Βιβλιοπαρουσίαση από την Κατερίνα Μάτσα
Την Τετάρτη 22 Νοέμβρη, στο χώρο του βιβλιοπωλείου – καφέ ΛΟΚΟΜΟΤΙΒΑ, το Δίκτυο Αλληλεγγύης Κοινωνικών Ιατρείων και οι εκδόσεις Αλεξάνδρεια διοργάνωσαν την παρουσίαση του βιβλίου της Μαρίας Φαφαλιού “Ο αυτόχειρας ποιητής Δημήτρης Β.“
Για το βιβλίο μίλησαν ο Γιώργος Αστρινάκης, ψυχίατρος, ο Γεράσιμος Ρηγάτος, γιατρός, καθηγητής λαογραφίας, ιστορικός της ιατρικής, η Κατερίνα Μάτσα, ψυχίατρος και η συγγραφέας του βιβλίου Μαρία Φαφαλιού, που είχε γνωρίσει τον Δημήτρη Β. στο Δρομοκαΐτειο την περίοδο της νοσηλείας του και είχε συλλέξει υλικό.
«… Όπως έγραφε ο ίδιος: “Μια χούφτα φως είναι η λάσπη μου, πράσινο πλατανόφυλλο η σκεπή μου, και μια αρμαθιά ελπίδες η ζωή μου”. Ελπίδες που, αλίμονο, κάποια στιγμή στέρεψαν … Αυτοβιογραφικά κείμενα, περιγραφές από τη ζωή στο Ίδρυμα, ιατρικές γνωματεύσεις, έργα ζωγραφικής, καθώς και αμέτρητα ποιήματα συνθέτουν το πολύμορφο μωσαϊκό της ύπαρξης του Δημήτρη Β….». (Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου).
Μετά τις εισηγήσεις ακολούθησε μια ζεστή πλούσια συζήτηση με ερωτήσεις και συνεισφορές από παρευρισκόμενες που είχαν εμπειρίες νοσηλείας σε ψυχιατρεία είτε προσωπικές, είτε από μέλη του οικογενειακού τους περιβάλλοντος.
Ακολουθεί η εισήγηση της συντρόφισσας ψυχιάτρου Κατερίνας Μάτσα.
Τρισεύγενη Βαρελά – Γιαννατσή
Φωτογραφίες: Γιάννης Σιμέλλης
Μαρίας Φαφαλιού, Ο Αυτόχειρας Ποιητής Δημήτρης Β.
της Κατερίνας Μάτσα
Μαρίας Φαφαλιού, Ο ΑΥΤΟΧΕΙΡΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ Β. εκδ. Αλεξανδρεια 2023
Για να είσαι ανοικτός στην Ποίηση πρέπει να είσαι ανοικτός και όχι ξένος στην οδύνη και το πένθος του Άλλου, ιδιαίτερα όταν το πένθος είναι ανέφικτο, έλεγε στις 29 του Οκτώβρη ο Σάββας Μιχαήλ σε μια ομιλία του στην Ελευσίνα, πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης.
Για την Ποίηση απόψε ο λόγος, την ποίηση του αυτόχειρα ποιητή Δημήτρη Β., αλλά και για το πένθος, το ανέφικτο πένθος του. Δυό ζητήματα στενά δεμένα, όπως παρουσιάζονται στο εξαιρετικό βιβλίο της Μαρίας Φαφαλιού, κατά τη δική μου ανάγνωση.
Στις κοινωνίες της ύστερης νεωτερικότητας το πένθος έχει χάσει τον κοινωνικό του χαρακτήρα. Κυριαρχεί η απώθηση του θανάτου μέσα σε συνθήκες ακραίας εξατομίκευσης. Με την καπιταλιστική κοινωνία να λειτουργεί ως μηχανή αποκλεισμού όλο και περισσότερων ατόμων και κοινωνικών ομάδων, ο μεγαλύτερος αποκλεισμός είναι αυτός του νεκρού και του θανάτου. Το πένθος ως κοινωνική διαδικασία έχει γίνει ανέφικτο. Ο νεκρός χάνεται σε μια κρύπτη του αστικού πολιτισμού, του οποίου η δυσφορία εντείνεται διαρκώς και γίνεται αφόρητη.
Όπως θα δούμε στο βιβλίο, το ανέφικτο πένθος είχε σφραγίσει και τη ζωή του ποιητή Δημήτρη Β.
