ΜΙΑ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΚΗ ΜΑΤΙΑ ΣΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ

[Ομιλία στην εκδήλωση για το βιβλίο του Βαγγέλη Σακκάτου 20ός-21ος Αιώνας Το χρονικό μιας εποχής (Παπαζήσης 2015), Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών, 30/3/2016 ]

Σε ένα άλλο μεταίχμιο αλλαγής αιώνα, όταν ο 19ος έδινε την θέση του στον 20ό αιώνα και μια νέα εποχή γεννιόταν βίαια με τον Μεγάλο Πόλεμο της κόλασης των χαρακωμάτων και των χημικών αερίων αλλά και με την “έφοδο στον ουρανό” της Οκτωβριανής Επανάστασης του 1917, ο μέγας Ρώσος ποιητής Οσίπ Εμιλίεβιτς Μαντελστάμ θα γράψει το αθάνατο ποίημά του Ο Αιώνας, την ποιητική αυτοσυνείδηση της ίδιας της εποχής

Αιώνα μου θεριό μου ποιος θα τολμήσει
στην κόρη των ματιών να σ’ αντικρίσει;

Εκείνοι που το τολμούν δεν είναι μονάχα οι μεγάλοι ποιητές και μάρτυρες της εποχής σαν τον αδικοχαμένο στους σταλινικούς διωγμούς Μαντελστάμ αλλά κι όλοι εκείνοι που μείναν πιστοί στην “πατρίδα τους μέσα στο χρόνο”, όπως ονόμαζε την εποχή ο Λεβ Νταβίντοβιτς Τρότσκυ, και ρίχτηκαν συνειδητά κι ανυποχώρητοι στις θύελλές της, συχνά ενάντια στο ρεύμα και με ενάντιους τους ανέμους.

Στις γραμμές τους, σαν θαρραλέος και σαν τροτσκιστής κι ο προλεταριακός συγγραφέας Βαγγέλης Σακκάτος, ρίχνοντας την ματιά του στο μεταίχμιο του 20ού-21ου αιώνα και γράφοντας Το Χρονικό Μιας Εποχής, όχι σαν θεατής παθητικός αλλά σαν προλετάριος αγωνιστής, ενεργητικός συμμέτοχος στα δρώμενά της – μ’ άλλα λόγια τολμώντας να την αντικρίζει στην κόρη των ματιών της.

Στο βιβλίο του αυτό, κατάθεση ζωής και ιστορική αναδρομή στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα και μέχρι τις ταραγμένες απαρχές του 21ου και ως τις μέρες μας, ρίχνει την δική του προλεταριακή ματιά στα βάσανα και τους αγώνες της χειμαζομένης ανθρωπότητας.

Ο όρος προλεταριακή ματιά δεν έχει εδώ τίποτα να κάνει με τα φληναφήματα της όποιας μονοδιάστατης “προλετκούλτ” ή του εν πολλαίς αμαρτίες ξεθυμασμένου “σοσιαλιστικού ρεαλισμού”. Ίσα-ίσα είναι πολυδιάστατη.

Πρώτα-πρώτα σημαίνει να βλέπεις τον κόσμο σε μετάβαση και διαρκή αλλαγή, από τη σκοπιά εκείνης της τάξης που έχει συμφέρον να ανατραπεί αυτός ο κόσμος, να αλλάξει εκ θεμελίων, να εξαφανιστεί η ίδια η εργατική τάξη σαν τάξη και μαζί της η ταξική κοινωνία της εκμετάλλευσης, της καταπίεσης, της ταπείνωσης και του εξευτελισμού ανθρώπου από άνθρωπο. Με άλλα λόγια, είναι η σκοπιά της οικουμενικής τάξης που το συμφέρον της ταυτίζεται με το οικουμενικό απελευθερωτικό έργο, το μέλλον της ανθρωπότητας.

