Η συζήτηση για το ενδεχόμενο ενός νέου “τέταρτου μνημονίου” είναι πλέον στο τραπέζι και συνδέεται αναπόσπαστα με την “επιστροφή” του ΔΝΤ στη χρηματοδότηση του ελληνικού μνημονιακού προγράμματος.
Η εικόνα περί αυτού ξεκαθαρίστηκε αρκετά στις συζητήσεις που έγιναν στην Ουάσιγκτον στο περιθώριο της Συνόδου του ΔΝΤ και λίγο πολύ διαμορφώνει τα πολιτικά περιθώρια μέσα στα οποία θα υποχρεωθεί να κινηθεί η κυβέρνηση ακόμα και στην περίπτωση που το ΔΝΤ αποφασίσει να μπει πάλι στο ελληνικό πρόγραμμα. Η σαφής αντίληψη γι’ αυτό είναι ότι “το Ταμείο δεν αλλάζει την θέση του για τις προϋποθέσεις συμμετοχής του στο ελληνικό πρόγραμμα” όπως με απόλυτη σαφήνεια ξεκαθάρισε -στη διάρκεια εκδήλωσης- με δημόσια δήλωσή της καθήμενη δίπλα στον κ. Σόιμπλε, η κα Λαγκάρντ… Τί σημαίνει όμως αυτό;
Όπως διευκρίνισε αξιωματούχος του Ταμείου στο περιθώριο των συναντήσεων που έγιναν στη διάρκεια της Συνόδου του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον, απαντώντας σε σχετικό ερώτημα, το ΔΝΤ θέτει για την επιστροφή του στο ελληνικό πρόγραμμα, ένα βασικό όρο συμμετοχής: την διασφάλιση της αποπληρωμής του δανείου με το οποίο θα χρηματοδοτήσει το ελληνικό πρόγραμμα.
Και αυτό είναι δυνατό στη βάση του καταστατικού του -το οποίο παρέκαμψε με “διεθνή” πολιτική σύσταση το 2010 αλλά και τον Νοέμβριο του 2012- μόνο με την δέσμευση της Ευρωζώνης και της Ελλάδας σε συγκεκριμένους όρους.
Το ΔΝΤ -όπως και τον Νοέμβριο του 2012- ζητάει την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους από τους Ευρωπαίους για το διάστημα που διαρκεί η αποπληρωμή προς το ΔΝΤ και την δέσμευση της Ελλάδας με ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής πολιτικής και διαρθρωτικών πολιτικών.
Αυτό που εδώ και μερικά χρόνια ονομάζουμε μνημόνιο ή MoU (Memorandum of Understanding)…
Το ΔΣ του Ταμείου έχει ήδη εκφράσει την άποψή του και αυτό το γνωρίζει η κα Λαγκάρντ, ότι δηλαδή δεν πρόκειται να παρεκκλίνει για άλλη μία φορά από τις καταστατικές του δεσμεύσεις υπό την πίεση των ευρωπαίων μεγαλομετόχων του. Τις δύο προηγούμενες φορές στο πλευρό των ευρωπαίων είχαν συνταχθεί και οι ΗΠΑ. Όμως αυτήν τη φορά ΗΠΑ και Ευρωζώνη δεν είναι στον ίδιο βαθμό συντονισμένοι.
Το αντίθετο μάλιστα συμβαίνει.
Και αυτό αποτυπώθηκε με τον πλέον σαφή τρόπο στην Έκθεση του ΔΝΤ που ονομάτισε τον μεγαλύτερο ευρωπαϊκό τραπεζικό όμιλο, την Deutsche Bank, ως τον μεγαλύτερο συστημικό κίνδυνο για την διεθνή οικονομία, μαζί βέβαια και την ευρωπαϊκή.
Με άλλα λόγια το ΔΝΤ απαιτεί τη διπλή δέσμευση ότι αφ’ ενός η Ευρωζώνη θα εγγυηθεί την αποπληρωμή με μια επέκταση της περιόδου χάριτος για το κεντρικό κομμάτι αποπληρωμής του δανείου όσον αφορά τα υπόλοιπα δάνεια και αφ’ ετέρου η Αθήνα θα διασφαλίσει τους δημοσιονομικούς όρους στην οικονομία της χώρας για να είναι δυνατή αυτή η αποπληρωμή.
Μια ματιά στο ήδη υπό εξέλιξη πρόγραμμα αποπληρωμής στη μέχρι τώρα χρηματοδότηση από το ΔΝΤ δείχνει το τι έχει γίνει μέχρι σήμερα και το πώς βλέπει την λύση στο πρόβλημα το ΔΝΤ:
Την τριετία 2014 – 2016 οι αποπληρωμές προς το ΔΝΤ ήταν περί τα 16 δισ. δολ.
Από το 2017 μέχρι και το 2023 οπότε και τελειώνουν οι αποπληρωμές προς το ΔΝΤ το συνολικό ποσό είναι μόλις 7,5 δισ. δολ…
Στο πρώτο βαρύ σκέλος αποπληρωμής του δανείου, η ροή κεφαλαίων από τα δάνεια της Ευρωζώνης και από τον προϋπολογισμό στη βάση του ισχύοντος αυστηρού μνημονιακού προγράμματος, διασφάλιζε την πληρωμή του ΔΝΤ.
Παράλληλα όμως έχει επιβληθεί για την διευκόλυνση των πληρωμών του ΔΝΤ από το ελληνικό δημόσιο μία περίοδος χάριτος από τους ευρωδανειστές έτσι ώστε η Ελλάδα να μη χρειάζεται να πληρώσει δόσεις δανείων προς αυτούς όσο ξεχρεώνει το ΔΝΤ μέχρι και το 2022 – 2023…
Με άλλα λόγια το ΔΝΤ για να μπεί στο τρίτο μνημόνιο ζητάει ό,τι είχε εξασφαλίσει και είχε πάρει στο δεύτερο μνημονιακό πρόγραμμα από τους ευρωπαίους εταίρους του, δηλαδή την οργάνωση των αποπληρωμών με τέτοιο τρόπο που να διασφαλίζεται η αποπληρωμή του πριν αρχίσει η αποπληρωμή των άλλων δανείων (EFSF, GLF, κ.λ.π.).
Αλλωστε αυτός είναι ο λόγος επιμονής της γερμανικής Βουλής και των άλλων κεντροευρωπαϊκών χωρών για την επιστροφή του ΔΝΤ στη χρηματοδότηση του ελληνικού προγράμματος: ένα νέο μεσοπρόθεσμης διάρκειας μνημόνιο που θα συνοδεύει την αποπληρωμή του ΔΝΤ και θα δεσμεύει έτσι τις επόμενες ελληνικές κυβερνήσεις.
Γ. Aγγ.