«Ονομάζομαι Δημήτρης Βρεττάκος και είμαι ψυχικά ασθενής για δεκαπέντε χρόνια. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια στο Δρομοκαΐτειο και τον τελευταίο ενάμιση χρόνο στην ειδική μονάδα ενεργοποίησης και κοινωνικής επανένταξης. Δεν έχω κανένα πρόβλημα (να αναφέρω ότι είμαι ψυχικά ασθενής) γιατί, κοιτάξτε να ιδείτε, αυτό που έχω μπορεί να συμβεί στον οποιονδήποτε. Δεν είναι θέμα ότι είναι σφραγίδα ανεξίτηλη που μπαίνει στον κάθε άνθρωπο και δεν βγαίνει. Αυτό μπορεί να συμβεί στον καθένα. Και τώρα, απ’ ότι βλέπουμε στο Δρομοκαΐτειο, υπάρχει ελπίδα να βγεί κανείς έξω και να ξαναγίνει…» (σελ. 35-36 )
Με αυτό τον τρόπο συστήνεται σε όλους ο ποιητής, με παρρησία και αισιοδοξία. «Είμαι ψυχικά ασθενής και υπάρχει ελπίδα». Ταυτόχρονα, θέτει τρία ζητήματα πολύ μεγάλης σημασίας.
1. Η ψυχική ασθένεια δεν είναι σφραγίδα ανεξίτηλη, μπορεί να συμβεί στον καθένα.
2. Υπάρχει ελπίδα να βγεί κανείς από το ψυχιατρικό ίδρυμα και να επανενταχθεί κοινωνικά. Απόδειξη το προσωπικό του παράδειγμα.
3. Μπορεί ένας έγκλειστος στο ψυχιατρείο να δημιουργεί, να γράφει ποιήματα, να ζωγραφίζει, να κάνει μουσική…, αλλά και να μαγειρεύει.
Απόδειξη και πάλι το προσωπικό του παράδειγμα.
Ο ποιητής περιγράφει με καταπληκτική ενάργεια το πέρασμά του από την ψυχική ασθένεια και το πώς κατάφερε «να βγεί από το λήθαργο», όπως λέει χαρακτηριστικά στη συνέντευξή του στο Γιώργο Παπαδάκη:
«Εγώ πριν από τρία χρόνια περίπου δεν μπορούσα να διαβάσω, δεν μπορούσα να δω τηλεόραση, δεν πήγαινα καθόλου στον κινηματογράφο. Παρ’ όλες τις μεγάλες προσπάθειες των θεραπόντων γιατρών δεν μπορούσα, ήταν το περιβάλλον τέτοιο που δεν με ενέπνεε να ασχοληθώ με αυτά τα πράγματα που κάποτε μου άρεσαν. Είχα αποξενωθεί. Η κοινωνική μου επιφάνεια ήταν ελάχιστη, δε διάβαζα ούτε εφημερίδα, ούτε περιοδικό, δεν ήξερα τί γίνεται στον κόσμο» (σελ. 37-38).
Μιλά με αγάπη για τους θεράποντες γιατρούς, το νοσηλευτικό προσωπικό, την εργοθεραπεύτρια και όλους όσους τον βοήθησαν να βγεί από την κατάθλιψη και να οργανώσει τη ζωή του στον ξενώνα με συλλογικότητα και δημιουργικότητα. Σ’ αυτή την πορεία της κοινωνικής επανένταξης «αρχίσαμε πάλι να έχουμε όνειρα», όπως γράφει (σελ. 42).
Τι χρειάζεται, πάνω από όλα ένας άνθρωπος που πάσχει ψυχικά και βρίσκεται έγκλειστος σε ψυχιατρείο;
Ο ποιητής απαντά κατηγορηματικά:
«Αυτό που χρειαζόμαστε πρώτα πρώτα είναι: Αγάπη. Χρειαζόμαστε ανθρώπους να ενδιαφερθούν, το κυριότερο, για μάς. Και μετά, αν υπάρξει το ενδιαφέρον, νομίζω και τα κονδύλια, όλα, θα βρεθούν. Αν μας κοιτάξουν με διαφορετικό μάτι.» (σελ. 42)
Με εμφανή πικρία θέτει το ζήτημα του στίγματος της ψυχικής ασθένειας και της επικινδυνότητας που θεωρείται ότι απορρέει από αυτήν, αλλά και της ανάγκης για προγράμματα πρόληψης, που θα ευαισθητοποιήσουν την κοινωνία, θα την διαπαιδαγωγήσουν για τη φύση της ψυχικής ασθενειας, θα διαλύσουν τις προκαταλήψεις και τα κοινωνικά στερεότυπα, θα καταπολεμήσουν το φόβο.
