες των κρεμασμένων γυναικών, μανάδων, αδελφών και συζύγων ανταρτών, στην πλατεία της Νιγρίτας το καλοκαίρι του 1947. Η μητέρα μου έκανε τα πρώτα της ανάλαφρα βήματα στο κόσμο μέσα στο βαρύ κλίμα της ήττας. Μιας ήττας που περισσότερο και από το σιδερένιο χέρι της καταστολής, τη βάρυνε η συναίσθηση ότι εκείνος ο συλλογικός αγώνας για τα πανανθρώπινα ιδανικά εξέπεσε σ’ έναν ατομικό αγώνα για την επιβίωση. Η γιαγιά και ο παππούς μου έμειναν στο χωριό και δούλεψαν σκληρά σε μια ρημαγμένη ύπαιθρο. Ως ηττημένοι του Εμφυλίου έπρεπε να δουλέψουν διπλά, κυρίως όμως να πνίξουν στη σιωπή την ίδια τους τη νιότη, την ίδια τους την ιστορία.
Κι όμως, η μητέρα μου δεν παραδέχτηκε την ήττα. Από τα εφηβικά της χρόνια που διάβαζε κρυφά αριστερά έντυπα και ζωγράφιζε σφυροδρέπανα στα σχολικά τετράδια, μέχρι την τελευταία της πνοή υπήρξε μια φλογερή και αμετανόητη κομμουνίστρια. Αυτή η επαφή με τα ιδανικά του κομμουνισμού διακτίνισε το νεαρό κορίτσι από τα καπνοχώραφα της Βισαλτίας στα πέρατα του κόσμου, συντόνισε τους παλμούς της καρδιάς της με τους αγώνες των όπου γης καταπιεσμένων για ψωμί, ελευθερία και δικαιοσύνη. Η μητέρα μου συμμετείχε ενεργά στην άνοιξη της ελληνικής νεολαίας ως λαμπράκισσα και συνέχισε με την ίδια ορμή, όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν και πάλι. Μετά και την καθοριστική για τη ζωή της γνωριμία με τον πατέρα μου, οργανώθηκε στο ΚΚΕ το 1968 και δύο χρόνια αργότερα γιόρτασε με τον σύντροφό της την επικείμενη γέννηση του πρώτου τους παιδιού, γεμίζοντας το ίδιο βράδυ, καθ’ οδόν προς το μαιευτήριο, το κέντρο του Ηρακλείου με φειγ βολάν ενάντια στη χούντα.
Η σχέση της μητέρας μου με το αριστερό και ιδίως το κομμουνιστικό κίνημα ήταν αυτή που διαμόρφωσε και το πολιτισμικό της πρότυπο, με τη χαρακτηριστική αγάπη για τη μόρφωση και τα βιβλία, τα οποία τα είχε δίπλα της μέχρι και την τελευταία στιγμή, τη μουσική, το θέατρο, τον κινηματογράφο. Αυτό το αριστερό πολιτισμικό της πρότυπο, μπολιασμένο με τα βιώματα του αγροτικού κόσμου μετουσιώθηκε στην ιδιαίτερη ηθική και αισθητική που τη χαρακτήριζε. Από τη λιτή εμφάνισή της, το χαρακτηριστικό της κούρεμα, το ντύσιμο και τη διακόσμηση του σπιτιού της, μέχρι τη στάση της απέναντι στον πλούτο και την κατανάλωση, η μητέρα μου υπήρξε ένα υψηλής ποιότητας ηθικό και αισθητικό αντιπαράδειγμα τόσο απέναντι στην κενότητα του αστικού καθωσπρεπισμού όσο και στην ισοπεδωτική ευτέλεια του μεταπολιτευτικού κομφορμισμού, αλλά και στην ελευθεριάζουσα ηθική ενός μικροαστικού ριζοσπαστισμού.
