Σε μακρύ χέρι της κυβέρνησης μετατρέπεται με τον πιο ωμό τρόπο η ΓΣΕΕ μετά την υπογραφή της περίφημης “κοινωνικής συμφωνίας” με την Υπουργό Εργασίας Νίκη Κεραμέως και τους εργοδοτικούς φορείς, στις 27 Νοεμβρίου 2025.

Και αυτό γιατί με βάση την “συμφωνία” αυτή, η οποία θα ενταχθεί σε νομοσχέδιο το οποίο θα περάσει η κυβέρνηση αρχές του 2026, θα μπορεί η ΓΣΕΕ να υπογράφει κλαδικές συλλογικές συμβάσεις με “ομόλογες” εργοδοτικές οργανώσεις, δηλαδή τον ΣΕΒ, την ΓΣΕΒΕΕ, την ΕΣΕΕ, το ΣΕΤΕ ή τον ΣΒΕ, χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν το ποσοστό κάλυψης των κλαδικών εργοδοτικών ενώσεων.
Κατά τ’ άλλα, η “κοινωνική συμφωνία” προβλέπει πως για να μπορεί μία κλαδική εργατική οργάνωση από τη μια μεριά και μια κλαδική εργοδοτική οργάνωση από την άλλη να υπογράψουν μία κλαδική συλλογική σύμβαση με αυξήσεις πάνω από τον κατώτατο μισθό, θα πρέπει στις επιχειρήσεις – μέλη της κλαδικής εργοδοτικής οργάνωσης να απασχολείται το 40% των εργαζομένων του κλάδου και όχι το 50% όπως ισχύει από το 2021 έως και σήμερα…
Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε, το ποσοστό κάλυψης 40% θα μπορεί να παρακάμπτεται από τη ΓΣΕΕ και τις τριτοβάθμιες, δηλαδή πανεθνικές Εργοδοτικές οργανώσεις και να υπογράφουν μόνες τους κλαδική συλλογική σύμβαση, αν οι κλαδικοί “κοινωνικοί εταίροι” δεν τα βρίσκουν…
Αυτή η τρίπλα της κυβέρνησης με την συνυπογραφή της ΓΣΕΕ έχει ένα βασικό στόχο: Να επιβάλλει (η κυβέρνηση με όχημα τη ΓΣΕΕ) χαμηλότερες αυξήσεις στους κλαδικούς μισθούς σε σχέση με εκείνους που ζητάνε οι κλαδικές Εργατικές οργανώσεις, οι οποίες είναι κατά κανόνα πιο διεκδικητικές σε σχέση με τη ΓΣΕΕ.
Με αυτόν τον τρόπο η ΓΣΕΕ, αφού έκανε… γαργάρα την επιβολή του κατώτατου μισθού από το κράτος αφήνοντας στην άκρη κάθε διεκδίκηση για υπογραφή Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας για εθνικό κατώτατο μισθό πάνω από εκείνο που επέβαλε η εκάστοτε κυβέρνηση, τώρα αναλαμβάνει να κάνει τη “βρώμικη δουλειά” για λογαριασμό της κυβέρνησης στους κλαδικούς μισθούς…

Και θα αναρωτηθεί κανείς: Γιατί ενδιαφέρεται η κυβέρνηση να φέρει αυξήσεις στους κλαδικούς βασικούς μισθούς; Επειδή έχει ψηφίσει σχετική κοινοτική οδηγία από το 2024; Όχι βέβαια! Η κυβέρνηση γνωρίζει καλά την ολοένα και μεγαλύτερη πίεση της εργατικής τάξης για αυξήσεις στους μισθούς, καθώς αυτή στενάζει από το ασταμάτητο κύμα της ακρίβειας, το οποίο έχει έλθει μετά το μνημονιακό κύμα της άγριας λιτότητας… Επίσης, γνωρίζει καλά την έλλειψη εργατικού δυναμικού -και- λόγω των χαμηλών μισθών που “προσφέρουν” τα αφεντικά.
Με την επιβολή -μέσω της ΓΣΕΕ και πανεθνικών εργοδοτικών οργανώσεων– κλαδικών αυξήσεων στα μέτρα των… εργοδοτών, ελπίζει η κυβέρνηση να βουλώσει για λίγο τα στόματα των εργαζομένων αλλά και την αντιπαράθεσή τους με τα αφεντικά.
Είναι για αυτό που η Κεραμέως ανέφερε κατά την παρουσίαση της “κοινωνικής συμφωνίας” πως μέσω αυτής θα επιτευχθεί ένα “σταθερό, ασφαλές και προβλέψιμο εργασιακό περιβάλλον, λιγότερο άγχος, αφού μειώνεται η ανησυχία για αλλαγές στους εργασιακούς όρους (…) Για τις επιχειρήσεις, σημαίνει σταθερότητα, δυνατότητα επένδυσης στους εργαζόμενους, περιβάλλον με ξεκάθαρους κανόνες δίχως συνεχείς ή ανοιχτές διαπραγματεύσεις, περιβάλλον που διευκολύνει και ενισχύει την ανάπτυξη και την καταπολέμηση αθέμιτου ανταγωνισμού”.
Πόσο πιο ξεκάθαρα να το πει η Κεραμέως; Δεν θέλει… “ανησυχία”! Δεν θέλει… “συνεχείς” διαπραγματεύσεις -δηλαδή αψιμαχίες- μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών. Και δίκιο έχει, από την πλευρά της κυβέρνησης της!
Παρεμπιπτόντως, όπως έγραφε και ο Τρότσκι (στο ανυπέρβλητο βιβλίο του “Τρομοκρατία και Κομμουνισμός”), οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας δεν είναι πάντα ένα όπλο της εργατικής τάξης ενάντια στην αστική τάξη, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να γίνει και ένα μέσο πειθάρχησης της εργατικής τάξης από την αστική. Η κυβέρνηση θέλει, χωρίς πολλά – πολλά, μπαμ και κάτω να επιβάλλει τις αυξήσεις που “σηκώνει” κάθε κλάδος, δηλαδή οι εργοδότες κάθε κλάδου. Έτσι έκανε και με τον κατώτατο μισθό: Υιοθέτησε τις αυξήσεις που πρότειναν οι εργοδότες και η Τράπεζα της Ελλάδας και όχι η… ΓΣΕΕ, δηλαδή ακόμα και αυτή, η… εργοδοτική ΓΣΕΕ.
Πιστεύει κανείς πως θα γίνει κάτι διαφορετικό στην περίπτωση των κλαδικών αυξήσεων; Επίσης, ποιος δεν ξέρει πως είναι ένα πράμα να υπογράφεται μία συλλογική σύμβαση και ένα άλλο να τηρείται; Ας δούμε τι γίνεται στον τουρισμό που κατά τα άλλα έχει… κλαδική συλλογική σύμβαση. Και ποιος θα “επιβάλλει” την τήρηση μίας κλαδικής συλλογικής σύμβασης; Η ΓΣΕΕ ή τα κατά τόπους εργατικά σωματεία; Και πώς θα το κάνουν αυτό τα σωματεία όταν είναι πολιτικά και συνδικαλιστικά ξεδοντιασμένα από την κυβέρνηση, με συνυπογραφή και της ΓΣΕΕ; Θα γελούσαμε, αν δεν ήταν να την… πληρώσουμε εμείς τη νύφη…
Δ.Κ.