«Δεν είναι μόνο το θέμα ότι μας έχουνε απορρίψει, ή ότι βγάζουνε τα απωθημένα τους επάνω μας. Είναι και θέμα εκπαίδευσης. Είναι και θέμα να σε συνηθίσει ο άλλος, να καταλάβει ότι δεν κινδυνεύει πρώτα πρώτα. Γιατί φοβούνται οι περισσότεροι. Ένας ταξιτζής είχε έρθει μια φορά στην πύλη και δεν έμπαινε μέσα, σταυροκοπιότανε, λέει «δεν μπορώ να μπώ μέσα», άφησε τον πελάτη και έφυγε. [Ενώ] στο Χαϊδάρι, επειδή το Δρομοκαΐτειο βρίσκεται εκεί κοντά και υπάρχει αυτή η συνεχής επικοινωνία ασθενών με τον υπόλοιπο κόσμο, η νοοτροπία τους είναι διαφορετική. Μας φέρονται σχεδόν φυσιολογικά» (σελ. 42).
Ο ποιητής Δημήτρης Β. ήταν ανηψιός του σπουδαίου ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου, τον οποίο θεωρεί δάσκαλό του. Θυμάται τον εαυτό του, όπως λέει, να κάνει καταπληκτικές συζητήσεις μαζί του, να ανταλλάσσουν σκέψεις, ιδέες, συναισθήματα. Ο πατέρας του, Τηλέμαχος, ήταν εξάδελφος του Νικηφόρου και σκοτώθηκε το 1943 στον πόλεμο όταν ο Δημήτρης ήταν 4 ετών.
Μήπως στον ψυχισμό του παιδιού ή ίσως και της μητέρας εγκαταστάθηκε η κρύπτη της μεγάλης απώλειας, που σημάδεψε τη ζωή της οικογένειας;
Όπως λέει η Μ. Φαφαλιού στον Πρόλογο αυτού του ωραίου βιβλίου «Ο πατέρας είχε σκοτωθεί σε συμπλοκή με τον ΕΛΑΣ το 1943 και από μαρτυρία συγγενών μαθαίνουμε ότι το σώμα του δεν βρέθηκε ποτέ. Ο Δημήτρης ήταν τότε τεσσεράμισι ετών περίπου».
Άταφος νεκρός, λοιπόν, ο πατέρας, ανέφικτο, ίσως, το πένθος της μητέρας, μέσα στις συνθήκες στις οποίες συντελέστηκε η απώλεια του αγαπημένου προσώπου. Όταν όμως δεν επιτελείται το πένθος τότε ο θάνατος εγκυστώνεται μέσα στον ζωντανό και ο νεκρός διατηρείται σε μια κρύπτη στο εσωτερικό του Εγώ. Ο νεκρός βρίσκεται θαμμένος σε μια κρύπτη μέσα στον ψυχισμό. Κάθε κρύπτη έχει τη δική της ιστορία, όπως αυτή διαδραματίστηκε στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής.
Γνωρίζουμε από τη βιβλιογραφία ότι η κρύπτη μεταδίδεται διαγενεακά και στις επόμενες γενιές. Πιθανώς, λοιπόν, αυτή η κρύπτη και αυτό το αδύνατο πένθος να μεταδόθηκε, μέσα από τις ατραπούς του ασυνειδήτου, από τη μητέρα στον Δημήτρη, κάνοντας το θάνατο να φωλιάσει μέσα του. Το ιστορικό πλαίσιο των ταραγμένων εκείνων καιρών ευνοούσε τη σιωπή του τρόμου που σκέπαζε αυτούς τους θανάτους ανάμεσα σε αντιμαχόμενα πολιτικά στρατόπεδα.
Εικάζουμε, λοιπόν, ότι ο Δημήτρης κουβαλούσε στον ψυχισμό του τον νεκρό πατέρα, τη θλίψη, τη μοναξιά, το κλείσιμο στον εαυτό, που αυτό το βαρύ φορτίο συνεπάγεται. Είναι, ίσως, αποκαλυπτικό το ποίημά του:
« Επέτειος
Στένεψε ο κόσμος
Ένα μνήμα έγινε
Που μέσα του κατέβηκες
Πελιδνός
Φίλε μου
Σαν φύλλο μαραμένο
Έπεσες άχρηστος
Σαν πέρδικα σπαρτάρισες
Γεμάτη σκάγια
Τώρα τυπωμένος
Στο σπέρμα του γυιού σου
Περιμένεις
Τη Δεύτερη Παρουσία » (σελ. 109- 110).