Προλεταριακή ματιά σημαίνει να μην κλείνεις τα μάτια σου μπροστά σε κάθε αδικία και στη συνολική βαρβαρότητα του κόσμου τούτου αλλά, ταυτόχρονα, να τα κρατάς πάντοτε ανοιχτά προς τον ορίζοντα, προς αυτό που δεν υπάρχει ακόμα, τον κόσμο της καθολικής ανθρώπινης χειραφέτησης, την έλευση του πανανθρώπινου ελευθεριακού κομμουνισμού.

2. “1984. Η χρονιά του εφιάλτη του Όργουελ ”. Με τα λόγια αυτά αρχίζει ο Σακκάτος, την ίδια χρονιά που έδωσε τον εμβληματικό τίτλο στο δυστοπικό μυθιστόρημα του Άγγλου συγγραφέα, το δικό του βιβλίο. “Σκέφτηκα να κάμω”, γράφει “μια κάποια ιστορική αναδρομή από τον καιρό που έγραψε το έργο του (1948) μέχρι σήμερα [1984], σε συνάρτηση και με την προσωπική μου πορεία σε αυτό το διάστημα, εξετάζοντας τα πράγματα με κριτικό πνεύμα, εκθέτοντας και αναλύοντας καταστάσεις όπως εγώ τις αντιλήφθηκα και χαράζοντας κάποιες προοπτικές” .

Η γραφή δίκην ημερολογίου αρχίζει στη διάρκεια θεραπευτικής κούρας του συγγραφέα σε κλινική κοντά στην Φραγκφούρτη και συνεχίζεται και πέρα από την χρονιά που τέθηκε αρχικά σαν όριο, περιλαμβάνοντας και τα γεγονότα μέχρι την πρώτη έκδοση, το 1991 αλλά και πέρα απ’ αυτήν μέχρι την δεύτερη έκδοση, με το νέο τίτλο, το 2015.

Η όλη ανάπτυξη θυμίζει άγριο θάμνο φυτρωμένο σε βράχο του Αίνου, με αλλεπάλληλες διακλαδώσεις προς πάσαν κατεύθυνση αλλά, πάντως θάμνο γερά φυτρωμένο στο βράχο της Ιστορίας.

Η αφήγηση γίνεται ιδιαίτερα γλαφυρή, στην περιγραφή της εφηβικής και νεανικής ηλικίας του Βαγγέλη Σακκάτου όταν έρχεται από το χωριό του, στην Κεφαλλονιά, στις εργατικές συνοικίες της πρωτεύουσας, στα σκληρά χρόνια του εμφυλίου πολέμου και των μετεμφυλιοπολεμικών διώξεων της δεκαετίας του 1950, γίνεται εργάτης, εντάσσεται, μέσα στις άγριες εκείνες συνθήκες στο εργατικό κίνημα και την Αριστερά, για να συναντήσει και να προσχωρήσει δια βίου στον Τροτσκισμό – μια ακλόνητη επιλογή ζωής και μια ανυποχώρητη στάση ζωής, με όποιο τίμημα αυτό συνεπάγεται.

Πέφτοντας στη διαρκή ανάγνωση της μαρξιστικής φιλολογίας με όλη την επιμονή του προλετάριου που αναζητάει να καταλάβει τα αίτια της κοινωνικής κακοδαιμονίας και να αποκτήσει τα θεωρητικά όπλα της κοινωνικής απελευθέρωσης, “μέρα νύχτα”, όπως γράφει “μελετούσα με δίψα και συνήθως νηστικός. Έτσι κατέληξα στον Τροτσκισμό”.

Αυτό δεν σήμαινε κάποια τυφλή προσκόλληση, ίσα-ίσα ισοδυναμούσε με την άσκηση της κριτικής ικανότητας από την σκοπιά της ταξικής πάλης για την επαναστατική ανατροπή της φρικαλέας υπάρχουσας τάξης πραγμάτων. Γι’ αυτό εξάλλου δεν λείπουν από το βιβλίο και οι κριτικές κι οι συχνά καυστικές παρατηρήσεις απέναντι σε άγνωστες και γνωστές μορφές του τροτσκιστικού κινήματος, συμπεριλαμβανομένων και του Μιχάλη Ράπτη-Πάμπλο ή του Ερνέστ Μαντέλ .