Κομμουνίστρια παλαιάς κοπής, με πίστη στην επαναστατική πειθαρχία και ηθική, δεν βολεύτηκε στην ασφάλεια της κομματικής στέγης και των συναφών αξιωμάτων. Αντιθέτως, εγκατέλειψε το κόμμα της όταν αυτό μπήκε στα σαλόνια της εξουσίας και σε πείσμα όσων επαγγέλλονταν το τέλος της ιστορίας, από το 90 και μετά, έζησε μια δεύτερη νιότη, μια δεύτερη άνοιξη, μέσα από τη ζωογόνο ορμή του αναρχικού κινήματος. Αν και δεν έπαψε ποτέ να είναι κομμουνίστρια, ωστόσο αυτή η επαφή με το αναρχικό κίνημα ήταν νομίζω καταλυτική για την πλήρη και πολύμορφη εκδίπλωση της πιο σημαντικής ποιότητάς της, ως ανθρώπου της αλληλεγγύης. Η μητέρα μου ήταν παντού: σε απεργίες, σε πορείες, σε δικαστήρια, πρόσφερε απλόχερα την αλληλεγγύη της στους αγωνιζόμενους ανθρώπους. Στα χρόνια αυτά απέκτησε και μια τρίτη πατρίδα, τα Εξάρχεια, που τα αγάπησε και την αγάπησαν, που τα διεκδίκησε από δυνάμεις καταστολής, ναρκομαφίες και φαινόμενα κοινωνικού κανιβαλισμού και τα εμπλούτισε με τη δική της ιδιαίτερη ηθική και αισθητική. Η απουσία της από αυτή τη γειτονιά είναι ένα πλήγμα που βαθαίνει την προϊούσα παρακμή της ως χώρου πολιτικών και κοινωνικών ζυμώσεων, αλλά και μια υπόμνηση του καθήκοντος επανοικειοποίησής της.
Κάποιοι άνθρωποι είναι όμως μοναδικοί γιατί έχουν την τύχη να διαθέτουν μοναδικές και δυσεύρετες έμφυτες ποιότητες. Γιατί αυτό που έκανε τελικά τόσο ξεχωριστή τη μητέρα μου είτε ως μητέρα, είτε ως δασκάλα, είτε ως φίλη και αγωνίστρια ήταν η απονήρευτη παιδικότητά της, το καθαρό, όμορφο πρόσωπό της, ο ενθουσιασμός με ό,τι καταπιανόταν, το πάθος, η αισιοδοξία, η καταστατική αγάπη της για τους ανθρώπους.
Νιώθω πολύ τυχερή και περήφανη που είχα αυτή τη μητέρα, νιώθω πολύ τυχερή και περήφανη που είχα αυτούς τους γονείς, κι ας φύγαν νωρίς. Γιατί έζησαν τη ζωή με πάθος, γιατί μας έμαθαν την ομορφιά των ταξιδιών κόντρα στον άνεμο, την ομορφιά του αγώνα για το δίκιο, την ομορφιά της γνώσης, των απλών και λιτών πραγμάτων, την ομορφιά του να πέφτεις και να ξανασηκώνεσαι, την αξιοπρέπεια.
Μαμά μου,
Ξέρω ότι μετά τον θάνατο του μπαμπά απομακρυνθήκαμε, είχα τα δικά μου βάσανα και είχες τα δικά σου. Ξέρω ότι συχνά ήμουν σκληρή και άδικη μαζί σου, ακόμα και όταν εσύ ήσουν αδύναμη και ανήμπορη. Όμως, το βράδυ της Παρασκευής, λίγο πριν φύγεις, πρόλαβα να σου πω αυτό που αισθάνομαι για σένα 47 χρόνια τώρα, πόσο γενναία είσαι, πόσο πολύ σε θαυμάζω και πόσο βαθιά σε αγαπώ. Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσες στη ζωή σου και ελπίζω να έφυγες ήσυχη.
Αντίο μαμά μου, αντίο αμπράζω μου, αντίο γερακίνα μου, σύρε να βρεις το Κωστιό σου, τον έρωτα της ζωής σου. Να του πεις ότι αφότου έφυγε, περάσαμε δύσκολα, αλλά δεν λυγίσαμε και ότι τρία μικρά αγόρια, ο Νικόλας, ο Μάρκος και ο Κωστής, έχουν πάρει πια τη σκυτάλη της ελπίδας. Κι έτσι ήσυχοι που κλείσατε τις τελευταίες εκκρεμότητές σας, οργανώστε τις δικές σας ανταρσίες των αγγέλων, βάψτε τον ουρανό κόκκινο.