Σε τέτοιες περιπτώσεις εσωτερικής κρύπτης κάποια γεγονότα, σε κάποια στιγμή της ζωής, γεγονότα που βιώνονται σαν προσωπικές απώλειες, ακόμα και μια ερωτική απογοήτευση, μπορεί να προκαλέσουν ένα εσωτερικό σεισμό, να ταρακουνήσουν τον ευαίσθητο αυτό ψυχισμό, να τον βυθίσουν στη μελαγχολία και να ανοίξουν ένα παράθυρο στο θάνατο που φωλιάζει στα έγκατα της ψυχής. Αυτές τις στιγμές «στενεύει ο κόσμος και γίνεται όλος ένα μνήμα».
Ο Δημήτρης μεγάλωσε, πήγε στο σχολείο, τελείωσε το τμήμα Μηχανολογίας του Πολυτεχνείου και μετά πήγε στη Νότια Αφρική, όπου βρίσκονταν συγγενείς του. Εκεί εργάστηκε έχοντας μια σπάνια ειδίκευση στο κόψιμο πολύτιμων λίθων. Μετά από μια συναισθηματική απογοήτευση, ένα αποτυχημένο δεσμό, παρουσίασε κατάθλιψη με ιδέες διωκτικού περιεχομένου. Νοσηλεύτηκε σε ψυχιατρική κλινική στη Νότια Αφρική και στη συνέχεια επέστρεψε στην Ελλάδα σε καλή κατάσταση. Ηταν σε θέση να εργαστεί, παρέδιδε μαθήματα φυσικής και χημείας και κέρδιζε τη ζωή του. Φαινομενικά καλά, λοιπόν, όμως κοινωνικά απομονωμένος, μοναχικός. Όπως γράφει, «Μοναξιά, μόνο εσύ με νοιώθεις μοναξιά, μια ζωή μοναδική μου συντροφιά» (σελ. 90). Σε ηλικία 44 ετών κάνει την πρώτη του απόπειρα αυτοκτονίας και μετά από 3 μέρες τη δεύτερη. Η νοσηλεία του στο Δρομοκαΐτειο τον βοήθησε να σταθεί στα πόδια του και ν’ αρχίσει να ελπίζει.
« Γιατί
Μια χούφτα φώς
είναι η λάσπη μου,
πράσινο πλατανόφυλλο
η σκεπή μου
και μια αρμαθιά ελπίδες
η ζωή μου» (σελ.104).
Όμως, όπως φαίνεται, το ψυχικό τραύμα δεν είχε επουλωθεί, η κρύπτη του θανάτου ήταν μέσα του και σκίαζε τη ζωή του, το ατομικό τραύμα, κομμάτι αναπόσπαστο του συλλογικού τραύματος του ελληνικού εμφυλίου, δεν έγινε δυνατό να μεταβολισθεί ψυχικά, δεν επουλώθηκε ποτέ. Η σκιά του θανάτου παρέμεινε μόνιμος σύντροφός του, σφραγίζοντας την καθημερινότητά του, έχοντας βέβαια από πριν σφραγίσει τον εσωτερικό ψυχικό του κόσμο.
Οι μεγάλες προσπάθειες του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, όπως ο ίδιος αναγνωρίζει, δεν κατάφεραν να του δώσουν παρά μια παράταση ζωής. Ετσι, ενώ είχε πλέον μετακομίσει στον ξενωνα -κάτι που το ήθελε πολύ– έκανε την τρίτη απόπειρα αυτοκτονίας και σκοτώθηκε, πέφτοντας από το φωταγωγό. Είχαν περάσει 15 χρόνια από την πρώτη του απόπειρα.