Τις διαφωνίες, όμως αυτές ή και τις διαφορές αρχών μεταξύ τροτσκισμού και σταλινισμού, ποτέ δεν τις κάνει αντικείμενο “συζήτησης” με τον ταξικό εχθρό. Είναι χαρακτηριστική η ασυνθηκολόγητη και περιφρονητική στάση του στην ανάκρισή του από τον υποδιοικητή της Ασφάλειας, τον περιβόητο τότε Καραχάλιο, με γραμματέα στο πλευρό του τον εξίσου περιβόητο στη συνέχεια, χουντικό βασανιστή Λάμπρου , όταν ο Σακκάτος αρνείται να απαντήσει στα ερωτήματα περί αρχειομαρξισμού.

Στο εν λόγω παράθεμα ο ανακριτής (μαζί και ο γραμματέας του βασανιστής της χούντας) κυριολεκτικά γελοιοποιούνται από τον Βαγγέλη Σακκάτο. Γενικότερα, ο λόγος του και στο βιβλίο αυτό, έχει το αλάτι του κεφαλλονίτικου χιούμορ και διαπνέεται από αυτό που ο ίδιος ο συγγραφέας ονομάζει “λασκαράτεια διάθεση φιλονικίας ”. Αυτό αφορά τόσο τις περιγραφές των γεγονότων των μετεμφυλιοπολεμικών – προδικτατορικών χρόνων όσο και του καιρού της μετανάστευσης στη Γερμανία και της αντιδικτατορικής πάλης – όπου, συν τοις άλλοις, στολίζεται δεόντως κι ο τότε σοσιαλδημοκράτης Κάρολος Παπούλιας , ο μετέπειτα κολλητός του Ανδρέα Παπανδρέου και τελικά Πρόεδρος επί των Μνημονίων.

Υπάρχουν στιγμές που νομίζεις ότι παρακολουθείς ένα ιδιότυπο Θέατρο Σκιών, ρεαλιστικό μεν αλλά που αγγίζει συχνά τα εδάφη του υπερρεαλισμού. Ας μην ξεχνάμε, πάντως ότι η αγγλική λέξη humour -και το ιδιαίτερο πνεύμα της- αποδίδεται καλλίτερα στα ελληνικά με την λέξη κλαυσίγελως, το ομηρικό δακρυόεν γελάν. Είναι ο κλαυσίγελως που διαπερνά και την Φάρμα των Ζώων ή το 1984 του Όργουελ, το σημείον αναφοράς και αφετηρία της ιστορικής και συνάμα αυτοβιογραφικής αφήγησης του Σακκάτου.

Σ’ αυτήν την αλληλοπλοκή του Ιστορικού και του Αυτοβιογραφικού ενυπάρχει και μια άλλη, υποκειμενική, διάσταση αυτού που ονομάσαμε προλεταριακή ματιά στον Αιώνα: το πώς βλέπει την Εποχή μας ο προλετάριος καθώς διαμορφώνεται ο ίδιος κι αποχτά συνείδηση της τάξης του, των ιστορικών της προβλημάτων, του πανανθρώπινου απελευθερωτικού ρόλου της.

3. 1984 versus 1917. Η Δυστοπία της τραγωδίας του Αιώνα απέναντι κι ενάντια στην Ουτοπία – όχι την αφηρημένη ουτοπία αλλά την συγκεκριμένη Ουτοπία, με την έννοια που της έδωσε ο μεγάλος μαρξιστής φιλόσοφος της Ελπίδας Ernst Bloch και που την ανατολή της είδε η ανθρωπότητα στην Οκτωβριανή Επανάσταση.
Ο Βαγγέλης Σακκάτος ζει στην ένταση που υπάρχει ανάμεσα στο δυστοπικό 1984, το παρόν που επεκτείνεται και πέρα από την χρονολογία που έθεσε ο Όργουελ μέχρι τις μέρες μας και το ουτοπικό 1917, όχι σαν το χαμένο και ένδοξο επαναστατικό παρελθόν αλλά ως την αφετηρία του μέλλοντος που δεν ήρθε ακόμα. Δεν μένει τυφλός μπροστά στην παρούσα δυστοπία του παρακμασμένου καπιταλισμού που καταστρέφει ανθρωπότητα και Φύση, Συνάμα κρατά, όπως θα έλεγε ο Διονύσιος Σολωμός, πάντ’ ανοιχτά πάντ’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής του προς τον κομμουνιστικό ορίζοντα του μέλλοντος. Δεν θεωρεί ότι ο ιστορικός κύκλος που άνοιξε το 1917 έχει κλείσει. Γι’ αυτό εξάλλου, όπως και άλλοι, όπου γης, ακολουθεί τον δρόμο που χάραξε ο Τρότσκυ για την διεθνή επαναστατική εξάπλωση του κόκκινου Οκτώβρη.