Φαίνεται πως σε όλα αυτά τα χρόνια ο ποιητής έδινε τη μάχη με τον ψυχικό του πόνο, κατάφερνε να τον μετουσιώνει σε ποίηση και ζωγραφική και δημιουργώντας έδινε νόημα στη ζωή του. Η άβυσσος, όμως, παρέμενε ανοιχτή μπροστά του. Το τέλος ήταν διαρκώς παρόν. Το φάντασμα του θανάτου φαίνεται πως τον στοίχειωνε. Σαν προσμονή, ίσως; Όπως λέει σε ποίημα του:
« Ευχαριστώ το όνειρο
Σαν δροσοστάλαγμα λάμπει στο μέτωπο
Όλων εμάς των αρρώστων
Που μπρός στο νεκροθάλαμο
Αραδιαστά προσμένουμε
Το τέλος» (σελ. 104).
Σε άλλο σημείο λέει προφητικά:
« Ξέρουμε
- μα δεν θέλουμε να ξέρουμε-
ο χρόνος τί θα φέρει» (σελ. 105).
Και ο χρόνος έφερε πραγματικά το τέλος.
Τελικά, η σχέση του Δημήτρη με τον εαυτό του και με τον κόσμο διαμεσολαβούνταν από την Τέχνη, βασικά την ποίηση, αλλά και τη ζωγραφική. Μέσα από την καλλιτεχνική δημιουργία ανοίγει παράθυρα σε φανταστικούς κόσμους, χτίζοντας μια γέφυρα μετάβασης σε ό,τι υπερβαίνει την ασχήμια της πεζής καθημερινότητας.
Ο Δημήτρης Β. είχε πολλά ενδιαφέροντα, μιλούσε 7 γλώσσες, μετέφραζε ποιητές, όπως τον Ρεμπώ και άλλους, μελετούσε Πλούταρχο, Πλατωνα, Ηράκλειτο, Διογένη Λαέρτιο. Αλλωστε, οι επιρροές όλων αυτών των στοχαστών είναι φανερές στο έργο του, όπως τονίζει ο Πέτρος Βρεττάκος.
Στο βιβλίο της, η Μ. Φαφαλιού, παραθέτοντας ποιήματα, ζωγραφιές, στοιχεία της βιογραφίας του, αλλά και αποσπάσματα από το ιστορικό της νοσηλείας στις διάφορες δομές από όπου πέρασε, καταφέρνει να εμπνέει αισιοδοξία, μολονότι αναφέρεται σε ένα ποιητή που έδωσε τέλος στη ζωή του.
Περιγράφοντας μια ζωή ζυμωμένη με την ποίηση, μια δημιουργική ζωή, ακόμα και μέσα στα τείχη του ψυχιατρείου και τη βαρβαρότητα που είναι συνυφασμένη με τον εγκλεισμό, εμπνέει την ελπίδα. Την ελπίδα της αλλαγής, της ανατροπής, της αντίστασης ακόμα και στις δυνάμεις του θανάτου. Ο ποιητής, μέσα από τους στίχους και τις ζωγραφιές του, κατάφερνε να βάζει απέναντι στις δυνάμεις του θανάτου τις δυνάμεις της ζωής, της αλήθειας, της ομορφιάς και της αγάπης. Γράφει :
«Ξέρω ότι όταν χάνεται η ομορφιά τα παιδιά κλαίνε» (σελ. 89).
Όταν χάνεται η ομορφιά κλαίνε τα πλάσματα της αθωότητας, τα παιδιά και οι ποιητές. Το κλάμα αυτό γίνεται πολλές φορές σπαρακτική κραυγή για τα βάσανα του κόσμου. Κάποτε, όμως, μπορεί να γίνει λυγμός, αποχαιρετισμός της ίδιας της ζωής. Όπως στην περίπτωση του ποιητή Δημήτρη Βρεττάκου, που πέθανε «περήφανος και όρθιος σαν τον αετό»
“We die proud and erect
Like eagles
Watching the World
From the cloudy top
Of our despair” (σελ. 132).
Το ανέφικτο πένθος, λοιπόν, δείκτης της αποξένωσης των ανθρώπων, μέτρο της κοινωνικής αλλοτρίωσης και πηγή αφόρητης ψυχικής οδύνης, ατομικής και συλλογικής, μπορεί να στοίχειωσε τη ζωή του Δημήτρη Β., όμως η ζωή του όσο σύντομη και αν ήταν είχε νόημα και μέσω της Τέχνης κινούνταν στη σφαίρα του Υψηλού. Παρέμεινε μέχρι τέλους περήφανος και όρθιος. Σαν αετός.
Εισήγηση στην παρουσίαση του βιβλίου της Μαρίας Φαφαλιού «Ο Αυτόχειρας ποιητής Δημήτρης Β.», εκδ. Αλεξάνδρεια, 2023