Απ’ αυτήν την άποψη πρέπει να διαβαστούν και οι στίχοι του μεγάλου μας ποιητή Νίκου Καρούζου για τον Τρότσκυ που χαρίστηκαν στον Σακκάτο και τους οποίους παραθέτει στο βιβλίο :

Η λησμονιά δεν σ’ ανταμώνει εσένα
στης Ιστορίας τους φαρδιούς δρόμους
γιατί ήσουνα μες στην Ρωσία
το πιο κόκκινο άνθος της

[Αν δεν κάνουμε λάθος είναι ένα από τα τρία-τέσσερα ποιήματα που αφιερώνει ο Καρούζος στον ιδρυτή του Κόκκινου Στρατού και της Τέταρτης Διεθνούς, συμπεριλαμβανομένου και του ακροτελεύτιου ποιήματος Μια λάμψη που δεν έχει τέλος που γράφτηκε λίγες μέρες πριν πεθάνει]

Το χάσμα ανάμεσα σε δυστοπία και ουτοπία ανοίγει με ό,τι ονομάζει η εναρκτήρια πρόταση του Μεταβατικού Προγράμματος της Τετάρτης Διεθνούς κρίση ηγεσίας του προλεταριάτου. στην οποία ανάγεται η κρίση του πολιτισμού στην εποχή μας. Την κρίση προλεταριακής ηγεσίας την συνιστούν όλες οι αντιφάσεις και τα εμπόδια, προπαντός όλοι οι γραφειοκρατικοί μηχανισμοί της σοσιαλδημοκρατίας και του σταλινισμού και των δορυφόρων τους που παγιδεύουν από τα μέσα κι από τα πάνω, κι εμποδίζουν, αναστέλλουν, καταστέλλουν την συγκρότηση της εργατικής τάξης σε επαναστατικό υποκείμενο αλλαγής του κόσμου.

Αλλά, όπως το ίδιο το Μεταβατικό Πρόγραμμα τονίζει αλλού: Η Ιστορία είναι ισχυρότερη από όλους τους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς. Την αποσύνθεση των άλλοτε κραταιών γραφειοκρατιών την βλέπουμε πια σήμερα με τον πιο δραματικό τρόπο – και συνεχίζουμε να πληρώνουμε τις συνέπειες, όσο το κενό δεν ξεπερνιέται από νέα επαναστατικά κόμματα και μια επαναστατική Διεθνή.

Αν ο Τζωρτζ Όργουελ, με το ζοφερό 1984 έδωσε το έναυσμα και στον Βαγγέλη Σακκάτου να γράψει το βιβλίο τούτο, μια φράση, πάλι του Όργουελ, είναι κι αυτή που δεν παύει να επαναλαμβάνει κι ο Έλληνας συγγραφέας:

Αν υπάρχει ελπίδα βρίσκεται στους προλετάριους .

Αυτή είναι η τρίτη διάσταση, η διάσταση του βάθους, στην προλεταριακή ματιά στον Αιώνα: ταυτίζεται με ό,τι πάλι ο Μπλοχ ονόμασε Prinzip Hoffnung – Αρχή της Ελπίδας, η διαρκής τάση προς το Totum Novum, η διαρκής επανάσταση προς το εντελώς Νέο, έναν Κόσμο Νέο, μια Ζωή άλλη.

20 Μαρτίου 2016